Οι αναλυτές εξακολουθούν να φοβούνται μια πιο «επιθετική» νομισματική σύσφιξη από τη Fed το 2019
Η τελευταία συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve, Fed) για το 2018 επεφύλασσε στους επενδυτές ένα μήνυμα που μάλλον δεν ήθελαν να… ακούσουν.
Η Fed προέβη στην πολυαναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, στο εύρος του 2,25% έως 2,50%, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα δεν εμφανίστηκε τόσο «dovish» όσο θα ήθελαν οι αγορές.
Παρά το γεγονός ότι η Fed άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν άλλες δύο αυξήσεις εντός του 2019, αντί των τριών που ανέμενε προηγουμένως, οι αναλυτές δεν είναι σίγουροι ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να μετριάσει τις ανησυχίες για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες των αυξήσεων των επιτοκίων όσο η οικονομία κατεβάζει ταχύτητα.
Εξάλλου, πολλοί αναλυτές, εξακολουθούν να φοβούνται μια πιο «επιθετική» Fed, προβλέποντας παραπάνω από δύο αυξήσεις για το 2019, αν και έχουν μειώσει ελαφρώς τις εκτιμήσεις τους.
Τόσο η Goldman Sachs όσο και η Deutsche Bank αναμένουν τρεις αυξήσεις των επιτοκίων κατά το επόμενο έτος, αν και λιγότερες από τις τέσσερις που ανέμεναν προηγουμένως.
Η Fed υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ωστόσο επανέλαβε ότι θα συνεχιστούν οι σταδιακές αυξήσεις των επιτοκίων, μία κίνηση που τρόμαξε τους επενδυτές.
Ο πρόεδρος της Fed, Jerome Powell, και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (FOMC) έπρεπε να επιτύχουν μια πολύ κρίσιμη ισορροπία: από τη μία να επιβραδύνουν τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων για το 2019 και από την άλλη να προσπαθήσουν να μην ανησυχήσουν υπερβολικά την ήδη ταραγμένη αγορά με μια αρνητική αξιολόγηση της οικονομίας.
Μάλλον δεν πέτυχαν τον στόχο τους, κρίνοντας από το νέο sell off που καταγράφηκε την ίδια ημέρα αλλά και την επόμενη στη Wall Street.
Η αγορά έψαχνε για ένα ισχυρότερο σημάδι μιας παύσης στις αυξήσεις των επιτοκίων από τη FOMC το 2019 και απογοητεύτηκε δεόντως, επιδεινώνοντας το ήδη «εύθραυστο» κλίμα.
Ο ίδιος ο Powell δεν προσπάθησε πολύ να αλλάξει το κλίμα στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τις ανακοινώσεις νομισματικής πολιτικής, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα έκανε… ακόμη χειρότερα.
Ειδικότερα η δήλωση του κεντρικού τραπεζίτη ότι δεν αναμένει από τη Fed να αλλάξει την πολιτική της μείωσης του ισολογισμού της, ενέτεινε τις ανησυχίες για περαιτέρω πιέσεις στις αγορές.
Πλησιάζει το τέλος της νομισματικής «σύσφιξης»
Οι τελευταίες ανακοινώσεις της Fed για το 2018 έδειξαν, ωστόσο, ότι το τέλος της «ομαλοποίησης» της νομισματικής πολιτικής, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2015, όντως πλησιάζει.
Αυτά τα τρία χρόνια, η Fed αύξησε εννέα φορές τα επιτόκια, που είχαν μείνει για περίπου 7 χρόνια κοντά στο μηδέν, προκειμένου να βοηθήσουν την οικονομία να ανακάμψει από το σοκ της οικονομικής κρίσης του 2008.
Στα τρία χρόνια της «σύσφιξης», η Fed πέτυχε σίγουρα πολλές νίκες, αλλά είχε και αρκετές ήττες, αλλά και… ισοπαλίες.
Από τις νίκες της δεν θα μπορούσε να λείπει η μείωση του ποσοστού της ανεργίας στις ΗΠΑ στο χαμηλό 49 ετών του 3,7%.
Στις ήττες θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει τις αποτυχημένες προβλέψεις για την οικονομία και τον πληθωρισμό, που έπληξαν ουκ ολίγες φορές την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας.
Τέλος, στις ισοπαλίες μπορούμε να αναφέρουμε τον πληθωρισμό, όπου ναι μεν η Fed μπορεί να έχει πετύχει τον στόχο του 2%, ωστόσο οι υπεύθυνοι πολιτικής δεν έχουν πειστεί ότι αυτό το επίπεδο είναι βιώσιμο.
Πόσο ομαλή θα είναι η… προσγείωση;
Τον Ιούνιο του 2006, η Fed αύξησε τα επιτόκια για 17η συνεχή φορά, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που φρόντισε να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι ήταν έτοιμη να σταματήσει τον κύκλο «σύσφιξης».
Κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια ερχόταν μαζί με το μήνυμα -άμεσο ή έμμεσο- ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα συνεχίσει να αυξάνει σταδιακά το κόστος δανεισμού, ωστόσο στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις της, η Fed προτίμησε να αφήσει να εννοηθεί ότι οποιαδήποτε πρόσθετη αύξηση θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της οικονομίας.
Ανοίγοντας τον κύκλο «σύσφιξης» πριν από τρία χρόνια, η Fed είχε εκφράσει την ελπίδα ότι θα επιστρέψει το επιτόκιο overnight δανεισμού στα «κανονικά» επίπεδα, ωστόσο, αναλυτές και οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ενδέχεται να καταλήξει περίπου στο ήμισυ του επιπέδου του 2006 και αρκετά κάτω από τον μέσο όρο του επιπέδου που παρατηρούνταν από τη δεκαετία του 1950 έως το 2007.
Επενδυτές και κορυφαίοι αναλυτές έχουν προσαρμόσει τις προβλέψεις τους, μπροστά σε γνωστούς αλλά και νέους κινδύνους: τη βύθιση των τιμών του πετρελαίου, την έντονη μεταβλητότητα στις χρηματιστηριακές αγορές, τους φόβους ότι η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα επιβαρύνει την αμερικανική οικονομία, η οποία ήδη εκτιμάται ότι κατεβάζει ταχύτητα, και μια αποδυνάμωση του πληθωρισμού, ο οποίος παρακολουθείται στενά από τη Fed.
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters έδειξε ότι οι οικονομολόγοι τοποθετούν την πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ κατά τα επόμενα δύο χρόνια στο 40% από 35% προηγουμένως.
Περισσότερες αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να είναι απαραίτητες σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία όπου η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλά 49 ετών.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της Fed εξακολουθούν να ανησυχούν ότι η έλλειψη εργατικού δυναμικού θα μπορούσε να συμβάλει σε μια αύξηση των μισθών και να οδηγήσει σε ταχύτερες αυξήσεις των τιμών, που η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αντιμετωπίσει.
Ένα πιο… ξεκάθαρο σημάδι από τη Fed ότι τελειώνει ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων θα ήταν ευπρόσδεκτο από εκείνους που θέλουν να αγοράσουν σπίτι, τους διαχειριστές εταιρικού χρέους, τις χρηματιστηριακές αγορές και άλλους που επιθυμούν να παραμείνουν χαμηλές οι δαπάνες δανεισμού.
Θα ήταν ευπρόσδεκτο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, ο οποίος συχνά επικρίνει τη Fed για τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Εντούτοις, στο εσωτερικό της Fed, το τέλος σε μια διαδικασία που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2008, όταν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής μείωσαν το βασικό επιτόκιο σχεδόν στο μηδέν για να αντιμετωπίσουν τη χρηματοπιστωτική κρίση, θα προκαλούσε αναταραχή.
Ο Ben Bernanke, ο τότε πρόεδρος της Fed, είχε χαρακτηρίσει την κίνηση αυτή «το τέλος του παλιού καθεστώτος».
Η αλήθεια είναι ότι λίγοι ανέμεναν ότι τα επιτόκια θα εξακολουθούσαν να είναι τόσο χαμηλά 10 χρόνια αργότερα.
Αν το επιτόκιο της Fed αυξηθεί στο 3%, επίπεδο που είναι σχεδόν το ήμισυ του μέσου όρου που είχε εφαρμοστεί από τη δεκαετία του 1950 έως το 2007, δείχνει ότι ακόμη και η «σφιχτή» νομισματική πολιτική μεταφράζεται σε ιστορικά φθηνά χρήματα.
Ωστόσο, η παραμονή των επιτοκίων των ομοσπονδιακών κεφαλαίων σε τόσο χαμηλά επίπεδα, θα μπορούσε να μειώσει την ικανότητα καταπολέμησης μιας μελλοντικής ύφεσης και να στρεβλώσει τον τρόπο με τον οποίο οι αγορές τιμολογούν το ρίσκο.
Κοντά και το τέλος της ποσοτικής «σύσφιξης»;
Την ίδια ώρα, ερώτημα παραμένει το πότε η Fed θα ολοκληρώσει τη διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού της, μετά και τις δηλώσεις του Powell ότι το πρόγραμμα θα συνεχιστεί ως έχει.
Ενώ ο Powell έχει αναφέρει ως στόχο μια μείωση του ισολογισμού στα 2,5 τρισ. δολ., το πρόγραμμα της «ποσοτικής σύσφιξης», που είχε σχεδιαστεί με στόχο την σταδιακή συρρίκνωση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας χωρίς να διαταραχθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, θα μπορούσε να ολοκληρωθεί πολύ νωρίτερα.
Κάτω από τη διαδικασία της «ποσοτικής σύσφιξης», η Fed αφήνει έως και 50 δισ. δολ. των χαρτοφυλακίων της σε ομόλογα να ωριμάζουν κάθε μήνα χωρίς να τα αντικαθιστά.
Αυτό στην ουσία αφαιρεί χρήματα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς το Δημόσιο βρίσκει νέους αγοραστές για το χρέος του.
Από τότε που άρχισε η διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού, τον Οκτώβριο του 2017, η Fed έχει περιορίσει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της περίπου κατά 365 δισ. δολ. σε 4,14 τρισ. δολάρια.
Οι οικονομολόγοι της Morgan Stanley προβλέπουν ότι ο ισολογισμός της Fed θα σταματήσει να συρρικνώνεται τον Σεπτέμβριο του 2019, με τον ισολογισμό να σταθεροποιείται γύρω στα 3,8 τρισ. δολάρια.
Ο Michael Hanson της TD Securities πιστεύει ότι η Fed θα ολοκληρώσει τη διαδικασία τον Οκτώβριο, με τον ισολογισμό να κυμαίνεται από 3,6 έως 3,3 τρισ. δολάρια.
Η Barclays βλέπει το πρόγραμμα να τελειώνει «από τα μέσα έως τα τέλη του 2019» με τον ισολογισμό περίπου στα 3,8 τρισ. δολ.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί στο τέλος του 2019.
Ωστόσο, άλλοι δεν συμφωνούν και αναμένουν ότι η διαδικασία θα διαρκέσει περισσότερο.
Οι οικονομολόγοι της UBS βλέπουν τον ισολογισμό να σταθεροποιείται τον Ιούνιο του 2020 στα 3,5 τρισ. δολάρια.
Ο Brett House της Scotiabank δήλωσε ότι η τράπεζά του εξακολουθεί να υποθέτει ότι η μείωση του ισολογισμού της Fed θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη του 2020 ή έως τις αρχές του 2021.
Οι αξιωματούχοι της Fed δεν έχουν θέσει ποτέ κάποιον στόχο για τον ισολογισμό.
Τον Ιούλιο, ο Powell είχε αναφέρει ότι η μείωση του ισολογισμού θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι το 2020 ή το 2021, αν και είχε τονίσει ότι υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από αυτές τις προβλέψεις.
www.bankingnews.gr
Η Fed προέβη στην πολυαναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, στο εύρος του 2,25% έως 2,50%, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα δεν εμφανίστηκε τόσο «dovish» όσο θα ήθελαν οι αγορές.
Παρά το γεγονός ότι η Fed άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν άλλες δύο αυξήσεις εντός του 2019, αντί των τριών που ανέμενε προηγουμένως, οι αναλυτές δεν είναι σίγουροι ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να μετριάσει τις ανησυχίες για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες των αυξήσεων των επιτοκίων όσο η οικονομία κατεβάζει ταχύτητα.
Εξάλλου, πολλοί αναλυτές, εξακολουθούν να φοβούνται μια πιο «επιθετική» Fed, προβλέποντας παραπάνω από δύο αυξήσεις για το 2019, αν και έχουν μειώσει ελαφρώς τις εκτιμήσεις τους.
Τόσο η Goldman Sachs όσο και η Deutsche Bank αναμένουν τρεις αυξήσεις των επιτοκίων κατά το επόμενο έτος, αν και λιγότερες από τις τέσσερις που ανέμεναν προηγουμένως.
Η Fed υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ωστόσο επανέλαβε ότι θα συνεχιστούν οι σταδιακές αυξήσεις των επιτοκίων, μία κίνηση που τρόμαξε τους επενδυτές.
Ο πρόεδρος της Fed, Jerome Powell, και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (FOMC) έπρεπε να επιτύχουν μια πολύ κρίσιμη ισορροπία: από τη μία να επιβραδύνουν τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων για το 2019 και από την άλλη να προσπαθήσουν να μην ανησυχήσουν υπερβολικά την ήδη ταραγμένη αγορά με μια αρνητική αξιολόγηση της οικονομίας.
Μάλλον δεν πέτυχαν τον στόχο τους, κρίνοντας από το νέο sell off που καταγράφηκε την ίδια ημέρα αλλά και την επόμενη στη Wall Street.
Η αγορά έψαχνε για ένα ισχυρότερο σημάδι μιας παύσης στις αυξήσεις των επιτοκίων από τη FOMC το 2019 και απογοητεύτηκε δεόντως, επιδεινώνοντας το ήδη «εύθραυστο» κλίμα.
Ο ίδιος ο Powell δεν προσπάθησε πολύ να αλλάξει το κλίμα στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τις ανακοινώσεις νομισματικής πολιτικής, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα έκανε… ακόμη χειρότερα.
Ειδικότερα η δήλωση του κεντρικού τραπεζίτη ότι δεν αναμένει από τη Fed να αλλάξει την πολιτική της μείωσης του ισολογισμού της, ενέτεινε τις ανησυχίες για περαιτέρω πιέσεις στις αγορές.
Πλησιάζει το τέλος της νομισματικής «σύσφιξης»
Οι τελευταίες ανακοινώσεις της Fed για το 2018 έδειξαν, ωστόσο, ότι το τέλος της «ομαλοποίησης» της νομισματικής πολιτικής, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2015, όντως πλησιάζει.
Αυτά τα τρία χρόνια, η Fed αύξησε εννέα φορές τα επιτόκια, που είχαν μείνει για περίπου 7 χρόνια κοντά στο μηδέν, προκειμένου να βοηθήσουν την οικονομία να ανακάμψει από το σοκ της οικονομικής κρίσης του 2008.
Στα τρία χρόνια της «σύσφιξης», η Fed πέτυχε σίγουρα πολλές νίκες, αλλά είχε και αρκετές ήττες, αλλά και… ισοπαλίες.
Από τις νίκες της δεν θα μπορούσε να λείπει η μείωση του ποσοστού της ανεργίας στις ΗΠΑ στο χαμηλό 49 ετών του 3,7%.
Στις ήττες θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει τις αποτυχημένες προβλέψεις για την οικονομία και τον πληθωρισμό, που έπληξαν ουκ ολίγες φορές την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας.
Τέλος, στις ισοπαλίες μπορούμε να αναφέρουμε τον πληθωρισμό, όπου ναι μεν η Fed μπορεί να έχει πετύχει τον στόχο του 2%, ωστόσο οι υπεύθυνοι πολιτικής δεν έχουν πειστεί ότι αυτό το επίπεδο είναι βιώσιμο.
Πόσο ομαλή θα είναι η… προσγείωση;
Τον Ιούνιο του 2006, η Fed αύξησε τα επιτόκια για 17η συνεχή φορά, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που φρόντισε να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι ήταν έτοιμη να σταματήσει τον κύκλο «σύσφιξης».
Κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια ερχόταν μαζί με το μήνυμα -άμεσο ή έμμεσο- ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα συνεχίσει να αυξάνει σταδιακά το κόστος δανεισμού, ωστόσο στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις της, η Fed προτίμησε να αφήσει να εννοηθεί ότι οποιαδήποτε πρόσθετη αύξηση θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της οικονομίας.
Ανοίγοντας τον κύκλο «σύσφιξης» πριν από τρία χρόνια, η Fed είχε εκφράσει την ελπίδα ότι θα επιστρέψει το επιτόκιο overnight δανεισμού στα «κανονικά» επίπεδα, ωστόσο, αναλυτές και οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ενδέχεται να καταλήξει περίπου στο ήμισυ του επιπέδου του 2006 και αρκετά κάτω από τον μέσο όρο του επιπέδου που παρατηρούνταν από τη δεκαετία του 1950 έως το 2007.
Επενδυτές και κορυφαίοι αναλυτές έχουν προσαρμόσει τις προβλέψεις τους, μπροστά σε γνωστούς αλλά και νέους κινδύνους: τη βύθιση των τιμών του πετρελαίου, την έντονη μεταβλητότητα στις χρηματιστηριακές αγορές, τους φόβους ότι η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα επιβαρύνει την αμερικανική οικονομία, η οποία ήδη εκτιμάται ότι κατεβάζει ταχύτητα, και μια αποδυνάμωση του πληθωρισμού, ο οποίος παρακολουθείται στενά από τη Fed.
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters έδειξε ότι οι οικονομολόγοι τοποθετούν την πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ κατά τα επόμενα δύο χρόνια στο 40% από 35% προηγουμένως.
Περισσότερες αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να είναι απαραίτητες σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία όπου η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλά 49 ετών.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της Fed εξακολουθούν να ανησυχούν ότι η έλλειψη εργατικού δυναμικού θα μπορούσε να συμβάλει σε μια αύξηση των μισθών και να οδηγήσει σε ταχύτερες αυξήσεις των τιμών, που η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αντιμετωπίσει.
Ένα πιο… ξεκάθαρο σημάδι από τη Fed ότι τελειώνει ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων θα ήταν ευπρόσδεκτο από εκείνους που θέλουν να αγοράσουν σπίτι, τους διαχειριστές εταιρικού χρέους, τις χρηματιστηριακές αγορές και άλλους που επιθυμούν να παραμείνουν χαμηλές οι δαπάνες δανεισμού.
Θα ήταν ευπρόσδεκτο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, ο οποίος συχνά επικρίνει τη Fed για τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Εντούτοις, στο εσωτερικό της Fed, το τέλος σε μια διαδικασία που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2008, όταν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής μείωσαν το βασικό επιτόκιο σχεδόν στο μηδέν για να αντιμετωπίσουν τη χρηματοπιστωτική κρίση, θα προκαλούσε αναταραχή.
Ο Ben Bernanke, ο τότε πρόεδρος της Fed, είχε χαρακτηρίσει την κίνηση αυτή «το τέλος του παλιού καθεστώτος».
Η αλήθεια είναι ότι λίγοι ανέμεναν ότι τα επιτόκια θα εξακολουθούσαν να είναι τόσο χαμηλά 10 χρόνια αργότερα.
Αν το επιτόκιο της Fed αυξηθεί στο 3%, επίπεδο που είναι σχεδόν το ήμισυ του μέσου όρου που είχε εφαρμοστεί από τη δεκαετία του 1950 έως το 2007, δείχνει ότι ακόμη και η «σφιχτή» νομισματική πολιτική μεταφράζεται σε ιστορικά φθηνά χρήματα.
Ωστόσο, η παραμονή των επιτοκίων των ομοσπονδιακών κεφαλαίων σε τόσο χαμηλά επίπεδα, θα μπορούσε να μειώσει την ικανότητα καταπολέμησης μιας μελλοντικής ύφεσης και να στρεβλώσει τον τρόπο με τον οποίο οι αγορές τιμολογούν το ρίσκο.
Κοντά και το τέλος της ποσοτικής «σύσφιξης»;
Την ίδια ώρα, ερώτημα παραμένει το πότε η Fed θα ολοκληρώσει τη διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού της, μετά και τις δηλώσεις του Powell ότι το πρόγραμμα θα συνεχιστεί ως έχει.
Ενώ ο Powell έχει αναφέρει ως στόχο μια μείωση του ισολογισμού στα 2,5 τρισ. δολ., το πρόγραμμα της «ποσοτικής σύσφιξης», που είχε σχεδιαστεί με στόχο την σταδιακή συρρίκνωση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας χωρίς να διαταραχθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, θα μπορούσε να ολοκληρωθεί πολύ νωρίτερα.
Κάτω από τη διαδικασία της «ποσοτικής σύσφιξης», η Fed αφήνει έως και 50 δισ. δολ. των χαρτοφυλακίων της σε ομόλογα να ωριμάζουν κάθε μήνα χωρίς να τα αντικαθιστά.
Αυτό στην ουσία αφαιρεί χρήματα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς το Δημόσιο βρίσκει νέους αγοραστές για το χρέος του.
Από τότε που άρχισε η διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού, τον Οκτώβριο του 2017, η Fed έχει περιορίσει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της περίπου κατά 365 δισ. δολ. σε 4,14 τρισ. δολάρια.
Οι οικονομολόγοι της Morgan Stanley προβλέπουν ότι ο ισολογισμός της Fed θα σταματήσει να συρρικνώνεται τον Σεπτέμβριο του 2019, με τον ισολογισμό να σταθεροποιείται γύρω στα 3,8 τρισ. δολάρια.
Ο Michael Hanson της TD Securities πιστεύει ότι η Fed θα ολοκληρώσει τη διαδικασία τον Οκτώβριο, με τον ισολογισμό να κυμαίνεται από 3,6 έως 3,3 τρισ. δολάρια.
Η Barclays βλέπει το πρόγραμμα να τελειώνει «από τα μέσα έως τα τέλη του 2019» με τον ισολογισμό περίπου στα 3,8 τρισ. δολ.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί στο τέλος του 2019.
Ωστόσο, άλλοι δεν συμφωνούν και αναμένουν ότι η διαδικασία θα διαρκέσει περισσότερο.
Οι οικονομολόγοι της UBS βλέπουν τον ισολογισμό να σταθεροποιείται τον Ιούνιο του 2020 στα 3,5 τρισ. δολάρια.
Ο Brett House της Scotiabank δήλωσε ότι η τράπεζά του εξακολουθεί να υποθέτει ότι η μείωση του ισολογισμού της Fed θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη του 2020 ή έως τις αρχές του 2021.
Οι αξιωματούχοι της Fed δεν έχουν θέσει ποτέ κάποιον στόχο για τον ισολογισμό.
Τον Ιούλιο, ο Powell είχε αναφέρει ότι η μείωση του ισολογισμού θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι το 2020 ή το 2021, αν και είχε τονίσει ότι υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από αυτές τις προβλέψεις.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών