Μετά την αποτυχία να προβλέψουν το αποτέλεσμα των εκλογών του 2015, ο κλάδος των εταιρειών ερευνών εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν
Λίγες ημέρες μακριά από το ιστορικό δημοψήφισμα της Βρετανίας για την παραμονή της χώρας ή την έξοδό της από την Ε.Ε., οι δημοσκοπήσεις κυριαρχούν στις συζητήσεις, εντείνοντας την αβεβαιότητα για το τελικό αποτέλεσμα.
Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν ξέρει πόσο μπορεί να εμπιστευτεί τέτοιες έρευνες.
Όπως σημειώνουν σε εκτανή ανάλυσή τους οι Financial Times, πριν από μία εβδομάδα, η εκστρατεία για να παραμείνει η χώρα στο μπλοκ των «28» είχε αρκετή αυτοπεποίθηση, καθώς προηγείτο σε μια σειρά δημοσκοπήσεων.
Από τότε το στρατόπεδο «Φεύγουμε» έχει βρεθεί μπροστά σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.
Αλλά το εάν οι αλλαγές αυτές οφείλονται σε πραγματικές αλλαγές της κοινής γνώμης ή τις αποτυχίες μιας βιομηχανίας που βρίσκεται σε κρίση είναι ένα θέμα έντονης συζήτησης.
Η αδυναμία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν την καθολική επικράτηση των Συντηρητικών στις εθνικές εκλογές της Βρετανίας το 2015 ήταν απλώς το χειρότερο πρόσφατο «ατύχημα» σε χώρες από τον Καναδά μέχρι το Ισραήλ και την Τουρκία.
Ακόμη και ενώ το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου πλησιάζει, η βιομηχανία έχει ακόμα να επιλύσει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των τηλεφωνικών και των διαδικτυακών ερευνών και την εκτίμηση της πιθανότητας οι άνθρωποι να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία.
Αλλά οι εναλλακτικές μορφές πρόβλεψης έχουν τα προβλήματα τους.
Διαδίκτυο vs Τηλεφώνου
Στις τηλεφωνικές έρευνες οι ερωτηθέντες ρωτήθηκαν εάν το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να παραμείνει εντός της Ε.Ε. ή να αποχωρήσει.
Μπορούν να απαντούν ότι δεν γνωρίζουν ή θα προτιμούσαν να μην πουν, αλλά δεδομένου ότι καμία από αυτές τις απαντήσεις δεν αναφέρεται ρητά ως μέρος της ερώτησης, υπάρχει μια αόρατη ώθηση να κλίνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά.
Στις διαδικτυακές έρευνες οι εναλλακτικές επιλογές πρέπει να περιλαμβάνονται ρητά στη δημοσκόπηση όπως εμφανίζεται στην οθόνη, που σημαίνει ότι αυτοί που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά όχι και τόσο φανατικά μπορούν να απαντήσουν πιο άνετα «Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ».
Ενώ λοιπόν δεν υπάρχει πρόθεση να υπάρξουν διαφορετικές απαντήσεις από τους ερωτηθέντες, αυτό φαίνεται να συμβαίνει.
Στο Διαδίκτυο το «Μένουμε» και «Φεύγουμε» κονταροχτυπιούνται καθ' όλη τη διάρκεια του 2016.
Στις τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις το «Μένουμε» έχει ένα σταθερό προβάδισμα έναντι του «Φεύγουμε» όλο το 2016.
Η διαφορά μειώθηκε κατά τους τρεις πρώτους μήνες του έτους, αλλά από τα μέσα Απριλίου παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη.
Γιατί το «Μένουμε» φαίνεται να επωφελείται από ένα μεθοδολογικό ζήτημα που αφορά τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους;
Η αποδεκτή σοφία είναι ότι όταν οι ερωτηθέντες αισθάνονται μία αόρατη ώθηση για να κινηθούν προς τη μία ή την άλλη μεριά, είναι πιο πιθανό να επιλέξουν το πιο οικείο για αυτούς status quo.
Έπειτα, υπάρχουν οι δημοσκοπήσεις των δημοσκοπήσεων.
Η μεθοδολογία είναι απλή.
Παίρνουμε τις επτά πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις από επτά διαφορετικές εταιρείες δημοσκοπήσεων, αφαιρούμε τις ακραίες τιμές και προχωρούμε σε προσαρμογές για το πόσο πρόσφατα είναι τα δεδομένα.
Ένα θέμα είναι εάν πρέπει να γίνει εξισορρόπηση των αποτελεσμάτων μεταξύ ερευνών τηλεφώνου και Διαδικτύου, καθώς οι δεύτερες είναι πιο συχνές, επειδή είναι φθηνότερες και ευκολότερες να γίνουν.
Πιθανότητα ψήφου
Ένα σοβαρό ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν επίσης οι δημοσκόποι αφορά την πιθανότητα ψήφου.
Αυτό είναι ένα μακροχρόνιο πρόβλημα και όλες οι δημοσκοπήσεις προσαρμόζονται ανάλογα, αλλά αυτές οι προσαρμογές δεν είναι μία ακριβής επιστήμη, καθώς χρησιμοποιούνται πολλές διαφορετικές λύσεις.
Μερικές δημοσκοπήσεις περιλαμβάνουν μόνο τις απαντήσεις από τους ερωτηθέντες που δηλώνουν ότι σίγουρα θα ψηφίσουν στο δημοψήφισμα, ενώ άλλες σταθμίζουν τις απαντήσεις ανάλογα με το σε ποιο σημείο τοποθετούν οι ερωτηθέντες τον εαυτό τους σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10, τη στιγμή που άλλες αποκλείουν όποιον δηλώνει ότι έχει λιγότερες από το 50% πιθανότητες να ψηφίσει.
Γενικά, όσο πιο βέβαιο είναι ότι κάποιος θα ψηφίσει στο δημοψήφισμα, τόσο πιο πιθανό είναι να ψηφίσει «Φεύγουμε».
Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το «Μένουμε» κερδίζει μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι κατά 80% ή 90% θα ψηφίσουν.
Οι αγορές στοιχήματος
Με τόσα πολλά προβλήματα που ταλαιπωρούν τις δημοσκοπήσεις, ορισμένοι στρέφονται προς τις αγορές στοιχημάτων.
Το επιχείρημα είναι ότι μία πρόβλεψη που γίνεται με την ελπίδα να κερδίσει κάποιος μια ανταμοιβή είναι μια καλή ένδειξη του τρόπου που θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Πάντως, και εδώ υπάρχουν προβλήματα.
Το σοβαρότερο, προφανώς, είναι ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων στις αγορές στοιχήματος θα έχει τοποθετηθεί με οδηγό τις δημοσκοπήσεις.
Στις εθνικές εκλογές, ακόμα και μόλις 5 ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, οι πιθανότητες σε μια ξεχωριστή αγορά έδειχναν μία πιθανότητα 91% ότι δεν θα υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Έξι ημέρες αργότερα οι Συντηρητικοί είχαν κερδίσει 330 από τις 650 έδρες, μια μικρή απόλυτη πλειοψηφία, αλλά, ωστόσο, μια συνολική πλειοψηφία.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο οι πιθανότητες συνεπάγονται μια πιθανότητα 72% να κερδίσει το «Μένουμε».
Με λίγα λόγια, οι εταιρείες στοιχημάτων είναι πεπεισμένες ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει μέλος της Ε.Ε., αλλά λιγότερο σίγουρες ό,τι ήταν ότι δεν θα υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία τον περασμένο Μάιο.
www.bankingnews.gr
Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν ξέρει πόσο μπορεί να εμπιστευτεί τέτοιες έρευνες.
Όπως σημειώνουν σε εκτανή ανάλυσή τους οι Financial Times, πριν από μία εβδομάδα, η εκστρατεία για να παραμείνει η χώρα στο μπλοκ των «28» είχε αρκετή αυτοπεποίθηση, καθώς προηγείτο σε μια σειρά δημοσκοπήσεων.
Από τότε το στρατόπεδο «Φεύγουμε» έχει βρεθεί μπροστά σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.
Αλλά το εάν οι αλλαγές αυτές οφείλονται σε πραγματικές αλλαγές της κοινής γνώμης ή τις αποτυχίες μιας βιομηχανίας που βρίσκεται σε κρίση είναι ένα θέμα έντονης συζήτησης.
Η αδυναμία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν την καθολική επικράτηση των Συντηρητικών στις εθνικές εκλογές της Βρετανίας το 2015 ήταν απλώς το χειρότερο πρόσφατο «ατύχημα» σε χώρες από τον Καναδά μέχρι το Ισραήλ και την Τουρκία.
Ακόμη και ενώ το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου πλησιάζει, η βιομηχανία έχει ακόμα να επιλύσει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των τηλεφωνικών και των διαδικτυακών ερευνών και την εκτίμηση της πιθανότητας οι άνθρωποι να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία.
Αλλά οι εναλλακτικές μορφές πρόβλεψης έχουν τα προβλήματα τους.
Διαδίκτυο vs Τηλεφώνου
Στις τηλεφωνικές έρευνες οι ερωτηθέντες ρωτήθηκαν εάν το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να παραμείνει εντός της Ε.Ε. ή να αποχωρήσει.
Μπορούν να απαντούν ότι δεν γνωρίζουν ή θα προτιμούσαν να μην πουν, αλλά δεδομένου ότι καμία από αυτές τις απαντήσεις δεν αναφέρεται ρητά ως μέρος της ερώτησης, υπάρχει μια αόρατη ώθηση να κλίνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά.
Στις διαδικτυακές έρευνες οι εναλλακτικές επιλογές πρέπει να περιλαμβάνονται ρητά στη δημοσκόπηση όπως εμφανίζεται στην οθόνη, που σημαίνει ότι αυτοί που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά όχι και τόσο φανατικά μπορούν να απαντήσουν πιο άνετα «Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ».
Ενώ λοιπόν δεν υπάρχει πρόθεση να υπάρξουν διαφορετικές απαντήσεις από τους ερωτηθέντες, αυτό φαίνεται να συμβαίνει.
Στο Διαδίκτυο το «Μένουμε» και «Φεύγουμε» κονταροχτυπιούνται καθ' όλη τη διάρκεια του 2016.
Στις τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις το «Μένουμε» έχει ένα σταθερό προβάδισμα έναντι του «Φεύγουμε» όλο το 2016.
Η διαφορά μειώθηκε κατά τους τρεις πρώτους μήνες του έτους, αλλά από τα μέσα Απριλίου παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη.
Γιατί το «Μένουμε» φαίνεται να επωφελείται από ένα μεθοδολογικό ζήτημα που αφορά τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους;
Η αποδεκτή σοφία είναι ότι όταν οι ερωτηθέντες αισθάνονται μία αόρατη ώθηση για να κινηθούν προς τη μία ή την άλλη μεριά, είναι πιο πιθανό να επιλέξουν το πιο οικείο για αυτούς status quo.
Έπειτα, υπάρχουν οι δημοσκοπήσεις των δημοσκοπήσεων.
Η μεθοδολογία είναι απλή.
Παίρνουμε τις επτά πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις από επτά διαφορετικές εταιρείες δημοσκοπήσεων, αφαιρούμε τις ακραίες τιμές και προχωρούμε σε προσαρμογές για το πόσο πρόσφατα είναι τα δεδομένα.
Ένα θέμα είναι εάν πρέπει να γίνει εξισορρόπηση των αποτελεσμάτων μεταξύ ερευνών τηλεφώνου και Διαδικτύου, καθώς οι δεύτερες είναι πιο συχνές, επειδή είναι φθηνότερες και ευκολότερες να γίνουν.
Πιθανότητα ψήφου
Ένα σοβαρό ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν επίσης οι δημοσκόποι αφορά την πιθανότητα ψήφου.
Αυτό είναι ένα μακροχρόνιο πρόβλημα και όλες οι δημοσκοπήσεις προσαρμόζονται ανάλογα, αλλά αυτές οι προσαρμογές δεν είναι μία ακριβής επιστήμη, καθώς χρησιμοποιούνται πολλές διαφορετικές λύσεις.
Μερικές δημοσκοπήσεις περιλαμβάνουν μόνο τις απαντήσεις από τους ερωτηθέντες που δηλώνουν ότι σίγουρα θα ψηφίσουν στο δημοψήφισμα, ενώ άλλες σταθμίζουν τις απαντήσεις ανάλογα με το σε ποιο σημείο τοποθετούν οι ερωτηθέντες τον εαυτό τους σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10, τη στιγμή που άλλες αποκλείουν όποιον δηλώνει ότι έχει λιγότερες από το 50% πιθανότητες να ψηφίσει.
Γενικά, όσο πιο βέβαιο είναι ότι κάποιος θα ψηφίσει στο δημοψήφισμα, τόσο πιο πιθανό είναι να ψηφίσει «Φεύγουμε».
Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το «Μένουμε» κερδίζει μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι κατά 80% ή 90% θα ψηφίσουν.
Οι αγορές στοιχήματος
Με τόσα πολλά προβλήματα που ταλαιπωρούν τις δημοσκοπήσεις, ορισμένοι στρέφονται προς τις αγορές στοιχημάτων.
Το επιχείρημα είναι ότι μία πρόβλεψη που γίνεται με την ελπίδα να κερδίσει κάποιος μια ανταμοιβή είναι μια καλή ένδειξη του τρόπου που θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Πάντως, και εδώ υπάρχουν προβλήματα.
Το σοβαρότερο, προφανώς, είναι ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων στις αγορές στοιχήματος θα έχει τοποθετηθεί με οδηγό τις δημοσκοπήσεις.
Στις εθνικές εκλογές, ακόμα και μόλις 5 ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, οι πιθανότητες σε μια ξεχωριστή αγορά έδειχναν μία πιθανότητα 91% ότι δεν θα υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Έξι ημέρες αργότερα οι Συντηρητικοί είχαν κερδίσει 330 από τις 650 έδρες, μια μικρή απόλυτη πλειοψηφία, αλλά, ωστόσο, μια συνολική πλειοψηφία.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο οι πιθανότητες συνεπάγονται μια πιθανότητα 72% να κερδίσει το «Μένουμε».
Με λίγα λόγια, οι εταιρείες στοιχημάτων είναι πεπεισμένες ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει μέλος της Ε.Ε., αλλά λιγότερο σίγουρες ό,τι ήταν ότι δεν θα υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία τον περασμένο Μάιο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών