Με την οικονομία τότε ήδη σε ύφεση, η αύξηση των επιτοκίων συνέβαλε στη Μεγάλη Ύφεση
Στις ενδεχόμενες κινήσεις της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας, FED, μετά την πρώτη αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ ύστερα από μία περίπου δεκαετία, τον Δεκέμβριο του 2015 κατά 0,25%, αναφέρεται σε άρθρο του ο Satyajit Das, πρώην τραπεζίτης, στη βρετανική εφημερίδα «Independent», εκφράζοντας φόβους επανάληψης όσων συνέβησαν σε αντίστοιχη περίπτωση το 1936.
Όπως σημειώνεται, τον Δεκέμβριο του 2015 η FED προχώρησε σε αύξηση κατά 0,25% των επιτοκίων στις ΗΠΑ, την πρώτη σε μία σχεδόν δεκαετία.
Η απόφαση αυτή, ύστερα από περισσότερα από δύο χρόνια προσεκτικής αναβλητικότητας, η συμβολική αυτή αύξηση θα έχει ελάχιστα αποτελέσματα στην κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Πλέον, η εστίαση γίνεται στην πορεία της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και τι εννοεί η κεντρική τράπεζα της χώρας όταν κάνει λόγο για «σταδιακές» μελλοντικές αυξήσεις.
Η FED έχει προβλέψει περίπου τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2016 και άλλες τόσες το 2017, κάτι που σημαίνει ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να διαμορφωθούν στο 1,375% και 2,375% στο τέλος του 2016 και του 2017 αντίστοιχα.
Οι μέσες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις της FED για τα επιτόκια είναι περίπου στο 3,5%, ενώ απέχει από το να είναι σαφές αν οι αναμενόμενες αυξήσεις θα λάβουν όντως χώρα.
Η οικονομική δραστηριότητα είναι ανομοιογενής.
Η FED έχει εκλεγεί για να τονίζει τα θετικά: στερεή ανάπτυξη της απασχόλησης, ισχυρές πωλήσεις αυτοκινήτων και βελτιώσεις στον κλάδο στέγασης.
Από την άλλη, αγνοεί την αδύναμη μεταποίηση, τα υψηλά επίπεδα αποθεμάτων και την αβέβαιη κατανάλωση.
Η δημιουργία θέσεων εργασίας παραμένει άνιση – ανομοιογενής, η απασχόληση ως ποσοστό του πληθυσμού είναι στο 59%, όπως και τη δεκαετία του 1980 και πολύ πιο κάτω από το υψηλό του 63%, ενώ η ανάπτυξη των μισθών είναι μικρή.
Η ανάκαμψη στηρίχθηκε, εν μέρει, από την άνθηση της εγχώριας ενέργειας.
Η περικοπή σε επενδύσεις και απασχόληση, οδηγούμενη από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, θα είναι αισθητή για αρκετό καιρό ακόμη.
Η ανάκαμψη στις τιμές κατοικιών εξαρτάται από τα χαμηλά επιτόκια και αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα.
Τα υψηλά επίπεδα χρέους των σπουδαστών, οι περιορισμένες επαγγελματικές ευκαιρίες, η ανάγκη κινητικότητας και η αλλαγή στάσης προς τον δανεισμό ίσως να περιορίσουν τη ζήτηση και να μειώσουν την δραστηριότητα.
Ο πληθωρισμός παραμένει πολύ κάτω του στόχου 2% της FED. Το ισχυρό δολάριο (μια αύξηση 10% του δολαρίου μειώνει τον δομικό πληθωρισμό κατά 0,5%) και οι χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων και ειδικά του πετρελαίου είναι πιθανόν να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, τα επίπεδα χρέους των ΗΠΑ είναι υψηλά.
Μια αύξηση 1% στα επιτόκια θα αυξήσει το κόστος τόκων κατά 400 δισ. δολ., ενώ το κόστος τόκων για την κυβέρνηση θα αυξηθεί περί τα 180 δισ. δολ., καθιστώντας απαραίτητο επιπλέον δημόσιο δανεισμό.
Το πραγματικό επιτόκιο ίσως να είναι χαμηλότερο απ' ό,τι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και δεδομένης της χαμηλής ανάπτυξης και των τωρινών επιπέδου χρέους, ίσως να είναι στο 0,5%.
Όταν αυτό συνδυαστεί με τις αποπληθωριστικές πιέσεις, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο της FED μπορεί να είναι πιο κοντά στο 2% από το 3,5%.
Ο κίνδυνος αυξάνει. Η τρέχουσα οικονομική επέκταση είναι σε εξέλιξη εδώ και 78 μήνες, ενώ είναι ασαφές αν η τρέχουσα νομισματική σύσφιγξη θα επιδεινώσει την κάμψη του επιχειρηματικού κύκλου, που ήδη έχει χάσει momentum.
Οι τιμές των χρηματοοικονομικών assets είναι ευάλωτες στις αυξήσεις επιτοκίων.
Οι αγορές μετοχών έχουν τριπλασιαστεί σε αυτόν τον κύκλο, ενώ τα κέρδη των εταιρειών έχουν αποδυναμωθεί.
Προβλήματα στις αγορές χρέους, ειδικά στα υψηλών αποδόσεων ομόλογα που έχουν εκδώσει εταιρείες του κλάδου ενέργειας, είναι ήδη ορατά.
Επίσης, εξωτερικά σοκ, όπως μια επιδείνωση στα προβλήματα του ευρωπαϊκού ή κινεζικού χρέους, δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Η μεγαλύτερη διεθνής ανησυχία είναι οι αναδυόμενες αγορές.
Μια ταχεία επιβράδυνση της ανάπτυξης αντανακλά αδύναμες εξαγωγικές αγορές, χαμηλά έσοδα από τα εμπορεύματα, υψηλά επίπεδα χρέους και ανεπίλυτες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Η υποτίμηση τοπικών νομισμάτων και οι μεγάλες εκροές κεφαλαίων είναι πιθανόν να αποκαλύψουν προβλήματα στο χρέος που κυρίως αποτιμάται σε δολάρια.
Υψηλότερα αμερικανικά επιτόκια και ισχυρό δολάριο θα εντείνουν τα προβλήματα.
Βασική ανησυχία παραμένει το δολάριο, το οποίο έχει σημειώσει άνοδο περί το 20% το 2015.
Περαιτέρω αύξησή του θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ και τις εξαγωγές της χώρας.
Η πρόσφατη ιστορία προσπάθειας εξομάλυνσης των επιτοκίων έχει υπάρξει προβληματική.
Από την εποχή της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες από την Ευρωζώνη στην Αυστραλία και τον Καναδά δεν έχουν καταφέρει να αυξήσουν και να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα τα επιτόκια.
Όμως, αν δει κανείς και παλαιότερα, τα πράγματα είναι χειρότερα.
Το 1936, η FED προχώρησε σε σύσφιγξη της νομισματικής της πολιτικής, όταν η οικονομία ήταν ήδη σε ύφεση, συμβάλλοντας στο δεύτερο μέρος της Μεγάλης Ύφεσης και στην 50% κατάρρευση του βιομηχανικού δείκτη Dow Jones.
Πολλά μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της FED έχουν μιλήσει προσφάτων για την δυνατότητά τους να υιοθετήσουν αρνητικά επιτόκια, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενά τους σχετικά με τη σταδιακή εξομάλυνση των επιτοκίων.
Αν η FED αποφάσιζε να μειώσει τα επιτόκια, τότε οι συνέπειες στην αξιοπιστία τους ως οικονομικών managers και στις κεντρικές τράπεζες γενικά, θα υποβάθμιζε την εμπιστοσύνη των αγορών σημαντικά.
www.bankingnews.gr
Όπως σημειώνεται, τον Δεκέμβριο του 2015 η FED προχώρησε σε αύξηση κατά 0,25% των επιτοκίων στις ΗΠΑ, την πρώτη σε μία σχεδόν δεκαετία.
Η απόφαση αυτή, ύστερα από περισσότερα από δύο χρόνια προσεκτικής αναβλητικότητας, η συμβολική αυτή αύξηση θα έχει ελάχιστα αποτελέσματα στην κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Πλέον, η εστίαση γίνεται στην πορεία της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και τι εννοεί η κεντρική τράπεζα της χώρας όταν κάνει λόγο για «σταδιακές» μελλοντικές αυξήσεις.
Η FED έχει προβλέψει περίπου τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2016 και άλλες τόσες το 2017, κάτι που σημαίνει ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να διαμορφωθούν στο 1,375% και 2,375% στο τέλος του 2016 και του 2017 αντίστοιχα.
Οι μέσες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις της FED για τα επιτόκια είναι περίπου στο 3,5%, ενώ απέχει από το να είναι σαφές αν οι αναμενόμενες αυξήσεις θα λάβουν όντως χώρα.
Η οικονομική δραστηριότητα είναι ανομοιογενής.
Η FED έχει εκλεγεί για να τονίζει τα θετικά: στερεή ανάπτυξη της απασχόλησης, ισχυρές πωλήσεις αυτοκινήτων και βελτιώσεις στον κλάδο στέγασης.
Από την άλλη, αγνοεί την αδύναμη μεταποίηση, τα υψηλά επίπεδα αποθεμάτων και την αβέβαιη κατανάλωση.
Η δημιουργία θέσεων εργασίας παραμένει άνιση – ανομοιογενής, η απασχόληση ως ποσοστό του πληθυσμού είναι στο 59%, όπως και τη δεκαετία του 1980 και πολύ πιο κάτω από το υψηλό του 63%, ενώ η ανάπτυξη των μισθών είναι μικρή.
Η ανάκαμψη στηρίχθηκε, εν μέρει, από την άνθηση της εγχώριας ενέργειας.
Η περικοπή σε επενδύσεις και απασχόληση, οδηγούμενη από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, θα είναι αισθητή για αρκετό καιρό ακόμη.
Η ανάκαμψη στις τιμές κατοικιών εξαρτάται από τα χαμηλά επιτόκια και αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα.
Τα υψηλά επίπεδα χρέους των σπουδαστών, οι περιορισμένες επαγγελματικές ευκαιρίες, η ανάγκη κινητικότητας και η αλλαγή στάσης προς τον δανεισμό ίσως να περιορίσουν τη ζήτηση και να μειώσουν την δραστηριότητα.
Ο πληθωρισμός παραμένει πολύ κάτω του στόχου 2% της FED. Το ισχυρό δολάριο (μια αύξηση 10% του δολαρίου μειώνει τον δομικό πληθωρισμό κατά 0,5%) και οι χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων και ειδικά του πετρελαίου είναι πιθανόν να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, τα επίπεδα χρέους των ΗΠΑ είναι υψηλά.
Μια αύξηση 1% στα επιτόκια θα αυξήσει το κόστος τόκων κατά 400 δισ. δολ., ενώ το κόστος τόκων για την κυβέρνηση θα αυξηθεί περί τα 180 δισ. δολ., καθιστώντας απαραίτητο επιπλέον δημόσιο δανεισμό.
Το πραγματικό επιτόκιο ίσως να είναι χαμηλότερο απ' ό,τι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και δεδομένης της χαμηλής ανάπτυξης και των τωρινών επιπέδου χρέους, ίσως να είναι στο 0,5%.
Όταν αυτό συνδυαστεί με τις αποπληθωριστικές πιέσεις, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο της FED μπορεί να είναι πιο κοντά στο 2% από το 3,5%.
Ο κίνδυνος αυξάνει. Η τρέχουσα οικονομική επέκταση είναι σε εξέλιξη εδώ και 78 μήνες, ενώ είναι ασαφές αν η τρέχουσα νομισματική σύσφιγξη θα επιδεινώσει την κάμψη του επιχειρηματικού κύκλου, που ήδη έχει χάσει momentum.
Οι τιμές των χρηματοοικονομικών assets είναι ευάλωτες στις αυξήσεις επιτοκίων.
Οι αγορές μετοχών έχουν τριπλασιαστεί σε αυτόν τον κύκλο, ενώ τα κέρδη των εταιρειών έχουν αποδυναμωθεί.
Προβλήματα στις αγορές χρέους, ειδικά στα υψηλών αποδόσεων ομόλογα που έχουν εκδώσει εταιρείες του κλάδου ενέργειας, είναι ήδη ορατά.
Επίσης, εξωτερικά σοκ, όπως μια επιδείνωση στα προβλήματα του ευρωπαϊκού ή κινεζικού χρέους, δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Η μεγαλύτερη διεθνής ανησυχία είναι οι αναδυόμενες αγορές.
Μια ταχεία επιβράδυνση της ανάπτυξης αντανακλά αδύναμες εξαγωγικές αγορές, χαμηλά έσοδα από τα εμπορεύματα, υψηλά επίπεδα χρέους και ανεπίλυτες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Η υποτίμηση τοπικών νομισμάτων και οι μεγάλες εκροές κεφαλαίων είναι πιθανόν να αποκαλύψουν προβλήματα στο χρέος που κυρίως αποτιμάται σε δολάρια.
Υψηλότερα αμερικανικά επιτόκια και ισχυρό δολάριο θα εντείνουν τα προβλήματα.
Βασική ανησυχία παραμένει το δολάριο, το οποίο έχει σημειώσει άνοδο περί το 20% το 2015.
Περαιτέρω αύξησή του θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ και τις εξαγωγές της χώρας.
Η πρόσφατη ιστορία προσπάθειας εξομάλυνσης των επιτοκίων έχει υπάρξει προβληματική.
Από την εποχή της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες από την Ευρωζώνη στην Αυστραλία και τον Καναδά δεν έχουν καταφέρει να αυξήσουν και να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα τα επιτόκια.
Όμως, αν δει κανείς και παλαιότερα, τα πράγματα είναι χειρότερα.
Το 1936, η FED προχώρησε σε σύσφιγξη της νομισματικής της πολιτικής, όταν η οικονομία ήταν ήδη σε ύφεση, συμβάλλοντας στο δεύτερο μέρος της Μεγάλης Ύφεσης και στην 50% κατάρρευση του βιομηχανικού δείκτη Dow Jones.
Πολλά μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της FED έχουν μιλήσει προσφάτων για την δυνατότητά τους να υιοθετήσουν αρνητικά επιτόκια, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενά τους σχετικά με τη σταδιακή εξομάλυνση των επιτοκίων.
Αν η FED αποφάσιζε να μειώσει τα επιτόκια, τότε οι συνέπειες στην αξιοπιστία τους ως οικονομικών managers και στις κεντρικές τράπεζες γενικά, θα υποβάθμιζε την εμπιστοσύνη των αγορών σημαντικά.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών