Η Κυβέρνηση της ΝΔ μιλάει για επιστροφή στην κανονικότητα το 2022 και ξορκίζει την πραγματικότητα μόνο με ευχές τόσο στη διαχείριση της πανδημίας, στην οικονομία, όσο και στην ενέργεια.
Ισχυρίζονταν ότι το μεγάλο κύμα της πανδημίας πέρασε και ότι ο πληθωρισμός και οι αυξήσεις στα ενεργειακά τιμολόγια είναι παρωδικά φαινόμενα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι και στα τρία αυτά μέτωπα, της πανδημίας, της οικονομίας και του ενεργειακού κόστους η Κυβέρνηση προσπάθησε μεν, αλλά πέτυχε τα λιγότερα.
Αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Ενδιαφέρθηκε περισσότερο για γρήγορες επικοινωνιακές ιστορίες επιτυχίας (success stories) παρά να βάλει τις βάσεις για να περάσουμε σε μια άλλη κανονικότητα. Δεν επέλεξε να θωρακίσει την υγεία και το εθνικό σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο και να ενισχύσει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις για μόνιμη μείωση του ενεργειακού κόστους, αλλά περιορίστηκε σε συγκυριακές επιδοτήσεις.
Στην πανδημία οι σκληροί δείκτες εμφανίζουν την χώρα μας σε δεινή θέση παρά τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Το ποσοστό των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους από κορωνοϊό στην χώρα μας είναι διπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο άλλων ευρωπαϊκών κρατών, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC).
Στην οικονομία έχουν δαπανηθεί 30 δισεκατομμύρια ευρώ για την στήριξη της αγοράς και απέδωσαν τα χαμηλότερα από αντίστοιχα προγράμματα σε χώρες με παρόμοιο πληθυσμό, όπως πχ. η Αυστρία.
H Κυβέρνηση της ΝΔ έκανε μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές παρεμβάσεις παγκοσμίως κατά των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς είχαμε την 3η βαθύτερη ύφεση στην Ε.Ε. το 2020, αλλά καταφέραμε να έχουμε μόλις τη 17η ανάκαμψη το 2021 σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα συγκριτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η δε ανεργία, ειδικά των νέων, χτυπάει νέα ρεκόρ.
Τα λάθη της ενεργειακής πολιτικής
Αντίστοιχα, στο τεράστιο κεφάλαιο που λέγεται ενεργειακή ακρίβεια, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα και προβληματισμός που θα επηρεάσει αρνητικά τόσο την πορεία του Προϋπολογισμού όσο και το πορτοφόλι κάθε νοικοκυριού το 2022. Οι ψηλές τιμές ρεύματος δυστυχώς αποκτούν πιο μόνιμα χαρακτηριστικά και θα είναι εδώ για αρκετό καιρό, κόντρα στις προβλέψεις του κυβερνητικού επιτελείου.
Η Κυβέρνηση βιάστηκε να εξαγγείλει το 2019 μια απολιγνιτοποίηση εξπρές χωρίς σχέδιο. Η επιλογή της ήταν να στήσει ένα δήθεν «πράσινο» αφήγημα οδηγώντας μας στην εξάρτηση από το φυσικό αέριο.
Αψήφησε τις επισημάνσεις που κάναμε στο Κίνημα Αλλαγής για το ζήτημα που δημιουργείται τόσο με την ενεργειακή ασφάλεια, όσο και με την μεταβολή των τιμών. Και πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αύξηση των τιμών δεν οφείλεται στην πράσινη μετάβαση, όπως λανθασμένα πιστεύουνε πολλοί, αλλά στην κατά επιλογή της Κυβέρνησης να μεταβούμε στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο.
Όταν λοιπόν είχαμε 2 χρόνια πίσω τον καιρό προκειμένου να αναπτυχθούν οι ΑΠΕ (τα φωτοβολταϊκά των ενεργειακών κοινοτήτων, τα φωτοβολταϊκά στέγης κλπ.) η κυβέρνηση άλλαζε διαρκώς το περιβάλλον αδειοδότησης παρεμποδίζοντας έτσι την υλοποίηση αυτών των μικρών έργων των πολλών παραγωγών, δίνοντας παράλληλα χρόνο στους «μεγάλους» προκειμένου να κάνουν τα μεγάλα έργα, τα οποία πίστευε ότι θα έφερναν την πολυπόθητη ανάπτυξη. Τα μεγάλα όμως έργα, έχουν και μεγάλο χρόνο ωρίμανσης και καθυστερούν να γίνουν. Μείναμε πίσω! Μείναμε πίσω στο απαραίτητο μείγμα ενέργειας όσον αφορά τις οικονομικότερες ΑΠΕ ου έπρεπε να αναπτυχθούν (υδροηλεκτρικά, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες), αυξήσαμε την συμμετοχή του φυσικού αερίου σε πάνω από 50% στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τώρα τρέχουμε να βρούμε κονδύλια για να επιδοτήσουμε το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
O στόχος πρέπει να είναι η πλήρης απο-ανθρακοποίηση της οικονομίας, μέσω της επέκτασης των ΑΠΕ και τον εκδημοκρατισμό της παραγωγής τους, όπως συμβαίνει σε πολλά κράτη της Ευρώπης.
Αυτό σημαίνει όχι μόνο επενδύσεις για λίγους στις ΑΠΕ, αλλά επενδύσεις και κίνητρα για τους πολλούς και τους πιο αδύναμους. Αυτό πρέπει να γίνει με σταδιακή απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, ώστε να μην διαρραγεί η κοινωνική συνοχή και πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι η ενεργειακή κρίση πλήττει πρωτίστως τα ευάλωτα νοικοκυριά τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα μέσω του κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων που μπορούν να το μετακυλούν το κόστος στον καταναλωτή.
Η ελληνική κοινωνία και οικονομία δυστυχώς ταλαιπωρείται από τις επιλογές της Κυβέρνησης. Από την αρχή της ενεργειακής κρίσης το Κίνημα Αλλαγής έχει προτείνει μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, μείωση του ειδικού κόστους κατανάλωσης στα καύσιμα και γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού. Επιπρόσθετα θα πρέπει να κινητοποιηθούν όλοι οι μηχανισμοί της αγοράς για εντατικούς ελέγχους ώστε να εξαλειφθούν τα φαινόμενα της αισχροκέρδειας, όπου υπάρχουν.
Αν η Κυβέρνηση είχε διαθέσει το 1,4 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων, ώστε να παράγουν τα νοικοκυριά τη δική τους ενέργεια, όπως είχαμε προτείνει, σήμερα πάνω από μισό εκατομμύριο πολίτες θα γλίτωναν το 50% της ετήσιας κατανάλωσής τους, κάθε χρόνο, για 30 χρόνια.
Αν η Κυβέρνηση ενθάρρυνε τις ολοκληρωμένες ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων, αλλά και τους πολίτες, αγρότες και επιχειρήσεις να παράγουν την καθαρή ενέργεια που χρειάζονται με επιδοτούμενα φωτοβολταϊκά πάνελ ή μερίδια στις ενεργειακές κοινότητες, η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη σήμερα.
Ας ξυπνήσει επιτέλους η Κυβέρνηση ώστε να στηρίξει ουσιαστικά την ελληνική κοινωνία και τους πολίτες, οι οποίοι επιβιώνουν εξαιρετικά δύσκολα σε συνθήκες υγειονομικής, οικονομικής, κλιματικής και ενεργειακής κρίσης ταυτόχρονα.
Γιώργος Αρβανιτίδης, Αν. Γραμματέας Κινήματος Αλλαγής, Τομεάρχης Ενέργειας και Περιβάλλοντος ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών