Οι δύο οικονομολόγοι συστήνουν την επείγουσα εφαρμογή επιλεκτικών, στοχευμένων, συγκεκριμένης διάρκειας κεφαλαιακών περιορισμών
Μεγάλη ανησυχία προκαλούν οι κολοσιαίες κεφαλαιακές εκροές που καταγράφονται στις αναδυόμενες οικονομίες παράλληλα με την επιβράδυνση της ανάπτυξής τους και την καθίζηση των βασικών εμπορευματικών πρώτων υλών, προμηνύοντας μια μεγάλη χρηματο-οικονομική αναταραχή.
Όπως επισημαίνουν σε άρθρο τους στον ιστότοπο γνώμης Project Syndicate ο Νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz και ο επικεφαλής του Global Economic Monitoring στο τμήμα Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ, Hamid Rashid, ο ρυθμός ανάπτυξης 3,8% που προβλέπεται να καταγράψουν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες το 2016 είναι ο χαμηλότερος από την κρίση του 2009.
Μάλιστα, η επιβράδυνση της ανάπτυξής τους μερικώς μόνον οφείλεται στην ύφεση της Ρωσίας και της Βραζιλίας και στην αποθέρμανσης της ανάπτυξης στην Κίνα, στην οποία αντιστοιχεί το ήμισυ της παγκόσμιας κατανάλωσης βασικών μετάλλων.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2014, οι αναπτυσσόμενες χώρες κατέγραψαν συγκεντρωτική καθαρή εισροή κεφαλαίων αξίας 2,2 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ, εν μέρει λόγω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης ανεπτυγμένων οικονομιών και των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, που προκάλεσαν την παγκόσμια αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων.
Οι εισροές αυτές κατέστησαν δάνεια στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, τροφοδοτώντας και μια «έκρηξη» τιμών στις μετοχικές αξίες, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και στα εμπορευματικά αγαθά.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι η κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηρίων της Βομβάης, του Τζοχάνεσμπουργκ, του Σάο Πάολο και της Σαγκάης τριπλασιάστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τη χρηματο-οικονομική κρίση.
Ιδού το πρόβλημα σήμερα: Η πορεία των κεφαλαιακών ροών προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες αντιστράφηκε σε καθαρή εκροή - αξίας άνω των 600 δισ. δολαρίων - για πρώτη φορά από το 2006.
Το μεγαλύτερο μέρος των εκροών πραγματοποιήθηκε μέσω των τραπεζικών καναλιών, με τις διεθνείς τράπεζες να μειώνουν την ακαθάριστη πιστωτική τους έκθεση σε αναπτυσσόμενες χώρες κατά περισσότερο από 800 δισ. δολάρια το 2015.
Σύμφωνα με τους έγκριτους συγγραφείς, κεφαλαιακές εκροές αυτού του τεραστίου μεγέθους αναμένεται να έχουν πολλαπλές σοβαρές συνέπειες για τις αναπτυσσόμενες χώρες: «Στέγνωμα» της ρευστότητας, αυξανόμενο κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης χρεών, εξασθένηση συναλλαγματικών ισοτιμιών, ανάλωση συναλλαγματικών αποθεμάτων, πτώση μετοχικών αξιών και άλλων στοιχείων ενεργητικού και τελικά οξεία επίδραση στην πραγματική οικονομία και επιδείνωση των προοπτικών ανάπτυξης.
Τα μεγέθη εκροών που καταγράφονται είναι ασύλληπτα, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι καθαρές εκροές που καταγράφηκαν από τις ασιατικές οικονομίες το 1997 κατά τη διάρκεια της κρίσης διαμορφώθηκαν σε μόλις 12 δισ. δολάρια.
Όπως συστήνουν οι δύο οικονομολόγοι, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να απαρνηθούν τον πειρασμό να αυξήσουν τα επιτόκιά τους για την ανάσχεση των κεφαλαιακών εκροών, καθώς ιστορικά τα επιτόκια δεν φαίνεται να τις επηρεάζουν σημαντικά, όμως έχουν αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία και επιδεινώνουν το πρόβλημα εξυπηρέτησης χρέους.
Αντί αύξησης επιτοκίων για τον έλεγχο των εκροών, προτείνουν επιλεκτικούς, στοχευμένους και συγκεκριμένη διάρκειας κεφαλαιακούς περιορισμούς, ιδιαίτερα μέσω των τραπεζικών καναλιών.
Όπως καταλήγουν οι δύο οικονομολόγοι, ίσως αυτή η στρατηγική να είναι και η μόνη που μπορούν να ακολουθήσουν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, αν θέλουν να αποφύγουν μια καταστροφική χρηματο-οικονομική κρίση και μάλιστα κρίνεται απαραίτητο να δράσουν το ταχύτερο δυνατό.
www.bankingnews.gr
Όπως επισημαίνουν σε άρθρο τους στον ιστότοπο γνώμης Project Syndicate ο Νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz και ο επικεφαλής του Global Economic Monitoring στο τμήμα Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ, Hamid Rashid, ο ρυθμός ανάπτυξης 3,8% που προβλέπεται να καταγράψουν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες το 2016 είναι ο χαμηλότερος από την κρίση του 2009.
Μάλιστα, η επιβράδυνση της ανάπτυξής τους μερικώς μόνον οφείλεται στην ύφεση της Ρωσίας και της Βραζιλίας και στην αποθέρμανσης της ανάπτυξης στην Κίνα, στην οποία αντιστοιχεί το ήμισυ της παγκόσμιας κατανάλωσης βασικών μετάλλων.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2014, οι αναπτυσσόμενες χώρες κατέγραψαν συγκεντρωτική καθαρή εισροή κεφαλαίων αξίας 2,2 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ, εν μέρει λόγω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης ανεπτυγμένων οικονομιών και των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, που προκάλεσαν την παγκόσμια αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων.
Οι εισροές αυτές κατέστησαν δάνεια στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, τροφοδοτώντας και μια «έκρηξη» τιμών στις μετοχικές αξίες, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και στα εμπορευματικά αγαθά.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι η κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηρίων της Βομβάης, του Τζοχάνεσμπουργκ, του Σάο Πάολο και της Σαγκάης τριπλασιάστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τη χρηματο-οικονομική κρίση.
Ιδού το πρόβλημα σήμερα: Η πορεία των κεφαλαιακών ροών προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες αντιστράφηκε σε καθαρή εκροή - αξίας άνω των 600 δισ. δολαρίων - για πρώτη φορά από το 2006.
Το μεγαλύτερο μέρος των εκροών πραγματοποιήθηκε μέσω των τραπεζικών καναλιών, με τις διεθνείς τράπεζες να μειώνουν την ακαθάριστη πιστωτική τους έκθεση σε αναπτυσσόμενες χώρες κατά περισσότερο από 800 δισ. δολάρια το 2015.
Σύμφωνα με τους έγκριτους συγγραφείς, κεφαλαιακές εκροές αυτού του τεραστίου μεγέθους αναμένεται να έχουν πολλαπλές σοβαρές συνέπειες για τις αναπτυσσόμενες χώρες: «Στέγνωμα» της ρευστότητας, αυξανόμενο κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης χρεών, εξασθένηση συναλλαγματικών ισοτιμιών, ανάλωση συναλλαγματικών αποθεμάτων, πτώση μετοχικών αξιών και άλλων στοιχείων ενεργητικού και τελικά οξεία επίδραση στην πραγματική οικονομία και επιδείνωση των προοπτικών ανάπτυξης.
Τα μεγέθη εκροών που καταγράφονται είναι ασύλληπτα, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι καθαρές εκροές που καταγράφηκαν από τις ασιατικές οικονομίες το 1997 κατά τη διάρκεια της κρίσης διαμορφώθηκαν σε μόλις 12 δισ. δολάρια.
Όπως συστήνουν οι δύο οικονομολόγοι, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να απαρνηθούν τον πειρασμό να αυξήσουν τα επιτόκιά τους για την ανάσχεση των κεφαλαιακών εκροών, καθώς ιστορικά τα επιτόκια δεν φαίνεται να τις επηρεάζουν σημαντικά, όμως έχουν αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία και επιδεινώνουν το πρόβλημα εξυπηρέτησης χρέους.
Αντί αύξησης επιτοκίων για τον έλεγχο των εκροών, προτείνουν επιλεκτικούς, στοχευμένους και συγκεκριμένη διάρκειας κεφαλαιακούς περιορισμούς, ιδιαίτερα μέσω των τραπεζικών καναλιών.
Όπως καταλήγουν οι δύο οικονομολόγοι, ίσως αυτή η στρατηγική να είναι και η μόνη που μπορούν να ακολουθήσουν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, αν θέλουν να αποφύγουν μια καταστροφική χρηματο-οικονομική κρίση και μάλιστα κρίνεται απαραίτητο να δράσουν το ταχύτερο δυνατό.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών