Με φόντο τις διαπραγματεύσεις για το ελληνικό πρόγραμμα οι Financial Times αναφέρονται και στο πρόγραμμα του 2012
Μπορεί οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος να έχουν φτάσει -για ακόμα μια φορά- σε αδιέξοδο και όσο περνάει ο χρόνος η Ελλάδα να στερεύει από ρευστό ενώ τον Ιούλιο θα πρέπει να αποπληρώσει ένα μεγάλο ποσό στην ΕΚΤ, ωστόσο αυτή τη φορά υπάρχει μια διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους Financial Times, αυτή τη φορά το αδιέξοδο έχει προκύψει μεταξύ των δανειστών της Ελλάδας: της ευρωζώνης και του ΔΝΤ.
Η διαφωνία τους είναι γνωστή: με λίγα λόγια είναι για να το κατά πόσο και με ποιους όρους το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο.
Όσον αφορά στη διαφορά που έχει προκύψει για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος (η ΕΕ επιμένει για στόχο 3,5% ενώ το ΔΝΤ για 1,5%), οι Financial Times επισημαίνουν ότι η διαφωνία είναι περισσότερο για το εάν θα πρέπει να ασκείται πολιτική βάσει των αποδεικτικών στοιχείων ή εάν τα στοιχεία θα πρέπει να βασίζονται στην πολιτική: δεδομένων των πολιτικών που πρεσβεύουν, η ευρωζώνη και το ΔΝΤ καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Και στο ερώτημα ποιος έχει δίκιο, o αρθρογράφος των FT τάσσεται κι ο ίδιος με την άποψη του συναδέλφου του Wolfgang Münchau ότι δίκιο έχει το ΔΝΤ.
«(Ο Münchau) έχει δίκιο στην ανάλυση του ότι η ευθύτητα του ΔΝΤ συγκλονίζει τις πολιτικές του ελληνικού προγράμματος.
Αλλά όσον αφορά στη βιωσιμότητα, ο Regling έχει ένα δίκιο.
Οποιοδήποτε χρέος είναι βιώσιμο με επιτόκιο που είναι αρκετά χαμηλό και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των δόσεων είναι αρκετά μεγάλο.
Με άλλα λόγια, η βιωσιμότητα δεν είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, αλλά μια λειτουργία σχετικά με το πως αποφασίζουν να συμπεριφερθούν οι πιστωτές» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο τα επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα είναι τόσο καταστροφικά.
«Κάθε φορά που επιστρέφει η αβεβαιότητα σχετικά με το πως θα συνεχιστεί η αναχρηματοδότηση, η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους τίθεται εν αμφιβόλω» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Όπως τονίζεται δεν ήταν απαραίτητο να συμβεί έτσι.
Όταν το ελληνικό χρέος που κατείχαν οι ιδιώτες αναδιαρθρώθηκε το 2012, το ταμείο διάσωσης που είχαν ιδρύσει οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα έπρεπε να είχε αγοράσει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ.
Όταν συμφωνήθηκε το καθένα από τα τρία πακέτα διάσωσης, όλη η εξυπηρέτηση του χρέους για τα επόμενα πέντε έως 10 έτη θα έπρεπε να είχε διαγραφεί ή να είχε ανταλλαχθεί με άλλο με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής.
Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη, καθώς οι πιστωτές πίστεψαν ότι τμηματοποιώντας την αναχρηματοδότηση της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις της θα ήταν αναγκασμένες να εφαρμόσουν τα μέτρα που ήθελαν οι δανειστές της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους Financial Times, αυτή τη φορά το αδιέξοδο έχει προκύψει μεταξύ των δανειστών της Ελλάδας: της ευρωζώνης και του ΔΝΤ.
Η διαφωνία τους είναι γνωστή: με λίγα λόγια είναι για να το κατά πόσο και με ποιους όρους το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο.
Όσον αφορά στη διαφορά που έχει προκύψει για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος (η ΕΕ επιμένει για στόχο 3,5% ενώ το ΔΝΤ για 1,5%), οι Financial Times επισημαίνουν ότι η διαφωνία είναι περισσότερο για το εάν θα πρέπει να ασκείται πολιτική βάσει των αποδεικτικών στοιχείων ή εάν τα στοιχεία θα πρέπει να βασίζονται στην πολιτική: δεδομένων των πολιτικών που πρεσβεύουν, η ευρωζώνη και το ΔΝΤ καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Και στο ερώτημα ποιος έχει δίκιο, o αρθρογράφος των FT τάσσεται κι ο ίδιος με την άποψη του συναδέλφου του Wolfgang Münchau ότι δίκιο έχει το ΔΝΤ.
«(Ο Münchau) έχει δίκιο στην ανάλυση του ότι η ευθύτητα του ΔΝΤ συγκλονίζει τις πολιτικές του ελληνικού προγράμματος.
Αλλά όσον αφορά στη βιωσιμότητα, ο Regling έχει ένα δίκιο.
Οποιοδήποτε χρέος είναι βιώσιμο με επιτόκιο που είναι αρκετά χαμηλό και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των δόσεων είναι αρκετά μεγάλο.
Με άλλα λόγια, η βιωσιμότητα δεν είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, αλλά μια λειτουργία σχετικά με το πως αποφασίζουν να συμπεριφερθούν οι πιστωτές» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο τα επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα είναι τόσο καταστροφικά.
«Κάθε φορά που επιστρέφει η αβεβαιότητα σχετικά με το πως θα συνεχιστεί η αναχρηματοδότηση, η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους τίθεται εν αμφιβόλω» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Όπως τονίζεται δεν ήταν απαραίτητο να συμβεί έτσι.
Όταν το ελληνικό χρέος που κατείχαν οι ιδιώτες αναδιαρθρώθηκε το 2012, το ταμείο διάσωσης που είχαν ιδρύσει οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα έπρεπε να είχε αγοράσει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ.
Όταν συμφωνήθηκε το καθένα από τα τρία πακέτα διάσωσης, όλη η εξυπηρέτηση του χρέους για τα επόμενα πέντε έως 10 έτη θα έπρεπε να είχε διαγραφεί ή να είχε ανταλλαχθεί με άλλο με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής.
Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη, καθώς οι πιστωτές πίστεψαν ότι τμηματοποιώντας την αναχρηματοδότηση της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις της θα ήταν αναγκασμένες να εφαρμόσουν τα μέτρα που ήθελαν οι δανειστές της.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών