Μπορούν οι δημογραφικές αλλαγές να ακυρώσουν εκατό χρόνια διαχωρισμού;
Στον απόηχο της κρίσης του Brexit, η ιδέα μιας ενωμένης Ιρλανδίας επέστρεψε στην πολιτική ατζέντα.
Οι πολιτικοί και στα δύο μέρη μιας διαιρεμένης χώρας πιστεύουν ότι η ιρλανδική ενότητα είναι μια αξιόπιστη προοπτική κατά τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από το αν θεωρούν ότι η προοπτική είναι ευπρόσδεκτη ή απευκταία.
Το Sinn Féin, το κυριότερο εθνικιστικό κόμμα στην Βόρειο Ιρλανδία, ζήτησε να διεξαχθεί δημοψήφισμα μετά το Brexit για την ιρλανδική ενότητα, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο οικονομικής αναταραχής σε μια περιοχή που ψήφισε κατά του Brexit με μεγάλη διαφορά.
Ηγετικοί ενωτικοί πολιτικοί έχουν επίσης προειδοποιήσει ότι μια ψηφοφορία για τα σύνορα [στμ: border poll, δημοψήφισμα για την ένωση ή όχι της νήσου] μπορεί να γίνει αναπόφευκτη, αν και εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα νικήσουν σε περίπτωση ψηφοφορίας.
Αν όμως η ιδέα του να ενωθεί η Βόρεια Ιρλανδία με τον νότιο γείτονά της τώρα φαίνεται εύλογη, αυτό οφείλεται σε έναν τελείως διαφορετικό παράγοντα –μια μακρόχρονη δημογραφική αλλαγή, χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς δημοψήφισμα υπέρ της ιρλανδικής ενότητας.
Το 1920, όταν εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά η Βόρεια Ιρλανδία, οι προτεστάντες ξεπερνούσαν τους Καθολικούς με συντριπτική διαφορά: 65% προς 35%.
Στην τελευταία απογραφή, που διεξήχθη το 2011, το χάσμα είχε περιοριστεί σε μόλις τρεις ποσοστιαίες μονάδες: 48% προς 45%.
Ο Καθολικός πληθυσμός έχει επίσης νεολαία στην πλευρά του, με τους Καθολικούς να ξεπερνούν τους Προτεστάντες μεταξύ των ατόμων κάτω των 35 ετών.
Όποια και αν είναι η έκβαση της διαδικασίας του Brexit, είναι λογικό να αναμένεται ότι αργά ή γρήγορα η Βόρεια Ιρλανδία θα έχει Καθολική πλειοψηφία, ανοίγοντας την πόρτα στην επανένωση ολόκληρου του νησιού.
Η μακρά πορεία
Στο ιρλανδικό πλαίσιο, οι «Προτεστάντες» και οι «Καθολικοί» μοιάζουν πολύ με τους «Σέρβους» και τους «Κροάτες» στα Βαλκάνια: Μαρτυρούν περισσότερο την εθνική υπηκοότητα παρά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Γενικά, μέλη της Καθολικής κοινότητας ταυτίζονται με το ιρλανδικό έθνος, ενώ οι Προτεστάντες αντίστοιχοί τους με τους Βρετανούς.
Με την εθνική ταυτότητα τόσο στενά συνδεδεμένη με την κοινοτική κληρονομιά, ο ρυθμός της αλλαγής τείνει να είναι βαθμιαίος, αν όχι εξαιρετικά αργός.
Χρειάστηκαν δεκαετίες για να φτάσει το σημείο όπου ένα μελλοντικό δημοψήφισμα υπέρ της ιρλανδικής ενότητας να φαίνεται κάπως εύλογο.
Η Βόρεια Ιρλανδία σχεδιάστηκε για να είναι αδιαπέραστη από απαιτήσεις περί συνταγματικής αλλαγής.
Σχεδόν πριν από έναν αιώνα, οι Βρετανοί χώρισαν το νησί ως μέρος μιας συμφωνίας που χορήγησε ανεξαρτησία σε ένα νέο ιρλανδικό κράτος.
Εκείνη την εποχή, το Ulster -η περιοχή που αποτελεί το βόρειο τμήμα του νησιού- ήταν η μόνη από τις τέσσερις επαρχίες της Ιρλανδίας με προτεσταντική, ενωτική [με την Βρετανία] πλειοψηφία.
Ως εκ τούτου, ήταν το μόνο μέρος όπου η βρετανική κυριαρχία θα μπορούσε να αντέξει σε μια εποχή μαζικής δημοκρατικής πολιτικής.
Ωστόσο, οι δημιουργοί της Βόρειας Ιρλανδίας δεν το ρίσκαραν: Το Ulster είχε παραδοσιακά εννέα κομητείες, αλλά οι ενωτικοί ηγέτες αποφάσισαν να αποβάλλουν τρεις επαρχίες με μεγάλες Καθολικές πλειοψηφίες, κλειδώνοντας ένα κράτος με μια φαινομενικά ανυπέρβλητη προτεσταντική πλειοψηφία.
Εκείνοι που επεδίωκαν μια ενωμένη Ιρλανδία ποτέ δεν φαντάζονταν ότι η αλλαγή μπορεί να προέρχεται από μέσα.
Αντίθετα, προσπάθησαν να ασκήσουν πίεση στην βρετανική κυβέρνηση για να ενεργήσει προσπερνώντας τους ηγέτες της ενωτικής πλειοψηφίας της Βόρειας Ιρλανδίας.
Αυτή η πίεση έλαβε μερικές φορές τη μορφή διπλωματικής πίεσης, όπως όταν η ιρλανδική κυβέρνηση ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά του διαχωρισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η οποία χαιρετίστηκε με συντριπτική αδιαφορία από τον υπόλοιπο κόσμο.
Έλαβε επίσης τη μορφή ανταρτοπόλεμου, από την αναποτελεσματική Εκστρατεία για τα Σύνορα (Border Campaign) του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Irish Republican Arm, IRA) την περίοδο 1956-62 μέχρι την πολύ πιο θανατηφόρα εξέγερση της ομάδας που ξεκίνησε το 1971 και κόστισε την ζωή περισσότερων Βρετανών στρατιωτών από όσων στους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Όταν ο IRA ξεκίνησε αυτή την εξέγερση, η δημογραφική εικόνα είχε αλλάξει ελάχιστα από την στιγμή της διαίρεσης: Το 1971, οι Καθολικοί αποτελούσαν μόλις το 37% του πληθυσμού.
Το ποσοστό γεννητικότητας τους ήταν υψηλότερο από αυτό της προτεσταντικής πλειοψηφίας, αλλά η καθολική μετανάστευση ήταν επίσης πιο σημαντική: Μεταξύ 1926 και 1981, οι Καθολικοί είχαν διπλάσιες πιθανότητες να εγκαταλείψουν την χώρα από όσες οι Προτεστάντες, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη της κοινότητάς τους εγχωρίως.
Τα ποσοστά μετανάστευσης αντανακλούσαν τις αντίθετες οικονομικές προοπτικές που έβλεπαν οι δύο κοινότητες.
Πολλοί Καθολικοί ήταν άνεργοι ή είχαν χαμηλόμισθη εργασία.
Οι Προτεστάντες είχαν το μερίδιο του λέοντος από εξειδικευμένες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη πρόσβαση σε επαγγελματικές και διευθυντικές θέσεις.
Η σύγκρουση που έγινε γνωστή ως «τα προβλήματα» (Troubles) σερνόταν στο μεγαλύτερο μέρος τριών δεκαετιών, βασισμένη σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις αυτοδιάθεσης.
Για την βρετανική κυβέρνηση και τα ενωτικά [με την Βρετανία] κόμματα, η βούληση της Βορειο-ιρλανδικής πλειοψηφίας ήταν υψίστης σημασίας. Χωρίς την συμφωνία τους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κίνηση προς την ιρλανδική ενότητα -μια θέση που έγινε γνωστή ως η αρχή της συγκατάθεσης.
Για τον ΙΡΑ και την πολιτική πτέρυγά του, το Sinn Féin, η ίδια η Βόρεια Ιρλανδία ήταν μια παράνομη πολιτική οντότητα - το προϊόν της θρησκευτικής χειραγώγησης- και η ενωτική της πλειοψηφία θα έπρεπε να ξεπερνιέται από την εθνικιστική πλειοψηφία σε ολόκληρο το νησί.
Ο IRA και το Sinn Féin αναφέρονταν με περιφρόνηση στην αρχή της συγκατάθεσης ως το «ενωτικό βέτο» και δεσμεύονταν να το ανατρέψουν.
Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ αρκετά ισχυροί για να επιβάλουν την ιδέα αυτοδιάθεσης στους άλλους πολιτικούς παράγοντες.
Η αρχή της συγκατάθεσης ενσωματώθηκε σταθερά στην Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, την συμφωνία-ορόσημο που έληξε την σύγκρουση το 1998.
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής περιελάμβανε μια ρήτρα η οποία εντέλετο ένα δημοψήφισμα για την ιρλανδική ενότητα «εάν οποιαδήποτε στιγμή φαίνεται πιθανό ... ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θα επιθυμούσε να παύσει η Βόρεια Ιρλανδία να είναι μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου και να αποτελέσει μέρος μιας ενωμένης Ιρλανδίας».
Σε ορισμένους ενωτικούς επικριτές της συμφωνίας, αυτή ήταν μια επικίνδυνη παραχώρηση.
Ο Καθολικός πληθυσμός του Βορρά είχε ήδη αρχίσει να κινείται προς τα πάνω, από λίγο περισσότερο από το 41% το 1991 σε σχεδόν 44% δέκα χρόνια αργότερα.
Οι κατά της συμφωνίας ενωτικοί χλεύασαν με μια αφίσα του Τιτανικού, που ξεκινούσε από τα ναυπηγεία του Μπέλφαστ, με το σύνθημα «Είπαν ότι αυτό ήταν ασφαλές επίσης».
Τούτο ήταν υπέροχη σημειωτική αλλά φτωχή δημογραφία -ή έτσι φαινόταν. Στις πρώτες εκλογές μετά την Συμφωνία, τα ενωτικά κόμματα ξεπέρασαν τους εθνικιστικές αντιπάλους τους κατά 10%. Πέντε χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε η ίδια εικόνα.
Ο Καθολικός πληθυσμός μπορεί να αυξανόταν, αλλά η ένωση με την Βρετανία εξακολουθούσε να είναι ασφαλής.
Μέχρι το 2011, η διαφορά στις εκλογές μειώθηκε κάπως.
Όμως, η προσέλευση μειώθηκε ραγδαία, επίσης, και η χαρτογράφηση των αποτελεσμάτων σε ένα υποθετικό δημοψήφισμα για την ιρλανδική ενότητα ήταν μια αμφίβολη άσκηση.
Εξάλλου, η ψηφοφορία μια και μοναδική φορά μέσα σε μια γενιά για το συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας αναγκαστικά θα προσήλκυε πολύ περισσότερους ανθρώπους στα εκλογικά τμήματα από όσους οι τακτικές εκλογές.
Προσθετικό στην αβεβαιότητα ήταν το σημαντικό ποσοστό των ψήφων για κόμματα που δεν αυτοπροσδιορίζονταν ούτε ως εθνικιστικά ούτε ως ενωτικά [με την Βρετανία] -σχεδόν 10% το 2011.
Δεν ήταν επίσης σαφές ότι οι Ιρλανδοί εθνικιστές θα ψήφιζαν αποφασιστικά υπέρ της επανένωσης εάν τους δινόταν η ευκαιρία.
Σε έρευνα του 2013 επί των ψηφοφόρων της Βόρειας Ιρλανδίας, το 65% δήλωσαν ότι θα υποστηρίξουν το συνταγματικό status quo σε ένα δημοψήφισμα, έναντι μόλις 17% που θα υπερψήφιζαν την ιρλανδική ενότητα (οι υπόλοιποι είτε δεν θα ψήφιζαν είτε δεν ήξεραν τι θα ψηφίσουν).
Ακόμα και μεταξύ των Καθολικών, η εικόνα δεν ήταν καθόλου σαφής: Το 38% δήλωσε ότι θα ψήφιζαν να παραμείνουν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το 35% δήλωσε ότι θα υποστήριζε μια ενωμένη Ιρλανδία.
Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πρόσφατη οικονομική κρίση στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Η συντριβή του 2008 έπληξε τη νότια οικονομία ιδιαίτερα σκληρά: Οι κλάδοι των τραπεζών και τω κατασκευών της κατέρρευσαν και το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,5% σε μόλις 12 μήνες.
Μέχρι το τέλος του 2010, η ιρλανδική κυβέρνηση αναγκάστηκε να βασίζεται στην εξωτερική οικονομική στήριξη της τρόικας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Υπήρχαν πάντα απαισιόδοξες και αισιόδοξες εκδοχές για το τι θα σήμαινε η επανένωση για τις οικονομικές προοπτικές του νησιού.
Οι σκεπτικιστές επεσήμαναν ότι η Βόρεια Ιρλανδία στηρίχθηκε σε μια μεγάλη επιδότηση από το Λονδίνο για να καλύψει τις δημόσιες δαπάνες της, γεγονός που θα αποτελούσε [αναλογικά] μεγαλύτερο βάρος για το πολύ μικρότερο ιρλανδικό κράτος.
Οι αισιόδοξοι ισχυρίστηκαν ότι η οικονομία του συνόλου της Ιρλανδίας θα απελευθέρωνε τις δυνατότητες ανάπτυξης που είχε καταπνίξει ο διχασμός.
Αλλά με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας βυθισμένη σε τόσο βαθιά ύφεση, η κοινή γνώμη στην Βόρειο Ιρλανδία στράφηκε προς την απαισιοδοξία ακόμη και μεταξύ των εθνικιστών.
Εάν η δημογραφική αλλαγή παρήγαγε όντως μια Καθολική πλειοψηφία, και πάλι θα μπορούσε να μην μεταφραστεί σε μια ψήφο κατά της απόσχισης.
Το Brexit έχει αντιστρέψει για άλλη μια φορά αυτόν τον υπολογισμό.
Οι όροι του επικείμενου διαχωρισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν αβέβαιοι, αλλά τίποτα από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 δεν αποθάρρυνε την πεποίθηση ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μπερδεμένο και συνταρακτικό.
Σε περίπτωση ενός Brexit χωρίς να υπάρχει συμφωνία, η Βόρεια Ιρλανδία θα δεχθεί πολύ μεγαλύτερη και πιο άμεση ζημιά από ό, τι το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της εξάρτησής της από το διασυνοριακό εμπόριο με τον νότο. Σε μια περιοχή που ψήφισε για να παραμείνει στην ΕΕ με σταθερή πλειοψηφία (56% έναντι 44%), η προοπτική αυτή εκφράζεται ευρέως και με πικρία.
Ειδικά ανάμεσα στους ήπιους εθνικιστές και τους ήπιους ενωτικούς -εκείνους που υιοθετούν μια πιο ρεαλιστική και συναλλακτική άποψη της ένωσης με την Βρετανία- το σοκ ενός χαοτικού Brexit θα μπορούσε να ωθήσει περισσότερους ψηφοφόρους να αγκαλιάσουν την ιρλανδική ενότητα ως ασφαλέστερη επιλογή από ό, τι να παραμείνουν συνδεδεμένοι με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Χωρισμένο βασίλειο;
Οι δημοσκοπήσεις για μια ενωμένη Ιρλανδία κυμάνθηκαν [αρκετά] από την εποχή του δημοψηφίσματος του Brexit και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα δημοψήφισμα για τα σύνορα θα αποδώσει το αποτέλεσμα που επιθυμούν τα εθνικιστικά κόμματα.
Μια έρευνα τον Σεπτέμβριο του 2018 έδωσε στους αντιπάλους της ιρλανδικής ενότητας πλεονέκτημα 5% έναντι των υποστηρικτών της. Μια άλλη, η οποία διεξήχθη τον Ιούνιο του 2019, είχε ένα πολύ μεγαλύτερο χάσμα, με το 45% αντιτίθεται στην επανένωση, το 32% υπέρ και 23% αναποφάσιστοι.
Αλλά η γενική τάση ήταν προς μεγαλύτερη στήριξη για το τέλος του διαχωρισμού [μεταξύ βόρειας και νότιας Ιρλανδίας].
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2017 στην Βόρεια Ιρλανδία και τις φετινές ευρωεκλογές, η περιοχή έχει τώρα μια καλά εδραιωμένη μη ενωτική πλειοψηφία. (Αυτό, για να καταστεί σαφές, δεν είναι το ίδιο με μια εθνικιστική πλειοψηφία, αφού περιλαμβάνει κόμματα που παραμένουν σκεπτικά σχετικά με το θέμα).
Ακόμη και ο πιο αφοσιωμένος ενωτικός αναγνωρίζει ότι το Brexit έχει αλλάξει την συνολική δυναμική.
Ο Peter Robinson, πρώην ηγέτης του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP), προειδοποίησε πρόσφατα ότι ίσως σύντομα θα ήταν απαραίτητο να υπερασπιστεί το status quo: «Πάρα πολλοί ενωτικοί θεωρούν τη μακροζωία της Ένωσης [με την Βρετανία] ως δεδομένη».
Ο Ρόμπινσον συμβούλευσε το κόμμα του να μην χάσει την ενέργεια του αντιτιθέμενο στις μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν οι εθνικιστές οι οποίες δεν επηρεάζουν το συνταγματικό καθεστώς της περιοχής.
(Η αντίθεση του DUP σε νομοσχέδιο που θα προωθούσε την ιρλανδική γλώσσα, για παράδειγμα, έχει γίνει ένα ζήτημα τεράστιας συμβολικής σημασίας για το Sinn Féin και τους υποστηρικτές του). Πέραν όλων, προέτρεψε τους ενωτικούς πολιτικούς να αναβιώσουν την συμφωνία επιμερισμού της εξουσίας με τους εθνικιστές ομολόγους τους που κατέρρευσε στις αρχές του 2017.
Η συμβουλή του Ρόμπινσον ήταν λογική, έστω και αν το κόμμα του δείχνει λίγα σημάδια ότι την έλαβε υπόψη: Η δημογραφική αλλαγή έφερε την Βόρεια Ιρλανδία στο σημείο όπου φαίνεται δυνατή η ψήφος υπέρ της ιρλανδικής ενότητας.
Η πολιτική θα καθορίσει το εάν αυτή η δυνατότητα θα πραγματοποιηθεί.
Daniel Finn (Αναπληρωτής συντάκτης της New Left Review. Το βιβλίο του με τίτλο One Man’s Terrorist: A Political History of the IRA, θα δημοσιευθεί από τον οίκο Verso τον Νοέμβριο)
www.bankingnews.gr
Οι πολιτικοί και στα δύο μέρη μιας διαιρεμένης χώρας πιστεύουν ότι η ιρλανδική ενότητα είναι μια αξιόπιστη προοπτική κατά τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από το αν θεωρούν ότι η προοπτική είναι ευπρόσδεκτη ή απευκταία.
Το Sinn Féin, το κυριότερο εθνικιστικό κόμμα στην Βόρειο Ιρλανδία, ζήτησε να διεξαχθεί δημοψήφισμα μετά το Brexit για την ιρλανδική ενότητα, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο οικονομικής αναταραχής σε μια περιοχή που ψήφισε κατά του Brexit με μεγάλη διαφορά.
Ηγετικοί ενωτικοί πολιτικοί έχουν επίσης προειδοποιήσει ότι μια ψηφοφορία για τα σύνορα [στμ: border poll, δημοψήφισμα για την ένωση ή όχι της νήσου] μπορεί να γίνει αναπόφευκτη, αν και εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα νικήσουν σε περίπτωση ψηφοφορίας.
Αν όμως η ιδέα του να ενωθεί η Βόρεια Ιρλανδία με τον νότιο γείτονά της τώρα φαίνεται εύλογη, αυτό οφείλεται σε έναν τελείως διαφορετικό παράγοντα –μια μακρόχρονη δημογραφική αλλαγή, χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς δημοψήφισμα υπέρ της ιρλανδικής ενότητας.
Το 1920, όταν εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά η Βόρεια Ιρλανδία, οι προτεστάντες ξεπερνούσαν τους Καθολικούς με συντριπτική διαφορά: 65% προς 35%.
Στην τελευταία απογραφή, που διεξήχθη το 2011, το χάσμα είχε περιοριστεί σε μόλις τρεις ποσοστιαίες μονάδες: 48% προς 45%.
Ο Καθολικός πληθυσμός έχει επίσης νεολαία στην πλευρά του, με τους Καθολικούς να ξεπερνούν τους Προτεστάντες μεταξύ των ατόμων κάτω των 35 ετών.
Όποια και αν είναι η έκβαση της διαδικασίας του Brexit, είναι λογικό να αναμένεται ότι αργά ή γρήγορα η Βόρεια Ιρλανδία θα έχει Καθολική πλειοψηφία, ανοίγοντας την πόρτα στην επανένωση ολόκληρου του νησιού.
Η μακρά πορεία
Στο ιρλανδικό πλαίσιο, οι «Προτεστάντες» και οι «Καθολικοί» μοιάζουν πολύ με τους «Σέρβους» και τους «Κροάτες» στα Βαλκάνια: Μαρτυρούν περισσότερο την εθνική υπηκοότητα παρά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Γενικά, μέλη της Καθολικής κοινότητας ταυτίζονται με το ιρλανδικό έθνος, ενώ οι Προτεστάντες αντίστοιχοί τους με τους Βρετανούς.
Με την εθνική ταυτότητα τόσο στενά συνδεδεμένη με την κοινοτική κληρονομιά, ο ρυθμός της αλλαγής τείνει να είναι βαθμιαίος, αν όχι εξαιρετικά αργός.
Χρειάστηκαν δεκαετίες για να φτάσει το σημείο όπου ένα μελλοντικό δημοψήφισμα υπέρ της ιρλανδικής ενότητας να φαίνεται κάπως εύλογο.
Η Βόρεια Ιρλανδία σχεδιάστηκε για να είναι αδιαπέραστη από απαιτήσεις περί συνταγματικής αλλαγής.
Σχεδόν πριν από έναν αιώνα, οι Βρετανοί χώρισαν το νησί ως μέρος μιας συμφωνίας που χορήγησε ανεξαρτησία σε ένα νέο ιρλανδικό κράτος.
Εκείνη την εποχή, το Ulster -η περιοχή που αποτελεί το βόρειο τμήμα του νησιού- ήταν η μόνη από τις τέσσερις επαρχίες της Ιρλανδίας με προτεσταντική, ενωτική [με την Βρετανία] πλειοψηφία.
Ως εκ τούτου, ήταν το μόνο μέρος όπου η βρετανική κυριαρχία θα μπορούσε να αντέξει σε μια εποχή μαζικής δημοκρατικής πολιτικής.
Ωστόσο, οι δημιουργοί της Βόρειας Ιρλανδίας δεν το ρίσκαραν: Το Ulster είχε παραδοσιακά εννέα κομητείες, αλλά οι ενωτικοί ηγέτες αποφάσισαν να αποβάλλουν τρεις επαρχίες με μεγάλες Καθολικές πλειοψηφίες, κλειδώνοντας ένα κράτος με μια φαινομενικά ανυπέρβλητη προτεσταντική πλειοψηφία.
Εκείνοι που επεδίωκαν μια ενωμένη Ιρλανδία ποτέ δεν φαντάζονταν ότι η αλλαγή μπορεί να προέρχεται από μέσα.
Αντίθετα, προσπάθησαν να ασκήσουν πίεση στην βρετανική κυβέρνηση για να ενεργήσει προσπερνώντας τους ηγέτες της ενωτικής πλειοψηφίας της Βόρειας Ιρλανδίας.
Αυτή η πίεση έλαβε μερικές φορές τη μορφή διπλωματικής πίεσης, όπως όταν η ιρλανδική κυβέρνηση ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά του διαχωρισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η οποία χαιρετίστηκε με συντριπτική αδιαφορία από τον υπόλοιπο κόσμο.
Έλαβε επίσης τη μορφή ανταρτοπόλεμου, από την αναποτελεσματική Εκστρατεία για τα Σύνορα (Border Campaign) του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Irish Republican Arm, IRA) την περίοδο 1956-62 μέχρι την πολύ πιο θανατηφόρα εξέγερση της ομάδας που ξεκίνησε το 1971 και κόστισε την ζωή περισσότερων Βρετανών στρατιωτών από όσων στους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Όταν ο IRA ξεκίνησε αυτή την εξέγερση, η δημογραφική εικόνα είχε αλλάξει ελάχιστα από την στιγμή της διαίρεσης: Το 1971, οι Καθολικοί αποτελούσαν μόλις το 37% του πληθυσμού.
Το ποσοστό γεννητικότητας τους ήταν υψηλότερο από αυτό της προτεσταντικής πλειοψηφίας, αλλά η καθολική μετανάστευση ήταν επίσης πιο σημαντική: Μεταξύ 1926 και 1981, οι Καθολικοί είχαν διπλάσιες πιθανότητες να εγκαταλείψουν την χώρα από όσες οι Προτεστάντες, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη της κοινότητάς τους εγχωρίως.
Τα ποσοστά μετανάστευσης αντανακλούσαν τις αντίθετες οικονομικές προοπτικές που έβλεπαν οι δύο κοινότητες.
Πολλοί Καθολικοί ήταν άνεργοι ή είχαν χαμηλόμισθη εργασία.
Οι Προτεστάντες είχαν το μερίδιο του λέοντος από εξειδικευμένες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη πρόσβαση σε επαγγελματικές και διευθυντικές θέσεις.
Η σύγκρουση που έγινε γνωστή ως «τα προβλήματα» (Troubles) σερνόταν στο μεγαλύτερο μέρος τριών δεκαετιών, βασισμένη σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις αυτοδιάθεσης.
Για την βρετανική κυβέρνηση και τα ενωτικά [με την Βρετανία] κόμματα, η βούληση της Βορειο-ιρλανδικής πλειοψηφίας ήταν υψίστης σημασίας. Χωρίς την συμφωνία τους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κίνηση προς την ιρλανδική ενότητα -μια θέση που έγινε γνωστή ως η αρχή της συγκατάθεσης.
Για τον ΙΡΑ και την πολιτική πτέρυγά του, το Sinn Féin, η ίδια η Βόρεια Ιρλανδία ήταν μια παράνομη πολιτική οντότητα - το προϊόν της θρησκευτικής χειραγώγησης- και η ενωτική της πλειοψηφία θα έπρεπε να ξεπερνιέται από την εθνικιστική πλειοψηφία σε ολόκληρο το νησί.
Ο IRA και το Sinn Féin αναφέρονταν με περιφρόνηση στην αρχή της συγκατάθεσης ως το «ενωτικό βέτο» και δεσμεύονταν να το ανατρέψουν.
Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ αρκετά ισχυροί για να επιβάλουν την ιδέα αυτοδιάθεσης στους άλλους πολιτικούς παράγοντες.
Η αρχή της συγκατάθεσης ενσωματώθηκε σταθερά στην Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, την συμφωνία-ορόσημο που έληξε την σύγκρουση το 1998.
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής περιελάμβανε μια ρήτρα η οποία εντέλετο ένα δημοψήφισμα για την ιρλανδική ενότητα «εάν οποιαδήποτε στιγμή φαίνεται πιθανό ... ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θα επιθυμούσε να παύσει η Βόρεια Ιρλανδία να είναι μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου και να αποτελέσει μέρος μιας ενωμένης Ιρλανδίας».
Σε ορισμένους ενωτικούς επικριτές της συμφωνίας, αυτή ήταν μια επικίνδυνη παραχώρηση.
Ο Καθολικός πληθυσμός του Βορρά είχε ήδη αρχίσει να κινείται προς τα πάνω, από λίγο περισσότερο από το 41% το 1991 σε σχεδόν 44% δέκα χρόνια αργότερα.
Οι κατά της συμφωνίας ενωτικοί χλεύασαν με μια αφίσα του Τιτανικού, που ξεκινούσε από τα ναυπηγεία του Μπέλφαστ, με το σύνθημα «Είπαν ότι αυτό ήταν ασφαλές επίσης».
Τούτο ήταν υπέροχη σημειωτική αλλά φτωχή δημογραφία -ή έτσι φαινόταν. Στις πρώτες εκλογές μετά την Συμφωνία, τα ενωτικά κόμματα ξεπέρασαν τους εθνικιστικές αντιπάλους τους κατά 10%. Πέντε χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε η ίδια εικόνα.
Ο Καθολικός πληθυσμός μπορεί να αυξανόταν, αλλά η ένωση με την Βρετανία εξακολουθούσε να είναι ασφαλής.
Μέχρι το 2011, η διαφορά στις εκλογές μειώθηκε κάπως.
Όμως, η προσέλευση μειώθηκε ραγδαία, επίσης, και η χαρτογράφηση των αποτελεσμάτων σε ένα υποθετικό δημοψήφισμα για την ιρλανδική ενότητα ήταν μια αμφίβολη άσκηση.
Εξάλλου, η ψηφοφορία μια και μοναδική φορά μέσα σε μια γενιά για το συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας αναγκαστικά θα προσήλκυε πολύ περισσότερους ανθρώπους στα εκλογικά τμήματα από όσους οι τακτικές εκλογές.
Προσθετικό στην αβεβαιότητα ήταν το σημαντικό ποσοστό των ψήφων για κόμματα που δεν αυτοπροσδιορίζονταν ούτε ως εθνικιστικά ούτε ως ενωτικά [με την Βρετανία] -σχεδόν 10% το 2011.
Δεν ήταν επίσης σαφές ότι οι Ιρλανδοί εθνικιστές θα ψήφιζαν αποφασιστικά υπέρ της επανένωσης εάν τους δινόταν η ευκαιρία.
Σε έρευνα του 2013 επί των ψηφοφόρων της Βόρειας Ιρλανδίας, το 65% δήλωσαν ότι θα υποστηρίξουν το συνταγματικό status quo σε ένα δημοψήφισμα, έναντι μόλις 17% που θα υπερψήφιζαν την ιρλανδική ενότητα (οι υπόλοιποι είτε δεν θα ψήφιζαν είτε δεν ήξεραν τι θα ψηφίσουν).
Ακόμα και μεταξύ των Καθολικών, η εικόνα δεν ήταν καθόλου σαφής: Το 38% δήλωσε ότι θα ψήφιζαν να παραμείνουν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το 35% δήλωσε ότι θα υποστήριζε μια ενωμένη Ιρλανδία.
Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πρόσφατη οικονομική κρίση στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Η συντριβή του 2008 έπληξε τη νότια οικονομία ιδιαίτερα σκληρά: Οι κλάδοι των τραπεζών και τω κατασκευών της κατέρρευσαν και το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,5% σε μόλις 12 μήνες.
Μέχρι το τέλος του 2010, η ιρλανδική κυβέρνηση αναγκάστηκε να βασίζεται στην εξωτερική οικονομική στήριξη της τρόικας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Υπήρχαν πάντα απαισιόδοξες και αισιόδοξες εκδοχές για το τι θα σήμαινε η επανένωση για τις οικονομικές προοπτικές του νησιού.
Οι σκεπτικιστές επεσήμαναν ότι η Βόρεια Ιρλανδία στηρίχθηκε σε μια μεγάλη επιδότηση από το Λονδίνο για να καλύψει τις δημόσιες δαπάνες της, γεγονός που θα αποτελούσε [αναλογικά] μεγαλύτερο βάρος για το πολύ μικρότερο ιρλανδικό κράτος.
Οι αισιόδοξοι ισχυρίστηκαν ότι η οικονομία του συνόλου της Ιρλανδίας θα απελευθέρωνε τις δυνατότητες ανάπτυξης που είχε καταπνίξει ο διχασμός.
Αλλά με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας βυθισμένη σε τόσο βαθιά ύφεση, η κοινή γνώμη στην Βόρειο Ιρλανδία στράφηκε προς την απαισιοδοξία ακόμη και μεταξύ των εθνικιστών.
Εάν η δημογραφική αλλαγή παρήγαγε όντως μια Καθολική πλειοψηφία, και πάλι θα μπορούσε να μην μεταφραστεί σε μια ψήφο κατά της απόσχισης.
Το Brexit έχει αντιστρέψει για άλλη μια φορά αυτόν τον υπολογισμό.
Οι όροι του επικείμενου διαχωρισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν αβέβαιοι, αλλά τίποτα από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 δεν αποθάρρυνε την πεποίθηση ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μπερδεμένο και συνταρακτικό.
Σε περίπτωση ενός Brexit χωρίς να υπάρχει συμφωνία, η Βόρεια Ιρλανδία θα δεχθεί πολύ μεγαλύτερη και πιο άμεση ζημιά από ό, τι το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της εξάρτησής της από το διασυνοριακό εμπόριο με τον νότο. Σε μια περιοχή που ψήφισε για να παραμείνει στην ΕΕ με σταθερή πλειοψηφία (56% έναντι 44%), η προοπτική αυτή εκφράζεται ευρέως και με πικρία.
Ειδικά ανάμεσα στους ήπιους εθνικιστές και τους ήπιους ενωτικούς -εκείνους που υιοθετούν μια πιο ρεαλιστική και συναλλακτική άποψη της ένωσης με την Βρετανία- το σοκ ενός χαοτικού Brexit θα μπορούσε να ωθήσει περισσότερους ψηφοφόρους να αγκαλιάσουν την ιρλανδική ενότητα ως ασφαλέστερη επιλογή από ό, τι να παραμείνουν συνδεδεμένοι με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Χωρισμένο βασίλειο;
Οι δημοσκοπήσεις για μια ενωμένη Ιρλανδία κυμάνθηκαν [αρκετά] από την εποχή του δημοψηφίσματος του Brexit και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα δημοψήφισμα για τα σύνορα θα αποδώσει το αποτέλεσμα που επιθυμούν τα εθνικιστικά κόμματα.
Μια έρευνα τον Σεπτέμβριο του 2018 έδωσε στους αντιπάλους της ιρλανδικής ενότητας πλεονέκτημα 5% έναντι των υποστηρικτών της. Μια άλλη, η οποία διεξήχθη τον Ιούνιο του 2019, είχε ένα πολύ μεγαλύτερο χάσμα, με το 45% αντιτίθεται στην επανένωση, το 32% υπέρ και 23% αναποφάσιστοι.
Αλλά η γενική τάση ήταν προς μεγαλύτερη στήριξη για το τέλος του διαχωρισμού [μεταξύ βόρειας και νότιας Ιρλανδίας].
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2017 στην Βόρεια Ιρλανδία και τις φετινές ευρωεκλογές, η περιοχή έχει τώρα μια καλά εδραιωμένη μη ενωτική πλειοψηφία. (Αυτό, για να καταστεί σαφές, δεν είναι το ίδιο με μια εθνικιστική πλειοψηφία, αφού περιλαμβάνει κόμματα που παραμένουν σκεπτικά σχετικά με το θέμα).
Ακόμη και ο πιο αφοσιωμένος ενωτικός αναγνωρίζει ότι το Brexit έχει αλλάξει την συνολική δυναμική.
Ο Peter Robinson, πρώην ηγέτης του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP), προειδοποίησε πρόσφατα ότι ίσως σύντομα θα ήταν απαραίτητο να υπερασπιστεί το status quo: «Πάρα πολλοί ενωτικοί θεωρούν τη μακροζωία της Ένωσης [με την Βρετανία] ως δεδομένη».
Ο Ρόμπινσον συμβούλευσε το κόμμα του να μην χάσει την ενέργεια του αντιτιθέμενο στις μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν οι εθνικιστές οι οποίες δεν επηρεάζουν το συνταγματικό καθεστώς της περιοχής.
(Η αντίθεση του DUP σε νομοσχέδιο που θα προωθούσε την ιρλανδική γλώσσα, για παράδειγμα, έχει γίνει ένα ζήτημα τεράστιας συμβολικής σημασίας για το Sinn Féin και τους υποστηρικτές του). Πέραν όλων, προέτρεψε τους ενωτικούς πολιτικούς να αναβιώσουν την συμφωνία επιμερισμού της εξουσίας με τους εθνικιστές ομολόγους τους που κατέρρευσε στις αρχές του 2017.
Η συμβουλή του Ρόμπινσον ήταν λογική, έστω και αν το κόμμα του δείχνει λίγα σημάδια ότι την έλαβε υπόψη: Η δημογραφική αλλαγή έφερε την Βόρεια Ιρλανδία στο σημείο όπου φαίνεται δυνατή η ψήφος υπέρ της ιρλανδικής ενότητας.
Η πολιτική θα καθορίσει το εάν αυτή η δυνατότητα θα πραγματοποιηθεί.
Daniel Finn (Αναπληρωτής συντάκτης της New Left Review. Το βιβλίο του με τίτλο One Man’s Terrorist: A Political History of the IRA, θα δημοσιευθεί από τον οίκο Verso τον Νοέμβριο)
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών