γράφει : Βασίλης Μεταξάς
Εύγε κ. Kent!
Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας στον χρηματοπιστωτικό κλάδο για τον Οκτώβριο είναι ο βοηθός κυβερνήτη στην Κεντρική Τράπεζα της Αυστραλίας (Reserve Bank of Australia, RBA), κ. Chris Kent.
Γιατί δήλωσε πρόσφατα το εξής:
«Η πιστοληπτική ικανότητα “AAA” της Αυστραλίας δεν πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα έναντι των κρίσιμων κυβερνητικών δαπανών, ως υπεράσπιση της στήριξης που παρέχει η RBA στην οικονομία. Οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν στενά την υγεία της οικονομίας και το βαθμό στον οποίο το δημοσιονομικό έλλειμμα μπορεί να επεκταθεί για να υποστηρίξει την ανάκαμψη. Το χρέος, φυσικά, θα αυξηθεί, αλλά αυτό είναι μέρος της πολύ κρίσιμης δημοσιονομικής στήριξης».
Να υπενθυμιστεί πως η Fitch έχει υποβαθμίσει τις προοπτικές επαναξιολόγησης 12μήνου (outlook) για την ανώτατη αξιολόγηση «ΑΑΑ» -ένας από τους μόλις 10 εκδότες χρέους με αυτήν την αξιολόγηση μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας- της Αυστραλίας από τον Απρίλιο, ενώ πριν λίγες ημέρες προειδοποίησε εκ νέου με υποβάθμιση.
Ο κ. Kent, μιλώντας σε πάνελ του IFR, απάντησε για την έκθεση του αμερικανικού οίκου:
«Η υψηλή βαθμολογία της Αυστραλίας αντανακλά μια μακρά ιστορία ορθής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών σε αυτήν τη χώρα τόσο σε επίπεδο πολιτείας όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το κλειδί δεν είναι να επικεντρωθούμε στην πιθανή αλλαγή των αξιολογήσεων που θα προέλθει από την αύξηση του χρέους. Αντ’ αυτού, να επικεντρωθούμε στο γεγονός ότι το αυξανόμενο χρέος είναι πολύ διαχειρίσιμο. (…) Έχουμε παράσχει στήριξη στην οικονομία με τον σωστό τρόπο. (…) Η στήριξη μέσω δημοσιονομικής πολιτικής ήταν και είναι πολύ σημαντική για τη αύξηση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας, και η νομισματική πολιτική συμβάλλει στην υποστήριξη αυτού».
Με λίγα λόγια, ο τραπεζικός αξιωματούχος αδιαφορεί προς το παρόν για τα τυπικά των αξιολογήσεων και ενδιαφέρεται για τη ρευστότητα ύψους εκατοντάδων δισεκ. δολαρίων που πλημμυρίζει την πραγματική οικονομία (στην περίπτωση της Αυστραλίας, ισχύει όντως) μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που εφαρμόζει η RBA, ως μία από τις απαντήσεις στον κορωνοϊό.
Και έχει απόλυτο δίκιο.
Θυμάμαι ακόμη εκείνες τις φρίκες των κυβερνήσεων και οικονομολόγων για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, ειδικά πριν το 2015 -τη στιγμή που η ανεργία ήταν 50% και 60% στους νέους. Λογικό, καθώς η μεγαλύτερη βαρύτητα των αξιολογήσεων επικεντρώνεται στα δημοσιονομικά και το χρέος. Πολλές φορές δηλαδή, η αξιολόγηση αποτελεί εν μέρει μία «μάσκα» της πραγματικής κατάστασης που επικρατεί σε μία οικονομία. Σημειώνεις πλεόνασμα, ανεβαίνεις κλίμακα -ακόμη και εάν οι πολίτες έχουν δεινοπαθήσει.
Και, εδώ που τα λέμε, πόση σημασία έχει η πιστοληπτική ικανότητα πλέον;
Βρισκόμαστε σε μία περίοδο ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, η οποία αναιρεί αυτόματα την όποια ανάγκη για αξιοπιστία από πλευράς αξιολογήσεων για τα κράτη και τις επιχειρήσεις. Οι αποδόσεις πλέον στα ομόλογα είναι ελάχιστες και ανύπαρκτες -ή και αρνητικές, για όσους θέλουν ένα καταφύγιο για να «γλιτώσουν» από ένα κραχ. Υπάρχουν ουκ ολίγα παραδείγματα εταιρειών με αξιολόγηση κάτω της επενδυτικής κλίμακας του «ΒΒΒ», που παρουσιάζουν αποδόσεις ομολόγων κάτω από 2% και 3%.
Επίσης, το παρόν της χρηματοδότησης βρίσκεται -έστω και για λίγο- στις κεντρικές τράπεζες -μου αρέσει αυτή η δόση Σοσιαλισμού- με τύπωση χρήματος και τα κοινά ομόλογα της ΕΕ, που ακόμη και δεν είχαν αξιολόγηση «ΑΑΑ» θα τα αγοράζαμε και θα λέγαμε και «ευχαριστώ».
Συν τοις άλλοις, τίθεται και ένα ηθικό ζήτημα.
Με εξαίρεση ίσως τη Standard and Poor's (μην ξεχνάμε πως ήταν η μόνη που είχε τα κότσια να υποβαθμίσει τις ΗΠΑ, το 2011 -και ακολούθησε φέτος η Fitch με υποβάθμιση outlook), οι οίκοι αξιολόγησης έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο στον «κουβά» του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μαζί με τις επενδυτικές τράπεζες φυσικά. Όποιος έχει δει απλά το «Big Short», καταλαβαίνει τι λέω.
Καταλήγω στο ότι οι οίκοι προσφέρουν εξαιρετικές και αξιόπιστες οικονομικές εκθέσεις στο κοινό, ωστόσο η επιρροή τους ξεπερνά την επιρροή που θα έπρεπε να έχουν ως αναλυτές.
Αυτό που μας κάνει να συμπαθούμε τους οίκους αξιολόγησης λίγο περισσότερο είναι ότι θυμήθηκαν να λάβουν υπόψη τα κριτήρια ESG (Environmental, Social, and Governance) στις αξιολογήσεις τους.
Αν και δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο πρακτικά να εφαρμόζεται, διότι οι αξιολογήσεις πολλών μικρών και μεγάλων εταιρειών θα ήταν τώρα πολλές βαθμίδες χαμηλότερα.
Οπότε, εύγε κ. Kent, κάποιος έπρεπε να τα πει.
www.bankingnews.gr
Γιατί δήλωσε πρόσφατα το εξής:
«Η πιστοληπτική ικανότητα “AAA” της Αυστραλίας δεν πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα έναντι των κρίσιμων κυβερνητικών δαπανών, ως υπεράσπιση της στήριξης που παρέχει η RBA στην οικονομία. Οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν στενά την υγεία της οικονομίας και το βαθμό στον οποίο το δημοσιονομικό έλλειμμα μπορεί να επεκταθεί για να υποστηρίξει την ανάκαμψη. Το χρέος, φυσικά, θα αυξηθεί, αλλά αυτό είναι μέρος της πολύ κρίσιμης δημοσιονομικής στήριξης».
Να υπενθυμιστεί πως η Fitch έχει υποβαθμίσει τις προοπτικές επαναξιολόγησης 12μήνου (outlook) για την ανώτατη αξιολόγηση «ΑΑΑ» -ένας από τους μόλις 10 εκδότες χρέους με αυτήν την αξιολόγηση μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας- της Αυστραλίας από τον Απρίλιο, ενώ πριν λίγες ημέρες προειδοποίησε εκ νέου με υποβάθμιση.
Ο κ. Kent, μιλώντας σε πάνελ του IFR, απάντησε για την έκθεση του αμερικανικού οίκου:
«Η υψηλή βαθμολογία της Αυστραλίας αντανακλά μια μακρά ιστορία ορθής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών σε αυτήν τη χώρα τόσο σε επίπεδο πολιτείας όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το κλειδί δεν είναι να επικεντρωθούμε στην πιθανή αλλαγή των αξιολογήσεων που θα προέλθει από την αύξηση του χρέους. Αντ’ αυτού, να επικεντρωθούμε στο γεγονός ότι το αυξανόμενο χρέος είναι πολύ διαχειρίσιμο. (…) Έχουμε παράσχει στήριξη στην οικονομία με τον σωστό τρόπο. (…) Η στήριξη μέσω δημοσιονομικής πολιτικής ήταν και είναι πολύ σημαντική για τη αύξηση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας, και η νομισματική πολιτική συμβάλλει στην υποστήριξη αυτού».
Με λίγα λόγια, ο τραπεζικός αξιωματούχος αδιαφορεί προς το παρόν για τα τυπικά των αξιολογήσεων και ενδιαφέρεται για τη ρευστότητα ύψους εκατοντάδων δισεκ. δολαρίων που πλημμυρίζει την πραγματική οικονομία (στην περίπτωση της Αυστραλίας, ισχύει όντως) μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που εφαρμόζει η RBA, ως μία από τις απαντήσεις στον κορωνοϊό.
Και έχει απόλυτο δίκιο.
Θυμάμαι ακόμη εκείνες τις φρίκες των κυβερνήσεων και οικονομολόγων για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, ειδικά πριν το 2015 -τη στιγμή που η ανεργία ήταν 50% και 60% στους νέους. Λογικό, καθώς η μεγαλύτερη βαρύτητα των αξιολογήσεων επικεντρώνεται στα δημοσιονομικά και το χρέος. Πολλές φορές δηλαδή, η αξιολόγηση αποτελεί εν μέρει μία «μάσκα» της πραγματικής κατάστασης που επικρατεί σε μία οικονομία. Σημειώνεις πλεόνασμα, ανεβαίνεις κλίμακα -ακόμη και εάν οι πολίτες έχουν δεινοπαθήσει.
Και, εδώ που τα λέμε, πόση σημασία έχει η πιστοληπτική ικανότητα πλέον;
Βρισκόμαστε σε μία περίοδο ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, η οποία αναιρεί αυτόματα την όποια ανάγκη για αξιοπιστία από πλευράς αξιολογήσεων για τα κράτη και τις επιχειρήσεις. Οι αποδόσεις πλέον στα ομόλογα είναι ελάχιστες και ανύπαρκτες -ή και αρνητικές, για όσους θέλουν ένα καταφύγιο για να «γλιτώσουν» από ένα κραχ. Υπάρχουν ουκ ολίγα παραδείγματα εταιρειών με αξιολόγηση κάτω της επενδυτικής κλίμακας του «ΒΒΒ», που παρουσιάζουν αποδόσεις ομολόγων κάτω από 2% και 3%.
Επίσης, το παρόν της χρηματοδότησης βρίσκεται -έστω και για λίγο- στις κεντρικές τράπεζες -μου αρέσει αυτή η δόση Σοσιαλισμού- με τύπωση χρήματος και τα κοινά ομόλογα της ΕΕ, που ακόμη και δεν είχαν αξιολόγηση «ΑΑΑ» θα τα αγοράζαμε και θα λέγαμε και «ευχαριστώ».
Συν τοις άλλοις, τίθεται και ένα ηθικό ζήτημα.
Με εξαίρεση ίσως τη Standard and Poor's (μην ξεχνάμε πως ήταν η μόνη που είχε τα κότσια να υποβαθμίσει τις ΗΠΑ, το 2011 -και ακολούθησε φέτος η Fitch με υποβάθμιση outlook), οι οίκοι αξιολόγησης έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο στον «κουβά» του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μαζί με τις επενδυτικές τράπεζες φυσικά. Όποιος έχει δει απλά το «Big Short», καταλαβαίνει τι λέω.
Καταλήγω στο ότι οι οίκοι προσφέρουν εξαιρετικές και αξιόπιστες οικονομικές εκθέσεις στο κοινό, ωστόσο η επιρροή τους ξεπερνά την επιρροή που θα έπρεπε να έχουν ως αναλυτές.
Αυτό που μας κάνει να συμπαθούμε τους οίκους αξιολόγησης λίγο περισσότερο είναι ότι θυμήθηκαν να λάβουν υπόψη τα κριτήρια ESG (Environmental, Social, and Governance) στις αξιολογήσεις τους.
Αν και δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο πρακτικά να εφαρμόζεται, διότι οι αξιολογήσεις πολλών μικρών και μεγάλων εταιρειών θα ήταν τώρα πολλές βαθμίδες χαμηλότερα.
Οπότε, εύγε κ. Kent, κάποιος έπρεπε να τα πει.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών