γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Μία συμφωνία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον ΟΠΕΚ θα μπορούσε να δώσει μία προσωρινή «ανάσα» στην αγορά ενέργειας
Κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας οι τιμές του πετρελαίου ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία που έχουν καταγράψει όλες τις προηγούμενες ημέρες του Μαρτίου, μετά την κατάρρευσή τους στις αρχές του μήνα.
Η 9 η Μαρτίου του 2020 αποτέλεσε τη μέρα κατά την οποία η τιμή του πετρελαίου σημείωσε τη δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση από το 1983, καθώς το Brent διαμορφώθηκε στο -24,1% και τα 34,36 δολ. ανά βαρέλι, ενώ το αμερικανικό αργό υποχώρησε κατά -24,59% στα 31,13 δολ. ανά βαρέλι.
Έκτοτε, η τιμή του «μαύρου χρυσού» εξακολουθεί να καταγράφει μία καθοδική πορεία, η οποία μπορεί να μην είναι τόσο απότομη όσο εκείνη που σημειώθηκε στις αρχές του μήνα, αλλά είναι αρκετή ώστε να διατηρήσει τις τιμές στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 ετών.
Μετά την ολοκλήρωση της τέταρτης εβδομάδας του Μαρτίου, η τιμή του Brent βρίσκεται στο -4,86% και τα 25,06 δολ. ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η τιμή του αμερικανικού αργού υποχώρησε κατά - 3,36% στα 21,84 δολ. ανά βαρέλι.
Για το σύνολο της περασμένης εβδομάδας, οι τιμές του Brent και του WTI υποχώρησαν κατά -7,6% και - 4,1% αντίστοιχα, καταγράφοντας την πέμπτη συνεχόμενη εβδομάδα απωλειών, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι για το σύνολο του Μαρτίου οι απώλειες των τιμών έχουν ξεπεράσει το -50%, γεγονός που αποτελεί τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση που έχει καταγραφεί ποτέ.
Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οποιαδήποτε κέρδη σημειώθηκαν ενδοσυνεδριακά την περασμένη εβδομάδα μέσα σε λίγες ώρες εκμηδενίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέες απώλειες.
Παρά τη μείωση που ανακοινώθηκε στα προκαταρκτικά στοιχεία του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου για τα αποθέματα αργού στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα κατά 1,24 εκατ. βαρέλια, οι τιμές του πετρελαίου δεν κατάφεραν να διατηρήσουν τα ενδοσυνεδριακά κέρδη τους, τα οποία μάλιστα είχαν ξεπεράσει σε κάποιο σημείο το +3%, υποχωρώντας εν τέλει κατά -1,7%.
Αντίστοιχα, τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας στις ΗΠΑ έδειξαν ότι τα αποθέματα αμερικανικού πετρελαίου αυξήθηκαν κατά 1,6 εκατ. βαρέλια, την ίδια στιγμή που οι αναλυτές προέβλεπαν ότι η άνοδος θα διαμορφωθεί στα 2,8 εκατ. βαρέλια, γεγονός που υπό άλλες συνθήκες θα είχε σταθεί αφορμή ώστε οι τιμές του πετρελαίου να ενισχυθούν.
Ωστόσο, η σχετική είδηση δεν είχε καμία επίδραση στις τιμές του Brent και του WTI, οι οποίες συνέχισαν την πτωτική τους πορεία, καταγράφοντας απώλειες άνω του -1,5% και -2,5% αντίστοιχα.
Εντός της τρέχουσας εβδομάδας αναμένεται να ολοκληρωθεί και επίσημα η συμφωνία ανάμεσα στον ΟΠΕΚ και τη Ρωσία για τις περικοπές στην παραγωγή τους, η οποία αποτελούσε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες τον κύριο παράγοντα ώστε να παραμένει ισορροπημένη η αγορά ενέργειας.
Η έλλειψη μίας νέας συμφωνίας όμως στις αρχές του μήνα μεταξύ των δύο πλευρών στάθηκε αφορμή για την κατάρρευση της αγοράς πετρελαίου, η οποία βρισκόταν ήδη υπό πίεση εξαιτίας της σημαντικής πτώσης στην παγκόσμια ζήτηση.
Αναφερόμενος στη συμφωνία των ΟΠΕΚ+, ο υφυπουργός Ενέργειας της Ρωσίας, Pavel Sorokin, δήλωσε πριν από μερικές ημέρας ότι με βάση την ανάλυση που πραγματοποίησε η Μόσχα τον Φεβρουάριο,
οποιαδήποτε ενέργεια και αν πραγματοποιούσαν οι δύο πλευρές το επόμενο διάστημα, αυτή δε θα μπορούσε να επηρεάσει δραματικά την τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά.
Μάλιστα, ο κ. Sorokin ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ακόμα και μία μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως θα ήταν «μία σταγόνα στον ωκεανό», σε σχέση με την πτώση που έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής στην παγκόσμια ζήτηση.
Παράλληλα, το Υπουργείο Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας δήλωσε ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί συζητήσεις με τη Ρωσία για την επίτευξη μίας συμφωνία προκειμένου να ισορροπήσει η αγορά πετρελαίου, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τις προσδοκίες των επενδυτών για μία νέα επέκταση των περικοπών «στο παρά πέντε».
Στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος βρέθηκαν και οι δηλώσεις του επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, Fatih Birol, ο οποίος τόνισε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα μπορούσε να υποχωρήσει ακόμα και κατά 20 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2020, καθώς η αγορά πετρελαίου βρίσκεται σε μία «μοναδική περίοδο στην ιστορία».
«Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες βλέπουμε μία πτώση στην παγκόσμια ζήτηση και μία τεράστια υπερπροσφορά την ίδια χρονική περίοδο», ανέφερε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής του IEA, διευκρινίζοντας ότι «αυτός είναι και ο λόγος που βλέπουμε τις τιμές του πετρελαίου στα επίπεδα των 20 δολ. ανά βαρέλι».
«Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου βρίσκεται σε μία ελεύθερη πτώση και η ανάκαμψη δε θα είναι εύκολη, ούτε θα είναι γρήγορη», υπογράμμισε ο κ. Birol, ο οποίος κάλεσε τους βασικούς παραγωγούς πετρελαίου παγκοσμίως να προχωρήσουν σε εποικοδομητικές ενέργειες για τη σταθεροποίηση της αγοράς.
Μέχρι σήμερα, η συμφωνία ανάμεσα στον ΟΠΕΚ και τη Ρωσία λειτουργούσε ως «αντίβαρο» στη συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, προκειμένου η αγορά ενέργειας να παραμένει σε μία σχετική σταθερότητα.
Ωστόσο, η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έχει φτάσει πλέον σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και η ίδια η Ουάσιγκτον αναζητεί τρόπους προκειμένου να περιορίσει τις ζημίες από την πτώση των τιμών στους παραγωγούς της χώρας.
Αρχικά, το Υπουργείο Ενέργειας της χώρας αποφάσισε τη σταδιακή αύξηση των στρατηγικών αποθεμάτων της χώρας, προκειμένου να στηρίξει τους εγχώριους παραγωγούς και να τονώσει την παγκόσμια ζήτηση.
Παράλληλα, ο επίτροπος της Texas Railroad Commission, Ryan Sitton, πραγματοποίησε συνομιλίες με τον γενικό γραμματέα του ΟΠΕΚ, Mohammed Barkindo, προκειμένου οι δύο πλευρές να συζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης της τρέχουσας κατάστασης.
«Το Τέξας θα μπορούσε να προσφέρει μία μείωση της παραγωγής ως ένα διαπραγματευτικό κομμάτι στο τραπέζι των συνομιλιών ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία», υπογράμμισε σε δηλώσεις του στους Financial Times, ο κ. Sitton, μετά τη συνάντηση που είχε με τον γενικό γραμματέα του ΟΠΕΚ.
«Είμαι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου που θα γνωρίσετε», επεσήμανε ο Αμερικανός επίτροπος, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «η έξαρση του κορωνοϊού και η κατάρρευση της ζήτησης πετρελαίου σημαίνουν ότι η λήψη έκτακτων μέτρων είναι αναγκαία».
Ο ίδιος τόνισε ότι η διαπραγμάτευση ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΟΠΕΚ εξαρτάται από τις προθέσεις του Αμερικανού προέδρου, Donald Trump, ενώ κατέστησε σαφές ότι «αυτό που προσφέρω εγώ στον πρόεδρο Trump είναι ότι εάν ο ίδιος θέλει να πραγματοποιήσει μία συμφωνία, οι Τεξανοί θα βρεθούν στο τραπέζι (των διαπραγματεύσεων)».
Αδιαμφισβήτητα, μία συμφωνία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον ΟΠΕΚ για συντονισμένους περιορισμούς στην παραγωγή θα μπορούσε να δώσει μία προσωρινή «ανάσα» στην αγορά ενέργειας και να περιορίσει τον αντίκτυπο από την πτώση της ζήτησης.
Ωστόσο, επί του παρόντος αυτό το σενάριο συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες, καθώς θα πρέπει αρχικά να σχηματιστεί ένα κοινό μέτωπο από την πλευρά των ΗΠΑ και να διαμορφωθεί μία κοινή θέση πριν εισέλθει η Ουάσιγκτον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αρχικά, ο πρόεδρος της Texas Railroad Commission, Wayne Christian, κατέστησε σαφές μέσω ανακοίνωσης που εξέδωσε ότι «ενώ είμαι ανοιχτός σε οποιαδήποτε ιδέα για την προστασία του Θαύματος του Τέξας, ως ένας συντηρητικός και υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, έχω ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με αυτήν την προσέγγιση».
Ο κ. Christian μάλιστα εξήγησε ότι η επιτροπή δεν έχει επιβάλει περικοπές στην παραγωγή εδώ και 40 χρόνια, καθώς και ότι δε διαθέτει τις τεχνολογικές δυνατότητες προκειμένου να χειριστεί μία τέτοια διαδικασία.
Μέχρι στιγμής, η στρατηγική που ακολουθεί κυρίως η Ουάσιγκτον είναι η πραγματοποίηση διπλωματικών επαφών με τη Σαουδική Αραβία, προκειμένου να πείσει τον μεγαλύτερο παραγωγό του ΟΠΕΚ να μην αυξήσει τις εξαγωγές πετρελαίου μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας στις 31 Μαρτίου.
Η παραγωγή πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών όμως εξακολουθεί να κυμαίνεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, και συγκεκριμένα στα 12 εκατ. βαρέλια ημερησίως, την ίδια στιγμή που η αντίστοιχη παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας βρέθηκε το τελευταίο διάστημα κάτω από τα 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Επομένως, όσο το μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά ενέργειας εξακολουθεί να μεγαλώνει, οι εκκλήσεις προς τη Σαουδική Αραβία για περιορισμό της παραγωγή της ενδέχεται να αποδειχθούν ανούσιες.
Η στροφή της Ουάσιγκτον στην οδό της διπλωματίας φαίνεται ότι βρίσκει σύμφωνο και τον αντιπρόεδρο του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου, Frank Macchiarola, ο οποίος εκτιμά ότι μία συμφωνία για μείωση της παραγωγής θα ήταν λανθασμένη κατεύθυνση και θα επηρέαζε αρνητικά την αποτελεσματική παραγωγή στις ΗΠΑ.
Εάν η Ρωσία αποφασίσει ότι θα προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον τιμών και δε θα αναζητήσει μία νέα συμφωνία με τον ΟΠΕΚ, αυτό σημαίνει αυτόματα ότι οι ΗΠΑ χάνουν το «αντίβαρο» που είχαν τα προηγούμενα χρόνια και το οποίο διατηρούσε τις τιμές σε ικανοποιητικά επίπεδα για τους Αμερικανούς παραγωγούς.
Συνεπώς, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ακολουθήσει μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της Σαουδικής Αραβίας, πέραν της διπλωματίας, προκειμένου να στηρίξει την αγορά ενέργειας, και κατ’ επέκταση τους εγχώριους παραγωγούς της.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Η 9 η Μαρτίου του 2020 αποτέλεσε τη μέρα κατά την οποία η τιμή του πετρελαίου σημείωσε τη δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση από το 1983, καθώς το Brent διαμορφώθηκε στο -24,1% και τα 34,36 δολ. ανά βαρέλι, ενώ το αμερικανικό αργό υποχώρησε κατά -24,59% στα 31,13 δολ. ανά βαρέλι.
Έκτοτε, η τιμή του «μαύρου χρυσού» εξακολουθεί να καταγράφει μία καθοδική πορεία, η οποία μπορεί να μην είναι τόσο απότομη όσο εκείνη που σημειώθηκε στις αρχές του μήνα, αλλά είναι αρκετή ώστε να διατηρήσει τις τιμές στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 ετών.
Μετά την ολοκλήρωση της τέταρτης εβδομάδας του Μαρτίου, η τιμή του Brent βρίσκεται στο -4,86% και τα 25,06 δολ. ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η τιμή του αμερικανικού αργού υποχώρησε κατά - 3,36% στα 21,84 δολ. ανά βαρέλι.
Για το σύνολο της περασμένης εβδομάδας, οι τιμές του Brent και του WTI υποχώρησαν κατά -7,6% και - 4,1% αντίστοιχα, καταγράφοντας την πέμπτη συνεχόμενη εβδομάδα απωλειών, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι για το σύνολο του Μαρτίου οι απώλειες των τιμών έχουν ξεπεράσει το -50%, γεγονός που αποτελεί τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση που έχει καταγραφεί ποτέ.
Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οποιαδήποτε κέρδη σημειώθηκαν ενδοσυνεδριακά την περασμένη εβδομάδα μέσα σε λίγες ώρες εκμηδενίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέες απώλειες.
Παρά τη μείωση που ανακοινώθηκε στα προκαταρκτικά στοιχεία του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου για τα αποθέματα αργού στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα κατά 1,24 εκατ. βαρέλια, οι τιμές του πετρελαίου δεν κατάφεραν να διατηρήσουν τα ενδοσυνεδριακά κέρδη τους, τα οποία μάλιστα είχαν ξεπεράσει σε κάποιο σημείο το +3%, υποχωρώντας εν τέλει κατά -1,7%.
Αντίστοιχα, τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας στις ΗΠΑ έδειξαν ότι τα αποθέματα αμερικανικού πετρελαίου αυξήθηκαν κατά 1,6 εκατ. βαρέλια, την ίδια στιγμή που οι αναλυτές προέβλεπαν ότι η άνοδος θα διαμορφωθεί στα 2,8 εκατ. βαρέλια, γεγονός που υπό άλλες συνθήκες θα είχε σταθεί αφορμή ώστε οι τιμές του πετρελαίου να ενισχυθούν.
Ωστόσο, η σχετική είδηση δεν είχε καμία επίδραση στις τιμές του Brent και του WTI, οι οποίες συνέχισαν την πτωτική τους πορεία, καταγράφοντας απώλειες άνω του -1,5% και -2,5% αντίστοιχα.
Εντός της τρέχουσας εβδομάδας αναμένεται να ολοκληρωθεί και επίσημα η συμφωνία ανάμεσα στον ΟΠΕΚ και τη Ρωσία για τις περικοπές στην παραγωγή τους, η οποία αποτελούσε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες τον κύριο παράγοντα ώστε να παραμένει ισορροπημένη η αγορά ενέργειας.
Η έλλειψη μίας νέας συμφωνίας όμως στις αρχές του μήνα μεταξύ των δύο πλευρών στάθηκε αφορμή για την κατάρρευση της αγοράς πετρελαίου, η οποία βρισκόταν ήδη υπό πίεση εξαιτίας της σημαντικής πτώσης στην παγκόσμια ζήτηση.
Αναφερόμενος στη συμφωνία των ΟΠΕΚ+, ο υφυπουργός Ενέργειας της Ρωσίας, Pavel Sorokin, δήλωσε πριν από μερικές ημέρας ότι με βάση την ανάλυση που πραγματοποίησε η Μόσχα τον Φεβρουάριο,
οποιαδήποτε ενέργεια και αν πραγματοποιούσαν οι δύο πλευρές το επόμενο διάστημα, αυτή δε θα μπορούσε να επηρεάσει δραματικά την τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά.
Μάλιστα, ο κ. Sorokin ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ακόμα και μία μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως θα ήταν «μία σταγόνα στον ωκεανό», σε σχέση με την πτώση που έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής στην παγκόσμια ζήτηση.
Παράλληλα, το Υπουργείο Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας δήλωσε ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί συζητήσεις με τη Ρωσία για την επίτευξη μίας συμφωνία προκειμένου να ισορροπήσει η αγορά πετρελαίου, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τις προσδοκίες των επενδυτών για μία νέα επέκταση των περικοπών «στο παρά πέντε».
Στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος βρέθηκαν και οι δηλώσεις του επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, Fatih Birol, ο οποίος τόνισε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα μπορούσε να υποχωρήσει ακόμα και κατά 20 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2020, καθώς η αγορά πετρελαίου βρίσκεται σε μία «μοναδική περίοδο στην ιστορία».
«Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες βλέπουμε μία πτώση στην παγκόσμια ζήτηση και μία τεράστια υπερπροσφορά την ίδια χρονική περίοδο», ανέφερε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής του IEA, διευκρινίζοντας ότι «αυτός είναι και ο λόγος που βλέπουμε τις τιμές του πετρελαίου στα επίπεδα των 20 δολ. ανά βαρέλι».
«Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου βρίσκεται σε μία ελεύθερη πτώση και η ανάκαμψη δε θα είναι εύκολη, ούτε θα είναι γρήγορη», υπογράμμισε ο κ. Birol, ο οποίος κάλεσε τους βασικούς παραγωγούς πετρελαίου παγκοσμίως να προχωρήσουν σε εποικοδομητικές ενέργειες για τη σταθεροποίηση της αγοράς.
Μέχρι σήμερα, η συμφωνία ανάμεσα στον ΟΠΕΚ και τη Ρωσία λειτουργούσε ως «αντίβαρο» στη συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, προκειμένου η αγορά ενέργειας να παραμένει σε μία σχετική σταθερότητα.
Ωστόσο, η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έχει φτάσει πλέον σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και η ίδια η Ουάσιγκτον αναζητεί τρόπους προκειμένου να περιορίσει τις ζημίες από την πτώση των τιμών στους παραγωγούς της χώρας.
Αρχικά, το Υπουργείο Ενέργειας της χώρας αποφάσισε τη σταδιακή αύξηση των στρατηγικών αποθεμάτων της χώρας, προκειμένου να στηρίξει τους εγχώριους παραγωγούς και να τονώσει την παγκόσμια ζήτηση.
Παράλληλα, ο επίτροπος της Texas Railroad Commission, Ryan Sitton, πραγματοποίησε συνομιλίες με τον γενικό γραμματέα του ΟΠΕΚ, Mohammed Barkindo, προκειμένου οι δύο πλευρές να συζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης της τρέχουσας κατάστασης.
«Το Τέξας θα μπορούσε να προσφέρει μία μείωση της παραγωγής ως ένα διαπραγματευτικό κομμάτι στο τραπέζι των συνομιλιών ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία», υπογράμμισε σε δηλώσεις του στους Financial Times, ο κ. Sitton, μετά τη συνάντηση που είχε με τον γενικό γραμματέα του ΟΠΕΚ.
«Είμαι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου που θα γνωρίσετε», επεσήμανε ο Αμερικανός επίτροπος, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «η έξαρση του κορωνοϊού και η κατάρρευση της ζήτησης πετρελαίου σημαίνουν ότι η λήψη έκτακτων μέτρων είναι αναγκαία».
Ο ίδιος τόνισε ότι η διαπραγμάτευση ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΟΠΕΚ εξαρτάται από τις προθέσεις του Αμερικανού προέδρου, Donald Trump, ενώ κατέστησε σαφές ότι «αυτό που προσφέρω εγώ στον πρόεδρο Trump είναι ότι εάν ο ίδιος θέλει να πραγματοποιήσει μία συμφωνία, οι Τεξανοί θα βρεθούν στο τραπέζι (των διαπραγματεύσεων)».
Αδιαμφισβήτητα, μία συμφωνία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον ΟΠΕΚ για συντονισμένους περιορισμούς στην παραγωγή θα μπορούσε να δώσει μία προσωρινή «ανάσα» στην αγορά ενέργειας και να περιορίσει τον αντίκτυπο από την πτώση της ζήτησης.
Ωστόσο, επί του παρόντος αυτό το σενάριο συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες, καθώς θα πρέπει αρχικά να σχηματιστεί ένα κοινό μέτωπο από την πλευρά των ΗΠΑ και να διαμορφωθεί μία κοινή θέση πριν εισέλθει η Ουάσιγκτον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αρχικά, ο πρόεδρος της Texas Railroad Commission, Wayne Christian, κατέστησε σαφές μέσω ανακοίνωσης που εξέδωσε ότι «ενώ είμαι ανοιχτός σε οποιαδήποτε ιδέα για την προστασία του Θαύματος του Τέξας, ως ένας συντηρητικός και υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, έχω ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με αυτήν την προσέγγιση».
Ο κ. Christian μάλιστα εξήγησε ότι η επιτροπή δεν έχει επιβάλει περικοπές στην παραγωγή εδώ και 40 χρόνια, καθώς και ότι δε διαθέτει τις τεχνολογικές δυνατότητες προκειμένου να χειριστεί μία τέτοια διαδικασία.
Μέχρι στιγμής, η στρατηγική που ακολουθεί κυρίως η Ουάσιγκτον είναι η πραγματοποίηση διπλωματικών επαφών με τη Σαουδική Αραβία, προκειμένου να πείσει τον μεγαλύτερο παραγωγό του ΟΠΕΚ να μην αυξήσει τις εξαγωγές πετρελαίου μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας στις 31 Μαρτίου.
Η παραγωγή πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών όμως εξακολουθεί να κυμαίνεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, και συγκεκριμένα στα 12 εκατ. βαρέλια ημερησίως, την ίδια στιγμή που η αντίστοιχη παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας βρέθηκε το τελευταίο διάστημα κάτω από τα 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Επομένως, όσο το μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά ενέργειας εξακολουθεί να μεγαλώνει, οι εκκλήσεις προς τη Σαουδική Αραβία για περιορισμό της παραγωγή της ενδέχεται να αποδειχθούν ανούσιες.
Η στροφή της Ουάσιγκτον στην οδό της διπλωματίας φαίνεται ότι βρίσκει σύμφωνο και τον αντιπρόεδρο του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου, Frank Macchiarola, ο οποίος εκτιμά ότι μία συμφωνία για μείωση της παραγωγής θα ήταν λανθασμένη κατεύθυνση και θα επηρέαζε αρνητικά την αποτελεσματική παραγωγή στις ΗΠΑ.
Εάν η Ρωσία αποφασίσει ότι θα προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον τιμών και δε θα αναζητήσει μία νέα συμφωνία με τον ΟΠΕΚ, αυτό σημαίνει αυτόματα ότι οι ΗΠΑ χάνουν το «αντίβαρο» που είχαν τα προηγούμενα χρόνια και το οποίο διατηρούσε τις τιμές σε ικανοποιητικά επίπεδα για τους Αμερικανούς παραγωγούς.
Συνεπώς, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ακολουθήσει μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της Σαουδικής Αραβίας, πέραν της διπλωματίας, προκειμένου να στηρίξει την αγορά ενέργειας, και κατ’ επέκταση τους εγχώριους παραγωγούς της.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών