Παρά την οικονομική κρίση χρέους που αντιμετωπίζει, η Ελλάδα αρνείται να περικόψει τις αμυντικές δαπάνες της, αναφέρει δημοσίευμα της Handelsblatt
Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να προβεί σε ουσιαστικές μειώσεις των αμυντικών δαπανών της, παρά την βαθειά κρίση χρέους που βιώνει, αναφέρει σε δημοσίευμα της, η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.
Ειδικότερα, σε κείμενο που τιτλοφορείται «Οπλισμένη και οικονομικά επικίνδυνη», η γερμανική εφημερίδα αναφέρεται στον βαρύ οπλισμό της Ελλάδας και τις αμυντικές δαπάνες, τις οποίες η χώρα συνεχίζει να κάνει παρά την κρίση, προς ευχαρίστηση των αμυντικών βιομηχανιών σε Γερμανία, αλλά και αλλού.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νεότερη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, με τη χώρα να έχει ξοδέψει τα υψηλότερα κονδύλια ως προς το ΑΕΠ της για οπλικά συστήματα και όπλα από ό,τι οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Παράλληλα, επισημαίνει πως στις εθνικές επετείους, οι «αμυντικές δαπάνες» κάνουν παρέλαση σε πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα, συμπεριλαμβανομένων και των τανκς τύπου Leopard 2, γερμανικής κατασκευής, την περηφάνια του ελληνικού στρατού και τα ακριβότερα του είδους τους.
Το Bonn International Center for Conversion (BICC) συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα στις πιο στρατιωτικοποιημένες χώρες ήδη από το 1990, ενώ το 2014, εν μέσω οικονομική κρίσης, βρέθηκε στην 9η θέση της σχετικής λίστας του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με το BICC, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας είναι ένας από τους παράγοντες που την οδήγησαν στην μεγάλη κρίση που βιώνει, ενώ, σύμφωνα με σουηδικό ινστιτούτο, η χώρα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες εισαγωγείς αμυντικών και οπλικών συστημάτων του κόσμου, το διάστημα 2005-2009.
Ακόμα και σήμερα, που η χώρα οδεύει προς ένα τρίτο μνημόνιο με τους θεσμούς και η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μια σειρά επώδυνων προϋποθέσεων, ο στρατός παραμένει «ανέγγιχτος».
Η Handelsblatt επισημαίνει πως η ελληνική κυβέρνηση έχει δεχτεί μεγάλη κριτική στο εξωτερικό και μάλιστα στη Γερμανία, για την απροθυμία της να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες.
Ωστόσο, προσθέτει πως αυτό που τείνουν να ξεχνούν οι επικριτές είναι ποιοι παραλαμβάνουν τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες, κυρίως τις γερμανικές βιομηχανίες όπλων που δέχονταν παραγγελίες δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ελλάδα.
Χαρακτηριστικά, μόλις σε μία χρονιά, το 2003, η Ελλάδα παρήγγειλε 170 τανκς Leopard από την γερμανική εταιρεία Krauss-Maffei Wegmann, αποφέροντάς της κέρδη 1,7 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται, πάντως, ότι πολλές από τις συμφωνίες μεταξύ των γερμανικών αμυντικών βιομηχανιών και της Ελλάδας κρίνονται σκιώδεις, καθώς πολλές από αυτές αποτέλεσαν «μέσο» για παράνομες δραστηριότητες και μίζες, κάτι που εξετάζεται από τις εισαγγελικές αρχές σε Ελλάδα και Γερμανία.
Οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα, έβλεπαν τον στρατιωτικό-αμυντικό τομέα ως ένα «πεδίο δόξης λαμπρό», με τον Σημίτη να καμαρώνει ότι ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο πρόγραμμα για την άμυνα, με τις αμυντικές δαπάνες να ανέρχονται σε 25 δισ. ευρώ.
Ο Κ. Καραμανλής προσπάθησε να «σπάσει» το ρεκόρ του προκατόχου του, όμως τον πρόλαβε η κρίση, η οποία συνεχίζεται ως σήμερα.
Τώρα ο στρατός καλείται να δεχτεί περικοπές, όπως και κάθε άλλος τομέας, με την αρχική πρόβλεψη για μείωση κατά 400 εκατ. ευρώ, να πέφτει τελικά στα 200 εκατ. ευρώ.
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, σε κείμενο που τιτλοφορείται «Οπλισμένη και οικονομικά επικίνδυνη», η γερμανική εφημερίδα αναφέρεται στον βαρύ οπλισμό της Ελλάδας και τις αμυντικές δαπάνες, τις οποίες η χώρα συνεχίζει να κάνει παρά την κρίση, προς ευχαρίστηση των αμυντικών βιομηχανιών σε Γερμανία, αλλά και αλλού.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νεότερη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, με τη χώρα να έχει ξοδέψει τα υψηλότερα κονδύλια ως προς το ΑΕΠ της για οπλικά συστήματα και όπλα από ό,τι οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Παράλληλα, επισημαίνει πως στις εθνικές επετείους, οι «αμυντικές δαπάνες» κάνουν παρέλαση σε πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα, συμπεριλαμβανομένων και των τανκς τύπου Leopard 2, γερμανικής κατασκευής, την περηφάνια του ελληνικού στρατού και τα ακριβότερα του είδους τους.
Το Bonn International Center for Conversion (BICC) συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα στις πιο στρατιωτικοποιημένες χώρες ήδη από το 1990, ενώ το 2014, εν μέσω οικονομική κρίσης, βρέθηκε στην 9η θέση της σχετικής λίστας του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με το BICC, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας είναι ένας από τους παράγοντες που την οδήγησαν στην μεγάλη κρίση που βιώνει, ενώ, σύμφωνα με σουηδικό ινστιτούτο, η χώρα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες εισαγωγείς αμυντικών και οπλικών συστημάτων του κόσμου, το διάστημα 2005-2009.
Ακόμα και σήμερα, που η χώρα οδεύει προς ένα τρίτο μνημόνιο με τους θεσμούς και η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μια σειρά επώδυνων προϋποθέσεων, ο στρατός παραμένει «ανέγγιχτος».
Η Handelsblatt επισημαίνει πως η ελληνική κυβέρνηση έχει δεχτεί μεγάλη κριτική στο εξωτερικό και μάλιστα στη Γερμανία, για την απροθυμία της να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες.
Ωστόσο, προσθέτει πως αυτό που τείνουν να ξεχνούν οι επικριτές είναι ποιοι παραλαμβάνουν τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες, κυρίως τις γερμανικές βιομηχανίες όπλων που δέχονταν παραγγελίες δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ελλάδα.
Χαρακτηριστικά, μόλις σε μία χρονιά, το 2003, η Ελλάδα παρήγγειλε 170 τανκς Leopard από την γερμανική εταιρεία Krauss-Maffei Wegmann, αποφέροντάς της κέρδη 1,7 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται, πάντως, ότι πολλές από τις συμφωνίες μεταξύ των γερμανικών αμυντικών βιομηχανιών και της Ελλάδας κρίνονται σκιώδεις, καθώς πολλές από αυτές αποτέλεσαν «μέσο» για παράνομες δραστηριότητες και μίζες, κάτι που εξετάζεται από τις εισαγγελικές αρχές σε Ελλάδα και Γερμανία.
Οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα, έβλεπαν τον στρατιωτικό-αμυντικό τομέα ως ένα «πεδίο δόξης λαμπρό», με τον Σημίτη να καμαρώνει ότι ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο πρόγραμμα για την άμυνα, με τις αμυντικές δαπάνες να ανέρχονται σε 25 δισ. ευρώ.
Ο Κ. Καραμανλής προσπάθησε να «σπάσει» το ρεκόρ του προκατόχου του, όμως τον πρόλαβε η κρίση, η οποία συνεχίζεται ως σήμερα.
Τώρα ο στρατός καλείται να δεχτεί περικοπές, όπως και κάθε άλλος τομέας, με την αρχική πρόβλεψη για μείωση κατά 400 εκατ. ευρώ, να πέφτει τελικά στα 200 εκατ. ευρώ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών