Η δήλωση Trump για «μη επίτευξη συμφωνίας» με την Κίνα για εμπορικά θέματα άσκησε ισχυρές πιέσεις στις αμερικανικές μετοχές
Η δήλωση του Αμερικανού προέδρου Donald Trump ότι δεν αναμένει θετική κατάληξη στις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για εμπορικά θέματα, ήταν αρκετή ώστε να οδηγήσει χαμηλότερα τη Wall Street, καθώς επέστρεψαν οι ανησυχίες για πιθανό εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο ισχυρότερων οικονομιών της υφηλίου.
Ο Dow Jones υποχώρησε 0,22% για να διαμορφωθεί στο επίπεδο των 24.714 μονάδων, με τις μετοχές των Cisco και Walmart να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες απώλειες, οι οποίες έφθασαν στο 3,7% και 2,6% αντίστοιχα.
Πτώση 0,09% για τον S&P 500 στις 2.720 μονάδες, με τις ισχυρότερες πιέσεις να δέχεται ο τεχνολογικός κλάδος και ο αντίστοιχος δείκτης να υποχωρεί 0,9%.
Στο 0,21% οι απώλειες για τον Nasdaq στις 7.382 μονάδες, λόγω των πιέσεων που ασκήθηκαν στις μετοχές των Facebook, Amazon, Netflix, Apple και Alphabet.
«Θα είναι επιτυχημένες; (σ.σ.: οι διαπραγματεύσεις). Δεν νομίζω», δήλωσε ο Trump, λίγες ώρες μετά το ξεκίνημα του δεύτερου γύρου των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
«Ο λόγος που αμφιβάλω είναι γιατί η Κίνα είνα κακομαθημένη.
Η ΕΕ είναι ακόμη πιο κακομαθημένη.
Αρκετές χώρες είναι κακομαθημένες, γιατί έπαιρναν πάντα το 100% αυτού που ήθελαν από τις ΗΠΑ», προσέθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει κλιμακωθεί τους τελευταίους μήνες καθώς οι δύο χώρες έχουν επιβάλλει δασμούς σε συγκεκριμένα προϊόντα.
«Η Κίνα στο τέλος θα εξευμενίσει τις ΗΠΑ αλλά η αγορά ανησυχεί γιατί δεν ξέρει πότε θα συμβεί αυτό και πώς θα πρέπει να το αντιμετωπίσει», τονίζει, μιλώντας στο CNBC, ο Salvatore Ruscitti, αναλυτής της MRB Partners.
Οι πιέσεις στις μετοχές οφείλονται και στη συνεχιζόμενη αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων, με αυτή του 10ετούς να φθάνει εκ νέου άνω του 3,1%, ενώ του 2ετούς παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και μία 10ετία.
Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη Dow Jones
Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη S&P 500
Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη Nasdaq
Fed
Τη θέση ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ «βρίσκονται πολύ κοντά σε ένα ουδέτερο επίπεδο», διατύπωσε για ακόμα μία φορά ο πρόεδρος της St. Louis Federal Reserve, James Bullard, τονίζοντας ότι οι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα περιορίσουν την ανάπτυξη της οικονομίας και θα ασκήσουν πιέσεις στον πληθωρισμό.
Ειδικότερα, όπως υπογράμμισε ο Bullard σε συνέντευξή του στο Bllomberg, αναφερόμενος στο ζήτημα των επιτοκίων, «εάν αρχίσουμε να ανεβαίνουμε από εδώ, θα εισέλθουμε σε ένα περιοριστικό έδαφος».
«Θέλουμε πραγματικά να κάνουμε κάτι τέτοιο όταν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό βρίσκονται ήδη χαμηλότερα σε σχέση με τον στόχο μας για τα επόμενα πέντε χρόνια;», αναρωτήθηκε ο πρόεδρος της St. Louis Fed, ο οποίος λίγες μέρες νωρίτερα είχε αναφέρει πως «υπάρχουν λόγοι για επιφυλακτικότητα απέναντι στην αύξηση των επιτοκίων, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες».
Ο Bullard έχει ταχθεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια κατά περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, μέχρις ότου να είναι σαφές ότι ο πληθωρισμός, η ανάπτυξη και τα επιτόκια της αγοράς έχουν μετατοπιστεί σε ένα υψηλότερο, πιο δυναμικό «καθεστώς».
Ωστόσο, οι συνάδελφοί του έχουν προχωρήσει σε σταδιακές αυξήσεις των επιτοκίων, εκτιμώντας ότι χρειάζονται τουλάχιστον δύο ακόμα φέτος, δεδομένου ότι η ανεργία βρίσκεται στο 3,9% και πληθωρισμός κινείται προς τον στόχο του 2% της Fed.
Ενώ ο πληθωρισμός εμφανίζεται τώρα κοντά στο 2%, ο Bullard ανέφερε ότι η εκτίμησή του για τις πληθωριστικές προσδοκίες που βασίζονται στην αγορά δείχνουν ότι οι επενδυτές «πιστεύουν ότι επί του παρόντος υπάρχει μικρή πληθωριστική πίεση στις ΗΠΑ».
Η διατήρηση των επιτοκίων σε σταθερά επίπεδα, ανέφερε ο ίδιος, θα «προσανατόλιζε εκ νέου τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό προς τον στόχο».
Ο ίδιος παρουσίασε μια παρόμοια υπόθεση για να δοθεί περισσότερος χρόνος στις επιχειρήσεις να επενδύσουν και για να επεκτείνουν αυτό που βλέπει ως μια «υγιή» ισορροπία στις αγορές εργασίας, όπου οι αυξημένες μισθολογικές πιέσεις προσφέρουν στις εταιρείες τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της πληρωμής περισσότερων εργαζομένων ή της επένδυσης περισσότερων κεφαλαίων για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Την άποψη ότι η χαμηλή αύξηση των μισθών στις ΗΠΑ, παρά την πολύ χαμηλή ανεργία, αποτελεί «μεγάλο αίνιγμα», επανέλαβε σήμερα (17/5/2018) ο πρόεδρος της Federal Reserve της Μινεάπολης, Neel Kashkari.
Όπως δήλωσε ο Kashkari, μια θεωρία που μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητα αργή αύξηση των μισθών μπορεί να είναι ότι η αγορά εργασίας είναι περισσότερο «σφιχτή» από ό,τι δείχνει το ποσοστό της ανεργίας στο 3,9%.
Μια άλλη πιθανή εξήγηση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι οι επιχειρήσεις έχουν αποκτήσει διαπραγματευτική ισχύ σε βάρος των εργαζομένων, κάτι που τους δίνει προβάδισμα στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις.
Μακροοικονομία
Αύξηση μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη κατέγραψαν την περασμένη εβδομάδα οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας στις ΗΠΑ, αν και ο αριθμός των επιδομάτων μετά την πρώτη εβδομάδα διολίσθησε στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1973.
Ειδικότερα, όπως ανακοίνωσε σήμερα (17/5/2018) το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας, οι αρχικές αιτήσεις για επίδομα ανεργίας αυξήθηκαν κατά 11.000, στις 222.000, την εβδομάδα έως τις 12 Μαΐου 2018, ενώ οι οικονομολόγοι είχαν προβλέψει μια αύξηση των αιτήσεων στις 215.000.
Σημειώνεται ότι οι αιτήσεις της προηγούμενης εβδομάδας παρέμειναν αμετάβλητες, στις 211.000.
Παράλληλα, ο μέσος όρος τεσσάρων εβδομάδων για τις νέες αιτήσεις υποχώρησε κατά 2.750, στις 213.250 την περασμένη εβδομάδα - το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 1969.
Την ίδια ώρα, ο αριθμός των ανθρώπων που λαμβάνουν επίδομα μετά την αρχική εβδομάδα βοήθειας υποχώρησε κατά 87.000, στο 1,71 εκατ. την εβδομάδα έως τις 5 Μαΐου 2018 - το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 1973.
Αύξηση ύψους 63 δισεκ. δολαρίων (0,5%) κατέγραψε το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2018, με την επίδοση να ανέρχεται πλέον σε 13,21 τρισεκ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve, Fed) της Νέας Υόρκης.
Τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 57 δισεκ. σε τριμηνιαία βάση, στα 8,94 τρισεκ. δολάρια, ενώ το ποσοστό των δανείων με καθυστέρηση έμεινε σχεδόν αμετάβλητο, ήτοι 8%.
Όπως ανέφερε σε χθεσινή της έκθεσή η DBRS, το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών έχει φθάσει πλέον σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και συνεχίζει να αυξάνεται, ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα οικονομικά των Αμερικανών πολιτών κρίνονται σημαντικά βελτιωμένα.
Ως αποτέλεσμα, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής που έχει βάλει εμπρός η Federal Reserve δεν αναμένεται να αυξήσει αισθητά την πίεση των αμερικανικών νοικοκυριών, εκτιμά ο καναδικός οίκος, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά στη μόχλευση, ο λόγος του χρέους προς το διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά μειώθηκε από το ιστορικό υψηλό του 127,9% το 2007, σε μόλις 99,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2015.
Έκτοτε, καταγράφηκε μέτρια αύξηση, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 101,1% το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι το χρέος ενυπόθηκων δανείων ανέρχεται σε 10,1 τρισεκ. δολάρια και αντιπροσωπεύει το 73% του συνολικού χρέους των νοικοκυριών, επίδοση μειωμένη σε σύγκριση με τα επίπεδα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Επιχειρήσεις
Κέρδη και έσοδα καλύτερα των προσδοκιών ανέφερε για το α’ τρίμηνο του 2018 ανέφερε για το α’ τρίμηνο του 2018 η Walmart, ενώ ανέβασαν ταχύτητητα οι διαδικτυακές της πωλήσεις, όπως ανακοίνωσε σήμερα (17/5/2018) η μεγαλύτερη εταιρεία λιανεμπορίου στον κόσμο.
Οι διαδικτυακές πωλήσεις της Walmart αυξήθηκαν κατά 33% στο τρίμηνο έως τις 30 Απριλίου 2018, έναντι της αύξησης 23% του προηγούμενου τριμήνου, με την αμερικανική εταιρεία να προβλέπει μια αύξηση 40% για το σύνολο του έτους.
Εξαιρουμένων εκτάκτων στοιχείων, τα προσαρμοσμένα κέρδη της Walmart διαμορφώθηκαν σε 1,14 δολ. ανά μετοχή, έναντι των προβλέψεων των αναλυτών για κέρδη 1,12 δολ. ανά μετοχή.
Οι συγκρίσιμες πωλήσεις της εταιρείας αυξήθηκαν κατά 2,1%, ενώ τα συνολικά της έσοδα σημείωσαν αύξηση 4,4% και διαμορφώθηκαν στα 122,7 δισ. δολ., ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις, που έκαναν λόγο για 120,5 δισ. δολ.
Η JC Penney εμφάνισε ζημιές 78 εκατ. δολαρίων στο α΄ τρ'ιμηνο ήτοι 25 σεντς ανά μετοχή έναντι των ζημιών 187 εκατ. δολαρίων ή 60 σεντς ανά μετοχή πριν από ένα χρόνο.
Η JC Penney αναμένει ότι οι συγκρίσιμες πωλήσεις θα κυμανθούν από αμετάβλητες μέχρι αύξηση 2%.
Η Williams Companies ανακοίνωσε την εξαγορά της Williams Partners, ύψους 10,5 δισ. δολαρίων.
Με βάση τους όρους της συμφωνίας, η Williams θα ανταλλάξει 1,494 μετοχές της για κάθε μία της Williams Partners.
Αναλύσεις
Η Morgan Stanley έχει ορισμένα θετικά και ορισμένα αρνητικά μηνύματα για τους επενδυτές.
Τα καλά νέα είναι ότι η ανοδική πορεία της Wall Street δεν θα τελειώσει ακόμη.
Τα κακά νέα είναι ότι οι επενδυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για την αναπόφευκτη πτώση που θα καταφθάσει, το πιθανότερο μετά το καλοκαίρι του 2018.
Σε έκθεση του αναλυτή της Morgan Stanley, Andrew Sheets, προβλέπεται ότι οι μετοχές μπορεί να «σημειώσουν ένα τελευταίο ράλι», κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά θα φθάσουν στο ζενίθ τους στο β’ τρίμηνο του 2018.
«Αυτή η αγορά ταύρων έχει αρχίσει να φθίνει», υπογραμμίζει ο Sheets.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι υπάρχει μία σειρά μέχρι σήμερα θετικών μακροοικονομικών δεδομένων τα οποία μετατράπηκαν σε αρνητικά.
Η παγκόσμια ανάπτυξη υποχωρεί, ο πληθωρισμός ενισχύεται, η Ουάσιγκτον ξέχασε τις φοροαπαλλαγές και επιβάλλει δασμούς, ενώ η Fed εμφανίζεται έτοιμη να ξεκινήσει ένα κρεσέντο αύξησης επιτοκίων.
«Το πρόβλημα είναι ότι όλα τα παραπάνω αλλάζουν ταυτόχρονα.
Δεν πρόκειται απλά για τη δημιουργία ενός πιο σκληρού περιβάλλοντος για τις μετοχές αλλά για μία θεμελιώδη αλλαγή», προσθέτει ο Sheets.
Η bull markets ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2009 και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε διάρκεια.
Ο δείκτης S&P 500 έχει διπλασιάσει την αποτίμησή του σε σύγκριση με τις 666 μονάδες που βρέθηκε στο ζενίθ της κρίσης.
Ο Dow ανέβηκε από 18.333 μονάδες όταν εξελέγη ο Trump στο επίπεδο – ρεκόρ των 26.616 μονάδων στα τέλη Ιανουαρίου 2017.
Ωστόσο, οι φόβοι για τον πληθωρισμό και τους εμπορικούς πολέμους οδήγησαν σε ελεύθερη πτώση τις μετοχές.
Το μεγαλύτερο ερώτημα που θέτει αυτή τη στιγμή η Wall Street είναι εάν η bull market θα ξεμείνει τελικά από δυνάμεις.
Η Morgan Stanley υποστηρίζει ότι η αγορά είναι ήδη «εν μέσω μιας διαδικασίας να φθάσει στο ζενίθ της».
«Εντός του 2018 θα υπάρξει μία σειρά έντονων διακυμάνσεων, οι ακραίες αναταράξεις που είδαμε στις αρχές του έτους θα επαναληφθούν», σημειώνει ο Sheets.
Περίπου το 60% των διαχειριστών κεφαλαίων που ερωτήθηκαν από την Bank of America Merrill Lynch στις αρχές Μαΐου δήλωσαν ότι πιστεύουν ότι οι αποτιμήσεις έχουν φθάσει στο ζενίθ τους ή θα φθάσουν πολύ σύντομα.
Οι επενδυτές ανησυχούν επίσης ότι η οικονομική επέκταση, θα αρχίσει να περιορίζεται.
Παρόλο που μόνο το 2% των διαχειριστών κεφαλαίων που ερωτήθηκαν από την Bank of America πιστεύουν ότι θα υπάρξει διολίσθηση σε ύφεση το 2018, το 84% βλέπει μια κάμψη στα τέλη του 2020.
Κατά μέσο όρο οι αναλυτές τοποθετούν την έναρξη της ύφεσης στο α’ εξάμηνο του 2020.
«Κάποια στιγμή το επόμενο ενάμισι έτος, η οικονομία πιθανότατα θα εξασθενίσει», δήλωσε ο Guy LeBas, στρατηγικός αναλυτής στη Janney Capital, προσθέτοντας ότι αυτό είναι μέρος του φυσικού κύκλου της οικονομίας.
Πάντως στα καλά νέα είναι ότι η Morgan Stanley δεν προβλέπει την επανάληψη του μακελειού που υπέστη η χρηματιστηριακή αγορά όταν ξέσπασε η φούσκα dot-com ή ξεκίνησε η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση.
Περισσότερα από 20 δισ. δολ. σε αυξήσεις κεφαλαίων και αναχρηματοδότηση χρέους θα χρειαστεί η Tesla έως το 2020, ανέφεραν σήμερα (17/5/2018) οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές υπό τον David Tamberrino, αυτό είναι το ποσό που απαιτείται για τη χρηματοδότηση των τρεχουσών δραστηριοτήτων, των νέων δαπανών για προϊόντα και αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.
Αντικατοπτρίζει επίσης την προσδοκία της Goldman ότι η Tesla θα ξεκινήσει μια νέα μονάδα κατασκευής οχημάτων και μια γιγαντιαία μονάδα παραγωγής στην Κίνα.
«Πιστεύουμε ότι αυτό το επίπεδο κεφαλαιακών συναλλαγών μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσω πολλαπλών οδών, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης νέων ομολόγων (εξασφαλισμένων ή/και μη εξασφαλισμένων), μετατρέψιμων εντόκων γραμματίων και μετοχών», ανέφεραν οι αναλυτές.
«Βλέπουμε αρκετές επιλογές διαθέσιμες για να αναχρηματοδοτήσει η εταιρεία το ωριμάζον χρέος της και να αντλήσει αυξητικά κεφάλαια που θα επιτρέψουν στην Tesla να χρηματοδοτήσει τους αναπτυξιακούς της στόχους», συνεχίζουν οι αναλυτές.
Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η έκδοση περισσότερου χρέους ενδέχεται να επηρεάσει το πιστωτικό προφίλ της εταιρείας, ενώ η έκδοση μετοχών ή μετατρέψιμων τίτλων θα μπορούσε να αποδυναμώσει τους σημερινούς μετόχους.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγες ημέρες, η Morgan Stanley υποβάθμισε την τιμή - στόχο για τη μετοχή της Tesla, από τα 376 στα 291 δολάρια, στον απόηχο των απογοητευτικών οικονομικών αποτελεσμάτων που ανακοίνωσε η εταιρεία για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η Tesla παρουσίασε καθαρές ζημίες ύψους 709,6 εκατ. δολαρίων στο πρώτο τρίμηνο του 2018, έναντι ζημιών 330,3 εκατ. του αντίστοιχου τριμήνου του 2017.
www.bankingnews.gr
Ο Dow Jones υποχώρησε 0,22% για να διαμορφωθεί στο επίπεδο των 24.714 μονάδων, με τις μετοχές των Cisco και Walmart να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες απώλειες, οι οποίες έφθασαν στο 3,7% και 2,6% αντίστοιχα.
Πτώση 0,09% για τον S&P 500 στις 2.720 μονάδες, με τις ισχυρότερες πιέσεις να δέχεται ο τεχνολογικός κλάδος και ο αντίστοιχος δείκτης να υποχωρεί 0,9%.
Στο 0,21% οι απώλειες για τον Nasdaq στις 7.382 μονάδες, λόγω των πιέσεων που ασκήθηκαν στις μετοχές των Facebook, Amazon, Netflix, Apple και Alphabet.
«Θα είναι επιτυχημένες; (σ.σ.: οι διαπραγματεύσεις). Δεν νομίζω», δήλωσε ο Trump, λίγες ώρες μετά το ξεκίνημα του δεύτερου γύρου των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
«Ο λόγος που αμφιβάλω είναι γιατί η Κίνα είνα κακομαθημένη.
Η ΕΕ είναι ακόμη πιο κακομαθημένη.
Αρκετές χώρες είναι κακομαθημένες, γιατί έπαιρναν πάντα το 100% αυτού που ήθελαν από τις ΗΠΑ», προσέθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει κλιμακωθεί τους τελευταίους μήνες καθώς οι δύο χώρες έχουν επιβάλλει δασμούς σε συγκεκριμένα προϊόντα.
«Η Κίνα στο τέλος θα εξευμενίσει τις ΗΠΑ αλλά η αγορά ανησυχεί γιατί δεν ξέρει πότε θα συμβεί αυτό και πώς θα πρέπει να το αντιμετωπίσει», τονίζει, μιλώντας στο CNBC, ο Salvatore Ruscitti, αναλυτής της MRB Partners.
Οι πιέσεις στις μετοχές οφείλονται και στη συνεχιζόμενη αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων, με αυτή του 10ετούς να φθάνει εκ νέου άνω του 3,1%, ενώ του 2ετούς παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και μία 10ετία.
Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη Dow Jones
Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη S&P 500
Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη Nasdaq
Fed
Τη θέση ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ «βρίσκονται πολύ κοντά σε ένα ουδέτερο επίπεδο», διατύπωσε για ακόμα μία φορά ο πρόεδρος της St. Louis Federal Reserve, James Bullard, τονίζοντας ότι οι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα περιορίσουν την ανάπτυξη της οικονομίας και θα ασκήσουν πιέσεις στον πληθωρισμό.
Ειδικότερα, όπως υπογράμμισε ο Bullard σε συνέντευξή του στο Bllomberg, αναφερόμενος στο ζήτημα των επιτοκίων, «εάν αρχίσουμε να ανεβαίνουμε από εδώ, θα εισέλθουμε σε ένα περιοριστικό έδαφος».
«Θέλουμε πραγματικά να κάνουμε κάτι τέτοιο όταν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό βρίσκονται ήδη χαμηλότερα σε σχέση με τον στόχο μας για τα επόμενα πέντε χρόνια;», αναρωτήθηκε ο πρόεδρος της St. Louis Fed, ο οποίος λίγες μέρες νωρίτερα είχε αναφέρει πως «υπάρχουν λόγοι για επιφυλακτικότητα απέναντι στην αύξηση των επιτοκίων, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες».
Ο Bullard έχει ταχθεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια κατά περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, μέχρις ότου να είναι σαφές ότι ο πληθωρισμός, η ανάπτυξη και τα επιτόκια της αγοράς έχουν μετατοπιστεί σε ένα υψηλότερο, πιο δυναμικό «καθεστώς».
Ωστόσο, οι συνάδελφοί του έχουν προχωρήσει σε σταδιακές αυξήσεις των επιτοκίων, εκτιμώντας ότι χρειάζονται τουλάχιστον δύο ακόμα φέτος, δεδομένου ότι η ανεργία βρίσκεται στο 3,9% και πληθωρισμός κινείται προς τον στόχο του 2% της Fed.
Ενώ ο πληθωρισμός εμφανίζεται τώρα κοντά στο 2%, ο Bullard ανέφερε ότι η εκτίμησή του για τις πληθωριστικές προσδοκίες που βασίζονται στην αγορά δείχνουν ότι οι επενδυτές «πιστεύουν ότι επί του παρόντος υπάρχει μικρή πληθωριστική πίεση στις ΗΠΑ».
Η διατήρηση των επιτοκίων σε σταθερά επίπεδα, ανέφερε ο ίδιος, θα «προσανατόλιζε εκ νέου τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό προς τον στόχο».
Ο ίδιος παρουσίασε μια παρόμοια υπόθεση για να δοθεί περισσότερος χρόνος στις επιχειρήσεις να επενδύσουν και για να επεκτείνουν αυτό που βλέπει ως μια «υγιή» ισορροπία στις αγορές εργασίας, όπου οι αυξημένες μισθολογικές πιέσεις προσφέρουν στις εταιρείες τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της πληρωμής περισσότερων εργαζομένων ή της επένδυσης περισσότερων κεφαλαίων για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Την άποψη ότι η χαμηλή αύξηση των μισθών στις ΗΠΑ, παρά την πολύ χαμηλή ανεργία, αποτελεί «μεγάλο αίνιγμα», επανέλαβε σήμερα (17/5/2018) ο πρόεδρος της Federal Reserve της Μινεάπολης, Neel Kashkari.
Όπως δήλωσε ο Kashkari, μια θεωρία που μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητα αργή αύξηση των μισθών μπορεί να είναι ότι η αγορά εργασίας είναι περισσότερο «σφιχτή» από ό,τι δείχνει το ποσοστό της ανεργίας στο 3,9%.
Μια άλλη πιθανή εξήγηση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι οι επιχειρήσεις έχουν αποκτήσει διαπραγματευτική ισχύ σε βάρος των εργαζομένων, κάτι που τους δίνει προβάδισμα στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις.
Μακροοικονομία
Αύξηση μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη κατέγραψαν την περασμένη εβδομάδα οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας στις ΗΠΑ, αν και ο αριθμός των επιδομάτων μετά την πρώτη εβδομάδα διολίσθησε στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1973.
Ειδικότερα, όπως ανακοίνωσε σήμερα (17/5/2018) το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας, οι αρχικές αιτήσεις για επίδομα ανεργίας αυξήθηκαν κατά 11.000, στις 222.000, την εβδομάδα έως τις 12 Μαΐου 2018, ενώ οι οικονομολόγοι είχαν προβλέψει μια αύξηση των αιτήσεων στις 215.000.
Σημειώνεται ότι οι αιτήσεις της προηγούμενης εβδομάδας παρέμειναν αμετάβλητες, στις 211.000.
Παράλληλα, ο μέσος όρος τεσσάρων εβδομάδων για τις νέες αιτήσεις υποχώρησε κατά 2.750, στις 213.250 την περασμένη εβδομάδα - το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 1969.
Την ίδια ώρα, ο αριθμός των ανθρώπων που λαμβάνουν επίδομα μετά την αρχική εβδομάδα βοήθειας υποχώρησε κατά 87.000, στο 1,71 εκατ. την εβδομάδα έως τις 5 Μαΐου 2018 - το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 1973.
Αύξηση ύψους 63 δισεκ. δολαρίων (0,5%) κατέγραψε το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2018, με την επίδοση να ανέρχεται πλέον σε 13,21 τρισεκ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve, Fed) της Νέας Υόρκης.
Τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 57 δισεκ. σε τριμηνιαία βάση, στα 8,94 τρισεκ. δολάρια, ενώ το ποσοστό των δανείων με καθυστέρηση έμεινε σχεδόν αμετάβλητο, ήτοι 8%.
Όπως ανέφερε σε χθεσινή της έκθεσή η DBRS, το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών έχει φθάσει πλέον σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και συνεχίζει να αυξάνεται, ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα οικονομικά των Αμερικανών πολιτών κρίνονται σημαντικά βελτιωμένα.
Ως αποτέλεσμα, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής που έχει βάλει εμπρός η Federal Reserve δεν αναμένεται να αυξήσει αισθητά την πίεση των αμερικανικών νοικοκυριών, εκτιμά ο καναδικός οίκος, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά στη μόχλευση, ο λόγος του χρέους προς το διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά μειώθηκε από το ιστορικό υψηλό του 127,9% το 2007, σε μόλις 99,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2015.
Έκτοτε, καταγράφηκε μέτρια αύξηση, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 101,1% το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι το χρέος ενυπόθηκων δανείων ανέρχεται σε 10,1 τρισεκ. δολάρια και αντιπροσωπεύει το 73% του συνολικού χρέους των νοικοκυριών, επίδοση μειωμένη σε σύγκριση με τα επίπεδα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Επιχειρήσεις
Κέρδη και έσοδα καλύτερα των προσδοκιών ανέφερε για το α’ τρίμηνο του 2018 ανέφερε για το α’ τρίμηνο του 2018 η Walmart, ενώ ανέβασαν ταχύτητητα οι διαδικτυακές της πωλήσεις, όπως ανακοίνωσε σήμερα (17/5/2018) η μεγαλύτερη εταιρεία λιανεμπορίου στον κόσμο.
Οι διαδικτυακές πωλήσεις της Walmart αυξήθηκαν κατά 33% στο τρίμηνο έως τις 30 Απριλίου 2018, έναντι της αύξησης 23% του προηγούμενου τριμήνου, με την αμερικανική εταιρεία να προβλέπει μια αύξηση 40% για το σύνολο του έτους.
Εξαιρουμένων εκτάκτων στοιχείων, τα προσαρμοσμένα κέρδη της Walmart διαμορφώθηκαν σε 1,14 δολ. ανά μετοχή, έναντι των προβλέψεων των αναλυτών για κέρδη 1,12 δολ. ανά μετοχή.
Οι συγκρίσιμες πωλήσεις της εταιρείας αυξήθηκαν κατά 2,1%, ενώ τα συνολικά της έσοδα σημείωσαν αύξηση 4,4% και διαμορφώθηκαν στα 122,7 δισ. δολ., ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις, που έκαναν λόγο για 120,5 δισ. δολ.
Η JC Penney εμφάνισε ζημιές 78 εκατ. δολαρίων στο α΄ τρ'ιμηνο ήτοι 25 σεντς ανά μετοχή έναντι των ζημιών 187 εκατ. δολαρίων ή 60 σεντς ανά μετοχή πριν από ένα χρόνο.
Η JC Penney αναμένει ότι οι συγκρίσιμες πωλήσεις θα κυμανθούν από αμετάβλητες μέχρι αύξηση 2%.
Η Williams Companies ανακοίνωσε την εξαγορά της Williams Partners, ύψους 10,5 δισ. δολαρίων.
Με βάση τους όρους της συμφωνίας, η Williams θα ανταλλάξει 1,494 μετοχές της για κάθε μία της Williams Partners.
Αναλύσεις
Η Morgan Stanley έχει ορισμένα θετικά και ορισμένα αρνητικά μηνύματα για τους επενδυτές.
Τα καλά νέα είναι ότι η ανοδική πορεία της Wall Street δεν θα τελειώσει ακόμη.
Τα κακά νέα είναι ότι οι επενδυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για την αναπόφευκτη πτώση που θα καταφθάσει, το πιθανότερο μετά το καλοκαίρι του 2018.
Σε έκθεση του αναλυτή της Morgan Stanley, Andrew Sheets, προβλέπεται ότι οι μετοχές μπορεί να «σημειώσουν ένα τελευταίο ράλι», κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά θα φθάσουν στο ζενίθ τους στο β’ τρίμηνο του 2018.
«Αυτή η αγορά ταύρων έχει αρχίσει να φθίνει», υπογραμμίζει ο Sheets.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι υπάρχει μία σειρά μέχρι σήμερα θετικών μακροοικονομικών δεδομένων τα οποία μετατράπηκαν σε αρνητικά.
Η παγκόσμια ανάπτυξη υποχωρεί, ο πληθωρισμός ενισχύεται, η Ουάσιγκτον ξέχασε τις φοροαπαλλαγές και επιβάλλει δασμούς, ενώ η Fed εμφανίζεται έτοιμη να ξεκινήσει ένα κρεσέντο αύξησης επιτοκίων.
«Το πρόβλημα είναι ότι όλα τα παραπάνω αλλάζουν ταυτόχρονα.
Δεν πρόκειται απλά για τη δημιουργία ενός πιο σκληρού περιβάλλοντος για τις μετοχές αλλά για μία θεμελιώδη αλλαγή», προσθέτει ο Sheets.
Η bull markets ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2009 και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε διάρκεια.
Ο δείκτης S&P 500 έχει διπλασιάσει την αποτίμησή του σε σύγκριση με τις 666 μονάδες που βρέθηκε στο ζενίθ της κρίσης.
Ο Dow ανέβηκε από 18.333 μονάδες όταν εξελέγη ο Trump στο επίπεδο – ρεκόρ των 26.616 μονάδων στα τέλη Ιανουαρίου 2017.
Ωστόσο, οι φόβοι για τον πληθωρισμό και τους εμπορικούς πολέμους οδήγησαν σε ελεύθερη πτώση τις μετοχές.
Το μεγαλύτερο ερώτημα που θέτει αυτή τη στιγμή η Wall Street είναι εάν η bull market θα ξεμείνει τελικά από δυνάμεις.
Η Morgan Stanley υποστηρίζει ότι η αγορά είναι ήδη «εν μέσω μιας διαδικασίας να φθάσει στο ζενίθ της».
«Εντός του 2018 θα υπάρξει μία σειρά έντονων διακυμάνσεων, οι ακραίες αναταράξεις που είδαμε στις αρχές του έτους θα επαναληφθούν», σημειώνει ο Sheets.
Περίπου το 60% των διαχειριστών κεφαλαίων που ερωτήθηκαν από την Bank of America Merrill Lynch στις αρχές Μαΐου δήλωσαν ότι πιστεύουν ότι οι αποτιμήσεις έχουν φθάσει στο ζενίθ τους ή θα φθάσουν πολύ σύντομα.
Οι επενδυτές ανησυχούν επίσης ότι η οικονομική επέκταση, θα αρχίσει να περιορίζεται.
Παρόλο που μόνο το 2% των διαχειριστών κεφαλαίων που ερωτήθηκαν από την Bank of America πιστεύουν ότι θα υπάρξει διολίσθηση σε ύφεση το 2018, το 84% βλέπει μια κάμψη στα τέλη του 2020.
Κατά μέσο όρο οι αναλυτές τοποθετούν την έναρξη της ύφεσης στο α’ εξάμηνο του 2020.
«Κάποια στιγμή το επόμενο ενάμισι έτος, η οικονομία πιθανότατα θα εξασθενίσει», δήλωσε ο Guy LeBas, στρατηγικός αναλυτής στη Janney Capital, προσθέτοντας ότι αυτό είναι μέρος του φυσικού κύκλου της οικονομίας.
Πάντως στα καλά νέα είναι ότι η Morgan Stanley δεν προβλέπει την επανάληψη του μακελειού που υπέστη η χρηματιστηριακή αγορά όταν ξέσπασε η φούσκα dot-com ή ξεκίνησε η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση.
Περισσότερα από 20 δισ. δολ. σε αυξήσεις κεφαλαίων και αναχρηματοδότηση χρέους θα χρειαστεί η Tesla έως το 2020, ανέφεραν σήμερα (17/5/2018) οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές υπό τον David Tamberrino, αυτό είναι το ποσό που απαιτείται για τη χρηματοδότηση των τρεχουσών δραστηριοτήτων, των νέων δαπανών για προϊόντα και αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.
Αντικατοπτρίζει επίσης την προσδοκία της Goldman ότι η Tesla θα ξεκινήσει μια νέα μονάδα κατασκευής οχημάτων και μια γιγαντιαία μονάδα παραγωγής στην Κίνα.
«Πιστεύουμε ότι αυτό το επίπεδο κεφαλαιακών συναλλαγών μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσω πολλαπλών οδών, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης νέων ομολόγων (εξασφαλισμένων ή/και μη εξασφαλισμένων), μετατρέψιμων εντόκων γραμματίων και μετοχών», ανέφεραν οι αναλυτές.
«Βλέπουμε αρκετές επιλογές διαθέσιμες για να αναχρηματοδοτήσει η εταιρεία το ωριμάζον χρέος της και να αντλήσει αυξητικά κεφάλαια που θα επιτρέψουν στην Tesla να χρηματοδοτήσει τους αναπτυξιακούς της στόχους», συνεχίζουν οι αναλυτές.
Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η έκδοση περισσότερου χρέους ενδέχεται να επηρεάσει το πιστωτικό προφίλ της εταιρείας, ενώ η έκδοση μετοχών ή μετατρέψιμων τίτλων θα μπορούσε να αποδυναμώσει τους σημερινούς μετόχους.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγες ημέρες, η Morgan Stanley υποβάθμισε την τιμή - στόχο για τη μετοχή της Tesla, από τα 376 στα 291 δολάρια, στον απόηχο των απογοητευτικών οικονομικών αποτελεσμάτων που ανακοίνωσε η εταιρεία για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η Tesla παρουσίασε καθαρές ζημίες ύψους 709,6 εκατ. δολαρίων στο πρώτο τρίμηνο του 2018, έναντι ζημιών 330,3 εκατ. του αντίστοιχου τριμήνου του 2017.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών