Δυσκολότερη από ότι αναμενόταν η επιστροφή στις αγορές για την Ελλάδα αναφέρει η γερμανική εφημερίδα
Στην έξοδο της Ελλάδας στις αγορές με την έκδοση 5ετούς ομολόγου αναφέρεται σε δημοσίευμα της η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, η οποία επισημαίνει πως αν και το επιτόκιο αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 3,5% και 3,75% αποτελώντας την υψηλότερη αξία πενταετούς ομολόγου στην Ευρωζώνη, θα πρόκειται για μια πολιτική επιτυχία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας επισημαίνει ότι «γιαα πρώτη φορά από το τέλος του προγράμματος βοήθειας πριν από πέντε μήνες η Ελλάδα τολμά να ξαναβγεί στις αγορές».
«Η Ελλάδα βολιδοσκοπεί τις ορέξεις των επενδυτών με την έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου.
Το νέο ομόλογο που θα λήξει τον Απρίλιο του 2024 μπορεί να κυμανθεί από δύο έως τρία δις ευρώ.
Οι ειδικοί αναμένουν το επιτόκιο να κινηθεί μεταξύ 3,5% και 3,75%.
Αυτό θα αποτελούσε μεν την υψηλότερη αξία πενταετούς ομόλογο στην ευρωζώνη, ωστόσο για τον Αλέξη Τσίπρα θα ήταν μια πολιτική επιτυχία.
H Eλλάδα βγήκε από τέλος Αυγούστου της περασμένης χρονιάς από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης.
Αλλά η επιστροφή στις αγορές είναι για την νοτιοευρωπαϊκή χώρα δυσκολότερη από ό,τι αναμένετο.
Το υπέρογκο δημόσιο χρέος ύψους πάνω από 180% του ΑΕΠ, η ακόμη ασθενής ανάπτυξη, τα υψηλά ρίσκα που εγκυμονούν για τις ελληνικές τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι αμφιβολίες για τη μεταρρυθμιστική βούληση της κυβέρνησης συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη φερεγγυότητα της χώρας» τονίζει η Handelsblatt, η οποία επισημαίνει πως οι συνθήκες για την έκδοση του ομολόγου στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι ευνοϊκές.
«Μετά την επίλυση της διαμάχης Ιταλίας-ΕΕ για τον ιταλικό προϋπολογισμό, οι αποδόσεις ομολόγων των προβληματικών χωρών της ευρωζώνης μειώθηκαν.
Στην Ελλάδα, η εσωπολιτική κατάσταση σταθεροποιήθηκε μετά την ψήφο εμπιστοσύνης προς τον Τσίπρα και την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η πολιτική εξομάλυνση αντανακλάται και στις τιμές των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. (…)
Στην αποκλιμάκωση συμβάλει επίσης και το ότι στην πραγματικότητα η Αθήνα δεν χρειάζεται στην παρούσα φάση φρέσκο χρήμα» αναφέρει το δημοσίευμα, υπενθυμίζοντας πως η Ελλάδα διαθέτει αποθεματικό ύψους περίπου 26,5 δισ. ευρώ το οποίο καλύπτει ανάγκες αναχρηματοδότησης της χώρας έως τα τέλη του 2020.
Ωστόσο, το δημοσίευμα, τονίζει ότι είναι σημαντικό η Ελλάδα να συγκεντρώσει χρήματα από τις αγορές προκειμένου να οικοδομήσει κλίμα εμπιστοσύνης με τους επενδυτές.
«Πολλοί επενδυτές εξακολουθούν να νιώθουν το σοκ από το ελληνικό κούρεμα χρέους του 2012.
Τότε οι ιδιώτες επενδυτές έπρεπε να παραιτηθούν από το 53,5% των απαιτήσεών τους.
Η προϊστορία αυτή καθιστά λοιπόν τόσο δύσκολη την επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές.
Η έκδοση πενταετούς ομολόγου είναι μόνο ένα βήμα σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι» επισημαίνει η Handelsbatt, τονίζοντας ότι τα ομόλογα της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ είναι ωφελημένα από την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών
«Μετά την επίλυση της διαμάχης, οι επενδυτές έσπευσαν να εφοδιαστούν ομόλογα από την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ.
Αυτό ώθησε τη Δευτέρα την απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου στο χαμηλότερο επίπεδο τετραμήνου, στο 4,068% ενώ η απόδοση του ομολόγου της ΠΓΔΜ που λήγει το 2021 άγγιξε επίσης το χαμηλότερο επίπεδο τετραμήνου, αγγίζοντας το 1,55%» αναφέρει το δημοσίευμα.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας επισημαίνει ότι «γιαα πρώτη φορά από το τέλος του προγράμματος βοήθειας πριν από πέντε μήνες η Ελλάδα τολμά να ξαναβγεί στις αγορές».
«Η Ελλάδα βολιδοσκοπεί τις ορέξεις των επενδυτών με την έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου.
Το νέο ομόλογο που θα λήξει τον Απρίλιο του 2024 μπορεί να κυμανθεί από δύο έως τρία δις ευρώ.
Οι ειδικοί αναμένουν το επιτόκιο να κινηθεί μεταξύ 3,5% και 3,75%.
Αυτό θα αποτελούσε μεν την υψηλότερη αξία πενταετούς ομόλογο στην ευρωζώνη, ωστόσο για τον Αλέξη Τσίπρα θα ήταν μια πολιτική επιτυχία.
H Eλλάδα βγήκε από τέλος Αυγούστου της περασμένης χρονιάς από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης.
Αλλά η επιστροφή στις αγορές είναι για την νοτιοευρωπαϊκή χώρα δυσκολότερη από ό,τι αναμένετο.
Το υπέρογκο δημόσιο χρέος ύψους πάνω από 180% του ΑΕΠ, η ακόμη ασθενής ανάπτυξη, τα υψηλά ρίσκα που εγκυμονούν για τις ελληνικές τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι αμφιβολίες για τη μεταρρυθμιστική βούληση της κυβέρνησης συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη φερεγγυότητα της χώρας» τονίζει η Handelsblatt, η οποία επισημαίνει πως οι συνθήκες για την έκδοση του ομολόγου στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι ευνοϊκές.
«Μετά την επίλυση της διαμάχης Ιταλίας-ΕΕ για τον ιταλικό προϋπολογισμό, οι αποδόσεις ομολόγων των προβληματικών χωρών της ευρωζώνης μειώθηκαν.
Στην Ελλάδα, η εσωπολιτική κατάσταση σταθεροποιήθηκε μετά την ψήφο εμπιστοσύνης προς τον Τσίπρα και την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η πολιτική εξομάλυνση αντανακλάται και στις τιμές των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. (…)
Στην αποκλιμάκωση συμβάλει επίσης και το ότι στην πραγματικότητα η Αθήνα δεν χρειάζεται στην παρούσα φάση φρέσκο χρήμα» αναφέρει το δημοσίευμα, υπενθυμίζοντας πως η Ελλάδα διαθέτει αποθεματικό ύψους περίπου 26,5 δισ. ευρώ το οποίο καλύπτει ανάγκες αναχρηματοδότησης της χώρας έως τα τέλη του 2020.
Ωστόσο, το δημοσίευμα, τονίζει ότι είναι σημαντικό η Ελλάδα να συγκεντρώσει χρήματα από τις αγορές προκειμένου να οικοδομήσει κλίμα εμπιστοσύνης με τους επενδυτές.
«Πολλοί επενδυτές εξακολουθούν να νιώθουν το σοκ από το ελληνικό κούρεμα χρέους του 2012.
Τότε οι ιδιώτες επενδυτές έπρεπε να παραιτηθούν από το 53,5% των απαιτήσεών τους.
Η προϊστορία αυτή καθιστά λοιπόν τόσο δύσκολη την επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές.
Η έκδοση πενταετούς ομολόγου είναι μόνο ένα βήμα σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι» επισημαίνει η Handelsbatt, τονίζοντας ότι τα ομόλογα της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ είναι ωφελημένα από την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών
«Μετά την επίλυση της διαμάχης, οι επενδυτές έσπευσαν να εφοδιαστούν ομόλογα από την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ.
Αυτό ώθησε τη Δευτέρα την απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου στο χαμηλότερο επίπεδο τετραμήνου, στο 4,068% ενώ η απόδοση του ομολόγου της ΠΓΔΜ που λήγει το 2021 άγγιξε επίσης το χαμηλότερο επίπεδο τετραμήνου, αγγίζοντας το 1,55%» αναφέρει το δημοσίευμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών