ΗΠΑ: Στις 12/6 στη Σιγκαπούρη, στις 09:00 το πρωί, τοπική ώρα η ιστορική σύνοδος Trump - Kim Jong un
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι η σύνοδος κορυφής μεταξύ του Αμερικανού προέδρου D. Trump και του Βορειοκορεάτη ηγέτη Kim Jong un θα διεξαχθεί στις 12 Ιουνίου, στη Σιγκαπούρη στις 09:00 το πρωί, τοπική ώρα.
Υπενθυμίζεται ότι για κάποιο διάστημα η συνάντηση των δύο πολιτικών θεωρούνταν αβέβαιη, αλλά τελικά όπως όλα δείχνουν ο πρόεδρος Trump αποφάσισε να την πραγματοποιήσει, γεγονός που φαίνεται να προκαλεί ανακοόυφιση σε αρκετούς, με δεδομένο ότι κανείς δεν χρειάζεται μία ακόμη γεωπολιτική ένταση.
Την προηγούμενη χρονιά ο πρόεδρος Trump απείλησε την Βόρεια Κορέα με «φωτιά και οργή, όπως κανένας δεν έχει δει προηγούμενα», ενώ χλεύασε τον Kim Jong un χαρακτηρίζοντας τον ως «Μικρό Πυραυλάνθρωπο».
Από την πλευρά του, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας ανταπάντησε στα φραστικά πυρά του Αμερικανού προέδρου, χαρακτηρίζοντας τον «πνευματικά ασταθή και ξεμωραμένο».
Σήμερα, οι δύο ηγέτες βαδίζουν προς την πραγματοποίησης μιας ιστορικής διάσκεψης κορυφής, ενώ μια σημαντική συμφωνία μπορεί να βρεθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, σχολιάζει το ABC News.
Ωστόσο, ποιο μπορεί να είναι το πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας;
Αναφορικά με την Βόρεια Κορέα, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Νότια Κορέα επιδιώκουν την αποπυρηνικοποίηση, δηλαδή, επιδιώκουν την πλήρη εγκατάλειψη του πυρηνικού της προγράμματος από την Πιονγιάνγκ.
«Μπορώ να σας πω για τις οδηγίες που μου έδωσε ο πρόεδρος Trump με έμφαση για το πως θα προχωρήσουμε κατά της Βόρειας Κορέας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός των Εξωτερικών M. Pompeo στην διάρκεια ακρόασης από την Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.
«Δεν θα κάνουμε παραχωρήσεις για τις παραχωρήσεις.
Δεν θα το αφήσουμε αυτό να παραταθεί.
Δεν θα παρέχουμε οικονομική βοήθεια μέχρι να έχουμε κάποιες μη αναστρέψιμες ενέργειες.
Όχι λόγια, όχι δεσμεύσεις από την πλευρά της Βόρειας Κορέας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Pompeo.
Η Βόρεια Κορέα από την πλευρά της έχει δηλώσει την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τα πυρηνικά της όπλα, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποσύρουν τους 28.500 Αμερικανούς στρατιώτες που σταθμεύουν στο έδαφος της Νότιας Κορέας.
Στην διάρκεια της ακρόασης, ο Pompeo εξέφρασε την ελπίδα ότι θα επιτευχθεί συμφωνία στην διάσκεψη της Σιγκαπούρης, αλλά και για την προώθηση της συμφωνίας αυτής στο Κογκρέσο.
Η κυβέρνηση Trump αναμένει ότι μία συμφωνία με την Βόρεια Κορέα θα επικυρωθεί ως συνθήκη στο πλαίσιο που προβλέπεται για επίσημες συμφωνίες μεταξύ δύο κυβερνήσεων ή και διεθνών οργανισμών.
Στις ΗΠΑ, η διαπραγμάτευση των διεθνών συμφωνιών γίνεται από την εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση).
Μετά την αποδοχή των όρων μιας συμφωνίας από τους διαπραγματευτές, ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρεί στην αποστολή της συμφωνίας αυτής στην Γερουσία, προκειμένου να συζητηθεί κοινοβουλευτικά (advice and consent) και να γίνει αποδεκτή, μέσω μιας απόφασης επικύρωσης ή αποδοχής της.
Από την άλλη μεριά, οι επικριτές της διπλωματικής προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη προειδοποιούν ότι θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.
«Θα είναι επικίνδυνο να βαδίσουμε στο μονοπάτι μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, χωρίς να είμαστε πλήρως ενημερωμένοι για τις συνέπειες», δήλωσε χαρακτηριστικά στο ABC News, ο B. Klinger υψηλόβαθμος συνεργάτης στον τομέα της έρευνας για το ινστιτούτο (Heritage Foundation).
Παράλληλα, θα προκαλέσει μία δυναμική τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Νότια Κορέα ότι: "ο πόλεμος τελικά τελείωσε γι’ αυτό φέρτε τους στρατιώτες πίσω,” είπε ο ίδιος.
«Οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα δεν πρέπει να υπογράψουν μία συνθήκη ειρήνευσης μέχρι να εξαφανιστεί πλήρως η πυρηνική απειλή από την Βόρεια Κορέα, αλλά κι ο κίνδυνος από το συμβατικό οπλοστάσιό της να μειωθεί», είπε ο Klinger, προσθέτοντας επίσης, ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις της Βόρειας Κορέας θα πρέπει «να μειωθούν και εξοικειωθούν με τη νέα πραγματικότητα» από το αρχικό στάδιο.
«Ο περιορισμός του κίνδυνου μιας ξαφνικής εισβολής από την μία ή την άλλη πλευρά, με την ταυτόχρονη αύξηση της διαφάνειας στις στρατιωτικές δυνάμεις, μπορεί να μειώσει τις εντάσεις όπως επίσης και το ενδεχόμενο αποτροπής χειρισμών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρατιωτική σύγκρουση», τόνισε ο Klinger.
Η αμερικανική κυβέρνηση διαπραγματεύεται το κείμενο μιας συνθήκης, το οποίο, πρέπει να εγκριθεί με πλειοψηφία 2/3 από την Γερουσία, πριν από την επικύρωσή του.
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δίνει έναν ρόλο στην Γερουσία, προκειμένου ο πρόεδρος των ΗΠΑ να εξασφαλίσει μία συμβουλευτική δυνατότητα, αλλά και να γίνεται έλεγχος στην άσκηση των προεδρικών εξουσιών του, σύμφωνα με το αρμόδιο γραφείο στην Γερουσία (Senate’s Historical Office).
Με την κατάθεση του κειμένου της συνθήκης στην Γερουσία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά και σχετικού υλικού που την υποστηρίζει, ενεργοποιείται η Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων που πρέπει να γνωμοδοτήσει θετικά, αρνητικά ή ακόμη και να μην προχωρήσει σε γνωμοδότηση.
Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι θετική, το κείμενο της συνθήκης πηγαίνει προς ψήφιση από την ολομέλεια.
Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι αρνητική, το κείμενο της συνθήκης δεν επιστρέφεται αυτομάτως στον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά παραμένει διαθέσιμο στην Γερουσία για την κοινοβουλευτική σύνθεση του επόμενου Κογκρέσου ή η Γερουσία μπορεί να συμφωνήσει για την επιστροφή του στο προεδρικό γραφείο.
Όταν η συνθήκη βρίσκεται στην ολομέλεια, τότε, η Γερουσία έχει την κοινοβουλευτική δυνατότητα να την τροποποιήσει, αλλά και να την απορρίψει.
Το 1919 και το 1920 η Γερουσία αρνήθηκε να επικυρώσει την Συνθήκη των Βερσαλλιών που είχε διαπραγματευτεί ο πρόεδρος W. Willson, μετά από τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί ότι οι ΗΠΑ θα ήταν νομικά δεσμευμένες να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Κοινωνίας των Εθνών, αντικαθιστώντας τις εξουσίες του Κογκρέσου στην κήρυξη πολέμου.
Πιο πρόσφατα η Γερουσία απέρριψε με ψήφους 61-38 μία συνθήκη του ΟΗΕ (2012) που απαγόρευε τις διακρίσεις κατά ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Μία ομάδα συντηρητικών μελών της Γερουσίας πίστευε ότι η συνθήκη θα παρέδιδε το δικαίωμα λήψης σχετικών αποφάσεων σε επιτροπή του ΟΗΕ, παρεμβαίνοντας στην αμερικανική νομοθεσία.
www.bankingnews.gr
Υπενθυμίζεται ότι για κάποιο διάστημα η συνάντηση των δύο πολιτικών θεωρούνταν αβέβαιη, αλλά τελικά όπως όλα δείχνουν ο πρόεδρος Trump αποφάσισε να την πραγματοποιήσει, γεγονός που φαίνεται να προκαλεί ανακοόυφιση σε αρκετούς, με δεδομένο ότι κανείς δεν χρειάζεται μία ακόμη γεωπολιτική ένταση.
Την προηγούμενη χρονιά ο πρόεδρος Trump απείλησε την Βόρεια Κορέα με «φωτιά και οργή, όπως κανένας δεν έχει δει προηγούμενα», ενώ χλεύασε τον Kim Jong un χαρακτηρίζοντας τον ως «Μικρό Πυραυλάνθρωπο».
Από την πλευρά του, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας ανταπάντησε στα φραστικά πυρά του Αμερικανού προέδρου, χαρακτηρίζοντας τον «πνευματικά ασταθή και ξεμωραμένο».
Σήμερα, οι δύο ηγέτες βαδίζουν προς την πραγματοποίησης μιας ιστορικής διάσκεψης κορυφής, ενώ μια σημαντική συμφωνία μπορεί να βρεθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, σχολιάζει το ABC News.
Ωστόσο, ποιο μπορεί να είναι το πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας;
Αναφορικά με την Βόρεια Κορέα, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Νότια Κορέα επιδιώκουν την αποπυρηνικοποίηση, δηλαδή, επιδιώκουν την πλήρη εγκατάλειψη του πυρηνικού της προγράμματος από την Πιονγιάνγκ.
«Μπορώ να σας πω για τις οδηγίες που μου έδωσε ο πρόεδρος Trump με έμφαση για το πως θα προχωρήσουμε κατά της Βόρειας Κορέας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός των Εξωτερικών M. Pompeo στην διάρκεια ακρόασης από την Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.
«Δεν θα κάνουμε παραχωρήσεις για τις παραχωρήσεις.
Δεν θα το αφήσουμε αυτό να παραταθεί.
Δεν θα παρέχουμε οικονομική βοήθεια μέχρι να έχουμε κάποιες μη αναστρέψιμες ενέργειες.
Όχι λόγια, όχι δεσμεύσεις από την πλευρά της Βόρειας Κορέας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Pompeo.
Η Βόρεια Κορέα από την πλευρά της έχει δηλώσει την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τα πυρηνικά της όπλα, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποσύρουν τους 28.500 Αμερικανούς στρατιώτες που σταθμεύουν στο έδαφος της Νότιας Κορέας.
Στην διάρκεια της ακρόασης, ο Pompeo εξέφρασε την ελπίδα ότι θα επιτευχθεί συμφωνία στην διάσκεψη της Σιγκαπούρης, αλλά και για την προώθηση της συμφωνίας αυτής στο Κογκρέσο.
Η κυβέρνηση Trump αναμένει ότι μία συμφωνία με την Βόρεια Κορέα θα επικυρωθεί ως συνθήκη στο πλαίσιο που προβλέπεται για επίσημες συμφωνίες μεταξύ δύο κυβερνήσεων ή και διεθνών οργανισμών.
Στις ΗΠΑ, η διαπραγμάτευση των διεθνών συμφωνιών γίνεται από την εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση).
Μετά την αποδοχή των όρων μιας συμφωνίας από τους διαπραγματευτές, ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρεί στην αποστολή της συμφωνίας αυτής στην Γερουσία, προκειμένου να συζητηθεί κοινοβουλευτικά (advice and consent) και να γίνει αποδεκτή, μέσω μιας απόφασης επικύρωσης ή αποδοχής της.
Από την άλλη μεριά, οι επικριτές της διπλωματικής προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη προειδοποιούν ότι θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.
«Θα είναι επικίνδυνο να βαδίσουμε στο μονοπάτι μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, χωρίς να είμαστε πλήρως ενημερωμένοι για τις συνέπειες», δήλωσε χαρακτηριστικά στο ABC News, ο B. Klinger υψηλόβαθμος συνεργάτης στον τομέα της έρευνας για το ινστιτούτο (Heritage Foundation).
Παράλληλα, θα προκαλέσει μία δυναμική τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Νότια Κορέα ότι: "ο πόλεμος τελικά τελείωσε γι’ αυτό φέρτε τους στρατιώτες πίσω,” είπε ο ίδιος.
«Οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα δεν πρέπει να υπογράψουν μία συνθήκη ειρήνευσης μέχρι να εξαφανιστεί πλήρως η πυρηνική απειλή από την Βόρεια Κορέα, αλλά κι ο κίνδυνος από το συμβατικό οπλοστάσιό της να μειωθεί», είπε ο Klinger, προσθέτοντας επίσης, ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις της Βόρειας Κορέας θα πρέπει «να μειωθούν και εξοικειωθούν με τη νέα πραγματικότητα» από το αρχικό στάδιο.
«Ο περιορισμός του κίνδυνου μιας ξαφνικής εισβολής από την μία ή την άλλη πλευρά, με την ταυτόχρονη αύξηση της διαφάνειας στις στρατιωτικές δυνάμεις, μπορεί να μειώσει τις εντάσεις όπως επίσης και το ενδεχόμενο αποτροπής χειρισμών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρατιωτική σύγκρουση», τόνισε ο Klinger.
Η αμερικανική κυβέρνηση διαπραγματεύεται το κείμενο μιας συνθήκης, το οποίο, πρέπει να εγκριθεί με πλειοψηφία 2/3 από την Γερουσία, πριν από την επικύρωσή του.
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δίνει έναν ρόλο στην Γερουσία, προκειμένου ο πρόεδρος των ΗΠΑ να εξασφαλίσει μία συμβουλευτική δυνατότητα, αλλά και να γίνεται έλεγχος στην άσκηση των προεδρικών εξουσιών του, σύμφωνα με το αρμόδιο γραφείο στην Γερουσία (Senate’s Historical Office).
Με την κατάθεση του κειμένου της συνθήκης στην Γερουσία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά και σχετικού υλικού που την υποστηρίζει, ενεργοποιείται η Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων που πρέπει να γνωμοδοτήσει θετικά, αρνητικά ή ακόμη και να μην προχωρήσει σε γνωμοδότηση.
Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι θετική, το κείμενο της συνθήκης πηγαίνει προς ψήφιση από την ολομέλεια.
Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι αρνητική, το κείμενο της συνθήκης δεν επιστρέφεται αυτομάτως στον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά παραμένει διαθέσιμο στην Γερουσία για την κοινοβουλευτική σύνθεση του επόμενου Κογκρέσου ή η Γερουσία μπορεί να συμφωνήσει για την επιστροφή του στο προεδρικό γραφείο.
Όταν η συνθήκη βρίσκεται στην ολομέλεια, τότε, η Γερουσία έχει την κοινοβουλευτική δυνατότητα να την τροποποιήσει, αλλά και να την απορρίψει.
Το 1919 και το 1920 η Γερουσία αρνήθηκε να επικυρώσει την Συνθήκη των Βερσαλλιών που είχε διαπραγματευτεί ο πρόεδρος W. Willson, μετά από τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί ότι οι ΗΠΑ θα ήταν νομικά δεσμευμένες να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Κοινωνίας των Εθνών, αντικαθιστώντας τις εξουσίες του Κογκρέσου στην κήρυξη πολέμου.
Πιο πρόσφατα η Γερουσία απέρριψε με ψήφους 61-38 μία συνθήκη του ΟΗΕ (2012) που απαγόρευε τις διακρίσεις κατά ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Μία ομάδα συντηρητικών μελών της Γερουσίας πίστευε ότι η συνθήκη θα παρέδιδε το δικαίωμα λήψης σχετικών αποφάσεων σε επιτροπή του ΟΗΕ, παρεμβαίνοντας στην αμερικανική νομοθεσία.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών