Άρθρο του προέδρου του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Christoph Schmidt
Η ελάφρυνση του χρέους της χώρας δεν αποτελεί τη θεραπεία για την κρίση στην Ελλάδα, σημειώνει σε άρθρο του στο Project Syndicate ο πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Christoph Schmidt, παρά τις φωνές που ακούγονται προς αυτή την κατεύθυνση από τον νομπελίστα οικονομολόγο Paul Krugman μέχρι τον αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Jack Lew, αλλά και το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αν και το ελληνικό χρέος είναι χωρίς καμία αμφιβολία υψηλό και μπορεί να εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικότερα εμπόδια για την ανάπτυξή της, συμπεριλαμβανομένων της διαρθρωτικής αδυναμίας και της πολιτικής «ακρασφαλούς διπλωματίας».
Το μέγεθος του ονομαστικού χρέους της Ελλάδας θα έχει σημασία από τη στιγμή που η χώρα επιστρέψει στις αγορές, εν τω μεταξύ η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης της χώρας και επομένως, για να ενισχύσει την ικανότητά της να αποπληρώνει τους πιστωτές της χωρίς μεγάλη μείωση του ονομαστικού χρέους.
Όμως, κατά τον Chr. Schmidt υπάρχει ένας ακόμη βασικός λόγος που η ελάφρυνση χρέους δεν αποτελεί λύση και συνίσταται στο πολιτικό οικοδόμημα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Καθώς στην Ευρωζώνη υπάρχει έλλειψη ενός ισχυρού κεντρικού κυβερνητικού σώματος, οι πολιτικές κατά της κρίσης προέρχονται από μια πολιτική διαδικασία, βάσει της οποίας κάθε ένα από τα 19 μέλη της έχει τη δύναμη του βέτο.
Για ένα τόσο περίπλοκο σύστημα να λειτουργήσει, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρωζώνη πρέπει να μπορούν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον να συμπεριφέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κάτι που απαιτεί ένα κοινό πλαίσιο κανόνων και στάνταρτ.
Μια αναδιάρθρωση του επίσημου ελληνικού χρέους, παρά τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που θα προσέφερε, θα αποδυνάμωνε αυτό το πλαίσιο μακροπρόθεσμα δημιουργώντας ένα προηγούμενο προσδοκιών, με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αργά ή γρήγορα, να αιτούνται ανάλογους συμβιβασμούς.
Το 2013, με την επέκταση των ωριμάνσεων της Ελλάδας, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία απαίτησαν και έλαβαν ανάλογες επεκτάσεις, παρά το γεγονός ότι είχαν μικρότερη ανάγκη για κάτι τέτοιο.
Οι ηγέτες της Ευρώπης, αντί να προχωρούν σε τέτοιους συμβιβασμούς, που μακροπρόθεσμα θα δημιουργούσαν αστάθεια στην Ευρωζώνη, θα πρέπει να παραμείνουν προσηλωμένοι στο να δημιουργούνται ισχυρές πρωτοβουλίες από όλα τα κράτη μέλη ώστε να διατηρούν τις συνετές δημοσιονομικές πολιτικές ικανές για τη μείωση του ποσοστού δημοσίου χρέους και να αποκαθιστούν τα δημοσιονομικά «μαξιλάρια» έναντι ασυμμετρικών σοκ στη νομισματική ένωση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων, όπως της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, απειλούν τη μακροπροθεσμη σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Αν η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση είναι να επιβιώσει και τελικά να ευημερήσει, οι ηγέτες της δεν πρέπει να μπουν στον πειρασμό εύκολων λύσεων.
www.bankingnews.gr
Αν και το ελληνικό χρέος είναι χωρίς καμία αμφιβολία υψηλό και μπορεί να εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικότερα εμπόδια για την ανάπτυξή της, συμπεριλαμβανομένων της διαρθρωτικής αδυναμίας και της πολιτικής «ακρασφαλούς διπλωματίας».
Το μέγεθος του ονομαστικού χρέους της Ελλάδας θα έχει σημασία από τη στιγμή που η χώρα επιστρέψει στις αγορές, εν τω μεταξύ η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης της χώρας και επομένως, για να ενισχύσει την ικανότητά της να αποπληρώνει τους πιστωτές της χωρίς μεγάλη μείωση του ονομαστικού χρέους.
Όμως, κατά τον Chr. Schmidt υπάρχει ένας ακόμη βασικός λόγος που η ελάφρυνση χρέους δεν αποτελεί λύση και συνίσταται στο πολιτικό οικοδόμημα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Καθώς στην Ευρωζώνη υπάρχει έλλειψη ενός ισχυρού κεντρικού κυβερνητικού σώματος, οι πολιτικές κατά της κρίσης προέρχονται από μια πολιτική διαδικασία, βάσει της οποίας κάθε ένα από τα 19 μέλη της έχει τη δύναμη του βέτο.
Για ένα τόσο περίπλοκο σύστημα να λειτουργήσει, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρωζώνη πρέπει να μπορούν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον να συμπεριφέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κάτι που απαιτεί ένα κοινό πλαίσιο κανόνων και στάνταρτ.
Μια αναδιάρθρωση του επίσημου ελληνικού χρέους, παρά τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που θα προσέφερε, θα αποδυνάμωνε αυτό το πλαίσιο μακροπρόθεσμα δημιουργώντας ένα προηγούμενο προσδοκιών, με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αργά ή γρήγορα, να αιτούνται ανάλογους συμβιβασμούς.
Το 2013, με την επέκταση των ωριμάνσεων της Ελλάδας, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία απαίτησαν και έλαβαν ανάλογες επεκτάσεις, παρά το γεγονός ότι είχαν μικρότερη ανάγκη για κάτι τέτοιο.
Οι ηγέτες της Ευρώπης, αντί να προχωρούν σε τέτοιους συμβιβασμούς, που μακροπρόθεσμα θα δημιουργούσαν αστάθεια στην Ευρωζώνη, θα πρέπει να παραμείνουν προσηλωμένοι στο να δημιουργούνται ισχυρές πρωτοβουλίες από όλα τα κράτη μέλη ώστε να διατηρούν τις συνετές δημοσιονομικές πολιτικές ικανές για τη μείωση του ποσοστού δημοσίου χρέους και να αποκαθιστούν τα δημοσιονομικά «μαξιλάρια» έναντι ασυμμετρικών σοκ στη νομισματική ένωση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων, όπως της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, απειλούν τη μακροπροθεσμη σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Αν η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση είναι να επιβιώσει και τελικά να ευημερήσει, οι ηγέτες της δεν πρέπει να μπουν στον πειρασμό εύκολων λύσεων.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών