Πώς η Τουρκία αξιοποιεί τη Συνθήκη της Μαδρίτης και πώς αναιρούνται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ (15 – 16/10/2020) που κατέληξε σε ένα ανούσιο ευχολόγιο για την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο προστέθηκε ως ένας ακόμη κρίκος σε μία αλυσίδα γεγονότων και αποφάσεων, που τροφοδοτούν τις επεκτατικές διαθέσεις της Άγκυρας.
Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, ούτε οι ελίτ της Άγκυρας αποφάσισαν ξαφνικά να προβάλλουν εντός του 2020 τις διεκδικήσεις τους.
Το εφαλτήριο για την ένταση των διεκδικήσεων της τουρκικής ηγεσίας πρέπει να αναζητηθεί 23 χρόνια πίσω στο 1997 και την 8η Ιουλίου, την ημερομηνία – ορόσημο, κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη της Μαδρίτης από τον Suleiman Demirel και τον Κώστα Σημίτη.
«Η Τουρκία δεν θα διστάσει να αξιοποιήσει δικαιώματα της που πηγάζουν από διεθνείς συμφωνίες ώστε να αντιμετωπίσει προκλήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο» είναι η μόνιμη επωδός των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας της γειτονικής χώρας.
Γεωτρήσεις από τη θάλασσα του Μαρμαρά μέχρι το Αιγαίο είχε προαναγγείλει από το 2018 το τουρκικό υπουργείο Ενέργειας.
Είναι προφανές, πως η τουρκική ηγεσία δεν αναφέρεται στη Συνθήκη της Λοζάνης, ούτε στο Πρωτόκολλο της Βέρνης του Νοεμβρίου του 1976 οπότε και ο Demirel είχε δεσμευθεί ότι, η χώρα του δεν θα προχωρήσει σε έρευνες έξω από τα έξι μίλια των χωρικών υδάτων της.
Η Τουρκία «πατάει» στη Συνθήκη της Μαδρίτης στο κείμενο της οποίας οι τότε κυβερνήσεις Ελλάδας – Τουρκίας υπό την υψηλή εποπτεία του State Department είχαν συμφωνήσει να επιδεικνύουν: «Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους».
Διατυπώσεις όπως «ζωτικά συμφέροντα» καθίσταται σαφές, πως αφήνουν περιθώρια για πολλές διασταλτικές ερμηνείες και η Τουρκία επικαλείται κριτήρια στρατιωτικά, γεωπολιτικά και οικονομικά.
Το μεγάλο κενό στη Συνθήκη της Μαδρίτης, το οποίο αξιοποιεί πλήρως η Άγκυρα είναι, πως δεν υπάρχει συγκεκριμενοποίηση των «ζωτικών συμφερόντων», με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι διαρκώς εκτεθειμένη στις διεκδικήσεις της τουρκικής ηγεσίας.
Το βασικότερο όλων είναι πως οι απαιτήσεις Erdogan αναιρούν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Πώς γίνεται όμως ένα πολιτικό κείμενο, όπως αυτό, να έχει τόσο δεσμευτική ισχύ;
Μία λογική εξήγηση, που δύσκολα μπορεί να αντικρούσει κάποιος είναι πως την εποχή, που υπεγράφη, εξυπηρετούσε συγκεκριμένους σκοπούς, τους οποίους η γεωπολιτική πολυπλοκότητα 23 χρόνια μετά εν μέρει έχει αναιρέσει.
Η Συνθήκη της Μαδρίτης με επιβλέπουσα την τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Madeleine Albright, αποσκοπούσε στη μετατροπή του Αιγαίου σε μία «λίμνη νατοϊκής ειρήνης», χωρίς «παρείσακτους γεωπολιτικούς παίκτες».
Στις 31 Ιανουαρίου 2011 έρχεται στη δημοσιότητα η επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Warren Christopher κατά την περίοδο της κρίσης των Ιμίων προς τους ομολόγους του Ελλάδας και Τουρκίας.
Η επιστολή αποτυπώνει τις δεσμεύσεις Ελλάδας και Τουρκίας για τα Ίμια.
«Οι διαβεβαιώσεις που μας προσέφεραν η Ελλάδα και η Τουρκία ότι θα απομάκρυναν τα πλοία, το προσωπικό και τις σημαίες –με έναν αλληλοδιαδοχικό και συντονισμένο τρόπο– επέτρεψε σε κάθε πλευρά να υποχωρήσει από το χείλος (του πολέμου) με αξιοπρέπεια.
Η κυβέρνηση της μιας (χώρας) μας έχει διαβεβαιώσει ότι δεν θα τοποθετήσει τη σημαία της ή οπλισμένο προσωπικό της στις νησίδες ούτε θα τοποθετήσει πλοία κοντά στις νησίδες. Προσδίδουμε μεγάλη βαρύτητα σε αυτήν τη διαβεβαίωση από έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ.
Προσδίδουμε εξίσου μεγάλη βαρύτητα στις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησής σας ως προς τα ίδια, και το έχουμε διαβιβάσει προφορικά και γραπτώς στην κυβέρνηση της (άλλης χώρας)» ανέφερε στην επιστολή του ο τότε επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας επεξηγώντας τον ρόλο – εγγυητή της νατοϊκής ασφάλειας στο Αιγαίο, που είχε αναλάβει η Ουάσινγκτον.
Πώς έβλεπε και βλέπει όμως τη Συνθήκη της Μαδρίτης η Τουρκία που με τη Συνθήκη της Μαδρίτης έγινε γεωπολιτικά «άτακτη» και αναστατώνει συχνά – πυκνά το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο;
«Καμία νομική αντίληψη και κανόνας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της Τουρκίας στα χωρικά της ύδατα και την απομόνωσή της από τη θάλασσα που επί εκατοντάδες χρόνια χρησιμοποιούσε μόνη της και με την οποία έχει άρρηκτους δεσμούς γεωγραφικής, ιστορικής, οικονομικής, κοινωνικής υφής, και δεσμούς ασφάλειας.
Το γεγονός ότι το Αιγαίο, που είναι μία ημίκλειστη θάλασσα με πολλά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα και βρίσκονται πολύ κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία, καθώς και το ότι πολλά νησιά βρίσκονται σε καθεστώς “διαφιλονικούμενης νήσου” έχουν μετατρέψει το πρόβλημα του Αιγαίου σε μία από τις πιο σημαντικές τρέχουσες πιθανές εστίες σύγκρουσης στις θάλασσες του κόσμου».
Αυτό έγραφε το 2001 ο Τούρκος αντιστράτηγος Attila Ates διοικητής των Τουρκικών Πολεμικών Ακαδημιών.
Πρόκειται για κείμενο το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να γράψει και σήμερα ένα βασικό στέλεχος της τουρκικής διπλωματίας και να εκφωνήσει σε κάποια πύρινη ομιλία του ο ίδιος ο Erdogan.
Σημασία έχει ότι η ρίζα της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας θα πρέπει να αναζητηθεί στη Συνθήκη της Μαδρίτης και τη σκόπιμη νατοϊκή αοριστία περί «ζωτικών συμφερόντων.
Σ.Γ.
Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, ούτε οι ελίτ της Άγκυρας αποφάσισαν ξαφνικά να προβάλλουν εντός του 2020 τις διεκδικήσεις τους.
Το εφαλτήριο για την ένταση των διεκδικήσεων της τουρκικής ηγεσίας πρέπει να αναζητηθεί 23 χρόνια πίσω στο 1997 και την 8η Ιουλίου, την ημερομηνία – ορόσημο, κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη της Μαδρίτης από τον Suleiman Demirel και τον Κώστα Σημίτη.
«Η Τουρκία δεν θα διστάσει να αξιοποιήσει δικαιώματα της που πηγάζουν από διεθνείς συμφωνίες ώστε να αντιμετωπίσει προκλήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο» είναι η μόνιμη επωδός των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας της γειτονικής χώρας.
Γεωτρήσεις από τη θάλασσα του Μαρμαρά μέχρι το Αιγαίο είχε προαναγγείλει από το 2018 το τουρκικό υπουργείο Ενέργειας.
Είναι προφανές, πως η τουρκική ηγεσία δεν αναφέρεται στη Συνθήκη της Λοζάνης, ούτε στο Πρωτόκολλο της Βέρνης του Νοεμβρίου του 1976 οπότε και ο Demirel είχε δεσμευθεί ότι, η χώρα του δεν θα προχωρήσει σε έρευνες έξω από τα έξι μίλια των χωρικών υδάτων της.
Η Τουρκία «πατάει» στη Συνθήκη της Μαδρίτης στο κείμενο της οποίας οι τότε κυβερνήσεις Ελλάδας – Τουρκίας υπό την υψηλή εποπτεία του State Department είχαν συμφωνήσει να επιδεικνύουν: «Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους».
Διατυπώσεις όπως «ζωτικά συμφέροντα» καθίσταται σαφές, πως αφήνουν περιθώρια για πολλές διασταλτικές ερμηνείες και η Τουρκία επικαλείται κριτήρια στρατιωτικά, γεωπολιτικά και οικονομικά.
Το μεγάλο κενό στη Συνθήκη της Μαδρίτης, το οποίο αξιοποιεί πλήρως η Άγκυρα είναι, πως δεν υπάρχει συγκεκριμενοποίηση των «ζωτικών συμφερόντων», με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι διαρκώς εκτεθειμένη στις διεκδικήσεις της τουρκικής ηγεσίας.
Το βασικότερο όλων είναι πως οι απαιτήσεις Erdogan αναιρούν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Πώς γίνεται όμως ένα πολιτικό κείμενο, όπως αυτό, να έχει τόσο δεσμευτική ισχύ;
Μία λογική εξήγηση, που δύσκολα μπορεί να αντικρούσει κάποιος είναι πως την εποχή, που υπεγράφη, εξυπηρετούσε συγκεκριμένους σκοπούς, τους οποίους η γεωπολιτική πολυπλοκότητα 23 χρόνια μετά εν μέρει έχει αναιρέσει.
Η Συνθήκη της Μαδρίτης με επιβλέπουσα την τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Madeleine Albright, αποσκοπούσε στη μετατροπή του Αιγαίου σε μία «λίμνη νατοϊκής ειρήνης», χωρίς «παρείσακτους γεωπολιτικούς παίκτες».
Στις 31 Ιανουαρίου 2011 έρχεται στη δημοσιότητα η επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Warren Christopher κατά την περίοδο της κρίσης των Ιμίων προς τους ομολόγους του Ελλάδας και Τουρκίας.
Η επιστολή αποτυπώνει τις δεσμεύσεις Ελλάδας και Τουρκίας για τα Ίμια.
«Οι διαβεβαιώσεις που μας προσέφεραν η Ελλάδα και η Τουρκία ότι θα απομάκρυναν τα πλοία, το προσωπικό και τις σημαίες –με έναν αλληλοδιαδοχικό και συντονισμένο τρόπο– επέτρεψε σε κάθε πλευρά να υποχωρήσει από το χείλος (του πολέμου) με αξιοπρέπεια.
Η κυβέρνηση της μιας (χώρας) μας έχει διαβεβαιώσει ότι δεν θα τοποθετήσει τη σημαία της ή οπλισμένο προσωπικό της στις νησίδες ούτε θα τοποθετήσει πλοία κοντά στις νησίδες. Προσδίδουμε μεγάλη βαρύτητα σε αυτήν τη διαβεβαίωση από έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ.
Προσδίδουμε εξίσου μεγάλη βαρύτητα στις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησής σας ως προς τα ίδια, και το έχουμε διαβιβάσει προφορικά και γραπτώς στην κυβέρνηση της (άλλης χώρας)» ανέφερε στην επιστολή του ο τότε επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας επεξηγώντας τον ρόλο – εγγυητή της νατοϊκής ασφάλειας στο Αιγαίο, που είχε αναλάβει η Ουάσινγκτον.
Πώς έβλεπε και βλέπει όμως τη Συνθήκη της Μαδρίτης η Τουρκία που με τη Συνθήκη της Μαδρίτης έγινε γεωπολιτικά «άτακτη» και αναστατώνει συχνά – πυκνά το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο;
«Καμία νομική αντίληψη και κανόνας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της Τουρκίας στα χωρικά της ύδατα και την απομόνωσή της από τη θάλασσα που επί εκατοντάδες χρόνια χρησιμοποιούσε μόνη της και με την οποία έχει άρρηκτους δεσμούς γεωγραφικής, ιστορικής, οικονομικής, κοινωνικής υφής, και δεσμούς ασφάλειας.
Το γεγονός ότι το Αιγαίο, που είναι μία ημίκλειστη θάλασσα με πολλά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα και βρίσκονται πολύ κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία, καθώς και το ότι πολλά νησιά βρίσκονται σε καθεστώς “διαφιλονικούμενης νήσου” έχουν μετατρέψει το πρόβλημα του Αιγαίου σε μία από τις πιο σημαντικές τρέχουσες πιθανές εστίες σύγκρουσης στις θάλασσες του κόσμου».
Αυτό έγραφε το 2001 ο Τούρκος αντιστράτηγος Attila Ates διοικητής των Τουρκικών Πολεμικών Ακαδημιών.
Πρόκειται για κείμενο το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να γράψει και σήμερα ένα βασικό στέλεχος της τουρκικής διπλωματίας και να εκφωνήσει σε κάποια πύρινη ομιλία του ο ίδιος ο Erdogan.
Σημασία έχει ότι η ρίζα της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας θα πρέπει να αναζητηθεί στη Συνθήκη της Μαδρίτης και τη σκόπιμη νατοϊκή αοριστία περί «ζωτικών συμφερόντων.
Σ.Γ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών