γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση για ακόμη μια φορά βρίσκεται σε δύσκολη θέση, προσπαθώντας να θέσει σε μία τροχιά το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων των 50 δις ευρώ και να ενισχύσει τα έσοδα της, το οικονομικό επιτελείο της χώρας έρχεται να ανοίξει και ένα άλλο μέτωπο, αυτό έναντι των οίκων αξιολόγησης. Έτσι ξεκινά ένα ακόμη αφιέρωμα στην ελληνική πραγματικότητα από τους Financial Times, το οποίο και αναλύει την προσπάθεια Παπακωνσταντίνου έναντι των συνεχών υποβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους.
Αυτό το μήνα οι υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας τόσο από τη Moody’s όσο και από την Standard & Poor’s χαρακτηρίστηκαν από τον Έλληνα Υπουργό ως «άδικες και ακατανόητες». Η Αθήνα κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει μέτρα έναντι των οίκων, καθώς θεωρεί ότι οι υποβαθμίσεις έρχονται σε μία χρονική στιγμή που η Ελλάδα κάνει προσπάθειες να εφαρμόσει ένα σκληρό πρόγραμμα προσαρμογής, με τα αποτελέσματα ακόμη να μην έχουν φανεί σε όλη τους την έκταση.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει βρεθεί στο στόχαστρο των οίκων τον τελευταίο χρόνο. Η Ιαπωνία, η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι ανάμεσα σε αυτές που οι οίκοι εστίασαν φέτος. Αν και η Ευρώπη και οι ΗΠΑ προωθούν νέους κανόνες για το πλαίσιο λειτουργίας των οίκων, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να θέσουν σε όρια την ανεξέλεγκτη δράση τους. Τα αποτελέσματα των υποβαθμίσεων είναι ακόμη πολύ έντονα σε ολόκληρο τον κόσμο και σε όλες τις αγορές.
Αξίζει εδώ να αναφερθούν τα τρία στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη τους οι οίκοι ώστε να διαμορφώσουν τις αξιολογήσεις των κυβερνήσεων: χρέος, έλλειμμα και βιωσιμότητα του χρέους (κόστος χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ). Η Γερμανία που διαθέτει την αξιολόγηση ΑΑΑ, έχει χρέος 73% του ΑΕΠ, έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, και βιωσιμότητα χρέους 5%. Η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στη βαθμίδα Β+, έχει χρέος 127% του ΑΕΠ, έλλειμμα 15% και βιωσιμότητα 15%.
Στην άποψη του Έλληνα ΥΠΟΙΚ αντιτίθενται ξένοι παράγοντες. Με τέτοια μεγέθη δεν μπορείς να κατηγορείς τους οίκους για σκληρότητα, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Nick Gartside της JPMorgan Asset Management. «Κανένας δεν παραπονιέται όταν αναβαθμίζεται», αναφέρει με νόημα ο Jacques Cailloux του S&P. Η ίδια συζήτηση για τους οίκους είχε ανοίξει και μετά την ασιατική κρίση.
Από τη μεριά της η ΕΕ προσπαθεί να θέσει τέλος στο «ολιγοπώλιο» των τριών μεγάλων οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης και να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες για όλους τους οίκους αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν ζητά τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας. Στόχος του θα είναι να ενταθεί ο ανταγωνισμός σε ένα σύστημα που σήμερα είναι περίπου ολιγοπώλιο καθώς μόλις τρεις οίκοι κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο έχει ζητήσει να καταστεί νομικά δυνατή η δίωξη για αστική ευθύνη των οίκων σε περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Οι οίκοι πρέπει να έχουν την ευθύνη των αξιολογήσεών τους.
Παράλληλα, με σχέδιο ψηφίσματος έχει προταθεί, μεταξύ άλλων, και η συνένωση όλων των εθνικών οίκων αξιολόγησης σε ένα δίκτυο ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους τρεις μεγάλους οίκους. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία χρησιμοποιεί τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης, θα πρέπει να προβαίνει στις δικές της, εσωτερικές εκτιμήσεις.
Για παράδειγμα, το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας ανέρχεται στο 13%, ποσοστό το οποίο προϊδεάζει για έλλειμμα πάνω 67% του ΑΕΠ στην περίοδο ωρίμανσης, σύμφωνα με την JP Morgan. Αντιθέτως, σχολιάζουν οι Financial Times, το ιστορικό ποσοστό ελλείμματος για 5ετές διάστημα στην Ελλάδα ανέρχεται στο 20%, γεγονός που δεν δικαιολογεί την αξιολόγηση Β1 από τον οίκο Moody’s.
Εν τω μεταξύ, οι οίκοι αξιολόγηση καταλήγουν ότι κινούνται με τους σωστούς ρυθμούς –ούτε πολύ αργά, ούτε πολύ γρήγορα. «Τα spreads και τα CDS υπεραντιδρούν συχνά. Οι αξιολογήσεις χρέους μπορούν να αξιολογηθούν μόνο από τον συσχετισμό τους με το διάστημα του ελλείμματος. Τέτοιες μελέτες έχουν δείξει επανειλημμένα ότι έχουν ένα εξαιρετικό ιστορικό», τονίζει ο David Beers, επικεφαλής αξιολόγηση του οίκου S&P. Ο ίδιος αναφέρει ως αποδεικτικό στοιχείο την πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ που αποδεικνύει ότι όλες οι αξιολογήσεις ελλειμμάτων από το 1975 είχαν υποεπενδυτικό βαθμό αξιολόγησης τουλάχιστον ένα έτος πριν από το έλλειμμα.
Κοιτώντας 12 χρόνια πίσω στην Ευρωζώνη, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι επενδυτές και οι οίκοι αξιολόγησης υπήρξαν υπεραισιόδοξοι σχετικά με τις πτυχές των περιφερειακών οικονομιών, σε αντίθεση πολλές φορές με τις απόψεις της Γερμανίας. Σημειώνεται πως η ιδέα για μια Ευρωζώνη σε τροχιά ανάπτυξης, μετά την κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος, καθώς και με τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί πιο φθηνά τα πιο αδύναμα κράτη από τη Γερμανία είχε ευδοκιμήσει ήδη από το 2007.
Ωστόσο, το σενάριο δεν αποδόθηκε πλήρως.
Μετά την υποβάθμιση της Ελλάδας από τον S&P σε ΒΒΒ+ το Δεκέμβριο του 2009 –πριν την ευρωκρίση χρέους- και σε Α2 από τη Moody’s, το τοπίο για το πώς θα κατάληγε η κατάσταση είχε ήδη αρχίσει να ξεκαθαρίζει.
Οι ελλείψεις των αμερικανικών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας –που απέδιδαν αξιολόγηση ΑΑΑ σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια χρεογράφων που συνδέονται με εν τέλει τοξικές υποθήκες- είναι καλά τεκμηριωμένες. Πολλοί πολιτικοί αναλυτές και οι επενδυτές έχουν λιγότερο φιλανθρωπική ματιά από τον W. Buffett (Berkshire Hathaway) για τη Moody’s, τη Standard & Poors και τη Fitch.
Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2010 ο οίκος Moody’s φέρεται να έχει συμμορφωθεί κάπως. Η αξία της μετοχής της έχει ανέβει κατά 70% περίπου και οι αξιολογήσεις της λαμβάνονται υπόψιν σχεδόν σε κάθε ομόλογα ή δάνεια που βγαίνουν στην αγορά κεφαλαίων.
Όπως υπογράφουν οι FT, ο Peter Appert, αναλυτής στο Piper Jaffray, σχολιάζει πως η βελτίωση των δομών, οι διαχειρίσιμες κανονιστικές προκλήσεις και η εξάχνωση του κινδύνου διαφορών ανήκουν στα αγαπημένα σενάρια των επενδυτών. Ο ίδιος προσθέτει ότι «δεν υπάρχουν αποδείξεις της μειωμένης χρήσης των αξιολογήσεων στην αγορά χρέους, όπως δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι καινούργια τέτοιου τύπου ιδρύματα κερδίζουν έδαφος στην εμπιστοσύνη των αγορών».
Σύμφωνα με έκθεση του Securities and Exchange Commission τον Ιανουάριο, οι Fitch, Moody’s and S&P έχουν εκδώσει το 97% των πιο υπολογίσιμων αξιολογήσεων Από την άλλη οι οίκοι έχουν αλλάξει τις εσωτερικές διαδικασίες και δημιούργησαν μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ της πλευράς των επιχειρήσεων και της πλευράς των αξιολογήσεων, για να διευθετηθούν ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που ανακύπτουν από τους πωλητές του χρέους. Το βασικό επιχειρηματικό τους μοντέλο δεν έχει αλλάξει, ωστόσο.
Εν τω μεταξύ, η νέα νομοθεσία στις ΗΠΑ θα μπορούσε βαθμιαία να απομακρύνει τις αγορές χρέους από τους οίκους αξιολόγησης. Πολλοί αναμένεται να εξαρτηθούν από το κατά πόσο οι νομοθέτες θα μπορέσουν να απογυμνώσουν τον περσινό νόμο Dodd-Frank.
«Σύμφωνα με τον Dodd-Frank εξαλείφθηκαν τα κομμάτια του νόμου που οριοθετούσαν τη χρήση των αξιολογήσεων στις χρηματαγορές», τονίζει ο Lawrence White, καθηγητής στο NYU Stern, και συμπληρώνει ότι «αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε μια νύχτα, αλλά με το χρόνο θα μειωθεί ο ρόλος των οίκων, αισίως».
Όπως αναφέρεται στους FT, ο Charles Wyplosz εκ του Graduate Institute of International Studies στη Γενεύη, σχολιάζει ότι τα προβλήματα επί του θέματος δεν ανάγονται μόνο στους οίκους αυτούς καθ’ αυτούς, αλλά και στην υπερβολική αντίδραση των αγορών εκάστοτε. «Από τη στιγμή που θα βγεις για δανεισμό πρέπει να δεχτείς της κατάσταση ως έχει. Αν η Ελλάδα δεν είχε μεγάλο δημόσιο χρέος, δεν θα υποβαθμιζόταν. Αλλά ακόμη και αν τα έκαναν, δεν θα είχε τέτοια σημασία», εξηγεί ο Wyplosz.
Ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι η ανάγκη περιστολής της επανάπαυσης στις αξιολογήσεις. Τα τραπεζικά κεφάλαια και οι ασφαλιστικοί κανόνες , καθώς και οι ενδείξεις για το χρέος βασίζονται στα λεγόμενα των οίκων.
Πολλοί επενδυτές από την άλλη διαφωνούν στο κατά πόσο η διαφωνία στις αξιολογήσεις δίνει το έναυσμα για προσωπική έρευνα. Όμως, η σημασία των οίκων είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα. Πολλά investment groups, ακόμα και μερικές κεντρικές τράπεζες, έχουν έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού για τη διεξαγωγή εκτεταμένης έρευνας της πιστοληπτικής ικανότητας. Ακόμη η Pimco, τονίζει ότι την χρηματοδότηση τέτοιων ερευνών μπορεί αν αντέξουν μόνο μερικές χώρες στην Ευρωζώνη, που σημαίνει ότι οι υπόλοιπες θα παραγκωνιστούν.
Η μεγάλη διαφορά σε αυτή τη συζήτηση στο θέμα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας σε σύγκριση με τις προηγούμενες είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν αρκούνται μόνο στην κριτική αλλά εξίσου και στους κανονισμούς.
Αξίζει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις πιο αμφιλεγόμενες προτάσεις βρίσκεται στο ότι οι οίκοι θα πρέπει να ενημερώνουν τις κυβερνήσεις 3 μέρες νωρίτερα από την κοινοποίηση της υποβάθμισης. «Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πολλές αμφιβολίες για την αξιοπιστία των αξιολογήσεων, γιατί ποτέ δεν θα ξέραμε τι γίνεται κάτω από το τραπέζι», σχολιάζει ο Michel Madelain, Πρόεδρος της Moody’s.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τους Financial Times, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει βρεθεί στο στόχαστρο των οίκων τον τελευταίο χρόνο. Η Ιαπωνία, η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι ανάμεσα σε αυτές που οι οίκοι εστίασαν φέτος. Αν και η Ευρώπη και οι ΗΠΑ προωθούν νέους κανόνες για το πλαίσιο λειτουργίας των οίκων, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να θέσουν σε όρια την ανεξέλεγκτη δράση τους. Τα αποτελέσματα των υποβαθμίσεων είναι ακόμη πολύ έντονα σε ολόκληρο τον κόσμο και σε όλες τις αγορές.
Αξίζει εδώ να αναφερθούν τα τρία στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη τους οι οίκοι ώστε να διαμορφώσουν τις αξιολογήσεις των κυβερνήσεων: χρέος, έλλειμμα και βιωσιμότητα του χρέους (κόστος χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ). Η Γερμανία που διαθέτει την αξιολόγηση ΑΑΑ, έχει χρέος 73% του ΑΕΠ, έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, και βιωσιμότητα χρέους 5%. Η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στη βαθμίδα Β+, έχει χρέος 127% του ΑΕΠ, έλλειμμα 15% και βιωσιμότητα 15%.
Στην άποψη του Έλληνα ΥΠΟΙΚ αντιτίθενται ξένοι παράγοντες. Με τέτοια μεγέθη δεν μπορείς να κατηγορείς τους οίκους για σκληρότητα, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Nick Gartside της JPMorgan Asset Management. «Κανένας δεν παραπονιέται όταν αναβαθμίζεται», αναφέρει με νόημα ο Jacques Cailloux του S&P. Η ίδια συζήτηση για τους οίκους είχε ανοίξει και μετά την ασιατική κρίση.
Από τη μεριά της η ΕΕ προσπαθεί να θέσει τέλος στο «ολιγοπώλιο» των τριών μεγάλων οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης και να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες για όλους τους οίκους αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν ζητά τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας. Στόχος του θα είναι να ενταθεί ο ανταγωνισμός σε ένα σύστημα που σήμερα είναι περίπου ολιγοπώλιο καθώς μόλις τρεις οίκοι κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο έχει ζητήσει να καταστεί νομικά δυνατή η δίωξη για αστική ευθύνη των οίκων σε περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Οι οίκοι πρέπει να έχουν την ευθύνη των αξιολογήσεών τους.
Παράλληλα, με σχέδιο ψηφίσματος έχει προταθεί, μεταξύ άλλων, και η συνένωση όλων των εθνικών οίκων αξιολόγησης σε ένα δίκτυο ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους τρεις μεγάλους οίκους. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία χρησιμοποιεί τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης, θα πρέπει να προβαίνει στις δικές της, εσωτερικές εκτιμήσεις.
Για παράδειγμα, το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας ανέρχεται στο 13%, ποσοστό το οποίο προϊδεάζει για έλλειμμα πάνω 67% του ΑΕΠ στην περίοδο ωρίμανσης, σύμφωνα με την JP Morgan. Αντιθέτως, σχολιάζουν οι Financial Times, το ιστορικό ποσοστό ελλείμματος για 5ετές διάστημα στην Ελλάδα ανέρχεται στο 20%, γεγονός που δεν δικαιολογεί την αξιολόγηση Β1 από τον οίκο Moody’s.
Εν τω μεταξύ, οι οίκοι αξιολόγηση καταλήγουν ότι κινούνται με τους σωστούς ρυθμούς –ούτε πολύ αργά, ούτε πολύ γρήγορα. «Τα spreads και τα CDS υπεραντιδρούν συχνά. Οι αξιολογήσεις χρέους μπορούν να αξιολογηθούν μόνο από τον συσχετισμό τους με το διάστημα του ελλείμματος. Τέτοιες μελέτες έχουν δείξει επανειλημμένα ότι έχουν ένα εξαιρετικό ιστορικό», τονίζει ο David Beers, επικεφαλής αξιολόγηση του οίκου S&P. Ο ίδιος αναφέρει ως αποδεικτικό στοιχείο την πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ που αποδεικνύει ότι όλες οι αξιολογήσεις ελλειμμάτων από το 1975 είχαν υποεπενδυτικό βαθμό αξιολόγησης τουλάχιστον ένα έτος πριν από το έλλειμμα.
Κοιτώντας 12 χρόνια πίσω στην Ευρωζώνη, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι επενδυτές και οι οίκοι αξιολόγησης υπήρξαν υπεραισιόδοξοι σχετικά με τις πτυχές των περιφερειακών οικονομιών, σε αντίθεση πολλές φορές με τις απόψεις της Γερμανίας. Σημειώνεται πως η ιδέα για μια Ευρωζώνη σε τροχιά ανάπτυξης, μετά την κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος, καθώς και με τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί πιο φθηνά τα πιο αδύναμα κράτη από τη Γερμανία είχε ευδοκιμήσει ήδη από το 2007.
Ωστόσο, το σενάριο δεν αποδόθηκε πλήρως.
Μετά την υποβάθμιση της Ελλάδας από τον S&P σε ΒΒΒ+ το Δεκέμβριο του 2009 –πριν την ευρωκρίση χρέους- και σε Α2 από τη Moody’s, το τοπίο για το πώς θα κατάληγε η κατάσταση είχε ήδη αρχίσει να ξεκαθαρίζει.
Οι ελλείψεις των αμερικανικών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας –που απέδιδαν αξιολόγηση ΑΑΑ σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια χρεογράφων που συνδέονται με εν τέλει τοξικές υποθήκες- είναι καλά τεκμηριωμένες. Πολλοί πολιτικοί αναλυτές και οι επενδυτές έχουν λιγότερο φιλανθρωπική ματιά από τον W. Buffett (Berkshire Hathaway) για τη Moody’s, τη Standard & Poors και τη Fitch.
Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2010 ο οίκος Moody’s φέρεται να έχει συμμορφωθεί κάπως. Η αξία της μετοχής της έχει ανέβει κατά 70% περίπου και οι αξιολογήσεις της λαμβάνονται υπόψιν σχεδόν σε κάθε ομόλογα ή δάνεια που βγαίνουν στην αγορά κεφαλαίων.
Όπως υπογράφουν οι FT, ο Peter Appert, αναλυτής στο Piper Jaffray, σχολιάζει πως η βελτίωση των δομών, οι διαχειρίσιμες κανονιστικές προκλήσεις και η εξάχνωση του κινδύνου διαφορών ανήκουν στα αγαπημένα σενάρια των επενδυτών. Ο ίδιος προσθέτει ότι «δεν υπάρχουν αποδείξεις της μειωμένης χρήσης των αξιολογήσεων στην αγορά χρέους, όπως δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι καινούργια τέτοιου τύπου ιδρύματα κερδίζουν έδαφος στην εμπιστοσύνη των αγορών».
Σύμφωνα με έκθεση του Securities and Exchange Commission τον Ιανουάριο, οι Fitch, Moody’s and S&P έχουν εκδώσει το 97% των πιο υπολογίσιμων αξιολογήσεων Από την άλλη οι οίκοι έχουν αλλάξει τις εσωτερικές διαδικασίες και δημιούργησαν μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ της πλευράς των επιχειρήσεων και της πλευράς των αξιολογήσεων, για να διευθετηθούν ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που ανακύπτουν από τους πωλητές του χρέους. Το βασικό επιχειρηματικό τους μοντέλο δεν έχει αλλάξει, ωστόσο.
Εν τω μεταξύ, η νέα νομοθεσία στις ΗΠΑ θα μπορούσε βαθμιαία να απομακρύνει τις αγορές χρέους από τους οίκους αξιολόγησης. Πολλοί αναμένεται να εξαρτηθούν από το κατά πόσο οι νομοθέτες θα μπορέσουν να απογυμνώσουν τον περσινό νόμο Dodd-Frank.
«Σύμφωνα με τον Dodd-Frank εξαλείφθηκαν τα κομμάτια του νόμου που οριοθετούσαν τη χρήση των αξιολογήσεων στις χρηματαγορές», τονίζει ο Lawrence White, καθηγητής στο NYU Stern, και συμπληρώνει ότι «αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε μια νύχτα, αλλά με το χρόνο θα μειωθεί ο ρόλος των οίκων, αισίως».
Όπως αναφέρεται στους FT, ο Charles Wyplosz εκ του Graduate Institute of International Studies στη Γενεύη, σχολιάζει ότι τα προβλήματα επί του θέματος δεν ανάγονται μόνο στους οίκους αυτούς καθ’ αυτούς, αλλά και στην υπερβολική αντίδραση των αγορών εκάστοτε. «Από τη στιγμή που θα βγεις για δανεισμό πρέπει να δεχτείς της κατάσταση ως έχει. Αν η Ελλάδα δεν είχε μεγάλο δημόσιο χρέος, δεν θα υποβαθμιζόταν. Αλλά ακόμη και αν τα έκαναν, δεν θα είχε τέτοια σημασία», εξηγεί ο Wyplosz.
Ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι η ανάγκη περιστολής της επανάπαυσης στις αξιολογήσεις. Τα τραπεζικά κεφάλαια και οι ασφαλιστικοί κανόνες , καθώς και οι ενδείξεις για το χρέος βασίζονται στα λεγόμενα των οίκων.
Πολλοί επενδυτές από την άλλη διαφωνούν στο κατά πόσο η διαφωνία στις αξιολογήσεις δίνει το έναυσμα για προσωπική έρευνα. Όμως, η σημασία των οίκων είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα. Πολλά investment groups, ακόμα και μερικές κεντρικές τράπεζες, έχουν έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού για τη διεξαγωγή εκτεταμένης έρευνας της πιστοληπτικής ικανότητας. Ακόμη η Pimco, τονίζει ότι την χρηματοδότηση τέτοιων ερευνών μπορεί αν αντέξουν μόνο μερικές χώρες στην Ευρωζώνη, που σημαίνει ότι οι υπόλοιπες θα παραγκωνιστούν.
Η μεγάλη διαφορά σε αυτή τη συζήτηση στο θέμα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας σε σύγκριση με τις προηγούμενες είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν αρκούνται μόνο στην κριτική αλλά εξίσου και στους κανονισμούς.
Αξίζει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις πιο αμφιλεγόμενες προτάσεις βρίσκεται στο ότι οι οίκοι θα πρέπει να ενημερώνουν τις κυβερνήσεις 3 μέρες νωρίτερα από την κοινοποίηση της υποβάθμισης. «Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πολλές αμφιβολίες για την αξιοπιστία των αξιολογήσεων, γιατί ποτέ δεν θα ξέραμε τι γίνεται κάτω από το τραπέζι», σχολιάζει ο Michel Madelain, Πρόεδρος της Moody’s.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών