Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής ταρακούνησε την εγχώρια πολιτική σκηνή, η οποία εδώ και περίπου δύο χρόνια βρίσκεται σε μια κατάσταση ύπνωσης και ακινησίας.
Το ΚΙΝΑΛ, ύστερα από μια μακροχρόνια παραμονή στην αφάνεια και στο πολιτικό περιθώριο, φαίνεται να επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο.
Από τα ποσοστά του 5% με 7% που κινούνταν εδώ και περίπου μια δεκαετία, το ΚΙΝΑΛ εκτοξεύθηκε μέσα σε λίγες ημέρες στο 13% με 15%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Οι δημοσκόποι κάνουν λόγο για αύξηση της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ αλλά και για μετακίνηση ψηφοφόρων τόσο από τη ΝΔ όσο και κυρίως από το ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα, σε μια μέτρηση το ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται να υπολείπεται μόλις 4 ποσοστιαίες μονάδες από το ΣΥΡΙΖΑ, διαφορά που αν μη τι άλλο δημιουργεί προσδοκίες ακόμα και για τη διεκδίκηση της δεύτερης θέσης.
Όλα αυτά όμως αποτελούν απλώς μετρήσεις.
Τάσεις της στιγμής.
Και το ερώτημα, βάσει αυτών, είναι: είμαστε αντιμέτωποι λοιπόν με έναν πολιτικό σεισμό στην Κεντροαριστερά;
Το momentum
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΚΙΝΑΛ έχει καλύτερο πολιτικό momentum έναντι τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ.
Η συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά λειτούργησε συσπειρωτικά, κάτι που συνέδραμε και στην αυξημένη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές (μεγαλύτερη από αυτές του 2017), η οποία και αυτή ήταν ένα σαφές δείγμα της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για το ΚΙΝΑΛ.
Η επικράτηση του κ.Ανδρουλάκη ήταν και αυτή από μόνη της μια πολιτική έκπληξη, καθώς απέναντι του είχε αφενός τον Ανδρέα Λοβέρδο, τον οποίο οι δημοσκοπήσεις τον ήθελαν αδιαφιλονίκητο φαβορί για την προεδρία και αφετέρου τον Γ. Παπανδρέου, αναμφίβολα το πιο βαρύ πολιτικό όνομα αυτή τη στιγμή στο κόμμα.
Η νίκη του κ.Ανδρουλάκη, ενός νέου ηλικιακά ανθρώπου, άφθαρτου πολιτικά και με εμπειρία στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου, είναι ένας ακόμα παράγοντας αισιοδοξίας στους ψηφοφόρους του κόμματος, ότι κάτι αλλάζει, ότι κάτι διαφορετικό έρχεται.
Η ευκαιρία
Πρόκειται για συστατικά που αν μη τι άλλο συνιστούν μια πρώτης τάξης ευκαιρία.
Μια ευκαιρία, την οποία καλείται η νέα ηγεσία να εκμεταλλευθεί, εάν θέλει να σταθεί ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και να μην χαθεί μαζί με τη σκόνη των πανηγυρισμών και του ενθουσιασμού.
Ο κ.Ανδρουλάκης και η ομάδα του καλούνται - έχοντας μάλιστα στα συν τους ότι παίζουν χωρίς εσωκομματική αντιπολίτευση και άρα αμφισβήτηση - να παρουσιάσουν μια πολιτική πρόταση ουσίας που να πείθει τους πολίτες και να διαμορφώνει ένα διακριτό πολιτικό στίγμα, κυρίως έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο άλλωστε απευθύνονται και στην ίδια δεξαμενή ψηφοφόρων.
Το στοίχημα δεν είναι εύκολο.
Η κερκίδα
Το ΚΙΝΑΛ έχει ελάχιστη έως καμία απήχηση στις μικρές ηλικίες των ψηφοφόρων.
Οι κάτω των 50 ετών δεν έχουν καμία ανάμνηση από τα καλά χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ενώ οι μικρότεροι είναι πιο πιθανό να το γνωρίζουν από τα διάφορα ευφυολογήματα που κυκλοφορούν κατά καιρούς στα social media με το πόσο «πλουσιοπάροχη» ήταν η διακυβέρνηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η συντριπτική πλειοψηφία όσων γαλουχήθηκαν με το ΠΑΣΟΚ, μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου και τη συγκυβέρνηση με τον Σαμαρά, στράφηκαν είτε στο ΣΥΡΙΖΑ είτε στη ΝΔ.
Εάν θέλει να έχει κάποια τύχη ο κ.Ανδρουλάκης, αυτούς ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτών πρέπει να επαναπατρίσει.
Αλλά ούτε αυτό είναι εύκολο.
Οι ίσες αποστάσεις
Διότι προϋποθέτει πως ο κ.Ανδρουλάκης θα πρέπει να αλλάξει στρατηγική και στάση.
Είναι προφανές πως αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την πολιτική των ίσων αποστάσεων και παράλληλα να διαμορφώσει ένα τέτοιο πολιτικό στίγμα που θα διατηρεί το κόμμα του αυτόνομο, και όχι δεκανίκι.
Εάν ο κ.Ανδρουλάκης στοχεύσει το ΣΥΡΙΖΑ και δεν δείξει κάποια προσέγγιση στην πρόταση Τσίπρα για συγκρότηση προοδευτικού μετώπου, πολύ δύσκολα θα κερδίσει τους αριστερόστροφους πρώην ψηφοφόρους του, οι οποίοι επέλεξαν να σταθούν δίπλα στον Αλέξη Τσίπρα και στο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή τους, στην εκλογική ήττα του 2019.
Από την άλλη, γνωρίζει ότι σε αυτήν την περίπτωση θα χάσει εκείνους τους δεξιόστροφους πρώην ψηφοφόρους του, οι οποίοι λόγω του μένους τους έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, στράφηκαν στη ΝΔ στις εκλογές του 2019.
Αν και αυτοί είναι αρκετά λιγότεροι από τους πρώην «συντρόφους» τους που βρήκαν στέγη στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η φούσκα
Προς το παρόν ο κ.Ανδρουλάκης έχει τις προϋποθέσεις για κάτι καλό.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αρχίσει να φθείρεται, κάτι που όχι μόνο θα συνεχιστεί αλλά θα επιδεινώνεται με την παραμονή της στην εξουσία.
Η αντιπολίτευση του Αλ.Τσίπρα είναι και αυτή προβληματική, μια και όχι μόνο δεν μπορεί να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης αλλά και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Αλλά όμως ο κ.Ανδρουλάκης δεν έχει άπλετο πολιτικό χρόνο.
Πρέπει άμεσα να δείξει ποιο είναι το κόμμα του, το πολιτικό του στίγμα, η πολιτική του πρόταση, η πορεία του και οι εν δυνάμει συμμαχίες του.
Όλα αυτά θα δείξουν εάν θα κερδίσει και θα πείσει τους πολίτες, εάν θα παραμείνει ως ρυθμιστής της επόμενης ημέρας ή εάν θα ξεφουσκώσει, επιστρέφοντας με ταχείς ρυθμούς στο περιθώριο.
Και στην αμφισβήτηση.
Το έργο του είναι πολύ δύσκολο.
Το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ είναι πολύ βαρύ.
Η εκτόξευση των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ δεν λέει τίποτα από μόνη της.
Άλλωστε μια αντίστοιχη τάση είχε παρατηρηθεί και το 2017, όταν είχε εκλεγεί στην προεδρία η Φώφη Γεννηματά, η οποία είδε τα ποσοστά του κόμματος της να φτάνουν στο 14%.
Το πρώτο τρίμηνο του 2022 θα είναι καθοριστικό και δείξει τι θα συμβεί με τον κ.Ανδρουλάκη και το ΚΙΝΑΛ.
Όταν θα έχει περάσει ο ενθουσιασμός, όταν θα έχει κάτσει η σκόνη των πανηγυρισμών και όταν ο κ.Ανδρουλάκης θα έχει δώσει τα πρώτα δείγματα γραφής και των πολιτικών του αντανακλαστικών.
Και είτε θα συντηρήσει τα περί «σεισμού» στην Κεντροαριστερά είτε θα ενισχύσει τα περί φούσκας, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την τύχη του κόμματος.
Σπ. Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών