Τελευταία Νέα
Διεθνή

Stark (πρώην οικονομολόγος ΕΚΤ): Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι απόλυτα ανεύθυνη και ακατάλληλη

Stark (πρώην οικονομολόγος ΕΚΤ): Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι απόλυτα ανεύθυνη και ακατάλληλη
Η ΕΚΤ οφείλει να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων, υποστηρίζει ο πρώην οικονομολόγος της, Jurgen Stark
Η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει πάψει να είναι η κατάλληλη εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει ο Jürgen Stark, πρώην οικονομολόγος της ΕΚΤ και πρώην αντιπρόεδρος της Bundesbank, σε άρθρο του στο Project Syndicate, υπό τον τίτλο «The Irresponsible ECB».
Στο άρθρο του ο κ. Stark αναφέρει ότι «ο δείκτης Dow Jones πρόσφατα υπέστη ένα «flash crash», κατά τη διάρκεια του οποίου υποχώρησε σχεδόν 1.600 μονάδες, αποκαλύπτοντας πόσο εξαρτημένες από την επεκτατική νομισματική πολιτική είναι οι αγορές.
Η ύπαρξη χαμηλών επιτοκίων και η εφαρμογή προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν δώσει κίνητρα στους επενδυτές να προχωρήσουν σε ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις.
Όσο διατηρούνται αυτές οι πολιτικές, τόσο μεγαλύτερος θα καθίσταται ο κίνδυνος για τη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η αλήθεια είναι ότι η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική έχει πάψει να είναι η κατάλληλη απάντηση εδώ και αρκετό καιρό.
Η παγκόσμια οικονομία – κυρίως ο ανεπτυγμένος κόσμος- απολαμβάνει μία ιδιαίτερα ισχυρή ανάκαμψη.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, World Economic Outlook, η ανάπτυξη θα συνεχιστεί τα επόμενα τρίμηνα ιδιαίτερα στις οικονομίες ΗΠΑ και Ευρωζώνης.
Όμως οι διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ, φοβούνται μία απότομη διόρθωση στις αγορές η οποία μπορεί να προέλθει είτε λόγω των εκτιμήσεων για τον πληθωρισμό ή τα επιτόκια και εξακολουθούν να συστήνουν σταδιακή αλλαγή της νομισματικής πολιτικής.
Έτσι οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να αναβάλουν την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις να ενισχύονται και να δημιουργούν δραματικές ανωμαλίες στις αγορές, οι οποίες καθιστούν μία ισχυρή διόρθωση αναπόφευκτη.
Η Fed ξεκίνησε τη διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής της πολιτικής στα τέλη του 2013, όταν άρχισε τη σταδιακή μείωση της αγοράς ομολόγων προκειμένου να μειώσει τον ισολογισμό της.
Έως τα τέλη του 2015 το βασικό επιτόκιο έχει αυξηθεί στο 1,5%.
Όμως ακόμη και η πολιτική της Fed πολύ απέχει από το να χαρακτηριστεί φυσιολογική.
Εάν σκεφθούμε ότι υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η μέση ενίσχυση του ονομαστικού ΑΕΠ θα φθάσει στο 4% και η ανεργία παραμένει χαμηλή στις ΗΠΑ, είναι φανερό ότι η Fed έχει μείνει πίσω.
Άλλες κεντρικές τράπεζες, οι οποίες παραμένουν σε διάθεση κρίσης, εφαρμόζουν ακόμη χειρότερη πολιτική.
Ούτε η Τράπεζα της Ιαπωνίας ούτε η ΕΚΤ έχουν δώσει κάποια ένδειξη ότι θα προχωρήσουν σε πιο σφιχτή νομισματική πολιτική έστω και εάν οι σημερινές οικονομικές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που επικράτησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και την επακόλουθη διπλή ύφεση στην Ευρωζώνη.
Ειδικά η ΕΚΤ υπερασπίζεται την πολιτική εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων υποστηρίζοντας ότι παραμένουν οι κίνδυνοι αποπληθωρισμού.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο κίνδυνος «κακού» πληθωρισμού –ο συνδυασμός πτώσης τιμών, μισθών και οικονομικής πορείας- δεν υπήρξε ποτέ στην Ευρωζώνη.
Κατέστη φανερό ότι από το 2014 η ισχυρή μείωση του πληθωρισμού συνδέεται άμεσα με την πτώση στις τιμές ενέργειας και πρώτων υλών.
Με απλά λόγια η ΕΚΤ δεν μπορεί να θεωρεί τον χαμηλό πληθωρισμό ως μία μόνιμη ή σε μακροχρόνιο ορίζοντα συνθήκη που απαιτεί έκτακτη νομισματική πολιτική.
Το πρόβλημα είναι ότι τα στελέχη της ΕΚΤ έχουν επικεντρωθεί στην προσπάθεια σταθεροποίησης των τιμών, ενώ δεν διστάζουν να μιλήσουν για βραχυπρόθεσμο στόχο ο πληθωρισμός να βρεθεί λίγο κάτω από το 2%, ενώ στην ουσία εννοούν ότι θα είναι στο… 1,9%.
Αυτή η τακτική δεν είναι σύμφωνη με τις προθέσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, όπως αυτές καταγράφηκαν το 2003 μετά την αξιολόγηση της νομισματικής πολιτικής για την προηγούμενη τετραετία.
Τότε η ΕΚΤ επιβεβαίωσε την «εξήγηση» του τι σημαίνει σταθερότητα των τιμών που είχε υιοθετήσει το 1998 και διευκρίνισε ότι η προσπάθειά της θα εστιαστεί στην επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αναγνωρίζοντας ότι μία κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να ελέγξει τον πληθωρισμό με απόλυτη ακρίβεια προκειμένου να ορίσει και ένα συγκεκριμένο επίπεδο γι’ αυτόν.
Η πολιτική της ΕΚΤ δεν έχει, επίσης, καμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα: η Ευρωζώνη και το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να καταγράψουν ισχυρή ανάκαμψη.
Όμως η ΕΚΤ θα αντιμετωπίσει τις πρόσφατες αναταραχές στις αγορές ως μία επιβεβαίωση ότι πρέπει να διατηρήσει τις τρέχουσες πολιτικές της.
Αν και το διοικητικό συμβούλιο παραμένει πεπεισμένο ότι οι επεκτατικές πολιτικές είναι ζωτικής σημασίας για να στηρίξει το ΑΕΠ και την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και να διατηρηθεί ήπιος ο πληθωρισμός, αυτό μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί.
Όντως καθώς είναι εύκολο να μετρηθούν οι θετικές συνέπειες αυτών των πολιτικών στην ανάκαμψη είναι ήπιες και σε καμία περίπτωση δεν αξίζουν τα 2,3 τρισ. ευρώ που έχει δαπανήσει από τον Απρίλιο του 2015, για να μην μετρήσουμε τις αρνητικές συνέπειες από τη διατήρηση μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων.
Μία από αυτές τις συνέπειες είναι ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει χάσει τις λειτουργίες «αποστολής» κατεύθυνσης και επαγρύπνησης.
Μία άλλη είναι ότι οι κίνδυνοι δεν αποτιμώνται ορθά, οδηγώντας σε λανθασμένη κατεύθυνση τους πόρους και καθιστώντας ζόμπι τράπεζες και επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν καθυστερήσει την εφαρμογή πολιτικών απομόχλευσης.
Μία ακόμη είναι ότι οι αγορές ομολόγων έχουν εκτροχιαστεί και η δημοσιονομική προσαρμογή στις χρεοκοπημένες χώρες έχει καθυστερήσει.
Ως εκ τούτου τα οφέλη από την πολιτική της ΕΚΤ τίθεται σε αμφισβήτηση και το κόστος της είναι μετρήσιμο.
Η τρέχουσα πολιτική της ΕΚΤ είναι ανεύθυνη, όπως είναι και το γεγονός ότι δεν έχει καμία πρόθεση να την αλλάξει.
Υπό αυτή την έννοια το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ – ηθελημένα ή αθέλητα- ακολουθεί αυτό που είχε πει ο Paul Krugman το 1998 για την Τράπεζα της Ιαπωνίας, ότι δηλαδή έχει δώσει μία «αξιόπιστη υπόσχεση να είναι αναξιόπιστη», κάτι που συμβαίνει όταν τα ονομαστικά επιτόκια βρίσκονται ήδη στο μηδέν και η νομισματική πολιτική έχει εισέλθει στην επικίνδυνη ζώνη του να καταστεί αναποτελεσματική.
Ο Krugrman υποστήριζε ότι η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να πατάξει τον πληθωρισμό μέσω επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, με στόχο να μειώσει τα πραγματικά επιτόκια.
Ο Krugman συνέχισε να δίνει αυτήν τη συμβουλή όταν, μαζί με τον πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Lawrence Summers, αναβίωσαν την θεωρία της «κυκλικής στασιμότητας».
Όμως οι συζητήσεις γι’ αυτήν τη θεωρία έχουν πλέον ολοκληρωθεί και αυτό έγινε γιατί υπήρχε καλός λόγος.
Είναι, λοιπόν, ώρα και η ΕΚΤ να σταματήσει την ανεύθυνη επεκτατική της πολιτική.
Σήμερα η νομισματική πολιτική αποτελεί έναν παράγοντα στήριξης της δημοσιονομικής πολιτικής, με τις κεντρικές τράπεζες να βρίσκονται αντιμέτωπες με αφόρητες πιέσεις για να διατηρήσουν αφύσικα χαμηλά τα επιτόκια.
Όπως έδειξε το πρόσφατο σοκ στις αγορές, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δραματική αύξηση του κινδύνου να πληγεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όταν θα υπάρξουν όλο και πιο σοβαρές διορθώσεις στις αγορές και πιθανώς αυτές θα επηρεάσουν και την πραγματική οικονομία, τότε τι εργαλεία θα έχουν οι κεντρικές τράπεζες να χρησιμοποιήσουν;

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης