Η διεθνής κοινότητα μόλις τώρα αντιλαμβάνεται τις προκλήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, τονίζεται σε έκθεσή της
Το κλίμα και την κλιματική αλλαγή θέτει στο μικροσκόπιό της η Deutsche Bank, με αφορμή τη Σύνοδο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, που ξεκίνησε τις εργασίες της σήμερα, 30 Νοεμβρίου, στο Παρίσι.
Στη σύνοδο αυτή, όλες οι χώρες θα παρουσιάσουν τις δεσμεύσεις τους για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, που προέρχεται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων ως βασικής πηγής ενέργειας.
Κάθε χώρα θα παρουσιάσει τις εθελοντικές δεσμεύσεις (INDC) με στόχο τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 και σε αντίθεση με τη Σύνοδο του Κιότο, δεν θα υπάρξει διαπραγμάτευση ούτε θα επιβληθούν συγκεκριμένα ποσοστά ή κυρώσεις.
Όπως επισημαίνει η γερμανική τράπεζα, αν και οι δεσμεύσεις αυτές δεν θα είναι αρκετές ώστε να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί για μείωση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου, ωστόσο σημειώνει ότι υπάρχουν ελπίδες ότι οι χώρες ξεχωριστά θα επιδιώξουν πιο αισιόδοξους στόχους μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια.
Το αίσθημα που υπάρχει έτσι για τη Σύνοδο κυμαίνεται μεταξύ αισιοδοξίας και ρεαλισμού, επισημαίνει η Deutsche Bank και προσθέτει ότι αν ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια, η διεθνής κοινότητα είναι σαφές ότι μόλις τώρα ξεκινά να αντιλαμβάνεται τις πραγματικές προκλήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Παρά τις δεσμεύσεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι το 2030, είναι σχεδόν απίθανο ότι οι χώρες που παράγουν τα περισσότερα αέρια θα ενισχύσουν περαιτέρω τους στόχους τους στο Παρίσι.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Σύμβασης Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), οι δεσμεύσεις που έχουν γίνει τουλάχιστον ανοίγουν τον δρόμο για την πιθανότητα η μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας να είναι λιγότερη των 3 βαθμών Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα.
Σύμφωνα με την Deutsche Bank είναι ενδιαφέρον να δει κανείς ότι παρά το γεγονός ότι η μη επίτευξη του στόχου για μακρό χρονικό διάστημα, οι περισσότεροι παρατηρητές της αγοράς δεν κινδυνολογούν και βλέπουν τις σχεδιαζόμενες δεσμεύσεις ως σημάδι προόδου, μια ικανοποίηση που αποτελεί έκπληξη, καθώς βασίζεται σε δύο αστάθμητους παράγοντες:
• Πρώτον, οι χώρες θα πρέπει να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους μέχρι το 2030.
Η εμπειρία μέχρι τώρα με τις διεθνείς συμφωνίες για την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. Πρωτόκολλο του Κιότο) και οι τρέχουσες δυσκολίες της Γερμανίας να εκπληρώσει τους στόχους της μέχρι το 2020 καταδεικνύουν ότι αυτό δεν θα είναι εύκολο να γίνει.
• Δεύτερον, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να υποχωρήσουν ταχέως και ουσιαστικά το γρηγορότερο δυνατόν μετά το 2030 αν συνεχίσει να υπάρχει επικέντρωση στον στόχο των 2 βαθμών Κελσίου.
Δεδομένων αυτών των αστάθμητων παραγόντων και προκλήσεων, χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια δόση αισιοδοξίας σχετικά με τις ευνοϊκές εκτιμήσεις για τις τρέχουσες δεσμεύσεις (INDCs), τονίζει η Deutsche Bank.
Αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για ενέργεια – Οι ΑΠΕ θα πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικές
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμό Ενέργειας για την παγκόσμια ενέργεια, η παγκόσμια ζήτηση θα αυξάνεται κατά 1% ανά έτος μέχρι το 2040.
Αυτό, σημειώνει η Deutsche Bank, οφείλεται αποκλειστικά στην αυξανόμενη δίψα για ενέργεια των χωρών μη μελών του ΟΟΣΑ, όπου ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται.
Στο βασικό σενάριο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που ήδη λαμβάνεται υπόψη τεράστιες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εκτεταμένα μέτρα ενεργειακής απόδοσης, η απόλυτη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα θα αυξηθεί παρά θα υποχωρήσει μέχρι το 2040.
Έτσι, πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες αγορές θα εξακολουθήσουν να στηρίζονται στον άνθρακα, παρά το γεγονός ότι η χρήση του το πιθανότερο είναι ότι θα μειωθεί στις χώρες του ΟΟΣΑ τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, το μερίδιο των «νέων» ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα αυξηθεί από το 1% τώρα στο μόλις 5% το 2040.
Έτσι, η απόλυτη συμβολή τους θα παραμείνει χαμηλή μακροπρόθεσμα.
Πάντως, όπως σημειώνει η Deutsche Bank, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της Συνόδου για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι, πολλά θέματα θα παραμείνουν υψηλά στη λίστα όσων πρέπει να γίνουν σχετικά με την παγκόσμια ενέργεια και την πολιτική για το κλίμα:
• Οι επιχορηγήσεις για τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να εξαλειφθούν πιο γρήγορα απ' ό,τι μέχρι τώρα.
• Θα πρέπει να υπάρξει μια τιμή για το διοξείδιο του άνθρακα, είτε γίνει μέσω ενός συστήματος εκπομπών είτε μέσω ενός φόρου για τον άνθρακα, κάτι που προς το παρόν δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία.
• Πρέπει να υπάρξει ευρείας κλίμακας έρευνα στον τομέα των μη ορυκτών (ανανεώσιμων) τρόπων ενέργειας και ενεργειακής αποτελεσματικότητας.
• Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην διατήρηση των δασών.
• Οι χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, πρέπει να τύχουν μεγαλύτερης υποστήριξης κατά τη διαδικασία προσαρμογής τους.
www.bankingnews.gr
Στη σύνοδο αυτή, όλες οι χώρες θα παρουσιάσουν τις δεσμεύσεις τους για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, που προέρχεται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων ως βασικής πηγής ενέργειας.
Κάθε χώρα θα παρουσιάσει τις εθελοντικές δεσμεύσεις (INDC) με στόχο τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 και σε αντίθεση με τη Σύνοδο του Κιότο, δεν θα υπάρξει διαπραγμάτευση ούτε θα επιβληθούν συγκεκριμένα ποσοστά ή κυρώσεις.
Όπως επισημαίνει η γερμανική τράπεζα, αν και οι δεσμεύσεις αυτές δεν θα είναι αρκετές ώστε να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί για μείωση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου, ωστόσο σημειώνει ότι υπάρχουν ελπίδες ότι οι χώρες ξεχωριστά θα επιδιώξουν πιο αισιόδοξους στόχους μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια.
Το αίσθημα που υπάρχει έτσι για τη Σύνοδο κυμαίνεται μεταξύ αισιοδοξίας και ρεαλισμού, επισημαίνει η Deutsche Bank και προσθέτει ότι αν ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια, η διεθνής κοινότητα είναι σαφές ότι μόλις τώρα ξεκινά να αντιλαμβάνεται τις πραγματικές προκλήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Παρά τις δεσμεύσεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι το 2030, είναι σχεδόν απίθανο ότι οι χώρες που παράγουν τα περισσότερα αέρια θα ενισχύσουν περαιτέρω τους στόχους τους στο Παρίσι.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Σύμβασης Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), οι δεσμεύσεις που έχουν γίνει τουλάχιστον ανοίγουν τον δρόμο για την πιθανότητα η μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας να είναι λιγότερη των 3 βαθμών Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα.
Σύμφωνα με την Deutsche Bank είναι ενδιαφέρον να δει κανείς ότι παρά το γεγονός ότι η μη επίτευξη του στόχου για μακρό χρονικό διάστημα, οι περισσότεροι παρατηρητές της αγοράς δεν κινδυνολογούν και βλέπουν τις σχεδιαζόμενες δεσμεύσεις ως σημάδι προόδου, μια ικανοποίηση που αποτελεί έκπληξη, καθώς βασίζεται σε δύο αστάθμητους παράγοντες:
• Πρώτον, οι χώρες θα πρέπει να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους μέχρι το 2030.
Η εμπειρία μέχρι τώρα με τις διεθνείς συμφωνίες για την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. Πρωτόκολλο του Κιότο) και οι τρέχουσες δυσκολίες της Γερμανίας να εκπληρώσει τους στόχους της μέχρι το 2020 καταδεικνύουν ότι αυτό δεν θα είναι εύκολο να γίνει.
• Δεύτερον, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να υποχωρήσουν ταχέως και ουσιαστικά το γρηγορότερο δυνατόν μετά το 2030 αν συνεχίσει να υπάρχει επικέντρωση στον στόχο των 2 βαθμών Κελσίου.
Δεδομένων αυτών των αστάθμητων παραγόντων και προκλήσεων, χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια δόση αισιοδοξίας σχετικά με τις ευνοϊκές εκτιμήσεις για τις τρέχουσες δεσμεύσεις (INDCs), τονίζει η Deutsche Bank.
Αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για ενέργεια – Οι ΑΠΕ θα πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικές
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμό Ενέργειας για την παγκόσμια ενέργεια, η παγκόσμια ζήτηση θα αυξάνεται κατά 1% ανά έτος μέχρι το 2040.
Αυτό, σημειώνει η Deutsche Bank, οφείλεται αποκλειστικά στην αυξανόμενη δίψα για ενέργεια των χωρών μη μελών του ΟΟΣΑ, όπου ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται.
Στο βασικό σενάριο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που ήδη λαμβάνεται υπόψη τεράστιες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εκτεταμένα μέτρα ενεργειακής απόδοσης, η απόλυτη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα θα αυξηθεί παρά θα υποχωρήσει μέχρι το 2040.
Έτσι, πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες αγορές θα εξακολουθήσουν να στηρίζονται στον άνθρακα, παρά το γεγονός ότι η χρήση του το πιθανότερο είναι ότι θα μειωθεί στις χώρες του ΟΟΣΑ τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, το μερίδιο των «νέων» ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα αυξηθεί από το 1% τώρα στο μόλις 5% το 2040.
Έτσι, η απόλυτη συμβολή τους θα παραμείνει χαμηλή μακροπρόθεσμα.
Πάντως, όπως σημειώνει η Deutsche Bank, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της Συνόδου για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι, πολλά θέματα θα παραμείνουν υψηλά στη λίστα όσων πρέπει να γίνουν σχετικά με την παγκόσμια ενέργεια και την πολιτική για το κλίμα:
• Οι επιχορηγήσεις για τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να εξαλειφθούν πιο γρήγορα απ' ό,τι μέχρι τώρα.
• Θα πρέπει να υπάρξει μια τιμή για το διοξείδιο του άνθρακα, είτε γίνει μέσω ενός συστήματος εκπομπών είτε μέσω ενός φόρου για τον άνθρακα, κάτι που προς το παρόν δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία.
• Πρέπει να υπάρξει ευρείας κλίμακας έρευνα στον τομέα των μη ορυκτών (ανανεώσιμων) τρόπων ενέργειας και ενεργειακής αποτελεσματικότητας.
• Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην διατήρηση των δασών.
• Οι χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, πρέπει να τύχουν μεγαλύτερης υποστήριξης κατά τη διαδικασία προσαρμογής τους.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών