γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ΟΠΕΚ και Ρωσία αποτέλεσε αφορμή για να ασκηθούν σημαντικές πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών οι τιμές του πετρελαίου παρουσίασαν μία άνευ προηγουμένου μεταβλητότητα, η οποία οφείλεται σε ένα σύνολο παραγόντων και συγκυριών.
Αφορμή για τη σχετική εξέλιξη στάθηκε η έκβαση της συνάντησης μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στη συμφωνία του ΟΠΕΚ πριν από δέκα ημέρες στη Βιέννη.
Στόχος της συνάντησης ήταν η επέκτασης της συμφωνίας για τις περικοπές στην παραγωγή πετρελαίου, τουλάχιστον μέχρι το επόμενο τρίμηνο, προκειμένου να διατηρηθεί η σταθερότητα στις
τιμές.
Ένα μήνα πριν από τη συνάντηση μάλιστα, είχε πραγματοποιηθεί η σύσκεψη της Κοινής Τεχνικής Επιτροπής του ΟΠΕΚ+ προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση που επικρατεί στην αγορά ενέργειας και να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις προς τις χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία.
Μετά την ολοκλήρωση της σύσκεψης, η Επιτροπή πρότεινε όχι μόνο την επέκταση της συμφωνίας μέχρι τον Ιούνιο του 2020, αλλά και μία περαιτέρω μείωση της παραγωγής κατά 600 χιλ. βαρέλια
ημερησίως, εν μέσω της σημαντικής πτώσης που είχαν καταγράψει τον Ιανουάριο οι τιμές του «μαύρου χρυσού».
Έως εκείνο το χρονικό σημείο η πτώση των τιμών αφορούσε δύο παράγοντες: την αυξημένη παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, η οποία διατηρεί την ανοδική τάση του προηγούμενου έτους, και τη σημαντική μείωση στη ζήτηση πετρελαίου της Κίνας, λόγω του πρόσφατου «παγώματος» στην επιχειρηματική και ταξιδιωτική δραστηριότητα.
Η Κίνα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ζήτηση πετρελαίου παγκοσμίως, και σύμφωνα με τους αναλυτές, μία πτώση της τάξεως του 25% μεταφράζεται σε 3 εκατ. βαρέλια ημερησίως, όγκος που αντιστοιχεί δηλαδή στο 3% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Αυτό σημαίνει πως οποιαδήποτε μεταβολή στη ζήτηση πετρελαίου της Κίνας αλλάζει άμεσα τις ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και οδηγεί τις χώρες του ΟΠΕΚ+ σε νέες προσαρμογές της πολιτικής τους.
Άλλωστε, ο ΟΠΕΚ+ βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μία κατάσταση συνεχούς προσαρμογής στις αλλαγές της αγοράς ενέργειας, ανάλογα με τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα λίγο πριν από την
προγραμματισμένη συνάντησή του.
Μάλιστα, αυτός ήταν και ο λόγος που ενώ οι χώρες του ΟΠΕΚ και η Ρωσία ξεκίνησαν αρχικά μία προσωρινή συμφωνία για τις περικοπές στην παραγωγή τους, στη συνέχεια προχώρησαν στη
δημιουργία μίας μόνιμης συνεργασίας, η οποία θα μπορούσε να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα.
Κάθε φορά που ο συνασπισμός είχε προγραμματίσει να επιστρέψει στα κανονικά επίπεδα παραγωγής του, οι εκάστοτε συνθήκες τον υποχρέωναν είτε να προχωρήσει σε νέα συμφωνία είτε να επεκτείνει τη συμφωνία που ήδη βρισκόταν σε ισχύ.
Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση της Κοινής Τεχνικής Επιτροπής, ο πρόεδρος του ΟΠΕΚ και υπουργός Πετρελαίου της Αλγερίας, Mohamed Akrab, δήλωσε ότι «η επιδημία του κορωνοϊού έχει αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομικές δραστηριότητες, και ιδιαίτερα στους τομείς μεταφορών, τουρισμού και μεταποίησης», ενώ πρόσθεσε ότι οι επιπτώσεις αφορούν «κυρίως της Κίνα, και αυξάνονται σταδιακά στην περιοχή της Ασίας και τον υπόλοιπο κόσμο».
Στο χρονικό διάστημα μεταξύ της συνάντησης της Τεχνικής Επιτροπής και της συνάντησης των Υπουργών Ενέργειας του ΟΠΕΚ+ δημοσιεύθηκε και η μηνιαία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού
Ενέργειας για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, στην οποία υπήρξε υποβάθμιση των εκτιμήσεων για τους επόμενους μήνες.
Όπως ανέφερε ο IEA, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου για το πρώτο τρίμηνο του 2020 αναμένεται να υποχωρήσει κατά 435 χιλ. βαρέλια ημερησίως σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, γεγονός που αποτελεί την πρώτη συρρίκνωση μετά από δέκα χρόνια.
Παράλληλα, η ζήτηση για το σύνολο του 2020 αναμένεται να αυξηθεί με τους βραδύτερους ρυθμούς από το 2011, και συγκεκριμένα κατά 825 χιλ. βαρέλια ημερησίως, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι
προηγούμενες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για αύξηση μεγαλύτερη του ενός εκατομμυρίου βαρελιών.
Η έκθεση υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι παρά τη μικρή μείωση που καταγράφηκε στην προσφορά πετρελαίου τον Ιανουάριο του 2020, η παγκόσμια προσφορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, καθώς η μείωση στην παραγωγή των ΟΠΕΚ+ αντισταθμίστηκε από την αύξηση που σημειώθηκε στην παραγωγή των χωρών που δε συμμετέχουν στη συμφωνία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου να παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητα στις αρχές του έτους, και σε αρκετά υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών.
Οι παραπάνω εξελίξεις δημιούργησαν προσδοκίες στις τάξεις των επενδυτών ότι στις αρχές Μαρτίου οι χώρες του ΟΠΕΚ+ θα ανακοινώσουν μία επέκταση της συμφωνίας μέχρι τον Ιούνιο του 2020, καθώς και μία νέα συνάντηση στα τέλη του δευτέρου τριμήνου, προκειμένου να γίνει η επαναξιολόγηση της κατάστασης.
Ωστόσο, μπορεί ο ΟΠΕΚ να είχε ταχθεί εξ’ αρχής υπέρ αυτής της πρότασης, η πλευρά της Ρωσίας όμως διατύπωνε τη θέση ότι θα αξιολογήσει τα δεδομένα που θα έχει στη διάθεσή της λίγο πριν τη
συνάντηση προκειμένου να καταλήξει σε μία απόφαση.
Μία μέρα πριν από τη συνάντηση του ΟΠΕΚ με τη Ρωσία ήταν προγραμματισμένη η συνάντηση των μελών του ΟΠΕΚ, προκειμένου να διαμορφωθεί η τελική πρόταση που θα παρουσιαστεί στο τραπέζι των συνομιλιών από την πλευρά του Οργανισμού.
Η πρόταση αφορούσε τη μείωση της παραγωγής του ΟΠΕΚ κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως μέχρι τον Ιούνιο του 2020, και την αντίστοιχη μείωση στην ημερήσια παραγωγή των χωρών εκτός ΟΠΕΚ κατά 500 χιλ. βαρέλια.
Η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών στο τέλος της συνάντησης αποτέλεσε αφορμή για να ασκηθούν σημαντικές πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου την Παρασκευή 6 Μαρτίου, με την τιμή του Brent να καταγράφει απώλειες της τάξεως του 9,4% και να υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα από τα μέσα του 2017, και συγκεκριμένα στα 45,18 δολ. ανά βαρέλι.
Παράλληλα, η πτώση στην τιμή του αμερικανικού αργού ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς υποχώρησε κατά 10% στα 41,28 δολ. ανά βαρέλι, τα οποία αποτελούν το χαμηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2016.
Κατά την αποχώρησή του από τη συνάντηση, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Alexander Novak δήλωσε ότι η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών σημαίνει ότι από την 1 η Απριλίου και μετά η κάθε χώρα μπορεί να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου στα επίπεδα που επιθυμεί.
«Λάβαμε αυτή την απόφαση επειδή δεν υπήρξε ομοφωνία σχετικά με το πώς πρέπει να δράσουν ταυτόχρονα οι 24 χώρες στην τρέχουσα κατάσταση», τόνισε ο κ. Novak, για να προσθέσει εν συνεχεία ότι «από την 1 η Απριλίου, ξεκινάμε να εργαζόμαστε χωρίς να σκεφτόμαστε τις ποσοστώσεις ή τις μειώσεις που υπήρχαν νωρίτερα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάθε χώρα δε θα παρακολουθεί και δε θα αναλύει τις εξελίξεις στην αγορά».
Ωστόσο, οι αναφορές του πρακτορείου Reuters δύο μέρες μετά ότι η Σαουδική Αραβία ετοιμάζεται να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου πάνω από τη «ζώνη» των 10 εκατ. βαρελιών ημερησίως και να μειώσει τις τιμές πώλησης πετρελαίου τον Απρίλιο, ήρθαν να ενισχύσουν το σενάριο ότι η συνεργασία ΟΠΕΚ και Ρωσίας δεν πρόκειται να ανανεωθεί επί του παρόντος και ότι δε θα υπάρξει κάποιος παράγοντας «στήριξης» των τιμών.
Τα παραπάνω γεγονότα λοιπόν είχαν ως αποτέλεσμα η Δευτέρα 9 Μαρτίου να συνδεθεί με τη δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση που έχει η τιμή του πετρελαίου από το 1983 μέχρι σήμερα.
Η τιμή του Brent διαμορφώθηκε στα 34,36 δολ. ανά βαρέλι, καταγράφοντας απώλειες της τάξεως του 24,1% ενώ παρόμοια ήταν η πτώση και του WTI, το οποίο υποχώρησε κατά 24,59% στα 31,13 δολ. ανά βαρέλι.
Μάλιστα, οι τιμές των δύο προθεσμιακών συμβολαίων υποχώρησαν ενδοσυνεδριακά κατά 30% αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο του 2016, και πλησιάζοντας τη μεγαλύτερη
ημερήσια πτώση που έχει καταγραφεί από το 1983 μέχρι σήμερα, στις 17 Ιανουαρίου του 1991.
Σημειώνεται ότι το 2016, όταν οι τιμές του πετρελαίου κινούνταν σε παρόμοια επίπεδα, ο ΟΠΕΚ αποφάσισε την πρώτη μείωση της παραγωγής του μετά το 2008, προκειμένου να μετριάσει την
υπερπροσφορά που επικρατούσε στην αγορά ενέργειας και να αυξήσει τις τιμές.
Ωστόσο, τρία χρόνια περίπου μετά από την εφαρμογή της συμφωνίας, η υπερπροσφορά εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο κυρίως επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες βελτίωσαν τους τρόπους εξαγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου, αυξάνοντας έτσι την ημερήσια παραγωγή τους.
Στον αντίποδα, η παγκόσμια ζήτηση παρουσίασε τα τελευταία χρόνια ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, είτε λόγω ηπιότερων θερμοκρασιών κατά τις χειμερινές
περιόδους είτε λόγω κυρώσεων και εμπορικών περιορισμών.
Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι ακόμα και εάν υπάρξει κάποια νέα συμφωνία μεταξύ ΟΠΕΚ και Ρωσίας στο άμεσα μέλλον, η άνοδος των τιμών στο πετρέλαιο θα είναι περιορισμένη, ειδικότερα εάν αναλογιστεί κανείς ότι η ζήτηση θα υποχωρήσει ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα.
Ως εκ τούτου, οι χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία του ΟΠΕΚ θα πρέπει να βρουν τρόπους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα των τιμών μετά το τέλος του Μαρτίου (όταν και ολοκληρώνονται οι περικοπές), πράγμα που άλλωστε έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Αφορμή για τη σχετική εξέλιξη στάθηκε η έκβαση της συνάντησης μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στη συμφωνία του ΟΠΕΚ πριν από δέκα ημέρες στη Βιέννη.
Στόχος της συνάντησης ήταν η επέκτασης της συμφωνίας για τις περικοπές στην παραγωγή πετρελαίου, τουλάχιστον μέχρι το επόμενο τρίμηνο, προκειμένου να διατηρηθεί η σταθερότητα στις
τιμές.
Ένα μήνα πριν από τη συνάντηση μάλιστα, είχε πραγματοποιηθεί η σύσκεψη της Κοινής Τεχνικής Επιτροπής του ΟΠΕΚ+ προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση που επικρατεί στην αγορά ενέργειας και να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις προς τις χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία.
Μετά την ολοκλήρωση της σύσκεψης, η Επιτροπή πρότεινε όχι μόνο την επέκταση της συμφωνίας μέχρι τον Ιούνιο του 2020, αλλά και μία περαιτέρω μείωση της παραγωγής κατά 600 χιλ. βαρέλια
ημερησίως, εν μέσω της σημαντικής πτώσης που είχαν καταγράψει τον Ιανουάριο οι τιμές του «μαύρου χρυσού».
Έως εκείνο το χρονικό σημείο η πτώση των τιμών αφορούσε δύο παράγοντες: την αυξημένη παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, η οποία διατηρεί την ανοδική τάση του προηγούμενου έτους, και τη σημαντική μείωση στη ζήτηση πετρελαίου της Κίνας, λόγω του πρόσφατου «παγώματος» στην επιχειρηματική και ταξιδιωτική δραστηριότητα.
Η Κίνα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ζήτηση πετρελαίου παγκοσμίως, και σύμφωνα με τους αναλυτές, μία πτώση της τάξεως του 25% μεταφράζεται σε 3 εκατ. βαρέλια ημερησίως, όγκος που αντιστοιχεί δηλαδή στο 3% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Αυτό σημαίνει πως οποιαδήποτε μεταβολή στη ζήτηση πετρελαίου της Κίνας αλλάζει άμεσα τις ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και οδηγεί τις χώρες του ΟΠΕΚ+ σε νέες προσαρμογές της πολιτικής τους.
Άλλωστε, ο ΟΠΕΚ+ βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μία κατάσταση συνεχούς προσαρμογής στις αλλαγές της αγοράς ενέργειας, ανάλογα με τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα λίγο πριν από την
προγραμματισμένη συνάντησή του.
Μάλιστα, αυτός ήταν και ο λόγος που ενώ οι χώρες του ΟΠΕΚ και η Ρωσία ξεκίνησαν αρχικά μία προσωρινή συμφωνία για τις περικοπές στην παραγωγή τους, στη συνέχεια προχώρησαν στη
δημιουργία μίας μόνιμης συνεργασίας, η οποία θα μπορούσε να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα.
Κάθε φορά που ο συνασπισμός είχε προγραμματίσει να επιστρέψει στα κανονικά επίπεδα παραγωγής του, οι εκάστοτε συνθήκες τον υποχρέωναν είτε να προχωρήσει σε νέα συμφωνία είτε να επεκτείνει τη συμφωνία που ήδη βρισκόταν σε ισχύ.
Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση της Κοινής Τεχνικής Επιτροπής, ο πρόεδρος του ΟΠΕΚ και υπουργός Πετρελαίου της Αλγερίας, Mohamed Akrab, δήλωσε ότι «η επιδημία του κορωνοϊού έχει αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομικές δραστηριότητες, και ιδιαίτερα στους τομείς μεταφορών, τουρισμού και μεταποίησης», ενώ πρόσθεσε ότι οι επιπτώσεις αφορούν «κυρίως της Κίνα, και αυξάνονται σταδιακά στην περιοχή της Ασίας και τον υπόλοιπο κόσμο».
Στο χρονικό διάστημα μεταξύ της συνάντησης της Τεχνικής Επιτροπής και της συνάντησης των Υπουργών Ενέργειας του ΟΠΕΚ+ δημοσιεύθηκε και η μηνιαία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού
Ενέργειας για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, στην οποία υπήρξε υποβάθμιση των εκτιμήσεων για τους επόμενους μήνες.
Όπως ανέφερε ο IEA, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου για το πρώτο τρίμηνο του 2020 αναμένεται να υποχωρήσει κατά 435 χιλ. βαρέλια ημερησίως σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, γεγονός που αποτελεί την πρώτη συρρίκνωση μετά από δέκα χρόνια.
Παράλληλα, η ζήτηση για το σύνολο του 2020 αναμένεται να αυξηθεί με τους βραδύτερους ρυθμούς από το 2011, και συγκεκριμένα κατά 825 χιλ. βαρέλια ημερησίως, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι
προηγούμενες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για αύξηση μεγαλύτερη του ενός εκατομμυρίου βαρελιών.
Η έκθεση υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι παρά τη μικρή μείωση που καταγράφηκε στην προσφορά πετρελαίου τον Ιανουάριο του 2020, η παγκόσμια προσφορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, καθώς η μείωση στην παραγωγή των ΟΠΕΚ+ αντισταθμίστηκε από την αύξηση που σημειώθηκε στην παραγωγή των χωρών που δε συμμετέχουν στη συμφωνία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου να παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητα στις αρχές του έτους, και σε αρκετά υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών.
Οι παραπάνω εξελίξεις δημιούργησαν προσδοκίες στις τάξεις των επενδυτών ότι στις αρχές Μαρτίου οι χώρες του ΟΠΕΚ+ θα ανακοινώσουν μία επέκταση της συμφωνίας μέχρι τον Ιούνιο του 2020, καθώς και μία νέα συνάντηση στα τέλη του δευτέρου τριμήνου, προκειμένου να γίνει η επαναξιολόγηση της κατάστασης.
Ωστόσο, μπορεί ο ΟΠΕΚ να είχε ταχθεί εξ’ αρχής υπέρ αυτής της πρότασης, η πλευρά της Ρωσίας όμως διατύπωνε τη θέση ότι θα αξιολογήσει τα δεδομένα που θα έχει στη διάθεσή της λίγο πριν τη
συνάντηση προκειμένου να καταλήξει σε μία απόφαση.
Μία μέρα πριν από τη συνάντηση του ΟΠΕΚ με τη Ρωσία ήταν προγραμματισμένη η συνάντηση των μελών του ΟΠΕΚ, προκειμένου να διαμορφωθεί η τελική πρόταση που θα παρουσιαστεί στο τραπέζι των συνομιλιών από την πλευρά του Οργανισμού.
Η πρόταση αφορούσε τη μείωση της παραγωγής του ΟΠΕΚ κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως μέχρι τον Ιούνιο του 2020, και την αντίστοιχη μείωση στην ημερήσια παραγωγή των χωρών εκτός ΟΠΕΚ κατά 500 χιλ. βαρέλια.
Η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών στο τέλος της συνάντησης αποτέλεσε αφορμή για να ασκηθούν σημαντικές πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου την Παρασκευή 6 Μαρτίου, με την τιμή του Brent να καταγράφει απώλειες της τάξεως του 9,4% και να υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα από τα μέσα του 2017, και συγκεκριμένα στα 45,18 δολ. ανά βαρέλι.
Παράλληλα, η πτώση στην τιμή του αμερικανικού αργού ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς υποχώρησε κατά 10% στα 41,28 δολ. ανά βαρέλι, τα οποία αποτελούν το χαμηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2016.
Κατά την αποχώρησή του από τη συνάντηση, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Alexander Novak δήλωσε ότι η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών σημαίνει ότι από την 1 η Απριλίου και μετά η κάθε χώρα μπορεί να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου στα επίπεδα που επιθυμεί.
«Λάβαμε αυτή την απόφαση επειδή δεν υπήρξε ομοφωνία σχετικά με το πώς πρέπει να δράσουν ταυτόχρονα οι 24 χώρες στην τρέχουσα κατάσταση», τόνισε ο κ. Novak, για να προσθέσει εν συνεχεία ότι «από την 1 η Απριλίου, ξεκινάμε να εργαζόμαστε χωρίς να σκεφτόμαστε τις ποσοστώσεις ή τις μειώσεις που υπήρχαν νωρίτερα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάθε χώρα δε θα παρακολουθεί και δε θα αναλύει τις εξελίξεις στην αγορά».
Ωστόσο, οι αναφορές του πρακτορείου Reuters δύο μέρες μετά ότι η Σαουδική Αραβία ετοιμάζεται να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου πάνω από τη «ζώνη» των 10 εκατ. βαρελιών ημερησίως και να μειώσει τις τιμές πώλησης πετρελαίου τον Απρίλιο, ήρθαν να ενισχύσουν το σενάριο ότι η συνεργασία ΟΠΕΚ και Ρωσίας δεν πρόκειται να ανανεωθεί επί του παρόντος και ότι δε θα υπάρξει κάποιος παράγοντας «στήριξης» των τιμών.
Τα παραπάνω γεγονότα λοιπόν είχαν ως αποτέλεσμα η Δευτέρα 9 Μαρτίου να συνδεθεί με τη δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση που έχει η τιμή του πετρελαίου από το 1983 μέχρι σήμερα.
Η τιμή του Brent διαμορφώθηκε στα 34,36 δολ. ανά βαρέλι, καταγράφοντας απώλειες της τάξεως του 24,1% ενώ παρόμοια ήταν η πτώση και του WTI, το οποίο υποχώρησε κατά 24,59% στα 31,13 δολ. ανά βαρέλι.
Μάλιστα, οι τιμές των δύο προθεσμιακών συμβολαίων υποχώρησαν ενδοσυνεδριακά κατά 30% αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο του 2016, και πλησιάζοντας τη μεγαλύτερη
ημερήσια πτώση που έχει καταγραφεί από το 1983 μέχρι σήμερα, στις 17 Ιανουαρίου του 1991.
Σημειώνεται ότι το 2016, όταν οι τιμές του πετρελαίου κινούνταν σε παρόμοια επίπεδα, ο ΟΠΕΚ αποφάσισε την πρώτη μείωση της παραγωγής του μετά το 2008, προκειμένου να μετριάσει την
υπερπροσφορά που επικρατούσε στην αγορά ενέργειας και να αυξήσει τις τιμές.
Ωστόσο, τρία χρόνια περίπου μετά από την εφαρμογή της συμφωνίας, η υπερπροσφορά εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο κυρίως επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες βελτίωσαν τους τρόπους εξαγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου, αυξάνοντας έτσι την ημερήσια παραγωγή τους.
Στον αντίποδα, η παγκόσμια ζήτηση παρουσίασε τα τελευταία χρόνια ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, είτε λόγω ηπιότερων θερμοκρασιών κατά τις χειμερινές
περιόδους είτε λόγω κυρώσεων και εμπορικών περιορισμών.
Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι ακόμα και εάν υπάρξει κάποια νέα συμφωνία μεταξύ ΟΠΕΚ και Ρωσίας στο άμεσα μέλλον, η άνοδος των τιμών στο πετρέλαιο θα είναι περιορισμένη, ειδικότερα εάν αναλογιστεί κανείς ότι η ζήτηση θα υποχωρήσει ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα.
Ως εκ τούτου, οι χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία του ΟΠΕΚ θα πρέπει να βρουν τρόπους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα των τιμών μετά το τέλος του Μαρτίου (όταν και ολοκληρώνονται οι περικοπές), πράγμα που άλλωστε έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών