Σύμφωνα με το άρθρο του Economist, οι λογιστικοί κανόνες της Αμερικής πρέπει να αλλάξουν άμεσα
Στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αμερικανική αγορά συνταξιοδοτικών προγραμμάτων (δημόσιο ή ιδιωτικού τομέα) αναφέρεται σε εκτενές άρθρο του ο Economist.
Μάλιστα, στο εν λόγω άρθρο επικαλούνται και ακαδημαϊκοί οι οποίοι ουσιαστικά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι λογιστικοί κανόνες στην Αμερική έχουν δημιουργήσει στρεβλά κίνητρα για τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Γι' αυτό και πρέπει να αλλάξουν.
Τα βασικά σημεία του άρθρο του Economist
Φανταστείτε δυο είδη επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία έχουν τον ίδιο στόχο: την παροχή συντάξεων στους υπαλλήλους τους.
Μπορεί να σκεφτείτε ότι θα επενδύσουν με ένα παρόμοιο τρόπο.
Αλλά όταν πρόκειται για τα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία, αυτό θα ήταν λάθος.
Αποδεικνύεται ότι τα δημόσια ταμεία έχουν μια μάλλον διαφορετική και πιο επιθετική, προσέγγιση του κινδύνου από τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία.
Όπως προκύπτει από πρόσφατο έγγραφο των ακαδημαϊκών Rob Bauer και Martijn Cremers , η διαφορετική προσέγγιση έγκειται στους κανόνες που καθορίζουν το πως θα υπολογίσουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία πόσο θα χρειαστεί να αποταμιεύσουν για την κάλυψη του κόστους των συντάξεων.
Τα συνταξιοτικά ταμεία του ιδιωτικού τομέα στην Αμερική αλλά και αλλόυ θεωρούν την υπόσχεση συνταξιοδότησης ως ένα είδος χρέους.
Έτσι χρησιμοποιούν τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων για την προεξόφληση των μελλοντικών υποχρεώσεων.
Όσο οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων μειώνονται τόσο το κόστος πληρωμής των συντάξεων αυξάνεται.
Στο τέλος του 2007, τα αμερικανικά εταιρικά συνταξιοδοτικά ταμεία είχαν ένα μικρό πλεόνασμα, μέχρι όμως το τέλος του 2015 είχαν ένα έλλειμμα 404 δισ. δολ.
Στον αντίποδα, τα αμερικανικά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία (βασει των κανονισμών) έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν το παθητικό τους ανάλογα με την αναμενόνενη απόδοση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Όσο υψηλότερη είναι η αναμενόμενη απόδοση, τόσο υψηλότερο είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο.
Αυτό σημαίνει, με τη σειρά του, ότι οι υποχρεώσεις είναι χαμηλότερες και το ποσό των χρημάτων που πρέπει ο εργοδότης να βάλει στην άκρη σήμερα είναι μικρότερό.
Η επένδυση σε πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία είναι συνεπώς μια ελκυστική επιλογή για έναν εργοδότη του δημόσιου τομέα, ο οποίος μπορεί να αξιοποιήσει μόνο δύο πηγές χρηματοδότησης.
Μπορεί να ζητήσει από τους εργαζομένους να συνεισφέρουν περισσότερο, αλλά δεδομένου του συνδικαλισμού αυτό μπορεί να επιφέρει τριβές, ή ο εργοδότης μπορεί να πάρει τα χρήματα από το δημόσιο ταμείο είτε περικόπτοντας άλλες υπηρεσίες ή από την αύξηση των φόρων.
Αλλά ούτε κι αυτή η επιλογή είναι πολιτικά δημοφιλής.
Ως εκ τούτου, οι ακαδημαϊκοί διαπίστωσαν ότι τα αμερικανικά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία επιλέγουν μια πιο επικίνδυνη προσέγγιση.
Όσο τα συνταξιοδοτικά ταμεία ωριμάζουν (δηλαδή, περισσότερα από τα μέλη τους συνταξιοδοτούνται), η θεωρία προτείνει ότι τα κεφάλαια αυτά θα έχουν μια πιο συντηρητική κατανομή του ενεργητικού.
Οι παροχές που έχει υποσχεθεί πρέπει να πληρούνται νωρίτερα και τα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν μια ξαφνική μείωση της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων.
Αυτή είναι η περίπτωση με τον ιδιωτικό τομέα των συνταξιοδοτικών ταμείων, αλλά τα δημόσια ταμεία αναλαμβάνουν μεγαλύτερο κίνδυνο καθώς ωριμάζουν, επενδύοντας περισσότερα χρήματα σε μετοχές, εναλλακτικά περιουσιακά στοιχεία (όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια) και junk bonds.
Δημόσια συνταξιοδοτικά προγράμματα έχουν επίσης αυξήσει την κατανομή τους σε ριψοκίνδυνες κατηγορίες ενεργητικού, καθώς επιτόκια και οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν μειωθεί.
Πάντως, σύμφωνα με τον Economist, το εν λόγω έγγραφο αποδεικνύει πειστικά ότι η αμερικανικοί λογιστικοί κανόνες έχουν δημιουργήσει στρεβλά κίνητρα για τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Και αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα.
Οι κανόνες πρέπει να αλλάξουν.
Μάλιστα, στο εν λόγω άρθρο επικαλούνται και ακαδημαϊκοί οι οποίοι ουσιαστικά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι λογιστικοί κανόνες στην Αμερική έχουν δημιουργήσει στρεβλά κίνητρα για τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Γι' αυτό και πρέπει να αλλάξουν.
Τα βασικά σημεία του άρθρο του Economist
Φανταστείτε δυο είδη επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία έχουν τον ίδιο στόχο: την παροχή συντάξεων στους υπαλλήλους τους.
Μπορεί να σκεφτείτε ότι θα επενδύσουν με ένα παρόμοιο τρόπο.
Αλλά όταν πρόκειται για τα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία, αυτό θα ήταν λάθος.
Αποδεικνύεται ότι τα δημόσια ταμεία έχουν μια μάλλον διαφορετική και πιο επιθετική, προσέγγιση του κινδύνου από τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία.
Όπως προκύπτει από πρόσφατο έγγραφο των ακαδημαϊκών Rob Bauer και Martijn Cremers , η διαφορετική προσέγγιση έγκειται στους κανόνες που καθορίζουν το πως θα υπολογίσουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία πόσο θα χρειαστεί να αποταμιεύσουν για την κάλυψη του κόστους των συντάξεων.
Τα συνταξιοτικά ταμεία του ιδιωτικού τομέα στην Αμερική αλλά και αλλόυ θεωρούν την υπόσχεση συνταξιοδότησης ως ένα είδος χρέους.
Έτσι χρησιμοποιούν τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων για την προεξόφληση των μελλοντικών υποχρεώσεων.
Όσο οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων μειώνονται τόσο το κόστος πληρωμής των συντάξεων αυξάνεται.
Στο τέλος του 2007, τα αμερικανικά εταιρικά συνταξιοδοτικά ταμεία είχαν ένα μικρό πλεόνασμα, μέχρι όμως το τέλος του 2015 είχαν ένα έλλειμμα 404 δισ. δολ.
Στον αντίποδα, τα αμερικανικά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία (βασει των κανονισμών) έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν το παθητικό τους ανάλογα με την αναμενόνενη απόδοση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Όσο υψηλότερη είναι η αναμενόμενη απόδοση, τόσο υψηλότερο είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο.
Αυτό σημαίνει, με τη σειρά του, ότι οι υποχρεώσεις είναι χαμηλότερες και το ποσό των χρημάτων που πρέπει ο εργοδότης να βάλει στην άκρη σήμερα είναι μικρότερό.
Η επένδυση σε πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία είναι συνεπώς μια ελκυστική επιλογή για έναν εργοδότη του δημόσιου τομέα, ο οποίος μπορεί να αξιοποιήσει μόνο δύο πηγές χρηματοδότησης.
Μπορεί να ζητήσει από τους εργαζομένους να συνεισφέρουν περισσότερο, αλλά δεδομένου του συνδικαλισμού αυτό μπορεί να επιφέρει τριβές, ή ο εργοδότης μπορεί να πάρει τα χρήματα από το δημόσιο ταμείο είτε περικόπτοντας άλλες υπηρεσίες ή από την αύξηση των φόρων.
Αλλά ούτε κι αυτή η επιλογή είναι πολιτικά δημοφιλής.
Ως εκ τούτου, οι ακαδημαϊκοί διαπίστωσαν ότι τα αμερικανικά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία επιλέγουν μια πιο επικίνδυνη προσέγγιση.
Όσο τα συνταξιοδοτικά ταμεία ωριμάζουν (δηλαδή, περισσότερα από τα μέλη τους συνταξιοδοτούνται), η θεωρία προτείνει ότι τα κεφάλαια αυτά θα έχουν μια πιο συντηρητική κατανομή του ενεργητικού.
Οι παροχές που έχει υποσχεθεί πρέπει να πληρούνται νωρίτερα και τα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν μια ξαφνική μείωση της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων.
Αυτή είναι η περίπτωση με τον ιδιωτικό τομέα των συνταξιοδοτικών ταμείων, αλλά τα δημόσια ταμεία αναλαμβάνουν μεγαλύτερο κίνδυνο καθώς ωριμάζουν, επενδύοντας περισσότερα χρήματα σε μετοχές, εναλλακτικά περιουσιακά στοιχεία (όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια) και junk bonds.
Δημόσια συνταξιοδοτικά προγράμματα έχουν επίσης αυξήσει την κατανομή τους σε ριψοκίνδυνες κατηγορίες ενεργητικού, καθώς επιτόκια και οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν μειωθεί.
Πάντως, σύμφωνα με τον Economist, το εν λόγω έγγραφο αποδεικνύει πειστικά ότι η αμερικανικοί λογιστικοί κανόνες έχουν δημιουργήσει στρεβλά κίνητρα για τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Και αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα.
Οι κανόνες πρέπει να αλλάξουν.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών