γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Η επιβολή δασμών από την πλευρά της Ουάσιγκτον θέτει σε κίνδυνο τα σχέδια Trump για ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας
Η ανακοίνωση του αμερικανού προέδρου, Donald Trump, για επιβολή δασμών ύψους 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου τον περασμένο μήνα έχει προκαλέσει μεγάλες αναταραχές τόσο στις αγορές όσο και στις μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως.
Παράλληλα, οι δασμοί που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων έφεραν αντιδράσεις από την πλευρά της Κίνας, η οποία προχώρησε με τη σειρά της σε αντίμετρα κατά των αμερικανικών προϊόντων που εισάγει, αυξάνοντας τις ανησυχίες για έναν ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών.
Οι αποφάσεις της Ουάσιγκτον, παρά το γεγονός ότι ελήφθησαν με σκοπό να ευνοήσουν την αμερικανική οικονομία, ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αποδειχθούν ζημιογόνες για ορισμένους τομείς από τους οποίους οι ΗΠΑ επωφελούνται άμεσα, όπως είναι αυτός του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Σε μία χρονική περίοδο όπου η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, η επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου θα μπορούσε να «απειλήσουν» τα σχέδια του Trump για ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας.
Ο χάλυβας αποτελεί ένα βασικό υλικό για την κατασκευή των αγωγών που χρησιμοποιούν οι πετρελαϊκές εταιρείες, γεγονός που σημαίνει αυτόματα ότι οι εταιρείες θα πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερα ποσά προκειμένου να κατασκευάσουν νέους αγωγούς, λόγω των δασμών.
Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη χώρα από θέμα εισαγωγής χάλυβα, με τον σχετικό όγκο να είναι υπερδιπλάσιος σε σύγκριση με το 2009.
Ως εκ τούτου, το υψηλότερο κόστος κατασκευής αγωγών θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική καθυστέρηση ή ακόμα και σε αναστολή δημιουργίας νέων έργων στον πετρελαϊκό τομέα, σε μία χρονική περίοδο όπου η χώρα βρίσκεται σε σταθερά ανοδική πορεία.
Επιπλέον, οι δασμοί ενδέχεται να προκαλέσουν την αντίποινα ορισμένων χωρών, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί και σε μείωση εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάλιστα, αυτής της περίπτωσης αποτελεί η Κίνα, η οποία θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να απομακρυνθεί από την αμερικανική ενεργειακή αγορά και να αυξήσει τις εισαγωγές τις από τις χώρες του ΟΠΕΚ.
Σημαντικές επιπτώσεις θα προκύψουν και στον τομέα φυσικού αερίου, όπου η Ουάσιγκτον προσπαθεί να κερδίσει έδαφος απέναντι σε χώρες οι οποίες ηγούνται του τομέα, όπως είναι η Ρωσία.
Τα παραπάνω ζητήματα φαίνεται ότι τα αναγνωρίζει και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, το οποίο είχε εκφράσει άμεσα τους προβληματισμούς του μετά την ανακοίνωση του Trump για την επιβολή δασμών.
«Οι δράσεις που ελήφθησαν σήμερα είναι ασύμβατες με τον στόχο της κυβέρνησης να συνεχιστεί η ενεργειακή αναγέννηση και να κατασκευαστούν υποδομές παγκόσμιας κλάσης», είχε σχολιάσει ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του API, Jack Gerard, προσθέτοντας ότι «η αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου βασίζεται για πολλά έργα της σε ειδικό χάλυβα τον οποίο οι περισσότερες χαλυβουργίες των ΗΠΑ δε μπορούν να προμηθεύσουν».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και ορισμένες αμερικανικές εταιρείες του κλάδου, εκτιμώντας ότι οι πρακτικές της κυβέρνησης θα καταστήσουν τις ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικές σε σύγκριση με τον ΟΠΕΚ, ενώ το υψηλότερο κόστος υλοποίησης των έργων θα οδηγήσει τις εταιρείες σε μείωση του εργατικού δυναμικού.
Οι ακριβότερες τιμές στον ενεργειακό τομέα θα σημαίνουν αυτόματα και επιπλέον επιβάρυνση στα έξοδα των αμερικανών πολιτών, ένα γεγονός που σίγουρα η κυβέρνηση θα ήθελε να αποφύγει.
Εφόσον η Ουάσιγκτον δεν αναθεωρήσει την τρέχουσα πολιτική της, είναι πολύ πιθανό μέσα στο επόμενο διάστημα η παραγωγή πετρελαίου της χώρας να επιβραδυνθεί, καθιστώντας τον στόχο των εξαγωγών 11 εκατ. βαρελιών ημερησίως ιδιαίτερα δύσκολο.
Η δυσκολία υλοποίησης των πετρελαϊκών έργων στις ΗΠΑ, καθώς και η μείωση της διάθεσης των προϊόντων της στην παγκόσμια αγορά θα βάλουν «φρένο» στην ανοδική πορεία του κλάδου.
Μα βάση τα παραπάνω δεδομένο, γίνεται κατανοητό ότι περισσότερο κερδισμένοι θα μπορούσαν να βγουν ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία, παρά οι ΗΠΑ, από αυτή την εξέλιξη.
Σε μία χρονική περίοδο όπου ο ΟΠΕΚ και Ρωσία περιορίζουν όλο και περισσότερο την παραγωγή τους προκειμένου να τονώσουν τις τιμές του πετρελαίου, η άνοδος της αμερικανικής παραγωγής αυξάνει αυτόματα και το μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά.
Μία ενδεχόμενη επιβράδυνση της ενεργειακής ανάπτυξης της Ουάσιγκτον θα βοηθούσε τις υπόλοιπες χώρες να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους, όταν και θα ολοκληρωθεί η συμφωνία για τις περικοπές στο πετρέλαιο, γεγονός που θα διαφοροποιήσει ξανά τις ισορροπίες στον ενεργειακό κλάδο.
Παράλληλα, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ΟΠΕΚ είχε προειδοποιήσει πριν από μερικές ημέρες για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ο εμπορικός προστατευτισμός των ΗΠΑ στις τιμές του πετρελαίου.
Όπως τόνισε ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, ο εμπορικός προστατευτισμός της Ουάσιγκτον, καθώς και ένας ενδεχόμενος εμπορικός πόλεμος με την Κίνα θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, η οποία βρίσκεται σε σταθερά ανοδική πορεία τους τελευταίους μήνες.
Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της ζήτησης προς τον μαύρο χρυσό, γεγονός που θα οδηγήσει σε νέα αύξηση των παγκόσμιων αποθεμάτων και σε νέα πτώση των τιμών.
Αν και δασμοί των ΗΠΑ ευνοούν και ζημιώνουν με διαφορετικούς τρόπου τις μεγάλες οικονομίες παγκοσμίως, το μόνο σίγουρο είναι ότι καμία από αυτές δε θα επιθυμούσε μία νέα «βουτιά» στις τιμές του πετρελαίου, η οποία θα μπορούσε να μπορούσε να περιπλέξει για ακόμα μία φορά την παγκόσμια ενεργειακή αγορά.
www.bankingnews.gr
Παράλληλα, οι δασμοί που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων έφεραν αντιδράσεις από την πλευρά της Κίνας, η οποία προχώρησε με τη σειρά της σε αντίμετρα κατά των αμερικανικών προϊόντων που εισάγει, αυξάνοντας τις ανησυχίες για έναν ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών.
Οι αποφάσεις της Ουάσιγκτον, παρά το γεγονός ότι ελήφθησαν με σκοπό να ευνοήσουν την αμερικανική οικονομία, ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αποδειχθούν ζημιογόνες για ορισμένους τομείς από τους οποίους οι ΗΠΑ επωφελούνται άμεσα, όπως είναι αυτός του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Σε μία χρονική περίοδο όπου η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, η επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου θα μπορούσε να «απειλήσουν» τα σχέδια του Trump για ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας.
Ο χάλυβας αποτελεί ένα βασικό υλικό για την κατασκευή των αγωγών που χρησιμοποιούν οι πετρελαϊκές εταιρείες, γεγονός που σημαίνει αυτόματα ότι οι εταιρείες θα πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερα ποσά προκειμένου να κατασκευάσουν νέους αγωγούς, λόγω των δασμών.
Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη χώρα από θέμα εισαγωγής χάλυβα, με τον σχετικό όγκο να είναι υπερδιπλάσιος σε σύγκριση με το 2009.
Ως εκ τούτου, το υψηλότερο κόστος κατασκευής αγωγών θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική καθυστέρηση ή ακόμα και σε αναστολή δημιουργίας νέων έργων στον πετρελαϊκό τομέα, σε μία χρονική περίοδο όπου η χώρα βρίσκεται σε σταθερά ανοδική πορεία.
Επιπλέον, οι δασμοί ενδέχεται να προκαλέσουν την αντίποινα ορισμένων χωρών, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί και σε μείωση εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάλιστα, αυτής της περίπτωσης αποτελεί η Κίνα, η οποία θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να απομακρυνθεί από την αμερικανική ενεργειακή αγορά και να αυξήσει τις εισαγωγές τις από τις χώρες του ΟΠΕΚ.
Σημαντικές επιπτώσεις θα προκύψουν και στον τομέα φυσικού αερίου, όπου η Ουάσιγκτον προσπαθεί να κερδίσει έδαφος απέναντι σε χώρες οι οποίες ηγούνται του τομέα, όπως είναι η Ρωσία.
Τα παραπάνω ζητήματα φαίνεται ότι τα αναγνωρίζει και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, το οποίο είχε εκφράσει άμεσα τους προβληματισμούς του μετά την ανακοίνωση του Trump για την επιβολή δασμών.
«Οι δράσεις που ελήφθησαν σήμερα είναι ασύμβατες με τον στόχο της κυβέρνησης να συνεχιστεί η ενεργειακή αναγέννηση και να κατασκευαστούν υποδομές παγκόσμιας κλάσης», είχε σχολιάσει ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του API, Jack Gerard, προσθέτοντας ότι «η αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου βασίζεται για πολλά έργα της σε ειδικό χάλυβα τον οποίο οι περισσότερες χαλυβουργίες των ΗΠΑ δε μπορούν να προμηθεύσουν».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και ορισμένες αμερικανικές εταιρείες του κλάδου, εκτιμώντας ότι οι πρακτικές της κυβέρνησης θα καταστήσουν τις ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικές σε σύγκριση με τον ΟΠΕΚ, ενώ το υψηλότερο κόστος υλοποίησης των έργων θα οδηγήσει τις εταιρείες σε μείωση του εργατικού δυναμικού.
Οι ακριβότερες τιμές στον ενεργειακό τομέα θα σημαίνουν αυτόματα και επιπλέον επιβάρυνση στα έξοδα των αμερικανών πολιτών, ένα γεγονός που σίγουρα η κυβέρνηση θα ήθελε να αποφύγει.
Εφόσον η Ουάσιγκτον δεν αναθεωρήσει την τρέχουσα πολιτική της, είναι πολύ πιθανό μέσα στο επόμενο διάστημα η παραγωγή πετρελαίου της χώρας να επιβραδυνθεί, καθιστώντας τον στόχο των εξαγωγών 11 εκατ. βαρελιών ημερησίως ιδιαίτερα δύσκολο.
Η δυσκολία υλοποίησης των πετρελαϊκών έργων στις ΗΠΑ, καθώς και η μείωση της διάθεσης των προϊόντων της στην παγκόσμια αγορά θα βάλουν «φρένο» στην ανοδική πορεία του κλάδου.
Μα βάση τα παραπάνω δεδομένο, γίνεται κατανοητό ότι περισσότερο κερδισμένοι θα μπορούσαν να βγουν ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία, παρά οι ΗΠΑ, από αυτή την εξέλιξη.
Σε μία χρονική περίοδο όπου ο ΟΠΕΚ και Ρωσία περιορίζουν όλο και περισσότερο την παραγωγή τους προκειμένου να τονώσουν τις τιμές του πετρελαίου, η άνοδος της αμερικανικής παραγωγής αυξάνει αυτόματα και το μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά.
Μία ενδεχόμενη επιβράδυνση της ενεργειακής ανάπτυξης της Ουάσιγκτον θα βοηθούσε τις υπόλοιπες χώρες να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους, όταν και θα ολοκληρωθεί η συμφωνία για τις περικοπές στο πετρέλαιο, γεγονός που θα διαφοροποιήσει ξανά τις ισορροπίες στον ενεργειακό κλάδο.
Παράλληλα, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ΟΠΕΚ είχε προειδοποιήσει πριν από μερικές ημέρες για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ο εμπορικός προστατευτισμός των ΗΠΑ στις τιμές του πετρελαίου.
Όπως τόνισε ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, ο εμπορικός προστατευτισμός της Ουάσιγκτον, καθώς και ένας ενδεχόμενος εμπορικός πόλεμος με την Κίνα θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, η οποία βρίσκεται σε σταθερά ανοδική πορεία τους τελευταίους μήνες.
Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της ζήτησης προς τον μαύρο χρυσό, γεγονός που θα οδηγήσει σε νέα αύξηση των παγκόσμιων αποθεμάτων και σε νέα πτώση των τιμών.
Αν και δασμοί των ΗΠΑ ευνοούν και ζημιώνουν με διαφορετικούς τρόπου τις μεγάλες οικονομίες παγκοσμίως, το μόνο σίγουρο είναι ότι καμία από αυτές δε θα επιθυμούσε μία νέα «βουτιά» στις τιμές του πετρελαίου, η οποία θα μπορούσε να μπορούσε να περιπλέξει για ακόμα μία φορά την παγκόσμια ενεργειακή αγορά.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών