Τελευταία Νέα
Διεθνή

Feldstein (Harvard): Ανυπεράσπιστη η Ευρωζώνη έναντι μίας νέας κρίσης – Ξέμεινε από πυρομαχικά η ΕΚΤ

Feldstein (Harvard): Ανυπεράσπιστη η Ευρωζώνη έναντι μίας νέας κρίσης – Ξέμεινε από πυρομαχικά η ΕΚΤ
Χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική η Ευρωζώνη δεν θα κατορθώσει να βγει από το αδιέξοδο μίας νέας ύφεσης
Παρά τα εύσημα που θα πρέπει να λάβει η ΕΚΤ για τη μέχρι τώρα πολιτική που έχει ασκήσει και η οποία έχει βοηθήσει την Ευρωζώνη να ξεφύγει της κρίσης, η τράπεζα μοιάζει να μην έχει άλλα όπλα στην φαρέτρα της.
Την παραπάνω άποψη εκφράζει σε άρθρο του στο Project Syndicate (υπό τον τίτλο «Europe’s Economic Dilemma»), o Martin Feldstein, καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Στο άρθρο του καταγράφει τις μέχρι σήμερα αποφάσεις που έχει λάβει η ΕΚΤ και ταυτόχρονα τονίζει ότι η τράπεζα δεν θα μπορέσει μόνη της να σώσει εκ νέου την Ευρωζώνη εάν βρεθεί αντιμέτωπη με μία νέα κρίση, κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά «η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα.
Αν και η οικονομική δραστηριότητα έχει, πρόσφατα, ενισχυθεί, η Ευρωζώνη έχει χάσει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει μία νέα κρίση όταν αυτή συμβεί, κάτι που είναι αναπόφευκτο να συμβεί.
Η ΕΚΤ αξίζει τα εύσημα για την οικονομική βελτίωση που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια.
Σε μία ομιλία του στην ετήσια σύνοδο των κεντρικών τραπεζιτών στο Jackson Hole το 2014, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi εξήγησε τα τρία σημεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν για τη βελτίωση της οικονομικής απόδοσης της Ευρώπης:

- δημοσιονομική επέκταση από τη χώρα που έχει τη δυνατότητα να το πράξει (δηλαδή τη Γερμανία),
- δομικές μεταρρυθμίσεις σε Ιταλία και Γαλλία και
- αλλαγή στη νομισματική πολιτική

Όμως ο Draghi προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα και προέβλεψε ότι η Γερμανία δεν πρόκειται να δημιουργήσει δημοσιονομικό έλλειμμα και ότι Γαλλία και Ιταλία δεν πρόκειται να εφαρμόσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Ως εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ είναι αυτή που θα πρέπει να δράσει και να στηρίξει την οικονομία μέσω της μείωσης των επιτοκίων, κίνηση που θα οδηγούσε σε αύξηση των εξαγωγών, καθώς θα δημιουργούσε ένα πιο ανταγωνιστικό ευρώ.
Η ΕΚΤ οδήγησε το βραχυπρόθεσμο επιτόκιό της σε αρνητικό επίπεδο, μειώνοντάς το από το 0,2% τον Αύγουστο του 2014 στο -0,3% αυτή τη στιγμή.
Επίσης προχώρησε στην αγορά ομολόγων μακροχρόνιας ωρίμανσης, αυξάνοντας τον ισολογισμό της από τα 2,2 τρισ. ευρώ που ήταν το 2014 σε σχεδόν υπερδιπλάσιο επίπεδο.
Η ισοτιμία ευρώ δολαρίου υποχώρησε από το 1,39 δολάρια ανά ευρώ που ήταν το 2014 έως το χαμηλό του 1,04 δολ. το 2016, πριν ανακάμψει στο τρέχον επίπεδο του 1,18 δολ.
Η πολιτική αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ στήριξε τις επιχειρηματικές επενδύσεις αλλά και άλλες δαπάνες, οι οποίες εξαρτώνται από το κόστος δανεισμού.
Όμως η ΕΚΤ έχει εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά της και δεν της έχει μείνει τίποτε άλλο να πράξει εάν υπάρξει μία νέα ύφεση,  η οποία μπορεί να προέλθει από κατάρρευση των αποτιμήσεων σε κάποια assets, όπως για παράδειγμα οι τιμές των ομολόγων μακροχρόνιας ωρίμανσης.
Αυτή τη στιγμή η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου είναι χαμηλότερο από 0,5%.
Επιπρόσθετα οι ευρωπαϊκές εξαγωγές μπορεί να υποχωρήσουν λόγω γεωπολιτικών εντάσεων σε Ασία ή Μέση Ανατολή, γεγονός που θα οδηγήσει χαμηλότερα τη συνολική οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη.
Επίσης το γεγονός ότι η αμερικανική οικονομία διέρχεται το ένατο διαδοχικό έτος ανάπτυξης μπορεί να ασκήσει πιέσεις στη ζήτηση από την Ευρώπη.
Αν και η αμερικανική οικονομία έχει πολύ καλή πορεία, η συνεχιζόμενη ενίσχυση των αποτιμήσεων –αποτέλεσμα μίας δεκαετίας σχεδόν μηδενικών επιτοκίων- θέτει κινδύνους για τη σταθερότητά της.
Ανεξάρτητα ποια θα είναι η αιτία της επόμενης υποχώρησης, τα εργαλεία που χρησιμοποίησε η ΕΚΤ για να αντιμετωπίσει την κρίση δεν θα είναι  πλέον διαθέσιμα.
Τα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν ή είναι στο μηδέν άρα δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω.
Σαφώς η ΕΚΤ μπορεί να επεκτείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Όμως αυτή η κίνηση δεν θα έχει την ίδια θετική επίδραση που είχε στο παρελθόν.
Ένας από τους στόχους του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ήταν να οδηγήσει χαμηλότερα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, ώστε να στηριχθούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις αλλά και η κατασκευαστική δραστηριότητα.
Αλλά σήμερα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν και ως εκ τούτου οι αγορές ομολόγων δεν θα μπορούν να τα ρίξουν ακόμη χαμηλότερα.
Ένας ακόμη λόγος για άσκηση πολιτικής που οδηγεί σε μείωση των αποδόσεων των ομολόγων μακροχρόνιας ωρίμανσης ήταν να στηριχθεί η ζήτηση για μετοχές.
Οι υψηλότερες αποτιμήσεις των μετοχών μειώνουν το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρηματικών επενδύσεων, αυξάνουν τον πλούτο των νοικοκυριών και φυσικά την κατανάλωση.
Βέβαια αυτό δεν πέτυχε και τόσο στην Ευρώπη ή έστω δεν πέτυχε στον ίδιο βαθμό που πέτυχε στις ΗΠΑ.
Με άλλα λόγια η ΕΚΤ μάλλον δεν θα έχει τη δυνατότητα να απαντήσει σε μία νέα υποχώρηση της ανάπτυξης μέσω μείωσης των επιτοκίων ή μέσω αγορών ομολόγων.
Και μην έχοντας αυτές τις δυνατότητες δεν μπορεί να οδηγήσει χαμηλότερα την ισοτιμία του ευρώ και να στηρίξει την εξαγωγική δραστηριότητα της Ευρώπης.
Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ μπορούν να απαντήσουν σε μία κρίση εφαρμόζοντας πρόγραμμα δημοσιονομικής στήριξης, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο να μπορεί να συμβεί στην Ευρώπη.
Η Ευρωζώνη δεν έχει κάποιον δημοσιονομικό θεσμό.
Κάθε χώρα μπορεί να μειώσει τους φόρους και να αυξήσει τις δαπάνες.
Μία καλή εναλλακτική λύση θα ήταν να εφαρμοστεί μία συντονισμένη πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης.
Κάθε χώρα θα πρέπει να συμφωνήσει σε μία σειρά φορολογικών περικοπών, συνδυασμένων με αύξηση των κρατικών δαπανών προκειμένου να υπάρξει χειραγώγηση της ύφεσης.
Το να περιμένουν να έρθει πρώτα η ύφεση και μετά να εφαρμόσουν ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν λάθος.
Όλες οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα πρέπει να συμφωνήσουν για την εφαρμογή μίας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, πριν να είναι πολύ αργά».

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης