Η ανάκαμψη της Ευρωζώνης το 2017 ήταν για πολλούς μία έκπληξη αλλά το τρέχον έτος οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι, η κατάσταση δεν θα εξελιχθεί το ίδιο ευχάριστα, σημειώνουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times.
Τα στοιχεία από τους τομείς των κατασκευών καταδεικνύουν, πως η ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου του 2018 πιθανότατα θα είναι ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν.
Οι προβλέψεις έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω εν μέσω ανησυχιών ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης έχει κορυφωθεί ενώ οι εμπορικές εντάσεις παγκοσμίως θα μπορούν να επιδεινώσουν περαιτέρω την εικόνα.
«Η ουσία είναι ότι η επιτάχυνση της οικονομίας της ευρωζώνης έχει σταματήσει», δήλωσε ο Florian Hense, οικονομολόγος της Berenberg Bank.
«Είναι απίθανο να δούμε τους ρυθμούς ανάπτυξης που παρατηρήσαμε στο δεύτερο μισό του περασμένου έτους, το 2018», πρόσθεσε.
Συνολικά, η Ευρωζώνη είχε ρυθμό ανάπτυξης 2,5% το 2017, το μεγαλύτερο ποσοστό εδώ και μία δεκαετίας.
Σημαντικότερη ήταν η ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Πλανάται το ερώτημα, αν η επιβράδυνση της οικονομίας είναι αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων ή αποτελεί την αρχή μιας πιο σοβαρής και διαρθρωτικής αλλαγής.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τις επιδόσεις της Γερμανίας, της κινητήριας δύναμης της οικονομίας της Ευρωζώνης, η οποία είναι υπεύθυνη για το ένα τρίτο περίπου της οικονομικής παραγωγής της οικονομικής Ένωσης.
Ο βιομηχανικός δείκτης στην Ευρωζώνη, ένας σημαντικός δείκτης εμπιστοσύνης αναρριχήθηκε το 2017.
Έκτοτε και από τις 60 μονάδες τον Δεκέμβριο 2017 «προσγειώθηκε» στις 57 τον Μάρτιο 2018.
Αν ο δείκτης υποχωρήσει κάτω από τις 50 μονάδες η οικονομία της Ευρωζώνη εισέρχεται σε φάση περιστολής της ανάπτυξης.
Στη Γερμανία, ο δείκτης ZEW, ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομικής συγκυρίας στη χώρα, έπεσε σε πενταετή χαμηλό το Μάρτιο 2018 λόγω ανησυχιών ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει παράπλευρες απώλειες από την εμπορική ένταση των ΗΠΑ-Κίνας.
Η γερμανική βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε επίσης το Φεβρουάριο κατά 1,6% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ οι εξαγωγές υποχώρησαν κατά 3,2% σε εποχικά διορθωμένη βάση από τα επίπεδα του Ιανουαρίου - η πιο μεγάλη πτώση από τον Αύγουστο του 2015 .
Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η επιβράδυνση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε βραχυπρόθεσμους παράγοντες, όπως οι εργασιακές και μισθολογικές διαφορές αλλά και ένα κύμα γρίπης, που επηρέασε χιλιάδες ανθρώπους.
Άλλοι εκτιμούν, πως πρόκειται για μία φυσική εξέλιξη μετά από μία εξαιρετικά ισχυρή ανάπτυξη.
Η αίσθησή μου, πως η ανάπτυξη θα εμπεδωθεί με πιο βιώσιμους ρυθμούς, ενδεχομένως όχι το ίδιο εντυπωσιακά, σημείωσε o Chris Williamson, οικονομολόγος της IHS Markit.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Μάρτιο, προέβλεψε 2,4% ανάπτυξη για το 2018, ακολουθούμενη από 1,9% το 2019 και 1,7% το 2020.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι παραγγελίες μειώθηκαν ελαφρά, αλλά ήταν σε χαμηλά επίπεδα», ανέφερε ο Γερμανός οικονομολόγος
Klaus Günter Deutsch.
Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι ανησυχούν ότι υπάρχουν περισσότεροι διαρθρωτικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη μελλοντική ανάπτυξη.
Κάποιοι υποδηλώνουν ότι η επιβράδυνση θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι η ταχεία ανάκαμψη δεν επέτρεψε στις γερμανικές επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγική ικανότητά τους.
Πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν να βρουν ειδικευμένους εργαζόμενους.
Ο Henrik Meincke, επικεφαλής οικονομολόγος της VCI, γερμανικού εμπορικού φορέα για τη χημική βιομηχανία, δήλωσε ότι ενώ οι επιχειρήσεις του κλάδου του δεν ανέμεναν οικονομική αποτυχία, πολλοί είχαν κλεισμένα τα βιβλία παραγγελιών τους περιορίζοντας την προοπτική ανάπτυξης.
Οι εξαγωγικές αγορές γίνονται επίσης πιο προκλητικές.
Ο Jörg Krämer, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, επεσήμανε ότι η ανταγωνιστικότητα των αγαθών της ΕΕ έχει πληγεί από την ανατίμηση του ευρώ κατά 7% τους τελευταίους 12 μήνες.
Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι ο αντίκτυπος της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την ποσοτική χαλάρωση (QE) μπορεί να έχει αρχίσει να εξασθενεί, τώρα που οι αγορές ομολόγων έχουν μειωθεί από 80 δισ. Ευρώ το μήνα το 2016 σε 30 δισ. ευρώ, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα.
Οι κορυφαίοι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής της ΕΚΤ θα συναντηθούν την Πέμπτη (26/4/2018) για να συζητήσουν εάν μια επιβράδυνση σημαίνει πως θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους για τον τερματισμό του QE, που προγραμματίζεται το αργότερο τον Σεπτέμβριο 2018.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν ήδη μιλήσει για «μετριοπάθεια» στην ανάπτυξη, αν και ο πρόεδρος της Bundesbank Jens Weidmann εκτίμησε, πως η οικονομία της Ευρωζώνης συνεχίσει να αναπτύσσεται.
Η κυριότερη ανησυχία είναι ότι ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα μπορούσε να πλήξει την Ευρωζώνη με διάφορους τρόπους – κυρίως τις εξαγωγικές αγορές των ευρωπαϊκών κατασκευαστών, εξασθενίζοντας την εμπιστοσύνη και τις ζημιογόνες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας François Villeroy de Galhau, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου λόγω των «προστατευτικών απειλών, των δυσμενών σεναρίων συναλλαγματικών ισοτιμιών και των απότομων διορθώσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Κάλεσε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στον κίνδυνο ενός τόσο επικίνδυνου σεναρίου, το οποίο θα απαιτούσε αλλαγές στη νομισματική πολιτική.
Ορισμένοι οικονομολόγοι αναμένουν ήδη ότι η ΕΚΤ θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να αυξήσει τα επιτόκια από τα σημερινά χαμηλά επίπεδα ρεκόρ.
Ένας από αυτούς είναι ο Krämer, ο οποίος εκτιμά ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν μόνο το φθινόπωρο του 2019 - σε σύγκριση με τις προηγούμενες προσδοκίες αύξησης στα μέσα του επόμενου έτους.
«Ο κίνδυνος για την επιβολή σημαντικών εμπορικών φραγμών έχει αυξηθεί σημαντικά», δήλωσε ο Krämer. Αυτό, πρόσθεσε, είναι ο λόγος για τον οποίο τώρα αναμένει χαμηλότερη ανάπτυξη «όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για την εξαγωγική γερμανική οικονομία και την Ευρωζώνη».
www.banklingnews.gr
Financial Times: Γιατί το 2018 δεν θα είναι μία καλή χρονιά για την οικονομία της Ευρωζώνης
Οι προβλέψεις έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω εν μέσω ανησυχιών ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης έχει κορυφωθεί ενώ οι εμπορικές εντάσεις παγκοσμίως θα μπορούν να επιδεινώσουν περαιτέρω την εικόνα
Σχόλια αναγνωστών