Η κρίση στα παραδοσιακά κεντρώα κόμματα, τα οποία ήταν αυτά που κρατούσαν ενωμένη την Ευρώπη αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να ολοκληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις, σαφώς δεν έχει ξεπεραστεί
Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία υποχώρησης, όπως αναφέρει η Lucrezia Reichlin, πρώην επικεφαλής του τμήματος ερευνών της ΕΚΤ και νυν καθηγήτρια Οικονομικών στο London Business School, σε άρθρο της στο Project Syndicate.
Όπως αναφέρει οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 2019 το πιθανότερο είναι ότι θα φέρουν αντιμέτωπη την Ευρώπη με τους εσωτερικούς της δαίμονες.
Από την κόντρα μεταξύ της λαϊκίστικης κυβέρνησης της Ιταλίας για τον προϋπολογισμό του 2019 έως το ξενοφοβικό καθεστώς που έχουν στηρίξει οι επονομαζόμενες χώρες του Visegrád.
Η κρίση στα παραδοσιακά κεντρώα κόμματα, τα οποία ήταν αυτά που κρατούσαν ενωμένη την Ευρώπη αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να ολοκληρώσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, σαφώς δεν έχει ξεπεραστεί.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρώπη είναι η υποχώρηση της οικονομίας, κάτι που θα έχει μεγάλη επίδραση στις εκλογές αλλά και στην προεκλογική διαδικασία.
Μέχρι πριν από μερικούς μήνες η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι η Ευρώπη έχει ξεπεράσει τη κρίση και αυτό υποτίθεται ότι ίσχυε και για τις περιφερειακές της οικονομίες.
Αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι να στρέψουν την προσοχή τους σε άλλα θέματα, όπως το προσφυγικό και η ασφάλεια, θέματα που απειλούσαν την πολιτική σταθερότητα και αποτελούσαν απειλή για τη στήριξη του ευρωπαϊκού project.
Όμως ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης έχει χαλαρώσει, αφού έφθασε στο ζενίθ του στο β’ εξάμηνο του 2017.
Η συνεχιζόμενη αδυναμία της Ευρωζώνης – ακόμη και το γερμανικό ΑΕΠ έχει υποχωρήσει- δεν είναι μία καλή είδηση για την ΕΕ, η οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με μία διπλή κρίση: πολιτική και οικονομική.
Η πιο φανερή ερώτηση που μπορεί να θέσει κάποιος είναι γιατί η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη υποχωρεί παρά την ύπαρξη ιδιαίτερα υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής.
Στην πραγματικότητα εάν η ανάπτυξη έχει, όντως, φθάσει στο ζενίθ της, αυτό υπονοεί ότι η δυναμική της δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1% για τα επόμενα χρόνια και εφόσον η ανεργία παραμένει κοντά στο 8%.
Η σημερινή εξέλιξη της Ευρωζώνης αντικατοπτρίζει τα παλαιά και νέα διαρθρωτικά προβλήματα, την κληρονομιά της τελευταίας κρίσης (η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών), τα υψηλά επίπεδα χρέους σε ορισμένες χώρες και τις εξωτερικές κρίσεις που επηρέασαν τη ζήτηση.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά τη δυνητική της ανάπτυξη, καθώς και τις αρνητικές κυκλικές δυνάμεις.
Οι τελευταίες, ειδικότερα, απαιτούν μια επιθετική αντίδραση – καθώς αν η οικονομία της Ευρωζώνης εισέλθει σε ύφεση στο εγγύς μέλλον, θα έχει περιορισμένα μέσα πολιτικής για να την αντιμετωπίσει.
Ενώ η Ευρώπη έχει καλύτερα εργαλεία διαχείρισης κρίσεων από ό, τι είχε όταν την έπληξε η τελευταία ύφεση το 2011, αυτά τα εργαλεία παραμένουν ελλιπή.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έχει λιγότερο χώρο για να χρησιμοποιήσει τη νομισματική πολιτική για να στηρίξει την οικονομία: τα επιτόκια είναι ήδη στο μηδέν και ένα νέο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων θα είναι αναπόφευκτα αμφιλεγόμενο.
Η δημοσιονομική πολιτική είναι εξίσου αδύναμη.
Φυσικά, είναι κρίσιμο να αποφύγουμε να επαναλάβουμε το λάθος που έγινε το 2009, όταν οι ηγέτες της ΕΕ αγκάλιασαν την ταχεία δημοσιονομική εξυγίανση πριν από την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αλλά, για να αντισταθμιστεί η κυκλική επιβράδυνση, θα χρειαστούν περισσότερα κίνητρα.
Ωστόσο, μια νέα ύφεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη διάλυση των χρηματοπιστωτικών αγορών σε εθνικό επίπεδο, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον συσχετισμό μεταξύ κυριαρχικού και τραπεζικού κινδύνου.
Πολλές χώρες θα έχουν περιορισμένο περιθώριο για αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική, είτε λόγω των κανόνων της ΕΕ για το δημόσιο χρέος είτε επειδή η ανοχή της αγοράς για δημόσιο χρέος είναι χαμηλότερη σε μια νομισματική ένωση, όπως έχει γίνει φανερό από το 2010.
Η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου υπονομεύει το επεκτατικό αποτέλεσμα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ακόμη και κατά τη διάρκεια των περιόδων ύφεσης.
Επιπλέον, δεδομένης της έλλειψης κοινής δημοσιονομικής ικανότητας, δεν υπάρχει θεσμός ή μηχανισμός που να μπορεί να εφαρμόσει δημοσιονομικά κίνητρα στην Ευρωζώνη ως σύνολο.
Οι μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτό δεν μπορούν να πρόκειται να πραγματοποιηθούν τους ερχόμενους μήνες.
Κανονικά, εάν αποδυναμωθεί η δημοσιονομική ικανότητα μιας χώρας, θα μπορούσε να ανταποκριθεί συντονίζοντας τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Για να «κινηθεί» η Ευρωζώνη, οι χώρες μέλη πρέπει να συνεργαστούν. Πράγματι, πρέπει να συμφωνήσουν σε μια κοινή πολιτική στάση σε μια από τις μυριάδες επίσημες και ανεπίσημες συνεδριάσεις των αρχηγών κρατών και των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης.
Αυτό δεν θα αφήσει τις αγορές πλήρως καθησυχασμένες, διότι είναι απίθανο μια συμφωνία να περιλαμβάνει απεριόριστη κοινή εγγύηση για νέο χρέος που εκδίδεται από χώρες που έχουν ήδη χρεωθεί.
Αλλά θα δείξει ότι οι χώρες της Ευρωζώνης αναγνωρίζουν τη σημασία του συντονισμού των πολιτικών, είτε τη δημοσιονομική εξυγίανση κατά τη διάρκεια των ευνοϊκών περιόδων είτε την αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων για να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες κρίσης χρέους στις ασθενέστερες οικονομίες της νομισματικής ένωσης.
Επιπρόσθετα, ένας τέτοιος συντονισμός θα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στην ανοικοδόμηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία λείπει πάρα πολύ στην Ευρώπη.
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρή αντίδραση έναντι της τακτικής, που υιοθετήθηκε από χώρες όπως η Ιταλία η οποία δεν διστάζει να αντιμετωπίσει επιθετικά τις αρχές της ΕΕ.
Καθώς οι ψηφοφόροι σε ολόκληρη την ΕΕ κατευθύνονται στις κάλπες τον Μάιο 2019, ένα τέτοιο μήνυμα θα μπορούσε να αλλάξει πλήρως το παιχνίδι.
www.bankingnews.gr
Όπως αναφέρει οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 2019 το πιθανότερο είναι ότι θα φέρουν αντιμέτωπη την Ευρώπη με τους εσωτερικούς της δαίμονες.
Από την κόντρα μεταξύ της λαϊκίστικης κυβέρνησης της Ιταλίας για τον προϋπολογισμό του 2019 έως το ξενοφοβικό καθεστώς που έχουν στηρίξει οι επονομαζόμενες χώρες του Visegrád.
Η κρίση στα παραδοσιακά κεντρώα κόμματα, τα οποία ήταν αυτά που κρατούσαν ενωμένη την Ευρώπη αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να ολοκληρώσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, σαφώς δεν έχει ξεπεραστεί.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρώπη είναι η υποχώρηση της οικονομίας, κάτι που θα έχει μεγάλη επίδραση στις εκλογές αλλά και στην προεκλογική διαδικασία.
Μέχρι πριν από μερικούς μήνες η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι η Ευρώπη έχει ξεπεράσει τη κρίση και αυτό υποτίθεται ότι ίσχυε και για τις περιφερειακές της οικονομίες.
Αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι να στρέψουν την προσοχή τους σε άλλα θέματα, όπως το προσφυγικό και η ασφάλεια, θέματα που απειλούσαν την πολιτική σταθερότητα και αποτελούσαν απειλή για τη στήριξη του ευρωπαϊκού project.
Όμως ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης έχει χαλαρώσει, αφού έφθασε στο ζενίθ του στο β’ εξάμηνο του 2017.
Η συνεχιζόμενη αδυναμία της Ευρωζώνης – ακόμη και το γερμανικό ΑΕΠ έχει υποχωρήσει- δεν είναι μία καλή είδηση για την ΕΕ, η οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με μία διπλή κρίση: πολιτική και οικονομική.
Η πιο φανερή ερώτηση που μπορεί να θέσει κάποιος είναι γιατί η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη υποχωρεί παρά την ύπαρξη ιδιαίτερα υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής.
Στην πραγματικότητα εάν η ανάπτυξη έχει, όντως, φθάσει στο ζενίθ της, αυτό υπονοεί ότι η δυναμική της δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1% για τα επόμενα χρόνια και εφόσον η ανεργία παραμένει κοντά στο 8%.
Η σημερινή εξέλιξη της Ευρωζώνης αντικατοπτρίζει τα παλαιά και νέα διαρθρωτικά προβλήματα, την κληρονομιά της τελευταίας κρίσης (η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών), τα υψηλά επίπεδα χρέους σε ορισμένες χώρες και τις εξωτερικές κρίσεις που επηρέασαν τη ζήτηση.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά τη δυνητική της ανάπτυξη, καθώς και τις αρνητικές κυκλικές δυνάμεις.
Οι τελευταίες, ειδικότερα, απαιτούν μια επιθετική αντίδραση – καθώς αν η οικονομία της Ευρωζώνης εισέλθει σε ύφεση στο εγγύς μέλλον, θα έχει περιορισμένα μέσα πολιτικής για να την αντιμετωπίσει.
Ενώ η Ευρώπη έχει καλύτερα εργαλεία διαχείρισης κρίσεων από ό, τι είχε όταν την έπληξε η τελευταία ύφεση το 2011, αυτά τα εργαλεία παραμένουν ελλιπή.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έχει λιγότερο χώρο για να χρησιμοποιήσει τη νομισματική πολιτική για να στηρίξει την οικονομία: τα επιτόκια είναι ήδη στο μηδέν και ένα νέο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων θα είναι αναπόφευκτα αμφιλεγόμενο.
Η δημοσιονομική πολιτική είναι εξίσου αδύναμη.
Φυσικά, είναι κρίσιμο να αποφύγουμε να επαναλάβουμε το λάθος που έγινε το 2009, όταν οι ηγέτες της ΕΕ αγκάλιασαν την ταχεία δημοσιονομική εξυγίανση πριν από την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αλλά, για να αντισταθμιστεί η κυκλική επιβράδυνση, θα χρειαστούν περισσότερα κίνητρα.
Ωστόσο, μια νέα ύφεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη διάλυση των χρηματοπιστωτικών αγορών σε εθνικό επίπεδο, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον συσχετισμό μεταξύ κυριαρχικού και τραπεζικού κινδύνου.
Πολλές χώρες θα έχουν περιορισμένο περιθώριο για αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική, είτε λόγω των κανόνων της ΕΕ για το δημόσιο χρέος είτε επειδή η ανοχή της αγοράς για δημόσιο χρέος είναι χαμηλότερη σε μια νομισματική ένωση, όπως έχει γίνει φανερό από το 2010.
Η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου υπονομεύει το επεκτατικό αποτέλεσμα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ακόμη και κατά τη διάρκεια των περιόδων ύφεσης.
Επιπλέον, δεδομένης της έλλειψης κοινής δημοσιονομικής ικανότητας, δεν υπάρχει θεσμός ή μηχανισμός που να μπορεί να εφαρμόσει δημοσιονομικά κίνητρα στην Ευρωζώνη ως σύνολο.
Οι μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτό δεν μπορούν να πρόκειται να πραγματοποιηθούν τους ερχόμενους μήνες.
Κανονικά, εάν αποδυναμωθεί η δημοσιονομική ικανότητα μιας χώρας, θα μπορούσε να ανταποκριθεί συντονίζοντας τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Για να «κινηθεί» η Ευρωζώνη, οι χώρες μέλη πρέπει να συνεργαστούν. Πράγματι, πρέπει να συμφωνήσουν σε μια κοινή πολιτική στάση σε μια από τις μυριάδες επίσημες και ανεπίσημες συνεδριάσεις των αρχηγών κρατών και των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης.
Αυτό δεν θα αφήσει τις αγορές πλήρως καθησυχασμένες, διότι είναι απίθανο μια συμφωνία να περιλαμβάνει απεριόριστη κοινή εγγύηση για νέο χρέος που εκδίδεται από χώρες που έχουν ήδη χρεωθεί.
Αλλά θα δείξει ότι οι χώρες της Ευρωζώνης αναγνωρίζουν τη σημασία του συντονισμού των πολιτικών, είτε τη δημοσιονομική εξυγίανση κατά τη διάρκεια των ευνοϊκών περιόδων είτε την αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων για να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες κρίσης χρέους στις ασθενέστερες οικονομίες της νομισματικής ένωσης.
Επιπρόσθετα, ένας τέτοιος συντονισμός θα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στην ανοικοδόμηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία λείπει πάρα πολύ στην Ευρώπη.
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρή αντίδραση έναντι της τακτικής, που υιοθετήθηκε από χώρες όπως η Ιταλία η οποία δεν διστάζει να αντιμετωπίσει επιθετικά τις αρχές της ΕΕ.
Καθώς οι ψηφοφόροι σε ολόκληρη την ΕΕ κατευθύνονται στις κάλπες τον Μάιο 2019, ένα τέτοιο μήνυμα θα μπορούσε να αλλάξει πλήρως το παιχνίδι.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών