Ένα πιθανό αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος θα είναι τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι της να χάσουν τον έλεγχο
Τα λάθη που κάνει η ελληνική κυβέρνηση και που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε κατά λάθος έξοσό της απο το ευρώ, τονίζει με δηλώσεις του στους Financial Times, ο οικονομικός σύμβουλος της Allianz, Mohamed El-Erian.
Οπως υποστηρίζει, παρότι έχει αρκετή οικονομική λογική με το μέρος της, η νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση κάνει συνεχώς βήματα πίσω από το στόχο της να αποκαταστήσει τον οικονομικό δυναμισμό, τις θέσεις εργασίας και την βιωσιμότητα των οικονομικών της Ελλάδας.
Ένα πιθανό αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος θα είναι τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι της να χάσουν τον έλεγχο πάνω στο μόνο πράγμα που δείχνουν δίχως άλλο να συμφωνούν – δηλαδή στο να διατηρήσουν την χώρα στη ζώνη του ευρώ.
Το να καταλάβουμε τους πέντε κύριους λόγους που συμβαίνει αυτό, θα μας δείξει επίσης και το τι πρέπει να γίνει.
Η νέα κυβέρνηση, της οποίας ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της αριστεράς, εξελέγη με ένα μανιφέστο, το οποίο εμπεριέχει τρεις αλλαγές πολιτικής στις οποίες συμφωνούν οι περισσότεροι οικονομολόγοι: τη μείωση της υπερβολικής λιτότητας, την επανεκκίνηση των δομικών μεταρρυθμίσεων ώστε να απελευθερωθεί η ευρύτερη οικονομική δυναμική και την διαγραφή του υπερβολικού χρέους που υπονομεύει την υπάρχουσα οικονομική δραστηριότητα και αποθαρρύνει νέες επενδύσεις, με όποια ευεργετικά αποτελέσματα αυτές θα είχαν για την οικονομία.
Ωστόσο, κατά την εφαρμογή αυτών των προθέσεων στην πράξη, οι Έλληνες αξιωματούχοι, έχοντας ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία, χειρίστηκαν λάθος πέντε ζητήματα και διατρέχουν τώρα τον κίνδυνο να εκμηδενίσουν την αξιοπιστία τους.
Πρώτον, αποφάσισαν να διαπραγματευτούν με τους Ευρωπαίους εταίρους τους, και ιδιαίτερα με τη Γερμανία, με έναν υπερβολικά δημόσιο και συγκρουσιακό τρόπο.
Δεύτερον, εκνευρισμένοι από την ευρωπαϊκή αδιαλλαξία, κατέληξαν στην πολιτικοποίηση ενός πράγματος που όφειλε να είναι έργο τεχνικά εξειδικευμένων οικονομικών διαπραγματευτών. Έτσι, κάθε πιθανότητα να φτάσουν σε συμφωνία υπονομεύτηκε από ανταγωνιστικές πολιτικές αφηγήσεις και θορυβώδεις εθνικιστικές αιτιάσεις εκατέρωθεν.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ορθή οικονομική σκέψη δεν έχει καμία πιθανότητα να επικρατήσει.
Τρίτον, η Αθήνα έχει λίγους συμμάχους στην Ευρωζώνη. Οι άλλες χρεωμένες περιφερειακές χώρες – όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία – έχουν αποστασιοποιηθεί από την Ελλάδα.
Αυτό εν μέρει αντικατοπτρίζει το δισταγμό τους να δουν την Ελλάδα, εφόσον καταφέρει πιο ελαστικούς όρους από τους πιστωτές, να γλιτώνει όσα εκείνες πέτυχαν με δυσκολία. Κι εν μέρει αντικατοπτρίζει την απειλή που επικρέμαται στις διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από αντισυμβατικά κόμματα, όπως οι Podemos στην Ισπανία.
Τέταρτον, η Ελλάδα δεν έχει αξιόπιστο σχέδιο Β. Δε θέλει να εγκαταλείψει τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Δεν είναι όμως ικανή να βρει εναλλακτικές χρηματοδοτικές πηγές. Και δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ χωρίς μια ασυνήθιστα μεγάλη εξωτερική βοήθεια.
Πέμπτον, αντί να επικεντρώνουν την διαπραγμάτευση στον ένα στόχο που μοιράζονται όλα τα μέρη – το να διατηρήσουν δηλ. μια εύρωστη και δυναμική Ελλάδα μέσα στην Ευρωζώνη – οι Έλληνες πολιτικοί παραμένουν προσκολλημένοι στην κινούμενη άμμο μερικών ιδιαίτερα αμφιλεγόμενων μικροοικονομικών μέτρων.
Αυτό, μαζί με τις συνεχείς αφορμές σε αρνητικά πρωτοσέλιδα που ανακινούν τον εθνικισμό σε εσωτερικό και εξωτερικό, εμπόδισε μέχρι τώρα τις διαπραγματευόμενες πλευρές να συμφωνήσουν ακόμα και στα πιο εύκολα.
Οπως υποστηρίζει, παρότι έχει αρκετή οικονομική λογική με το μέρος της, η νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση κάνει συνεχώς βήματα πίσω από το στόχο της να αποκαταστήσει τον οικονομικό δυναμισμό, τις θέσεις εργασίας και την βιωσιμότητα των οικονομικών της Ελλάδας.
Ένα πιθανό αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος θα είναι τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι της να χάσουν τον έλεγχο πάνω στο μόνο πράγμα που δείχνουν δίχως άλλο να συμφωνούν – δηλαδή στο να διατηρήσουν την χώρα στη ζώνη του ευρώ.
Το να καταλάβουμε τους πέντε κύριους λόγους που συμβαίνει αυτό, θα μας δείξει επίσης και το τι πρέπει να γίνει.
Η νέα κυβέρνηση, της οποίας ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της αριστεράς, εξελέγη με ένα μανιφέστο, το οποίο εμπεριέχει τρεις αλλαγές πολιτικής στις οποίες συμφωνούν οι περισσότεροι οικονομολόγοι: τη μείωση της υπερβολικής λιτότητας, την επανεκκίνηση των δομικών μεταρρυθμίσεων ώστε να απελευθερωθεί η ευρύτερη οικονομική δυναμική και την διαγραφή του υπερβολικού χρέους που υπονομεύει την υπάρχουσα οικονομική δραστηριότητα και αποθαρρύνει νέες επενδύσεις, με όποια ευεργετικά αποτελέσματα αυτές θα είχαν για την οικονομία.
Ωστόσο, κατά την εφαρμογή αυτών των προθέσεων στην πράξη, οι Έλληνες αξιωματούχοι, έχοντας ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία, χειρίστηκαν λάθος πέντε ζητήματα και διατρέχουν τώρα τον κίνδυνο να εκμηδενίσουν την αξιοπιστία τους.
Πρώτον, αποφάσισαν να διαπραγματευτούν με τους Ευρωπαίους εταίρους τους, και ιδιαίτερα με τη Γερμανία, με έναν υπερβολικά δημόσιο και συγκρουσιακό τρόπο.
Δεύτερον, εκνευρισμένοι από την ευρωπαϊκή αδιαλλαξία, κατέληξαν στην πολιτικοποίηση ενός πράγματος που όφειλε να είναι έργο τεχνικά εξειδικευμένων οικονομικών διαπραγματευτών. Έτσι, κάθε πιθανότητα να φτάσουν σε συμφωνία υπονομεύτηκε από ανταγωνιστικές πολιτικές αφηγήσεις και θορυβώδεις εθνικιστικές αιτιάσεις εκατέρωθεν.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ορθή οικονομική σκέψη δεν έχει καμία πιθανότητα να επικρατήσει.
Τρίτον, η Αθήνα έχει λίγους συμμάχους στην Ευρωζώνη. Οι άλλες χρεωμένες περιφερειακές χώρες – όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία – έχουν αποστασιοποιηθεί από την Ελλάδα.
Αυτό εν μέρει αντικατοπτρίζει το δισταγμό τους να δουν την Ελλάδα, εφόσον καταφέρει πιο ελαστικούς όρους από τους πιστωτές, να γλιτώνει όσα εκείνες πέτυχαν με δυσκολία. Κι εν μέρει αντικατοπτρίζει την απειλή που επικρέμαται στις διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από αντισυμβατικά κόμματα, όπως οι Podemos στην Ισπανία.
Τέταρτον, η Ελλάδα δεν έχει αξιόπιστο σχέδιο Β. Δε θέλει να εγκαταλείψει τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Δεν είναι όμως ικανή να βρει εναλλακτικές χρηματοδοτικές πηγές. Και δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ χωρίς μια ασυνήθιστα μεγάλη εξωτερική βοήθεια.
Πέμπτον, αντί να επικεντρώνουν την διαπραγμάτευση στον ένα στόχο που μοιράζονται όλα τα μέρη – το να διατηρήσουν δηλ. μια εύρωστη και δυναμική Ελλάδα μέσα στην Ευρωζώνη – οι Έλληνες πολιτικοί παραμένουν προσκολλημένοι στην κινούμενη άμμο μερικών ιδιαίτερα αμφιλεγόμενων μικροοικονομικών μέτρων.
Αυτό, μαζί με τις συνεχείς αφορμές σε αρνητικά πρωτοσέλιδα που ανακινούν τον εθνικισμό σε εσωτερικό και εξωτερικό, εμπόδισε μέχρι τώρα τις διαπραγματευόμενες πλευρές να συμφωνήσουν ακόμα και στα πιο εύκολα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών