Σε ιστορικά υψηλά S&P 500 και Nasdaq παρά τον κίνδυνο του κυβερνητικού «shutdown» στις ΗΠΑ
Με συγκρατημένα κέρδη κινήθηκε σήμερα (19/01/2018) η Wall Street, παρά τις ανησυχίες για ένα κυβερνητικό «shutdown» στις ΗΠΑ, καθώς οι επενδυτές εμφανίζονται αισιόδοξοι σχετικά με τα κέρδη που θα παρουσιάσουν οι εταιρείες για το δ’ τρίμηνο του 2017.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ πέρασε χθες (18/01) ένα νομοσχέδιο για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της κυβέρνησης έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018, ώστε να αποφευχθεί το «shutdown».
Ωστόσο, το νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τη Γερουσία, όπου το μέλλον του είναι αβέβαιο.
Χωρίς την έγκριση του νομοσχεδίου, ομοσπονδιακές υπηρεσίες θα εξαναγκαστούν σε «κλείσιμο» από σήμερα τα μεσάνυχτα.
Από τις εταιρείες που έχουν ήδη αναφέρει τριμηνιαία κέρδη, το 79% έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες των αναλυτών.
Η Morgan Stanley και η American Express είναι μεταξύ των εταιρειών που ανέφεραν αποτελέσματα καλύτερα από τα αναμενόμενα αυτή την εβδομάδα.
Εν τω μεταξύ, στο επίκεντρο της προσοχής των επενδυτών βρίσκονται δηλώσεις αξιωματούχων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve, Fed), προκειμένου να αναζητηθούν ενδείξεις σχετικά με τις επόμενες κινήσεις νομισματικής πολιτικής.
Ως «καλό νέο« χαρακτήρισε τον χαμηλό πληθωρισμό ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve, Fed) του Σαν Φρανσίσκο κ. John Williams –μία αινιγματική δήλωση–, εκτιμώντας, παράλληλα, ότι η αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2%, τα αμέσως επόμενα δύο χρόνια.
Σε σημερινές (19 Ιανουαρίου 2018) του δηλώσεις, ο τραπεζικός αξιωματούχος εξέφρασε την ανάγκη για πλήρη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε μία εποχή που η Τράπεζα έχει βάλει μπρος για τα καλά την αύξηση των επιτοκίων και τη συρρίκνωση του υπέρογκου ισολογισμού –ως απόρροια των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.
Επίσης, εκτίμησε πως η ανεργία στις Ηνωμένες Πολιτείες θα συρρικνωθεί στο 3,7% στα τέλη του τρέχοντος έτους, από 4,1% τον Νοέμβριο 2017, ενώ σημείωσε πως η αμερικανική οικονομία «βρίσκεται σε καλό μονοπάτι», στηριζόμενη από τη φορολογική μεταρρύθμιση που πέτυχαν οι Ρεπουμπλικάνοι, των ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, την καταναλωτική εμπιστοσύνη αλλά και τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο κ. Williams καθησύχασε πως η Fed είναι «σε καλή θέση» για να κρατήσει την αμερικανική οικονομία σε «ένα βιώσιμο μονοπάτι».
Να υπενθυμιστεί ότι ο πρόεδρος της Fed του Σαν Φρανσίσκο σχολίαε πρόσφατα πως η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει καταφέρει να ξεπεράσει πλήρως το σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ενώ έχει κάνει λόγο για τρεις αυξήσεις επιτοκίων το 2018.
Μία περισσότερο «επιθετική» στάση φαίνεται ότι υιοθετεί η πρόεδρος της Cleveland Federal Reserve, Loretta Mester, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους αξιωματούχους της Τράπεζας, τονίζοντας ότι η Fed θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκιά της τρεις με τέσσερις φορές τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε η Mester σε ομιλία της στη Νέα Υόρκη, δεδομένων των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δαπανών, η αμερικανική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό της τάξεως του 2,5% κατά το τρέχον έτος, για να προσθέσει μάλιστα ότι οι φορολογικές περικοπές θα μπορούσαν να επιταχύνουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Παράλληλα, προβλέπει ότι η ανεργία, η οποία βρίσκεται στο 4,1% θα υποχωρήσει κάτω από το 4% μέχρι το τέλος του έτους και ο πληθωρισμός, ο οποίος βρίσκεται τώρα κάτω από τον στόχο του 2%, θα επανέλθει σε αυτόν μέσα σε ένα με δύο χρόνια.
«Εάν η οικονομία εξελίσσεται όπως αναμένω, εκτιμών ότι οι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι κατάλληλες για το τρέχον και το επόμενο έτος, σε ρυθμό παρόμοιο με το προηγούμενο έτος», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο της Mester, η οποία προσδιόρισε της αυξήσεις σε «τρεις με τέσσερις» κάθε χρόνο.
«Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι αρκετά σταδιακές ώστε να επιτρέψουν στον πληθωρισμό να επιτύχει το στόχο του 2% της Fed, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος υπερθέρμανσης», τονίζει η πρόεδρος της Cleveland Federal Reserve.
Τα σχόλια της Mester δείχνουν ότι η ίδια αναμένει τα επιτόκια να αυξηθούν κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με τις προβλέψεις των συνεργατών της μέχρι το τέλος του 2019
Επιπλέον, η ίδια εκτιμά ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι ταχύτερη σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις των συναδέλφων της, και συγκεκριμένα στο 2% ετησίως, έναντι 1,8% που προβλέπουν οι υπόλοιποι αξιωματούχοι της Fed.
Σημειώνεται ότι οι αξιωματούχοι της Federal Reserve αναμένεται να συναντηθούν στις 30 Ιανουαρίου, ωστόσο δεν αναμένεται να προχωρήσουν σε αύξηση των επιτοκίων τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους.
Σχεδόν διπλασίασε η Goldman Sachs την πιθανότητα ενός κυβερνητικού «shutdown» στις ΗΠΑ, καθώς σήμερα (19/01/2018) τα μεσάνυχτα λήγει η προθεσμία για την εξεύρεση λύσης σχετικά με την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους.
Ειδικότερα, η Goldman τοποθετεί στο 60% την πιθανότητα κλεισίματος κυβερνητικών υπηρεσιών, από μόλις 35% χθες.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ πέρασε χθες (18/01) ένα νομοσχέδιο για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της κυβέρνησης έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018, ώστε να αποφευχθεί το «shutdown».
Ωστόσο, το νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τη Γερουσία, όπου το μέλλον του κατά τη σημερινή ψηφοφορία είναι αβέβαιο.
Χωρίς την έγκριση του νομοσχεδίου, ομοσπονδιακές υπηρεσίες θα εξαναγκαστούν σε «κλείσιμο».
Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου ανήλθε σήμερα στο 2,642% - το υψηλότερο επίπεδο σε διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών, ενώ πιέσεις δέχεται και το δολάριο, με τον δείκτη δολαρίου να παραμένει κοντά σε χαμηλά 3ετίας.
Όπως σημειώνει η Goldman, το «shutdown» θα μπορούσε να διαρκέσει κάποιες εβδομάδες.
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι και χαμένοι του δείκτη Dow Jones
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι και χαμένοι του δείκτη S&P 500
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι και χαμένοι του δείκτη Nasdaq
Μακροοικονομία
Στα μακροοικονομικά νέα της ημέρας, σε χαμηλό έξι μηνών διολίσθησε τον Ιανουάριο του 2018 το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ, εν μέσω ανησυχιών σχετικά με τον πληθωρισμό και τον αντίκτυπο της φορολογικής μεταρρύθμισης.
Ειδικότερα, όπως ανακοινώθηκε σήμερα (19/01/2018), ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν υποχώρησε στις 94,4 μονάδες - το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2017.
Μάλιστα, τα στοιχεία ήταν κατώτερα των προσδοκιών των οικονομολόγων, που ανέμεναν ο δείκτης να διαμορφωθεί στις 98 μονάδες.
Επιχειρήσεις
Στα εταιρικά νέα της ημέρας η κρίση που επικρατεί στον κλάδο λιανικών πωλήσεων αγγίζει πλέον και τη δημοφιλή αλυσίδα των Starbucks, με την εταιρεία να βάζει «λουκέτο» σε 77 καταστήματα Teavana, τα οποία βρίσκονται σε εμπορικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τον περασμένο Ιούλιο, η Starbucks ανακοίνωσε σχέδια για το κλείσιμο και των 379 καταστημάτων Teavana, ωστόσο, τον Δεκέμβριο, Αμερικανός δικαστής διέταξε την εταιρεία να κρατήσει ανοικτά τα καταστήματα, αφού ο χειριστής των εν λόγω εμπορικών κέντρων, η Simon Property Group, κατέθεσε μήνυση.
Η Simon Property είχε υποστηρίξει ότι το κλείσιμο των καταστημάτων Teavana θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετα «λουκέτα» των καταστημάτων στα εμπορικά του κέντρα, σε μια εποχή που ο κλάδος βρίσκεται υπό αφόρητη πίεση.
Μετά από συμφωνία με τη Simon Property, η Starbucks θα κλείσει 77 καταστήματα, όπως προαναφέρθηκε.
Το 2017 αποτέλεσε ένα έτος ρεκόρ σε ότι αφορά στο κλείσιμο καταστημάτων λιανικής, με πάνω από 8.000 «λουκέτα».
Ειδικά για τη Starbucks, υπέφερε από ένα μπαράζ υποβαθμίσεων πιστοληπτικής ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης τους τελευταίους μήνες, μετά την απόφαση της πολυεθνικής να επιστρέψει 15 δισεκ. δολάρια στους μετόχους μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, κατά την τριετή περίοδο που λήγει το οικονομικό έτος 2020 (Σεπτέμβριος). Το αντίστοιχο ποσό την ακριβώς προηγούμενη τριετία, ανερχόταν σε 9 δισεκ. δολάρια.
Ενδεικτικά, ως αποτέλεσμα, η Moody's αναμένει αύξηση 3 με 4 δισεκ. δολάρια στο χρέος της εταιρείας, μέχρι το τέλος του 2020.
Τα καθαρά κέρδη της γνωστής αλυσίδας καφέ ανήλθαν σε 788 εκατ. δολάρια το τρίμηνο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2017, έναντι 801 εκατ. το γ΄ 3μηνο του 2016.
Τα έσοδα διαμορφώθηκαν σε 5,7 δισ. για το γ΄ 3μηνο του 2017, ελάχιστα χαμηλότερα από τα 5,71 δισ. δολάρια το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Η Starbucks Corporation, με έδρα το Σιάτλ, διαθέτει 27.339 καταστήματα παγκοσμίως (13.275 με ιδιοκτησία της εταιρείας και 14.064 με άδειες), εκ των οποίων το 61% είναι στην Αμερική, το 11% στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική και το 27% σε Κίνα και περιοχή του Ειρηνικού.
Τα ετήσια έσοδα κυμαίνονται σε περίπου 22,4 δισεκ. δολάρια.
Υψηλότερα των εκτιμήσεων διαμορφώθηκαν τα κέρδη της SunTrust Banks στο δ΄ τρίμηνο, και ανήλθαν σε 710 εκατ. δολάρια ή 1,48 δολάρια ανά μετοχή. Εάν αφαιρεθούν τα έκτακτα και η επίδραση του νέου φορολογικού νόμου, η τράπεζα κέρδισε 1,09 δολάρια ανά μετοχή.
Αναλυτές ανέμεναν προσαρμοσμένα κέρδη 1,05 δολάρια ανά μετοχή. Τα έσοδα αυξήθηκαν 5% στα 2,27 δισ. δολάρια, αντίστοιχα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν 5 εκατ. στα 1,47 δισ. δολάρια εξαιτίας του υψηλότερου περιθωρίου καθαρών εσόδων από τόκους.
Τα αποτελέσματα του δ΄ τριμήνου περιλάμβαναν και όφελος 172 εκατ. δολαρίων λόγω των φορολογικών μεταρρυθμίσεων.
Ζημιές ανακοίνωσε η Schulmberger στο δ΄ τρίμηνο οι οποίες διευρύνθηκαν στα 2,26 δισ. δολάρια ή 1,63 δολάρια ανά μετοχή, έναντι των 204 εκατ. δολαρίων ή 15 σεντς ανά μετοχή στην αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Εάν αφαιρεθούν τα έκτακτα, τα προσαρμοσμένα κέρδη ανά μετοχή διαμορφώθηκαν στα 48 σεντς, έναντι εκτιμήσεων για 44 σεντς. Τα έσοδα αυξήθηκαν 15% στα 8,18 δισ. δολάρια από τα 7,11 δισ. δολάρια, έναντι εκτιμήσεων για 8,12 δισ. δολάρια, λόγω της αύξησης 50% των εσόδων στη Βόρεια Αμερική, στα 2,81 δισ. δολάρια, κάτι που αντισταθμίστηκε εν μέρει από την πτώση των εσόδων κατά 4% στη Μέση Ανατολή και Ασία στα 2,40 δισ. δολάρια.
Στα 29,5 εκατ. δολάρια ανήλθε η συνολική αμοιβή του διευθύνοντος συμβούλου της JPMorgan κ. Jamie Dimon, για το 2017, ποσό που είναι αυξημένο κατά 5,4% σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο κ. Dimon, ο οποίος διακρατεί το 4% (7.427.941 μετοχές) των μετοχών της μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, ευνοήθηκε τα μέγιστα από την εκτόξευση (22,6%) κατά το περασμένο έτος, όταν η αντίστοιχη άνοδος για τον δείκτη S&P 500 ανήλθε σε περίπου 20%.
Η καθαρή περιουσία του 61χρόνου κυμαίνεται κοντά σε 1,7 δισεκ. δολάρια, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη (Billionaire Index) του Bloomberg.
Παραδόξως, το παραπάνω ποσό δεν είναι το υψηλότερο για τον ανώτατο τραπεζίτη.
Το 2007, λίγο πριν την άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση, ο κ. Dimon κέρδιασε 49,9 εκατ. δολάρια.
Να σημειωθεί ότι η JPMorgan είναι και «με τη βούλα» η μεγαλύτερη τράπεζα των Η.Π.Α., καθώς διαθέτει την υψηλότερη κεφαλαιοποίηση, τα περισσότερα υπό διαχείριση κεφάλαια και το μεγαλύτερο επίπεδο καταθέσεων.
Τα καθαρά κέρδη της τράπεζας, το δ' τρίμηνο του 2017, κατέγραψαν πτώση 37%, καθώς δέχθηκε πλήγμα λόγω της φορολογικής μεταρρύθμισης από την κυβέρνηση του Donald Trump.
Ειδικότερα, τα καθαρά κέρδη υποχώρησαν στα 4,23 δισ. δολ. ή 1,07 ανά μετοχή, από 6,73 δισ. δολ. ή 1,71 δολ. ανά μετοχή στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016.
Η επίδραση από το νέο φορολογικό καθεστώς ανέρχεται σε 2,4 δισ. δολ.
Εξαιρουμένης της επίδρασης από τη φορολογία και άλλα στοιχεία, με τα καθαρά κέρδη ανέρχονται σε 6,7 δισ. δολ. ή 1,76 δολ. ανά μετοχή.
Αναλύσεις
Αν και οι πολιτικές του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν προκαλέσει ουκ ολίγες αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι οι χρηματιστηριακές αγορές ης Νέας Υόρκης έχουν επωφεληθεί τα μέγιστα κατά τη διάρκεια της θητείας του, μέχρι στιγμής.
Βέβαια, επί αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των αναλυτών δεν πιστώνει αποκλειστικά στον Donald Trump το «ράλι» της Wall Street, αλλά, μεταξύ άλλων, στην επιτάχυνση της ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία.
Από την 19η Ιανουαρίου 2017, ένα χρόνο πριν και μία ημέρα πριν ο Ρεπουμπλικάνος αναλάβει στο Οβάλ Γραφείο, ο S&P 500 έχει ενισχυθεί 26,3%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ThomasPartners, η οποία διατηρεί σύσταση «overweight» για τις μετοχές του δείκτη-βαρόμετρου, τομείς όπως η τραπεζική, η βιομηχανική τεχνολογία, η βιοτεχνολογία, ο ιατρικός εξοπλισμός, οι υπηρεσίες και οι μεταφορές θα συνεχίζουν να επωφελούνται, καθώς «οι διεθνώς επικεντρωμένες επιχειρήσεις των Η.Π.Α. τα πάνε πολύ καλά».
Η εταιρεία αναλύσεων ThomasPartners αναφέρει, επίσης, πως 164 και 128 εισηγμένες έχουν ενισχυθεί 25% έως 49% και 10% έως 24% τον τελευταίο χρόνο, αντίστοιχα.
Από τις συνολικά 503 εισηγμένες, 48 ενισχύθηκαν 1% έως 9%, 12 75% έως 99%, 44 50% έως 74%, ενώ 8 παρέμειναν σταθερά.
Σε αντίθετο κλίμα, 53 υποχώρησαν από 1% έως 9%, 27 από 10% έως 24%, 15 από 25% έως 49% και μόλις μία από 50% έως 75%.
Ένα ενδεχόμενο «shutdown» της αμερικανικής κυβέρνησης δεν θα επηρεάσει την ανώτατη αξιολόγηση «ΑΑΑ» για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, σχολιάζουν οι αναλυτές του οίκου Fitch.
Από το 1990 υπήρξαν μόλις τέσσερα κρατικά shutdowns στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο τερματισμός λειτουργίας το 1990 διήρκεσε τρεις ημέρες και συνέβη κυρίως κατά το Σαββατοκύριακο.
Το 1995, η αμερικανική κυβέρνηση απείχε από τις δραστηριότητές από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 19 Νοεμβρίου και μετέπειτα από τις 16 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 6 Ιανουαρίου 1996, για συνολικά 27 ημέρες.
Ο πιο πρόσφατος τερματισμός πραγματοποιήθηκε από τη 1 Οκτωβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου, το 2013.
Ένα νέο shutdown είναι δυνατό σήμερα, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής (19 Ιανουαρίου 2018).
Ένας έτερος αμερικανικός οίκος, η Moody's, ανέφερε νωρίτερα πως ένα ενδεχόμενο shutdown, σε περίπτωση που το Κογκρέσο δεν εγκρίνει εκ νέου την προσωρινή –ή οριστική– αύξηση του ανώτατου ορίου δημοσίου χρέους, θα κοστίσει από 0,1% έως 0,2% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Η δυνητική απώλεια θα προέκυπτε από τις χαμένες ώρες εργασίας και την αποζημίωση για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, η συνεισφορά των οποίων υπολογίζεται στο ΑΕΠ, επισημαίνεται.
Παράλληλα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη πιθανότατα θα κατέρρεε προσωρινά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει σημαντική πτώση βραχυπρόθεσμα στις δαπάνες.
Το μεγαλύτερο δυνητικό ζήτημα είναι ότι η διακοπή λειτουργίας θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική και συνεχόμενη αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας, υπογραμμίζει ο αμερικανικός οίκος.
Από 0,1% έως 0,2% του ΑΕΠ αναμένεται να κοστίσει -το πρώτο τρίμηνο του 2018- στην αμερικανική οικονομία ένα ενδεχόμενο «shutdown» της κυβέρνησης του Donald Trump, σε περίπτωση το Κογκρέσο δεν εγκρίνει εκ νέου την προσωρινή -ή οριστική- αύξηση του ανώτατου ορίου δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Moody's.
Όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση, από το 1990 υπήρξαν μόλις τέσσερα κρατικά shutdowns στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο τερματισμός λειτουργίας το 1990 διήρκεσε τρεις ημέρες και συνέβη κυρίως κατά το Σαββατοκύριακο.
Το 1995, η αμερικανική κυβέρνηση απείχε από τις δραστηριότητές από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 19 Νοεμβρίου και μετέπειτα από τις 16 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 6 Ιανουαρίου 1996, για συνολικά 27 ημέρες.
Ο πιο πρόσφατος τερματισμός πραγματοποιήθηκε από τη 1 Οκτωβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου, το 2013.
Ένα νέο shutdown είναι δυνατό σήμερα, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής (19 Ιανουαρίου 2018).
Η δυνητική απώλεια 0,1%-0,2% του ΑΕΠ θα προέκυπτε από τις χαμένες ώρες εργασίας και την αποζημίωση για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, η συνεισφορά των οποίων υπολογίζεται στο ΑΕΠ, επισημαίνεται.
Παράλληλα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη πιθανότατα θα κατέρρεε προσωρινά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει σημαντική πτώση βραχυπρόθεσμα στις δαπάνες.
Το μεγαλύτερο δυνητικό ζήτημα είναι ότι η διακοπή λειτουργίας θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική και συνεχόμενη αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας, υπογραμμίζει ο αμερικανικός οίκος.
Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A) αναμένεται να φτάσουν σε νέα επίπεδα ρεκόρ κατά το τρέχον έτος, υποστηρίζει σε έκθεσή της η Bank of America Merrill Lynch, επικαλούμενη την επικείμενη αυξημένη δραστηριότητα στις Ηνωμένε Πολιτείες, λόγω των επαναπατρισθέντων κεφαλαίων από τις κολοσσιαίες εταιρείες, ως απόρροια της φορολογικής μεταρρύθμισης που «πέρασαν» οι Ρεπουμπλικάνοι.
Τα παραπάνω θα αντισταθμίσουν τη θετική επίδραση –της επιστροφής κεφαλαίων- στις επαναγορές μετοχών και την αύξηση των κεφαλαιουχικών δαπανών, επισημαίνεται.
Το 2017, για τέταρτο διαδοχικό έτος, η συνολική αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων έφθασε σε επίπεδο-ρεκόρ.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η συνολική αξία των συγκεκριμένων συμφωνιών ξεπέρασε το περασμένο έτος το επίπεδο των 3 τρισ. δολαρίων και οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι και το 2018 θα είναι εξίσου εντυπωσιακό.
Ο Δεκέμβριος 2017 ήταν ένας ιδιαίτερα δραστήριος μήνας, με τις εταιρείες Amazon, Facebook και Netflix να φροντίζουν να προχωρήσουν σε εξαγορές εταιρειών εκτός των βασικών κλάδων στους οποίους δραστηριοποιούνται.
Σε ό,τι αφορά στα επαναπατρισθέντα κεφάλαια, έρευνα της αμερικανικής τράπεζας τον Δεκέμβριο 2017, διαπίστωνε ότι το 65% των εταιρειών θα χρησιμοποιήσουν τα επαναπατρισμένα κέρδη για πληρωμή χρεών.
Με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να αναμένεται να κάνει τρεις επιπλέον αυξήσεις επιτοκίων το 2018, η αποπληρωμή του χρέους θα μπορούσε να σώσει τις εταιρείες που εκτίθενται σε κυμαινόμενα επιτόκια δισεκατομμυρίων δολαρίων τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια στιγμή, η εταιρική Αμερική εξακολουθεί να έχει σχέδια να χρησιμοποιήσει τα μετρητά για την επαναγορά ιδίων μετοχών.
Μόλις οι μισοί από τους ερωτηθέντες, το 46%, ανέφεραν ότι τουλάχιστον ένα μέρος των επαναπατρισθέντων χρημάτων θα δαπανηθεί για επαναγορές που είναι ένας καλός τρόπος για να επιτευχθεί άμεση ανατίμηση των μετοχών και να δοθεί μήνυμα στους επενδυτές, ότι μια εταιρεία βλέπει τη μετοχή της ως υποτιμημένη.
Ακόμα λιγότερο απάντησαν λέγοντας ότι θα ξοδέψουν τα χρήματα για συγχωνεύσεις και εξαγορές (42%) και κεφαλαιουχικές δαπάνες (35%).
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι οι εταιρείες του S&P 500 κατέχουν 920 δισ. δολάρια μετρητών στο εξωτερικό.
Οι αμερικανικές εταιρείες στο σύνολό τους διαθέτουν 2,5 τρισ. δολάρια στο εξωτερικό, σύμφωνα με την Citigroup.
Το 2004, όταν πρόσφατα συνέβησαν οι αποκαλούμενες φορολογικές διακοπές, περίπου το 80% των μετρητών που μεταφέρθηκαν πίσω στις ΗΠΑ προχώρησαν στη χρηματοδότηση επαναγοράς ιδίων μετοχών.
www.bankingnews.gr
Η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ πέρασε χθες (18/01) ένα νομοσχέδιο για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της κυβέρνησης έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018, ώστε να αποφευχθεί το «shutdown».
Ωστόσο, το νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τη Γερουσία, όπου το μέλλον του είναι αβέβαιο.
Χωρίς την έγκριση του νομοσχεδίου, ομοσπονδιακές υπηρεσίες θα εξαναγκαστούν σε «κλείσιμο» από σήμερα τα μεσάνυχτα.
Από τις εταιρείες που έχουν ήδη αναφέρει τριμηνιαία κέρδη, το 79% έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες των αναλυτών.
Η Morgan Stanley και η American Express είναι μεταξύ των εταιρειών που ανέφεραν αποτελέσματα καλύτερα από τα αναμενόμενα αυτή την εβδομάδα.
Εν τω μεταξύ, στο επίκεντρο της προσοχής των επενδυτών βρίσκονται δηλώσεις αξιωματούχων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve, Fed), προκειμένου να αναζητηθούν ενδείξεις σχετικά με τις επόμενες κινήσεις νομισματικής πολιτικής.
Ως «καλό νέο« χαρακτήρισε τον χαμηλό πληθωρισμό ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve, Fed) του Σαν Φρανσίσκο κ. John Williams –μία αινιγματική δήλωση–, εκτιμώντας, παράλληλα, ότι η αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2%, τα αμέσως επόμενα δύο χρόνια.
Σε σημερινές (19 Ιανουαρίου 2018) του δηλώσεις, ο τραπεζικός αξιωματούχος εξέφρασε την ανάγκη για πλήρη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε μία εποχή που η Τράπεζα έχει βάλει μπρος για τα καλά την αύξηση των επιτοκίων και τη συρρίκνωση του υπέρογκου ισολογισμού –ως απόρροια των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.
Επίσης, εκτίμησε πως η ανεργία στις Ηνωμένες Πολιτείες θα συρρικνωθεί στο 3,7% στα τέλη του τρέχοντος έτους, από 4,1% τον Νοέμβριο 2017, ενώ σημείωσε πως η αμερικανική οικονομία «βρίσκεται σε καλό μονοπάτι», στηριζόμενη από τη φορολογική μεταρρύθμιση που πέτυχαν οι Ρεπουμπλικάνοι, των ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, την καταναλωτική εμπιστοσύνη αλλά και τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο κ. Williams καθησύχασε πως η Fed είναι «σε καλή θέση» για να κρατήσει την αμερικανική οικονομία σε «ένα βιώσιμο μονοπάτι».
Να υπενθυμιστεί ότι ο πρόεδρος της Fed του Σαν Φρανσίσκο σχολίαε πρόσφατα πως η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει καταφέρει να ξεπεράσει πλήρως το σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ενώ έχει κάνει λόγο για τρεις αυξήσεις επιτοκίων το 2018.
Μία περισσότερο «επιθετική» στάση φαίνεται ότι υιοθετεί η πρόεδρος της Cleveland Federal Reserve, Loretta Mester, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους αξιωματούχους της Τράπεζας, τονίζοντας ότι η Fed θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκιά της τρεις με τέσσερις φορές τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε η Mester σε ομιλία της στη Νέα Υόρκη, δεδομένων των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δαπανών, η αμερικανική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό της τάξεως του 2,5% κατά το τρέχον έτος, για να προσθέσει μάλιστα ότι οι φορολογικές περικοπές θα μπορούσαν να επιταχύνουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Παράλληλα, προβλέπει ότι η ανεργία, η οποία βρίσκεται στο 4,1% θα υποχωρήσει κάτω από το 4% μέχρι το τέλος του έτους και ο πληθωρισμός, ο οποίος βρίσκεται τώρα κάτω από τον στόχο του 2%, θα επανέλθει σε αυτόν μέσα σε ένα με δύο χρόνια.
«Εάν η οικονομία εξελίσσεται όπως αναμένω, εκτιμών ότι οι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι κατάλληλες για το τρέχον και το επόμενο έτος, σε ρυθμό παρόμοιο με το προηγούμενο έτος», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο της Mester, η οποία προσδιόρισε της αυξήσεις σε «τρεις με τέσσερις» κάθε χρόνο.
«Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι αρκετά σταδιακές ώστε να επιτρέψουν στον πληθωρισμό να επιτύχει το στόχο του 2% της Fed, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος υπερθέρμανσης», τονίζει η πρόεδρος της Cleveland Federal Reserve.
Τα σχόλια της Mester δείχνουν ότι η ίδια αναμένει τα επιτόκια να αυξηθούν κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με τις προβλέψεις των συνεργατών της μέχρι το τέλος του 2019
Επιπλέον, η ίδια εκτιμά ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι ταχύτερη σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις των συναδέλφων της, και συγκεκριμένα στο 2% ετησίως, έναντι 1,8% που προβλέπουν οι υπόλοιποι αξιωματούχοι της Fed.
Σημειώνεται ότι οι αξιωματούχοι της Federal Reserve αναμένεται να συναντηθούν στις 30 Ιανουαρίου, ωστόσο δεν αναμένεται να προχωρήσουν σε αύξηση των επιτοκίων τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους.
Σχεδόν διπλασίασε η Goldman Sachs την πιθανότητα ενός κυβερνητικού «shutdown» στις ΗΠΑ, καθώς σήμερα (19/01/2018) τα μεσάνυχτα λήγει η προθεσμία για την εξεύρεση λύσης σχετικά με την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους.
Ειδικότερα, η Goldman τοποθετεί στο 60% την πιθανότητα κλεισίματος κυβερνητικών υπηρεσιών, από μόλις 35% χθες.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ πέρασε χθες (18/01) ένα νομοσχέδιο για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της κυβέρνησης έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018, ώστε να αποφευχθεί το «shutdown».
Ωστόσο, το νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τη Γερουσία, όπου το μέλλον του κατά τη σημερινή ψηφοφορία είναι αβέβαιο.
Χωρίς την έγκριση του νομοσχεδίου, ομοσπονδιακές υπηρεσίες θα εξαναγκαστούν σε «κλείσιμο».
Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου ανήλθε σήμερα στο 2,642% - το υψηλότερο επίπεδο σε διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών, ενώ πιέσεις δέχεται και το δολάριο, με τον δείκτη δολαρίου να παραμένει κοντά σε χαμηλά 3ετίας.
Όπως σημειώνει η Goldman, το «shutdown» θα μπορούσε να διαρκέσει κάποιες εβδομάδες.
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι και χαμένοι του δείκτη Dow Jones
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι και χαμένοι του δείκτη S&P 500
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι και χαμένοι του δείκτη Nasdaq
Μακροοικονομία
Στα μακροοικονομικά νέα της ημέρας, σε χαμηλό έξι μηνών διολίσθησε τον Ιανουάριο του 2018 το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ, εν μέσω ανησυχιών σχετικά με τον πληθωρισμό και τον αντίκτυπο της φορολογικής μεταρρύθμισης.
Ειδικότερα, όπως ανακοινώθηκε σήμερα (19/01/2018), ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν υποχώρησε στις 94,4 μονάδες - το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2017.
Μάλιστα, τα στοιχεία ήταν κατώτερα των προσδοκιών των οικονομολόγων, που ανέμεναν ο δείκτης να διαμορφωθεί στις 98 μονάδες.
Επιχειρήσεις
Στα εταιρικά νέα της ημέρας η κρίση που επικρατεί στον κλάδο λιανικών πωλήσεων αγγίζει πλέον και τη δημοφιλή αλυσίδα των Starbucks, με την εταιρεία να βάζει «λουκέτο» σε 77 καταστήματα Teavana, τα οποία βρίσκονται σε εμπορικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τον περασμένο Ιούλιο, η Starbucks ανακοίνωσε σχέδια για το κλείσιμο και των 379 καταστημάτων Teavana, ωστόσο, τον Δεκέμβριο, Αμερικανός δικαστής διέταξε την εταιρεία να κρατήσει ανοικτά τα καταστήματα, αφού ο χειριστής των εν λόγω εμπορικών κέντρων, η Simon Property Group, κατέθεσε μήνυση.
Η Simon Property είχε υποστηρίξει ότι το κλείσιμο των καταστημάτων Teavana θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετα «λουκέτα» των καταστημάτων στα εμπορικά του κέντρα, σε μια εποχή που ο κλάδος βρίσκεται υπό αφόρητη πίεση.
Μετά από συμφωνία με τη Simon Property, η Starbucks θα κλείσει 77 καταστήματα, όπως προαναφέρθηκε.
Το 2017 αποτέλεσε ένα έτος ρεκόρ σε ότι αφορά στο κλείσιμο καταστημάτων λιανικής, με πάνω από 8.000 «λουκέτα».
Ειδικά για τη Starbucks, υπέφερε από ένα μπαράζ υποβαθμίσεων πιστοληπτικής ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης τους τελευταίους μήνες, μετά την απόφαση της πολυεθνικής να επιστρέψει 15 δισεκ. δολάρια στους μετόχους μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, κατά την τριετή περίοδο που λήγει το οικονομικό έτος 2020 (Σεπτέμβριος). Το αντίστοιχο ποσό την ακριβώς προηγούμενη τριετία, ανερχόταν σε 9 δισεκ. δολάρια.
Ενδεικτικά, ως αποτέλεσμα, η Moody's αναμένει αύξηση 3 με 4 δισεκ. δολάρια στο χρέος της εταιρείας, μέχρι το τέλος του 2020.
Τα καθαρά κέρδη της γνωστής αλυσίδας καφέ ανήλθαν σε 788 εκατ. δολάρια το τρίμηνο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2017, έναντι 801 εκατ. το γ΄ 3μηνο του 2016.
Τα έσοδα διαμορφώθηκαν σε 5,7 δισ. για το γ΄ 3μηνο του 2017, ελάχιστα χαμηλότερα από τα 5,71 δισ. δολάρια το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Η Starbucks Corporation, με έδρα το Σιάτλ, διαθέτει 27.339 καταστήματα παγκοσμίως (13.275 με ιδιοκτησία της εταιρείας και 14.064 με άδειες), εκ των οποίων το 61% είναι στην Αμερική, το 11% στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική και το 27% σε Κίνα και περιοχή του Ειρηνικού.
Τα ετήσια έσοδα κυμαίνονται σε περίπου 22,4 δισεκ. δολάρια.
Υψηλότερα των εκτιμήσεων διαμορφώθηκαν τα κέρδη της SunTrust Banks στο δ΄ τρίμηνο, και ανήλθαν σε 710 εκατ. δολάρια ή 1,48 δολάρια ανά μετοχή. Εάν αφαιρεθούν τα έκτακτα και η επίδραση του νέου φορολογικού νόμου, η τράπεζα κέρδισε 1,09 δολάρια ανά μετοχή.
Αναλυτές ανέμεναν προσαρμοσμένα κέρδη 1,05 δολάρια ανά μετοχή. Τα έσοδα αυξήθηκαν 5% στα 2,27 δισ. δολάρια, αντίστοιχα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν 5 εκατ. στα 1,47 δισ. δολάρια εξαιτίας του υψηλότερου περιθωρίου καθαρών εσόδων από τόκους.
Τα αποτελέσματα του δ΄ τριμήνου περιλάμβαναν και όφελος 172 εκατ. δολαρίων λόγω των φορολογικών μεταρρυθμίσεων.
Ζημιές ανακοίνωσε η Schulmberger στο δ΄ τρίμηνο οι οποίες διευρύνθηκαν στα 2,26 δισ. δολάρια ή 1,63 δολάρια ανά μετοχή, έναντι των 204 εκατ. δολαρίων ή 15 σεντς ανά μετοχή στην αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Εάν αφαιρεθούν τα έκτακτα, τα προσαρμοσμένα κέρδη ανά μετοχή διαμορφώθηκαν στα 48 σεντς, έναντι εκτιμήσεων για 44 σεντς. Τα έσοδα αυξήθηκαν 15% στα 8,18 δισ. δολάρια από τα 7,11 δισ. δολάρια, έναντι εκτιμήσεων για 8,12 δισ. δολάρια, λόγω της αύξησης 50% των εσόδων στη Βόρεια Αμερική, στα 2,81 δισ. δολάρια, κάτι που αντισταθμίστηκε εν μέρει από την πτώση των εσόδων κατά 4% στη Μέση Ανατολή και Ασία στα 2,40 δισ. δολάρια.
Στα 29,5 εκατ. δολάρια ανήλθε η συνολική αμοιβή του διευθύνοντος συμβούλου της JPMorgan κ. Jamie Dimon, για το 2017, ποσό που είναι αυξημένο κατά 5,4% σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο κ. Dimon, ο οποίος διακρατεί το 4% (7.427.941 μετοχές) των μετοχών της μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, ευνοήθηκε τα μέγιστα από την εκτόξευση (22,6%) κατά το περασμένο έτος, όταν η αντίστοιχη άνοδος για τον δείκτη S&P 500 ανήλθε σε περίπου 20%.
Η καθαρή περιουσία του 61χρόνου κυμαίνεται κοντά σε 1,7 δισεκ. δολάρια, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη (Billionaire Index) του Bloomberg.
Παραδόξως, το παραπάνω ποσό δεν είναι το υψηλότερο για τον ανώτατο τραπεζίτη.
Το 2007, λίγο πριν την άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση, ο κ. Dimon κέρδιασε 49,9 εκατ. δολάρια.
Να σημειωθεί ότι η JPMorgan είναι και «με τη βούλα» η μεγαλύτερη τράπεζα των Η.Π.Α., καθώς διαθέτει την υψηλότερη κεφαλαιοποίηση, τα περισσότερα υπό διαχείριση κεφάλαια και το μεγαλύτερο επίπεδο καταθέσεων.
Τα καθαρά κέρδη της τράπεζας, το δ' τρίμηνο του 2017, κατέγραψαν πτώση 37%, καθώς δέχθηκε πλήγμα λόγω της φορολογικής μεταρρύθμισης από την κυβέρνηση του Donald Trump.
Ειδικότερα, τα καθαρά κέρδη υποχώρησαν στα 4,23 δισ. δολ. ή 1,07 ανά μετοχή, από 6,73 δισ. δολ. ή 1,71 δολ. ανά μετοχή στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016.
Η επίδραση από το νέο φορολογικό καθεστώς ανέρχεται σε 2,4 δισ. δολ.
Εξαιρουμένης της επίδρασης από τη φορολογία και άλλα στοιχεία, με τα καθαρά κέρδη ανέρχονται σε 6,7 δισ. δολ. ή 1,76 δολ. ανά μετοχή.
Αναλύσεις
Αν και οι πολιτικές του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν προκαλέσει ουκ ολίγες αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι οι χρηματιστηριακές αγορές ης Νέας Υόρκης έχουν επωφεληθεί τα μέγιστα κατά τη διάρκεια της θητείας του, μέχρι στιγμής.
Βέβαια, επί αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των αναλυτών δεν πιστώνει αποκλειστικά στον Donald Trump το «ράλι» της Wall Street, αλλά, μεταξύ άλλων, στην επιτάχυνση της ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία.
Από την 19η Ιανουαρίου 2017, ένα χρόνο πριν και μία ημέρα πριν ο Ρεπουμπλικάνος αναλάβει στο Οβάλ Γραφείο, ο S&P 500 έχει ενισχυθεί 26,3%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ThomasPartners, η οποία διατηρεί σύσταση «overweight» για τις μετοχές του δείκτη-βαρόμετρου, τομείς όπως η τραπεζική, η βιομηχανική τεχνολογία, η βιοτεχνολογία, ο ιατρικός εξοπλισμός, οι υπηρεσίες και οι μεταφορές θα συνεχίζουν να επωφελούνται, καθώς «οι διεθνώς επικεντρωμένες επιχειρήσεις των Η.Π.Α. τα πάνε πολύ καλά».
Η εταιρεία αναλύσεων ThomasPartners αναφέρει, επίσης, πως 164 και 128 εισηγμένες έχουν ενισχυθεί 25% έως 49% και 10% έως 24% τον τελευταίο χρόνο, αντίστοιχα.
Από τις συνολικά 503 εισηγμένες, 48 ενισχύθηκαν 1% έως 9%, 12 75% έως 99%, 44 50% έως 74%, ενώ 8 παρέμειναν σταθερά.
Σε αντίθετο κλίμα, 53 υποχώρησαν από 1% έως 9%, 27 από 10% έως 24%, 15 από 25% έως 49% και μόλις μία από 50% έως 75%.
Ένα ενδεχόμενο «shutdown» της αμερικανικής κυβέρνησης δεν θα επηρεάσει την ανώτατη αξιολόγηση «ΑΑΑ» για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, σχολιάζουν οι αναλυτές του οίκου Fitch.
Από το 1990 υπήρξαν μόλις τέσσερα κρατικά shutdowns στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο τερματισμός λειτουργίας το 1990 διήρκεσε τρεις ημέρες και συνέβη κυρίως κατά το Σαββατοκύριακο.
Το 1995, η αμερικανική κυβέρνηση απείχε από τις δραστηριότητές από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 19 Νοεμβρίου και μετέπειτα από τις 16 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 6 Ιανουαρίου 1996, για συνολικά 27 ημέρες.
Ο πιο πρόσφατος τερματισμός πραγματοποιήθηκε από τη 1 Οκτωβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου, το 2013.
Ένα νέο shutdown είναι δυνατό σήμερα, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής (19 Ιανουαρίου 2018).
Ένας έτερος αμερικανικός οίκος, η Moody's, ανέφερε νωρίτερα πως ένα ενδεχόμενο shutdown, σε περίπτωση που το Κογκρέσο δεν εγκρίνει εκ νέου την προσωρινή –ή οριστική– αύξηση του ανώτατου ορίου δημοσίου χρέους, θα κοστίσει από 0,1% έως 0,2% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Η δυνητική απώλεια θα προέκυπτε από τις χαμένες ώρες εργασίας και την αποζημίωση για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, η συνεισφορά των οποίων υπολογίζεται στο ΑΕΠ, επισημαίνεται.
Παράλληλα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη πιθανότατα θα κατέρρεε προσωρινά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει σημαντική πτώση βραχυπρόθεσμα στις δαπάνες.
Το μεγαλύτερο δυνητικό ζήτημα είναι ότι η διακοπή λειτουργίας θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική και συνεχόμενη αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας, υπογραμμίζει ο αμερικανικός οίκος.
Από 0,1% έως 0,2% του ΑΕΠ αναμένεται να κοστίσει -το πρώτο τρίμηνο του 2018- στην αμερικανική οικονομία ένα ενδεχόμενο «shutdown» της κυβέρνησης του Donald Trump, σε περίπτωση το Κογκρέσο δεν εγκρίνει εκ νέου την προσωρινή -ή οριστική- αύξηση του ανώτατου ορίου δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Moody's.
Όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση, από το 1990 υπήρξαν μόλις τέσσερα κρατικά shutdowns στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο τερματισμός λειτουργίας το 1990 διήρκεσε τρεις ημέρες και συνέβη κυρίως κατά το Σαββατοκύριακο.
Το 1995, η αμερικανική κυβέρνηση απείχε από τις δραστηριότητές από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 19 Νοεμβρίου και μετέπειτα από τις 16 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 6 Ιανουαρίου 1996, για συνολικά 27 ημέρες.
Ο πιο πρόσφατος τερματισμός πραγματοποιήθηκε από τη 1 Οκτωβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου, το 2013.
Ένα νέο shutdown είναι δυνατό σήμερα, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής (19 Ιανουαρίου 2018).
Η δυνητική απώλεια 0,1%-0,2% του ΑΕΠ θα προέκυπτε από τις χαμένες ώρες εργασίας και την αποζημίωση για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, η συνεισφορά των οποίων υπολογίζεται στο ΑΕΠ, επισημαίνεται.
Παράλληλα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη πιθανότατα θα κατέρρεε προσωρινά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει σημαντική πτώση βραχυπρόθεσμα στις δαπάνες.
Το μεγαλύτερο δυνητικό ζήτημα είναι ότι η διακοπή λειτουργίας θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική και συνεχόμενη αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας, υπογραμμίζει ο αμερικανικός οίκος.
Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A) αναμένεται να φτάσουν σε νέα επίπεδα ρεκόρ κατά το τρέχον έτος, υποστηρίζει σε έκθεσή της η Bank of America Merrill Lynch, επικαλούμενη την επικείμενη αυξημένη δραστηριότητα στις Ηνωμένε Πολιτείες, λόγω των επαναπατρισθέντων κεφαλαίων από τις κολοσσιαίες εταιρείες, ως απόρροια της φορολογικής μεταρρύθμισης που «πέρασαν» οι Ρεπουμπλικάνοι.
Τα παραπάνω θα αντισταθμίσουν τη θετική επίδραση –της επιστροφής κεφαλαίων- στις επαναγορές μετοχών και την αύξηση των κεφαλαιουχικών δαπανών, επισημαίνεται.
Το 2017, για τέταρτο διαδοχικό έτος, η συνολική αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων έφθασε σε επίπεδο-ρεκόρ.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η συνολική αξία των συγκεκριμένων συμφωνιών ξεπέρασε το περασμένο έτος το επίπεδο των 3 τρισ. δολαρίων και οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι και το 2018 θα είναι εξίσου εντυπωσιακό.
Ο Δεκέμβριος 2017 ήταν ένας ιδιαίτερα δραστήριος μήνας, με τις εταιρείες Amazon, Facebook και Netflix να φροντίζουν να προχωρήσουν σε εξαγορές εταιρειών εκτός των βασικών κλάδων στους οποίους δραστηριοποιούνται.
Σε ό,τι αφορά στα επαναπατρισθέντα κεφάλαια, έρευνα της αμερικανικής τράπεζας τον Δεκέμβριο 2017, διαπίστωνε ότι το 65% των εταιρειών θα χρησιμοποιήσουν τα επαναπατρισμένα κέρδη για πληρωμή χρεών.
Με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να αναμένεται να κάνει τρεις επιπλέον αυξήσεις επιτοκίων το 2018, η αποπληρωμή του χρέους θα μπορούσε να σώσει τις εταιρείες που εκτίθενται σε κυμαινόμενα επιτόκια δισεκατομμυρίων δολαρίων τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια στιγμή, η εταιρική Αμερική εξακολουθεί να έχει σχέδια να χρησιμοποιήσει τα μετρητά για την επαναγορά ιδίων μετοχών.
Μόλις οι μισοί από τους ερωτηθέντες, το 46%, ανέφεραν ότι τουλάχιστον ένα μέρος των επαναπατρισθέντων χρημάτων θα δαπανηθεί για επαναγορές που είναι ένας καλός τρόπος για να επιτευχθεί άμεση ανατίμηση των μετοχών και να δοθεί μήνυμα στους επενδυτές, ότι μια εταιρεία βλέπει τη μετοχή της ως υποτιμημένη.
Ακόμα λιγότερο απάντησαν λέγοντας ότι θα ξοδέψουν τα χρήματα για συγχωνεύσεις και εξαγορές (42%) και κεφαλαιουχικές δαπάνες (35%).
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι οι εταιρείες του S&P 500 κατέχουν 920 δισ. δολάρια μετρητών στο εξωτερικό.
Οι αμερικανικές εταιρείες στο σύνολό τους διαθέτουν 2,5 τρισ. δολάρια στο εξωτερικό, σύμφωνα με την Citigroup.
Το 2004, όταν πρόσφατα συνέβησαν οι αποκαλούμενες φορολογικές διακοπές, περίπου το 80% των μετρητών που μεταφέρθηκαν πίσω στις ΗΠΑ προχώρησαν στη χρηματοδότηση επαναγοράς ιδίων μετοχών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών