Σύμφωνα με τον αναλυτή Dr. Michael Ivanovitch καθώς η ανάκαμψη της οικονομίας είναι σε αρχικό στάδιο, η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να καταργήσει άμεσα τη χαλαρή νομισματική πολιτική
Βασικός επικριτής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η Γερμανία.
Ωστόσο, σύμφωνα με άρθρο του αναλυτή Dr. Michael Ivanovitch στο CNBC, η ΕΚΤ δεν θα πρέπει βιαστεί όσον αφορά την κατάργηση του QE, ανεξαρτήτως του τι λέει το Βερολίνο.
Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν δύο κύριες πτυχές αυτής της κριτικής.
Η Γερμανία απευθυνόμενη στο εσωτερικό ακροατήριο, ρίχνει στην ΕΚΤ την ευθύνη για τις φερόμενες ζημίες που προκαλούνται στους Γερμανούς αποταμιευτές από τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια, τα κρατικά ομόλογα διάρκειας άνω των 5 ετών και το αρνητικό πραγματικό επιτόκιο άνω του 1,12% στα 10ετή γερμανικά ομόλογα.
Αυτό ακολουθείται από ένα ευρύτερο μήνυμα των γερμανικών οικονομικών και νομισματικών αρχών στα μέλη της ευρωζώνης.
Με την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική, οι Γερμανοί λένε ότι η ΕΚΤ σκοτώνει τα κίνητρα των υπερχρεωμένων, αργά αναπτυσσόμενων και υψηλής ανεργίας χωρών, να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις και στον εκσυγχρονισμό των δημόσιων πολιτικών τους.
Τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να εμποδίσουν την αύξηση των χρεών και των ελλειμμάτων και να αυξήσουν την αύξηση της παραγωγικότητας ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα των αγορών εργασίας και προϊόντων τους.
Σύμφωνα με τον Ivanovitch, ανεξαρτήτως του τι λέει η Γερμανία, η αλήθεια είναι ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική υπήρξε η μοναδική στήριξη της αμερικανικής οικονομίας μετά την εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Η χαλαρή πολιτική της Fed είναι απίθανο να αλλάξει στο εγγύς μέλλον.
Όπως και στο παρελθόν, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αναλάβει ολόκληρο το βάρος της σταθεροποίησης μιας οικονομίας με αδύναμα βασικά στοιχεία και αβεβαιότητες όσον αφορά τις δημοσιονομικές, διαρθρωτικές και εμπορικές πολιτικές.
Σε παρόμοια θέσει βρίσκεται και η ΕΚΤ.
Αντιμετωπίζοντας ένα σημαντικό δημοσιονομικό περιορισμό, η ΕΚΤ έχει συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας της ευρωζώνης.
Ωστόσο, αυτό είναι ακόμα σε εξέλιξη.
Η επιβράδυνση της αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων δείχνει ότι οι επιχειρήσεις δεν εντείνουν τις επενδύσεις τους, επειδή μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές και αναμενόμενες πωλήσεις από τις υπάρχουσες παραγωγικές ικανότητες.
Ο τραπεζικός δανεισμός προς τα νοικοκυριά είναι λίγο ισχυρότερος, αλλά ο μέτριος και σταθερός ρυθμός αύξησής του 2,6% δεν υποδηλώνει σημαντική ανάκαμψη των δαπανών ιδιωτικής κατανάλωσης.
Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να βιαστεί όσον αφορά την κατάργηση της μέτρων νομισματικής πολιτικής.
www.bankingnews.gr
Ωστόσο, σύμφωνα με άρθρο του αναλυτή Dr. Michael Ivanovitch στο CNBC, η ΕΚΤ δεν θα πρέπει βιαστεί όσον αφορά την κατάργηση του QE, ανεξαρτήτως του τι λέει το Βερολίνο.
Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν δύο κύριες πτυχές αυτής της κριτικής.
Η Γερμανία απευθυνόμενη στο εσωτερικό ακροατήριο, ρίχνει στην ΕΚΤ την ευθύνη για τις φερόμενες ζημίες που προκαλούνται στους Γερμανούς αποταμιευτές από τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια, τα κρατικά ομόλογα διάρκειας άνω των 5 ετών και το αρνητικό πραγματικό επιτόκιο άνω του 1,12% στα 10ετή γερμανικά ομόλογα.
Αυτό ακολουθείται από ένα ευρύτερο μήνυμα των γερμανικών οικονομικών και νομισματικών αρχών στα μέλη της ευρωζώνης.
Με την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική, οι Γερμανοί λένε ότι η ΕΚΤ σκοτώνει τα κίνητρα των υπερχρεωμένων, αργά αναπτυσσόμενων και υψηλής ανεργίας χωρών, να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις και στον εκσυγχρονισμό των δημόσιων πολιτικών τους.
Τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να εμποδίσουν την αύξηση των χρεών και των ελλειμμάτων και να αυξήσουν την αύξηση της παραγωγικότητας ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα των αγορών εργασίας και προϊόντων τους.
Σύμφωνα με τον Ivanovitch, ανεξαρτήτως του τι λέει η Γερμανία, η αλήθεια είναι ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική υπήρξε η μοναδική στήριξη της αμερικανικής οικονομίας μετά την εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Η χαλαρή πολιτική της Fed είναι απίθανο να αλλάξει στο εγγύς μέλλον.
Όπως και στο παρελθόν, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αναλάβει ολόκληρο το βάρος της σταθεροποίησης μιας οικονομίας με αδύναμα βασικά στοιχεία και αβεβαιότητες όσον αφορά τις δημοσιονομικές, διαρθρωτικές και εμπορικές πολιτικές.
Σε παρόμοια θέσει βρίσκεται και η ΕΚΤ.
Αντιμετωπίζοντας ένα σημαντικό δημοσιονομικό περιορισμό, η ΕΚΤ έχει συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας της ευρωζώνης.
Ωστόσο, αυτό είναι ακόμα σε εξέλιξη.
Η επιβράδυνση της αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων δείχνει ότι οι επιχειρήσεις δεν εντείνουν τις επενδύσεις τους, επειδή μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές και αναμενόμενες πωλήσεις από τις υπάρχουσες παραγωγικές ικανότητες.
Ο τραπεζικός δανεισμός προς τα νοικοκυριά είναι λίγο ισχυρότερος, αλλά ο μέτριος και σταθερός ρυθμός αύξησής του 2,6% δεν υποδηλώνει σημαντική ανάκαμψη των δαπανών ιδιωτικής κατανάλωσης.
Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να βιαστεί όσον αφορά την κατάργηση της μέτρων νομισματικής πολιτικής.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών