Τελευταία Νέα
Διεθνή

Πιέσεις λόγω ΗΠΑ και Κίνας στη Wall Street - Απώλειες -0,41% για τον Dow Jones

tags :
Πιέσεις λόγω ΗΠΑ και Κίνας στη Wall Street - Απώλειες -0,41% για τον Dow Jones
Έχασε το ψυχολογικό όριο των 25.000 μονάδων ο Dow Jones
Πτωτική πορεία για την αμερικανική αγορά στην πρώτη συνεδρίαση της εβδομάδας καθώς κλιμακώνεται η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με αναλυτές και επενδυτές να εκφράζουν φόβους για έναν σφοδρό εμπορικό πόλεμο.
Πέμπτη διαδοχική συνεδρίαση πτώσης για τον Dow Jones, ο οποίος σημείωσε απώλειες 0,41% στις 24.988 μονάδες, με τον τίτλο της Intel (-3,4%) να εμφανίζει την ισχυρότερη πτώση.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο ευρύτερος βιομηχανικός δείκτης S&P 500, με πτώση 0,21% στις 2.773 μονάδες, ενώ σταθερά ανοδικά κινήθηκε η υψηλή τεχνολογία, με τον Nasdaq να ενισχύεται έστω και μόλις 0,01% στις 7.747 μονάδες.
Στο 3,5% τα κέρδη για τον δείκτη «φόβου» VIX, στο επίπεδο των 12,40 μονάδων.
Σε ιστορικό υψηλή σκαρφάλωσερ η μετοχή της Amazon, με κέρδη 0,5%.
Απώλειες 0,8% για τις μετοχές των Boeing και Caterpillar, δύο εταιρείες που θα δεχθούν ισχυρό πλήγμα εάν κλιμακωθεί ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με δεδομένο ότι η Κίνα είναι μία από τις ισχυρότερες αγορές τους.
«Έχουν δημιουργηθεί πολλά προβλήματα με τους δασμούς.
Βασικότερο όλων ότι ευνοεί πολύ λιγότερους ανθρώπους από αυτούς που πλήττει.
Μπορεί να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας στους τομείς που θα προστατεύσουν οι δασμοί αλλά θα υπάρξουν αυξήσεις τιμών, κάτι που θα πλήξει την κατανάλωση», τονίζει ο Ed Yardeni, επικεφαλής αναλυτής της Yardeni Research, μιλώντας στο CNBC.
Πτωτική πορεία και για τις αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, με αυτή του 10ετούς να φθάνει στο 2,91%, ενώ του 2ετούς στο 2,545%.




Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη Dow Jones




Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη S&P 500




Οι μετοχές με την μεγαλύτερη άνοδο και την μεγαλύτερη πτώση στο δείκτη Nasdaq





Fed

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve, Fed) βρίσκεται κοντά στο να επιτύχει το «ουδέτερο» επίπεδο επιτοκίων, διαβεβαίωσε ο πρόεδρος της Fed της Ατλάντα, Raphael Bostic, μιλώντας στο Rotary Club of Savannah.
Με τον όρο «ουδέτερο» εννοείται το επίπεδο επιτοκίων το οποίο δε χρήζει περαιτέρω αύξηση ή, αντίθετα, μείωση.
Πρόκειται για το επιτόκιο που είναι σύμφωνο με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο δεν ενθαρρύνει ούτε αποθαρρύνει τις επενδύσεις, κατά τη Fed.
Τον περασμένο Μη, εκτίμησε ότι το λεγόμενο ουδέτερο επιτόκιο είναι πιθανώς γύρω στο 2,25% έως 2,75%, έναντι εύρους 1,75%-2% την τρέχουσα χρονική περίοδο (έπειτα από δύο αυξήσεις 25 μονάδων βάσης το 2018).
Στις σημερινές του δηλώσεις, δεν ανέφερε πόσες επιπλέον αυξήσεις των επιτοκίων θα χρειαστούν από την Τράπεζα.
Ο κ. Bostic επισήμανε την υγιή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, με ανάπτυξη για σχεδόν 10 συνεχόμενα χρόνια, σταθερό πληθωρισμό και πολύ χαμηλή ανεργία.
Παράλληλα, απέρριψε μία ενδεχόμενη «δραματικής» αύξηση του πληθωρισμού ή μιας «μη βιώσιμης» άνοδος των μισθών, καθησυχάζοντας με αυτόν τον τρόποι αναλυτές και επενδυτές.

Επιχειρήσεις

Πρόστιμο ύψους 65 εκατ. δολαρίων επέβαλαν στη JPMorgan Chase οι αρχές (Commodity Futures Trading Commission, CFTC) των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς έκριναν ένοχη την αμερικανική τράπεζα για προσπάθεια χειραγώγησης στην αγορά (300 τρισεκ. δολαρίων!) συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (interest-rate swaps).
Όπως αναφέρει η CFTC, η JPMorgan προσπάθησε να χειραγωγήσει τον δείκτη «Isdafix» -αφορά στο δολάριο ΗΠΑ- μεταξύ 2007 και 2010, με απώτερο σκοπό να ευνοήσει τις θέσεις της επί της αγοράς.
Οι traders προσπάθησαν να χειραγωγήσουν το σημείο αναφοράς, διαπραγματευόμενοι ορισμένες πράξεις ανταλλαγής σε εύθετο χρόνο και υποβάλλοντας ψευδείς πληροφορίες σχετικά με το κόστος σύναψης μιας σύμβασης, σύμφωνα με την CFTC.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, η Deutsche Bank κατέβαλε 70 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ενώ τα προηγούμενα χρόνια έχουν επίσης τιμωρηθεί οι Citigroup, Barclays, Goldman Sachs και Royal Bank of Scotland.
Η μεγαλύτερη ποινή, μέχρι στιγμής, ήταν ο διακανονισμός 250 εκατ. δολαρίων της Citigroup, το 2016.
Η Google θα επενδύσει 550 εκατ. δολάρια στην κινεζική εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου JD.com, στο πλαίσιο των προσπαθειών της αμερικανικής τεχνολογικής εταιρείας, να διευρύνει την παρουσία της στις γοργά αναπτυσσόμενες αγορές της Ασίας και να συναγωνιστεί άλλες εταιρείες του κλάδου, όπως η Amazon.
Οι δύο εταιρείες περιέγραψαν την επένδυση ως ένα κομμάτι μιας ευρύτερης εταιρικής σχέσης, που θα περιλαμβάνει την προώθηση των προϊόντων της JD.com στην υπηρεσία shopping της Google.

Αναλύσεις

Οι δασμοί του προέδρου Donald Trump για τα κινεζικά προϊόντα προορίζονται να βοηθήσουν τις αμερικανικές εταιρείες που έχουν πληγεί από τις βιομηχανικές πολιτικές του Πεκίνου.
Αλλά βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον, πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις μπορεί να είναι αυτές που θα πληγούν περισσότερο, υποστηρίζει δημοσίευμα του CNNMoney.com.
Οι εταιρείες λένε ότι οι κρίσιμες προμήθειες που χρειάζονται για να φτιάξουν τα προϊόντα τους θα καταστούν πιο ακριβές.
Και οι πολυεθνικές εταιρείες ανησυχούν για τη μελλοντική τους ικανότητα να δραστηριοποιούνται στην Κίνα - μια τεράστια αγορά, η οποία αποτελεί βασικό τους στόχο.
Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ημιαγωγών, ο οποίος εκπροσωπεί τους μεγαλύτερους κατασκευαστές τσιπ των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων η Intel και η Qualcomm, δήλωσε ότι ανησυχεί για το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση μελετά τώρα τα τιμολόγια στα τσιπ υπολογιστών που εισάγονται από την Κίνα.
Οι αμερικανικές εταιρείες αποστέλλουν συχνά τελικά ημιτελείς συσκευές στην Κίνα για συναρμολόγηση, δοκιμές και συσκευασία.
«Ενώ η αμερικανική βιομηχανία ημιαγωγών συμμερίζεται τις ανησυχίες της διοίκησης του Trump σχετικά με τις πρακτικές μεταφοράς τεχνολογίας και πνευματικής ιδιοκτησίας της Κίνας, η προτεινόμενη επιβολή δασμών σε ημιαγωγούς από την Κίνα, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν στην πραγματικότητα σχεδιαστεί και κατασκευαστεί στις ΗΠΑ, είναι αντιπαραγωγική», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος.
Η Qualcomm, που εδρεύει στο Σαν Ντιέγκο, εξακολουθεί να χρειάζεται την έγκριση της Κίνας για την αγορά 44 δισεκατομμυρίων δολαρίων της NXP Semiconductors, μιας ολλανδικής εταιρείας.
Η συμφωνία, η οποία εξαγγέλθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2016, «πάγωσε» για αρκετούς μήνες εν μέσω των εμπορικών συνομιλιών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας.
Η Qualcomm, ήδη, λάβει το πράσινο φως από τις ρυθμιστικές αρχές σε οκτώ άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Νότιας Κορέας, και περιμένει το Πεκίνο.
Άλλες πολυεθνικές εταιρείες που ασχολούνται με πολλές επιχειρήσεις στην Κίνα θα μπορούσαν επίσης να παγιδευτούν στις διασταυρώσεις του εμπορικού αγώνα.
Η Boeing είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας των ΗΠΑ και η Κίνα είναι μια κρίσιμη αγορά για την εταιρεία.
Είπε τον περασμένο Σεπτέμβριο ότι αναμένει από την Κίνα να δαπανήσει σχεδόν 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια για τα επόμενα 20 χρόνια αγοράζοντας περισσότερα από 7.200 νέα αεροπλάνα.
Η Κίνα έχει προηγουμένως απειλήσει να αγοράσει αεροπλάνα της Airbus αντί των αεριωθούμενων αεροσκαφών Boeing εάν οι ΗΠΑ βγουν εκτός γραμμής για το εμπόριο.
Μέχρι στιγμής, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα διατηρούν κυρίως χαμηλό προφίλ, ελπίζοντας ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα θα επιτύχουν συμφωνία, σύμφωνα με τον Samm Sacks, ανώτερο συνεργάτη στο Πρόγραμμα Τεχνολογικής Πολιτικής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών.
Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, η Goldman Sachs άλλαξε σημαντικά τις εκτιμήσεις της σχετικά με τις επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνα, ενώ τόνισε ότι αυτή η απόφαση δεν αποτελεί μία «προσχηματική κίνηση» του Trump αλλά τελική απόφαση, με τους δασμούς να ξεκινούν να ισχύουν από τις 6 Ιουλίου 2018.
«Όλα δείχνουν ότι η πιθανότητα εφαρμογής των δασμών για τα πρώτα 34 δισεκατομμύρια δολάρια σε αγαθά αυξάνεται σημαντικά.
Βέβαια εξακολουθεί να υπάρχει μία πιθανότητα να μην εφαρμοστούν, εάν υπάρξουν πιο «παραγωγικές» διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών.
Εάν οι δασμοί αρχίσουν να ισχύουν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, αναμένουμε από την Κίνα να αντιδράσει με αντίστοιχο τρόπο.
Φυσικά, ο κίνδυνος είναι ότι μόλις ξεκινήσει αυτό το καθεστώς tit-for-tat, μπορεί να συνεχίσει να κλιμακώνεται απεριόριστα.
Ήδη το Πεκίνο αντέδρασε επιβάλλοντας και αυτό ανάλογους δασμούς.
Από την πλευρά τους αναλυτές της Deutsche Bank υποστήριξαν ότι οι νέοι δασμοί των ΗΠΑ θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν καταναλωτικά αγαθά , όπως τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλεοράσεις κλπ.,
Πράγμα που θα σήμαινε ότι πολλοί περισσότεροι εργαζόμενοι στην Κίνα και Αμερικανοί καταναλωτές θα επηρεαστούν αρνητικά.
Εάν το δεύτερο σενάριο επιβεβαιωθεί, η γερμανική τράπεζα αναμένει από την Κίνα να χαλαρώσει πολιτικές όπως το «άνοιγμα» στην αγορά ακινήτων και στην αγορά γης στις πόλεις.
Όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Κίνα είναι πρόθυμες να δείξουν μια πιθανή «έξοδο» σε αυτή την κλασική κλιμάκωση κάτι που σημαίνει ότι ο κίνδυνος ενός εμπορικού πολέμου, ο οποίος μπορεί να «περιλάβει» και άλλες χώρες  αυξάνεται.
Ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των ανησυχιών του εμπορικού πολέμου, η Barclays εξέτασε ένα σενάριο, βάσει του οποίου θα επιβεβαιωθεί το χειρότερο σενάριο εμπορικού πολέμου και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις του τόσο στις αμερικανικές εταιρείες όσο και στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Με λίγα λόγια, η τράπεζα υπολόγισε ότι ένας γενικός δασμός 10% για όλες τις εισαγωγές και τις εξαγωγές των ΗΠΑ θα μείωνε κατά 20% τα κέρδη ανά μετοχή για τις εταιρείες του S&P 500 για το 2018 και έτσι θα αντισταθμίσει πλήρως το θετικό δημοσιονομικό κίνητρο από τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Επιπλέον, ο αντίκτυπος για τους εξαγωγείς που θα επηρεαστούν άμεσα θα ήταν 5%, ενώ ο αντίκτυπος για τις αμερικανικές εταιρείες που εισήγαγαν τελικά αγαθά ή εισροές θα ήταν υψηλότερη, περίπου 6%.
Στο πλαίσιο της ανάλυσης που συνοψίζεται στον παρακάτω πίνακα, η Barclays διαπιστώνει ότι ο αντίκτυπος των δασμών ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των διάφορων κλάδων, ενώ οι βιομηχανίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες και παρόλο που οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν μεγάλο εισόδημα από το εξωτερικό, δεν θα επηρεαστούν άμεσα τα έσοδα αποδίδονται στις θυγατρικές τους εταιρείες στο εξωτερικό. Ο αντίκτυπος στον ενεργειακό τομέα είναι μεγάλος, αλλά οφείλεται κυρίως στην έκθεση στο εμπόριο στο πλαίσιο της NAFTA.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης