Η καταστροφή του χρήματος ποτέ δεν είχε θετικά αποτελέσματα
Η οικονομική δραστηριότητα , οι επενδυτικές αποφάσεις ,η κατανάλωση αλλά και οτιδήποτε απαιτεί στον οικονομικό τομέα υγιές υπόβαθρο είτε ρευστότητας , είτε εισοδήματος , είτε δανεισμού δεν μπορεί να επιβληθεί με διοικητικά και νομισματικά μέτρα.
Δεν μπορεί να επιβάλεις σε κάποιον να επενδύσει ή να καταναλώσει εάν ο ίδιος δεν έχει σταθμίσει τα δεδομένα του , τις προσδοκίες του , τις ανάγκες του με τρόπο που να εξυπηρετεί τον προγραμματισμό και τα συμφέροντα του.
Δεν μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον να δράσει οικονομικά δημιουργώντας του ένα τεχνητό πλαίσιο που εμπεριέχει εκβιαστικές πρακτικές .
Δεν μπορείς να πείσεις κάποιον ότι το δυσμενές περιβάλλον που αυτός βιώνει είναι διαφορετικό και δελεαστικό για δράσεις που εκείνος κρίνει ως μη βιώσιμες .
Εφόσον η επιβολή δεν μπορεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης και την επιχειρηματική κουλτούρα τότε είναι λογικό να αποτύχει ως μέθοδος πάρα την επιμονή ορισμένων κεντρικών τράπεζων να λανσάρουν μια νέα πεπατημένη .
Την πεπατημένη των αρνητικών επιτοκίων .
Η απόφαση της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ) που ελήφθη το Σεπτέμβριου 2019 και σύμφωνα με την οποία από τα τέλη Οκτωβρίου 2019 θα απαλλάσσεται ένα μέρος των ρευστών διαθεσίμων που τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα σε κατάθεση στο ευρωσύστημα από την επιβάρυνση του αρνητικού επιτοκίου δείχνει σαφέστατα ότι υπάρχει πρόθεση διόρθωση ενός λάθους .
Όπως είναι γνωστό τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να τηρούν υποχρεωτικές καταθέσεις στην οικεία κεντρική τράπεζα το ύψος των οποίων φθάνει το 1% μέρους του παθητικού που αντιστοιχεί σε καταθέσεις έως 2 έτη και σε ομολογιακούς τίτλους που έχουν εκδώσει οι ίδιες οι τράπεζες .
Τα υπόλοιπα διαθέσιμα τηρούνται είτε στον λογαριασμό πάγιας διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων είτε σε λογαριασμούς εκτός αυτής, που από τα μέσα του 2014 τοκίζονται με αρνητικό επιτόκιο.
Με την απόφαση του Σεπτέμβριου 2019 τα διαθέσιμα εκτός των υποχρεωτικών θα διακρίνονται σε αυτά που θα συνεχίσουν να υπόκεινται σε αρνητικό επιτόκιο και σε αυτά που θα έχουν μηδενικό.
Το ύψος των τελευταίων θα είναι εξαπλάσιο του ύψους των υποχρεωτικών καταθέσεων και σαφέστατα πρόκειται για αναδίπλωση της ΕΚΤ με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι συνέπειες της πρακτικής των χαμηλών επιτοκίων για την κερδοφορία των τραπεζών .
Η αναδίπλωση της ΕΚΤ έδειξε ότι μέσω των αρνητικών επιτοκίων δεν μπορεί να δοθεί λύση στο ζητούμενο της αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας και της ενίσχυσης των πληθωριστικών τάσεων.
Και δεν μπορεί διότι τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι υγιής αντίδραση.
Η καταστροφή του χρήματος ποτέ δεν είχε θετικά αποτελέσματα.
Το να αλλοιώνεις το διαχρονικό υπόβαθρο το επιτοκίου κέρδους δεν σημαίνει ότι θα μπορεί να μεταβάλεις τις διαχρονικές συνήθειες επενδυτών και καταθετών .
Και δεν είναι μόνο οι δημοσιευμένες μελέτες του ΔΝΤ που αποκαλύπτουν ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι αποτελεσματικά μόνο σε περιβάλλον αποκλειστικά ηλεκτρονικού -πλαστικού χρήματος αλλά κυρίως το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής από τις Ευρωπαϊκές Κεντρικές Τράπεζες .
Από το 2009 με πρώτη διδάξασα της Κεντρική Τράπεζα της Δανίας ξεκίνησε το πείραμα των αρνητικών επιτοκίων στον ευρωπαϊκό χώρο ενώ ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας και της Ελβετίας.
Κοινός στόχος αυτών των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τράπεζων ήταν η μείωση της ελκυστικότητας των νομισμάτων τους.
Θέλοντας να περιφρουρήσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων τους που θεωρούνταν ασφαλή επενδυτικά καταφύγια προχώρησαν σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων σε επίπεδα υποτίθεται αποτρεπτικά για το διεθνές κεφάλαιο συνδιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα αρνητικά επιτόκια με τις παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος .
Η ιστορία έδειξε ότι τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει το κερδοσκοπικό κεφάλαιο όταν προεξοφλεί μεγαλύτερα κέρδη από το κόστος που διαμορφώνουν οι πρακτικές των κεντρικών τραπεζών .
Οι κερδοσκόποι γνωρίζοντας ότι τόσο οι παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος όσο και το ύψος των αρνητικών επιτοκίων έχουν όρια φροντίζουν με επιμονή να πολιορκούν τα θύματα έως την τελική επικράτηση η οποία έρχεται νομοτελειακά αργά ή γρήγορα.
Να θυμίσουμε την μεγάλη ήττα της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας όταν στα μέσα Ιανουάριου 2015 εγκατέλειψε την σύνδεση με το ευρώ στα επίπεδα των 1,20 φράγκων μετά από μια 3ετη προσπάθεια υπεράσπισης της .
Φυσικά η ΕΚΤ ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα που οδήγησε τα επιτόκια αποδοχής καταθέσεων σε αρνητικό περιβάλλον με σκοπό όχι την υπεράσπιση της ισοτιμίας του ευρώ αλλά για να πείσει τις εμπορικές τράπεζες του ευρωσυστήματος να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Δηλαδή να εκβιάσει με διοικητικό τρόπο την αύξηση των χορηγήσεων αποτρέποντας το παρκάρισμα της πλεονάζουσας ρευστότητας στην κεντρική τους τράπεζα.
Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων στην αποδοχή των καταθέσεων των εμπορικών δείχνει ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής μιας κεντρικής τράπεζας.
To πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο όταν συναντά το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος , δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα .
Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμα τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά .
Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί .
Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.
Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τοποθετείται από τις τράπεζες ξανά σε κρατικά ομόλογα και σε μετοχές , ενώ μεγάλο μέρος παρκάρετε στην κεντρική τράπεζα.
Ως λύση για το συγκεκριμένο πρόβλημα από τους τεχνοκράτες της ΕΚΤ επιλέγει το αρνητικό επιτόκιο ,αφού επί μια διετία (Ιούλιος 2012-Ιούνιος 2014) δεν υπήρχε επιτόκιο όταν οι εμπορικές τράπεζες τοποθετούσαν τα αποθεματικά τους στην κεντρική τράπεζα .
Η απάντηση των τραπεζών θα ήταν να μετακυλήσουν το κόστος τους στους πελάτες τους, φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Δεν το έπραξαν για λόγους τακτικής , όμως η πίεση που ένιωθαν στα έσοδα από τόκους ήταν μεγάλη.
Βέβαια όπως οι τράπεζες δεν μπορούν να εκβιαστούν για να παρέχουν δάνεια όταν δεν υπάρχουν φερέγγυοι πελάτες έτσι και δεν μπορούν να τιμωρούνται όταν τα κεφάλαια που δεν δανείζουν τα τοποθετούν στην κεντρική τους τράπεζα.
Αυτό έστω και αργά έγινε κατανοητό από την ΕΚΤ και με την απόφαση της να μην τιμωρεί εν μεγάλο μέρος των τοποθετήσεων με αρνητικό επιτόκιο δείχνει ότι η ψυχραιμία αλλά και το εκ των αποτελέσματος πάθημα μπορεί να διορθωθεί όταν επικρατήσει η λογική.
Η παροχή μεγάλης και μακροπρόθεσμης ρευστότητας για να μην υπάρξει ατύχημα ρευστότητας έχει το τίμημα της όταν ο φαύλος κύκλος των υφεσιακών καταστάσεων , της ανεργίας και των προβληματικών δανείων δεν επιτρέπουν την συνήθη ροή του τραπεζικού χρήματος προς την πραγματική οικονομία με την παγίδα ρευστότητας να θυμίζει το ενδεχόμενο των αδιεξόδων που ελλοχεύουν.
Φυσικά με την αύξηση του επιτοκίου της πάγιας διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων τον Σεπτέμβριο του 2019 από τα επίπεδα του -0,40% στο -0,50% παρότι πλέον ο άμεσος αντίκτυπος στις τράπεζες είναι μηδενικός σε ότι αφορά την πλεονάζουσα ρευστότητα τους εν τούτοις συνεχίζεται η προσπάθεια επηρεασμού των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων των πιστώσεων που χορηγούν οι τράπεζες .
Ο επηρεασμός των τραπεζικών επιτοκίων όμως μπορεί να συμβεί υπό μια βασική προϋπόθεση , ότι ο μηχανισμός μετάδοσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής λειτουργεί εύρυθμα κάτι που δεν είναι βέβαιο .
Άλλωστε οι παλινωδίες της ΕΚΤ και η επαναφορά μέτρων που είχαν πρόσφατα λάβει τέλος δείχνει ότι έχει προβλήματα και μάλιστα σημαντικά που χρήζουν ουσιαστικής αναθεώρησης των μέχρι σήμερα πρακτικών της.
Δεν μπορεί να επιβάλεις σε κάποιον να επενδύσει ή να καταναλώσει εάν ο ίδιος δεν έχει σταθμίσει τα δεδομένα του , τις προσδοκίες του , τις ανάγκες του με τρόπο που να εξυπηρετεί τον προγραμματισμό και τα συμφέροντα του.
Δεν μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον να δράσει οικονομικά δημιουργώντας του ένα τεχνητό πλαίσιο που εμπεριέχει εκβιαστικές πρακτικές .
Δεν μπορείς να πείσεις κάποιον ότι το δυσμενές περιβάλλον που αυτός βιώνει είναι διαφορετικό και δελεαστικό για δράσεις που εκείνος κρίνει ως μη βιώσιμες .
Εφόσον η επιβολή δεν μπορεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης και την επιχειρηματική κουλτούρα τότε είναι λογικό να αποτύχει ως μέθοδος πάρα την επιμονή ορισμένων κεντρικών τράπεζων να λανσάρουν μια νέα πεπατημένη .
Την πεπατημένη των αρνητικών επιτοκίων .
Η απόφαση της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ) που ελήφθη το Σεπτέμβριου 2019 και σύμφωνα με την οποία από τα τέλη Οκτωβρίου 2019 θα απαλλάσσεται ένα μέρος των ρευστών διαθεσίμων που τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα σε κατάθεση στο ευρωσύστημα από την επιβάρυνση του αρνητικού επιτοκίου δείχνει σαφέστατα ότι υπάρχει πρόθεση διόρθωση ενός λάθους .
Όπως είναι γνωστό τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να τηρούν υποχρεωτικές καταθέσεις στην οικεία κεντρική τράπεζα το ύψος των οποίων φθάνει το 1% μέρους του παθητικού που αντιστοιχεί σε καταθέσεις έως 2 έτη και σε ομολογιακούς τίτλους που έχουν εκδώσει οι ίδιες οι τράπεζες .
Τα υπόλοιπα διαθέσιμα τηρούνται είτε στον λογαριασμό πάγιας διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων είτε σε λογαριασμούς εκτός αυτής, που από τα μέσα του 2014 τοκίζονται με αρνητικό επιτόκιο.
Με την απόφαση του Σεπτέμβριου 2019 τα διαθέσιμα εκτός των υποχρεωτικών θα διακρίνονται σε αυτά που θα συνεχίσουν να υπόκεινται σε αρνητικό επιτόκιο και σε αυτά που θα έχουν μηδενικό.
Το ύψος των τελευταίων θα είναι εξαπλάσιο του ύψους των υποχρεωτικών καταθέσεων και σαφέστατα πρόκειται για αναδίπλωση της ΕΚΤ με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι συνέπειες της πρακτικής των χαμηλών επιτοκίων για την κερδοφορία των τραπεζών .
Η αναδίπλωση της ΕΚΤ έδειξε ότι μέσω των αρνητικών επιτοκίων δεν μπορεί να δοθεί λύση στο ζητούμενο της αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας και της ενίσχυσης των πληθωριστικών τάσεων.
Και δεν μπορεί διότι τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι υγιής αντίδραση.
Η καταστροφή του χρήματος ποτέ δεν είχε θετικά αποτελέσματα.
Το να αλλοιώνεις το διαχρονικό υπόβαθρο το επιτοκίου κέρδους δεν σημαίνει ότι θα μπορεί να μεταβάλεις τις διαχρονικές συνήθειες επενδυτών και καταθετών .
Και δεν είναι μόνο οι δημοσιευμένες μελέτες του ΔΝΤ που αποκαλύπτουν ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι αποτελεσματικά μόνο σε περιβάλλον αποκλειστικά ηλεκτρονικού -πλαστικού χρήματος αλλά κυρίως το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής από τις Ευρωπαϊκές Κεντρικές Τράπεζες .
Από το 2009 με πρώτη διδάξασα της Κεντρική Τράπεζα της Δανίας ξεκίνησε το πείραμα των αρνητικών επιτοκίων στον ευρωπαϊκό χώρο ενώ ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας και της Ελβετίας.
Κοινός στόχος αυτών των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τράπεζων ήταν η μείωση της ελκυστικότητας των νομισμάτων τους.
Θέλοντας να περιφρουρήσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων τους που θεωρούνταν ασφαλή επενδυτικά καταφύγια προχώρησαν σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων σε επίπεδα υποτίθεται αποτρεπτικά για το διεθνές κεφάλαιο συνδιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα αρνητικά επιτόκια με τις παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος .
Η ιστορία έδειξε ότι τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει το κερδοσκοπικό κεφάλαιο όταν προεξοφλεί μεγαλύτερα κέρδη από το κόστος που διαμορφώνουν οι πρακτικές των κεντρικών τραπεζών .
Οι κερδοσκόποι γνωρίζοντας ότι τόσο οι παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος όσο και το ύψος των αρνητικών επιτοκίων έχουν όρια φροντίζουν με επιμονή να πολιορκούν τα θύματα έως την τελική επικράτηση η οποία έρχεται νομοτελειακά αργά ή γρήγορα.
Να θυμίσουμε την μεγάλη ήττα της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας όταν στα μέσα Ιανουάριου 2015 εγκατέλειψε την σύνδεση με το ευρώ στα επίπεδα των 1,20 φράγκων μετά από μια 3ετη προσπάθεια υπεράσπισης της .
Φυσικά η ΕΚΤ ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα που οδήγησε τα επιτόκια αποδοχής καταθέσεων σε αρνητικό περιβάλλον με σκοπό όχι την υπεράσπιση της ισοτιμίας του ευρώ αλλά για να πείσει τις εμπορικές τράπεζες του ευρωσυστήματος να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Δηλαδή να εκβιάσει με διοικητικό τρόπο την αύξηση των χορηγήσεων αποτρέποντας το παρκάρισμα της πλεονάζουσας ρευστότητας στην κεντρική τους τράπεζα.
Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων στην αποδοχή των καταθέσεων των εμπορικών δείχνει ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής μιας κεντρικής τράπεζας.
To πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο όταν συναντά το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος , δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα .
Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμα τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά .
Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί .
Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.
Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τοποθετείται από τις τράπεζες ξανά σε κρατικά ομόλογα και σε μετοχές , ενώ μεγάλο μέρος παρκάρετε στην κεντρική τράπεζα.
Ως λύση για το συγκεκριμένο πρόβλημα από τους τεχνοκράτες της ΕΚΤ επιλέγει το αρνητικό επιτόκιο ,αφού επί μια διετία (Ιούλιος 2012-Ιούνιος 2014) δεν υπήρχε επιτόκιο όταν οι εμπορικές τράπεζες τοποθετούσαν τα αποθεματικά τους στην κεντρική τράπεζα .
Η απάντηση των τραπεζών θα ήταν να μετακυλήσουν το κόστος τους στους πελάτες τους, φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Δεν το έπραξαν για λόγους τακτικής , όμως η πίεση που ένιωθαν στα έσοδα από τόκους ήταν μεγάλη.
Βέβαια όπως οι τράπεζες δεν μπορούν να εκβιαστούν για να παρέχουν δάνεια όταν δεν υπάρχουν φερέγγυοι πελάτες έτσι και δεν μπορούν να τιμωρούνται όταν τα κεφάλαια που δεν δανείζουν τα τοποθετούν στην κεντρική τους τράπεζα.
Αυτό έστω και αργά έγινε κατανοητό από την ΕΚΤ και με την απόφαση της να μην τιμωρεί εν μεγάλο μέρος των τοποθετήσεων με αρνητικό επιτόκιο δείχνει ότι η ψυχραιμία αλλά και το εκ των αποτελέσματος πάθημα μπορεί να διορθωθεί όταν επικρατήσει η λογική.
Η παροχή μεγάλης και μακροπρόθεσμης ρευστότητας για να μην υπάρξει ατύχημα ρευστότητας έχει το τίμημα της όταν ο φαύλος κύκλος των υφεσιακών καταστάσεων , της ανεργίας και των προβληματικών δανείων δεν επιτρέπουν την συνήθη ροή του τραπεζικού χρήματος προς την πραγματική οικονομία με την παγίδα ρευστότητας να θυμίζει το ενδεχόμενο των αδιεξόδων που ελλοχεύουν.
Φυσικά με την αύξηση του επιτοκίου της πάγιας διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων τον Σεπτέμβριο του 2019 από τα επίπεδα του -0,40% στο -0,50% παρότι πλέον ο άμεσος αντίκτυπος στις τράπεζες είναι μηδενικός σε ότι αφορά την πλεονάζουσα ρευστότητα τους εν τούτοις συνεχίζεται η προσπάθεια επηρεασμού των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων των πιστώσεων που χορηγούν οι τράπεζες .
Ο επηρεασμός των τραπεζικών επιτοκίων όμως μπορεί να συμβεί υπό μια βασική προϋπόθεση , ότι ο μηχανισμός μετάδοσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής λειτουργεί εύρυθμα κάτι που δεν είναι βέβαιο .
Άλλωστε οι παλινωδίες της ΕΚΤ και η επαναφορά μέτρων που είχαν πρόσφατα λάβει τέλος δείχνει ότι έχει προβλήματα και μάλιστα σημαντικά που χρήζουν ουσιαστικής αναθεώρησης των μέχρι σήμερα πρακτικών της.
Σχόλια αναγνωστών