γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
Η εξαετής ύφεση στην Ελλάδα ωθεί σε αποχωρήσεις σοβαρών επιχειρήσεων από το Χ.Α., που είτε παραχωρούν μεγάλο ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου ακόμη και πλειοψηφικό σε ξένα funds, για να αντλήσουν κεφάλαια, είτε είναι θυγατρικές πολυεθνικών που αποφασίζουν οι μητρικές τους να τις αποσύρουν λόγω κόστους.
Ταυτόχρονα, η απαξίωση του χρηματιστηριακού θεσμού με όσα δραματικά συνέβησαν το καλοκαίρι του 1999 και η αδυναμία άντλησης φθηνών κεφαλαίων μέσω του Χ.Α., λόγω της ύφεσης που φέτος συμπληρώνει 6 χρόνια, έχει οδηγήσει στο αρνητικό ρεκόρ να μην έχει πραγματοποιηθεί καμία νέα εισαγωγή από το 2010 μέχρι και σήμερα. Κάπως έτσι η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά καθίσταται φτωχότερη σε κεφαλαιοποίηση και φήμη και οδηγούμαστε σε αποχωρήσεις εισηγμένων επιχειρήσεων με μέση κεφαλαιοποίηση άνω των 100 και 150 εκατ. ευρώ.
Συνολικά 14 εταιρείες, θυγατρικές ξένων ομίλων, έχουν αποχωρήσει από το Χρηματιστήριο και συγκεκριμένα από το 2001 (έτος εισόδου του ευρώ) μέχρι και σήμερα. Την αρχή έκανε η Interamerican στις 23/11/2001 και
ακολούθησαν: Σοκολατοποιία Παυλίδου (13/3/2002), Χάλυψ Δομικά Υλικά (6/12/2002), Παπαστράτος (6/5/2004), Panafon (16/7/2004), Π.
Κωτσόβολος (22/4/2005), Ελαΐς-Unilever (14/1/2008), X. Ρόκας (18/3/2009), Δέλτα Βιομηχανία Παγωτού (6/3/2007), Φοίνιξ Metrolife Εμπορική (6/3/2007), Αλφα Βήτα Βασιλόπουλος (1/10/2010), Crown Hellas Can (3/10/2011), Eμπορική Τράπεζα (31/10/2011) και Rilken (31/12/2012).
Σήμερα, έχουν απομείνει στο χρηματιστηριακό ταμπλό μόλις 3 εισηγμένες που ανήκουν σε ξένους ομίλους. Πρόκειται για την Αγέτ Ηρακλής (Lafarge SA), τις Μινωικές Γραμμές (Grimaldi Compagnia) και τον ΟΤΕ (Deutsche Telekom).
Oπως εξελίσσεται η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, ακόμη και η παραμονή εισηγμένων στο Χ.Α. με ετήσιο κόστος κατά μέσον όρο 6.000 - 7.000 ευρώ δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη και αποτελεί πολυτέλεια, καθώς οι διοικήσεις αναζητούν ρευστότητα, για να είναι επαρκείς οι ταμειακές ροές, και προχωρούν σε περικοπές όλων των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης που εκτιμούν ότι δεν τους είναι άμεσα απαραίτητες για την τρέχουσα διετία. Την ίδια ώρα, η παρατεινόμενη ανομβρία στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά με πενιχρούς όγκους συναλλαγών αποτρέπει την είσοδο νέων επιχειρήσεων στο Χ.Α.
Ο πολλαπλασιασμός των δημοσίων προτάσεων στο Χ.Α. -χωρίς να υπολογίζουμε τις διαγραφές εισηγμένων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λόγω οικονομικών προβλημάτων- αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και το κενό νομοθεσίας που υπάρχει στη διαγραφή μιας εισηγμένης μέσω της δημόσιας πρότασης, αφού οι μικροεπενδυτές είναι οι χαμένοι καθώς αναγκάζονται να πουλήσουν τις μετοχές τους σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές συγκριτικά με τις τιμές που αγόραζαν όταν εισέρχονταν οι μετοχές στο Χρηματιστήριο την εξαετία 1998-2003.
Τρεις είναι οι λόγοι που οδηγούν τις εταιρείες σε διαγραφή των μετοχών τους από το χρηματιστηριακό ταμπλό. Πρώτος λόγος είναι η εξοικονόμηση κεφαλαίων, αφού έρευνα έχει δείξει ότι για εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης το κόστος συμμετοχής μπορεί να φτάσει το 1%-3% του κύκλου εργασιών. Δεύτερος, σε περίπτωση χαμηλής τιμής, η έξοδος έχει πλεονεκτήματα για τους μετόχους που αγοράζουν μετοχές σε φθηνές τιμές - βραχυπρόθεσμο όφελος. Τρίτος, η νομοθεσία, που απαλλάσσει την πολυεθνική από την υποχρέωση περιοδικής δημοσιοποίησης στοιχείων, αγοράς ιδίων μετοχών ή αύξησης κεφαλαίου.
Ανέστης Ντόκας
www.bankingnews.gr
Συνολικά 14 εταιρείες, θυγατρικές ξένων ομίλων, έχουν αποχωρήσει από το Χρηματιστήριο και συγκεκριμένα από το 2001 (έτος εισόδου του ευρώ) μέχρι και σήμερα. Την αρχή έκανε η Interamerican στις 23/11/2001 και
ακολούθησαν: Σοκολατοποιία Παυλίδου (13/3/2002), Χάλυψ Δομικά Υλικά (6/12/2002), Παπαστράτος (6/5/2004), Panafon (16/7/2004), Π.
Κωτσόβολος (22/4/2005), Ελαΐς-Unilever (14/1/2008), X. Ρόκας (18/3/2009), Δέλτα Βιομηχανία Παγωτού (6/3/2007), Φοίνιξ Metrolife Εμπορική (6/3/2007), Αλφα Βήτα Βασιλόπουλος (1/10/2010), Crown Hellas Can (3/10/2011), Eμπορική Τράπεζα (31/10/2011) και Rilken (31/12/2012).
Σήμερα, έχουν απομείνει στο χρηματιστηριακό ταμπλό μόλις 3 εισηγμένες που ανήκουν σε ξένους ομίλους. Πρόκειται για την Αγέτ Ηρακλής (Lafarge SA), τις Μινωικές Γραμμές (Grimaldi Compagnia) και τον ΟΤΕ (Deutsche Telekom).
Oπως εξελίσσεται η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, ακόμη και η παραμονή εισηγμένων στο Χ.Α. με ετήσιο κόστος κατά μέσον όρο 6.000 - 7.000 ευρώ δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη και αποτελεί πολυτέλεια, καθώς οι διοικήσεις αναζητούν ρευστότητα, για να είναι επαρκείς οι ταμειακές ροές, και προχωρούν σε περικοπές όλων των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης που εκτιμούν ότι δεν τους είναι άμεσα απαραίτητες για την τρέχουσα διετία. Την ίδια ώρα, η παρατεινόμενη ανομβρία στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά με πενιχρούς όγκους συναλλαγών αποτρέπει την είσοδο νέων επιχειρήσεων στο Χ.Α.
Ο πολλαπλασιασμός των δημοσίων προτάσεων στο Χ.Α. -χωρίς να υπολογίζουμε τις διαγραφές εισηγμένων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λόγω οικονομικών προβλημάτων- αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και το κενό νομοθεσίας που υπάρχει στη διαγραφή μιας εισηγμένης μέσω της δημόσιας πρότασης, αφού οι μικροεπενδυτές είναι οι χαμένοι καθώς αναγκάζονται να πουλήσουν τις μετοχές τους σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές συγκριτικά με τις τιμές που αγόραζαν όταν εισέρχονταν οι μετοχές στο Χρηματιστήριο την εξαετία 1998-2003.
Τρεις είναι οι λόγοι που οδηγούν τις εταιρείες σε διαγραφή των μετοχών τους από το χρηματιστηριακό ταμπλό. Πρώτος λόγος είναι η εξοικονόμηση κεφαλαίων, αφού έρευνα έχει δείξει ότι για εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης το κόστος συμμετοχής μπορεί να φτάσει το 1%-3% του κύκλου εργασιών. Δεύτερος, σε περίπτωση χαμηλής τιμής, η έξοδος έχει πλεονεκτήματα για τους μετόχους που αγοράζουν μετοχές σε φθηνές τιμές - βραχυπρόθεσμο όφελος. Τρίτος, η νομοθεσία, που απαλλάσσει την πολυεθνική από την υποχρέωση περιοδικής δημοσιοποίησης στοιχείων, αγοράς ιδίων μετοχών ή αύξησης κεφαλαίου.
Ανέστης Ντόκας
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών