Διψήφιος αριθμός του 25μελούς διοικητικού συμβουλίου επιχειρηματολόγησε κατά των μέτρων που πρότεινε και τελικώς πέρασε ο κεντρικός τραπεζίτης
Έντονες είναι οι αντιδράσεις στη Γερμανία από την απόφαση του Mario Draghi να παρατείνει την αύξηση των τιμωρητικών επιτοκίων για τις τράπεζες που «παρκάρουν» τη ρευστότητά τους στην ΕΚΤ (από -0,4% σε -0,5%) και να προχωρήσει σε ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Spiegel, ο επικεφαλής της ΕΚΤ συνάντησε σθεναρή αντίδραση στους κόλπους του 25μελούς ΔΣ της ΕΚΤ λίγο πριν από την αποχώρησή του από τη Φρανκφούρτη.
Όπως αναφέρει το γερμανικό περιοδικό, διψήφιος αριθμός του 25μελούς διοικητικού συμβουλίου επιχειρηματολόγησε κατά των μέτρων που πρότεινε και τελικώς πέρασε ο Ιταλός τραπεζίτης.
Σύμφωνα με το Spiegel, τα μέτρα ελήφθησαν με φόντο την υποχώρηση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης που αποδίδονται πρωτίστως στις εμπορικές διενέξεις και το Brexit, τα μέτρα στοχεύουν στην αναστροφή του κλίματος και την τόνωση της ανάπτυξης. Γιατί όμως είναι τόσο διαφιλονικούμενες οι νέες παρεμβάσεις;
Όπως εξηγεί η Marigia Κolack, πρόεδρος των συνεταιριστικών τραπεζών της Γερμανίας (Volks- Raiffeisenbanken, BVR):
«Η ΕΚΤ ασκεί μια εκβιαστική νομισματική πολιτική ενώ θα έπρεπε να επιδεικνύει υπομονή. Η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και οι νέες αγορές ομολόγων δεν οδηγούν σε εμφανή αναπτυξιακή ώθηση, αλλά αντιθέτως ενισχύουν τις ζημιογόνες παρενέργειες της ακραίας αυτής νομισματικής πολιτικής. Θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουν τα επιτόκια αμετάβλητα ώστε οι υφιστάμενες ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης να οδηγήσουν σταδιακά σε τόνωση της οικονομίας. Με την επανέναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων η ΕΚΤ κινείται στα όρια του επιτρεπτού. Η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη είναι ικανοποιητική και δεν χρειάζονται ούτε αρνητικά επιτόκια ούτε αγορές ομολόγων».
Εντείνονται οι πιέσεις σε βάρος των τραπεζών
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Φορέων GDV, Claus Vinner:
«Με την τελευταία της απόφαση η ΕΚΤ αξιοποιεί εκ νέου εργαλεία τα οποία φτιάχτηκαν για περιόδους κρίσεων. Εντούτοις δεν υπάρχει ούτε οικονομική ούτε πολιτική κρίση. Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης δεν δικαιολογεί τόσο εκτεταμένα μέτρα».
Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι πλέον και οι μικροκαταθέτες θα βιώσουν τις συνέπειες της χαλαρής αυτής νομισματικής πολιτικής καθώς οι τράπεζες ενδέχεται να μετακυλίσουν σε αυτούς το κόστος των αρνητικών επιτοκίων. Όπως εκτιμά ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικών Τραπεζών Hans Walter Petres, «σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές πιέσεις σε βάρος των τραπεζών εντείνονται. Κάθε τράπεζα αποφασίζει μόνη της αν θα μετακυλίσει το κόστος. Αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω».
Πλήρη κατανόηση για τις τελευταίες αποφάσεις Draghi αντίθετα, δείχνει ο Sebastian Dullien από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Αναπτυξιακών Ερευνών:
«Δεδομένης της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης που παρατηρείται τελευταία, σε συνδυασμό με τα χαμηλότερα του στόχου του 2% επίπεδα πληθωρισμού, η απόφαση της ΕΚΤ είναι δικαιολογημένη και ορθή. Μπορεί η Γερμανία να είναι μόνο ένα μέρος της Ευρωζώνης αλλά η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγνοήσει τον αυξημένο κίνδυνο ύφεσης που αυτή αντιμετωπίζει (στο 60% πλέον σύμφωνα με τον δείκτη ΙΜΚ)».
Κατανόηση για την κίνηση Draghi δείχνει και ο πρόεδρος του οικονομικού Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Klementes Fust, εκτιμώντας ωστόσο ότι τα μέτρα δεν θα φέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. «Δεδομένου ότι τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων είναι ήδη πολύ χαμηλά, θα πρέπει να αναμένουμε ότι η επίδραση του νέου προγράμματος θα είναι περιορισμένη. […]
Με φόντο την επιδείνωση των ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης των επιπέδων του πληθωρισμού η απόφαση της ΕΚΤ είναι αναμφίβολα δικαιολογημένη. Την ίδια ώρα όμως γίνεται σαφές ότι η νομισματική πολιτική φτάνει στα όριά της και ότι χρειάζονται αναπτυξιακά μέτρα από άλλους πολιτικούς τομείς.
Απαιτούνται κυρίως πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις καθώς και ένα βελτιστοποιημένο πλαίσιο για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις».
Γεγονός είναι πάντως ότι σε περίπτωση που δεν αποδώσουν καρπούς τα μέτρα και δεν υπάρξει εμφανής αναστροφή του κλίματος, η διάδοχος του Draghi, Christin Lagarde δεν θα έχει στη διάθεσή της άλλα σημαντικά περιθώρια παρέμβασης αφού ουσιαστικά ο νυν πρόεδρος έχει εξαντλήσει τα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής.
Όπως σχολιάζει ο Frindrich Haineman από το κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών ZEW: «Για τη νέα πρόεδρο της ΕΚΤ η τελευταία απόφαση είναι μια βαριά παρακαταθήκη. Ουσιαστικά δεν θα διαθέτει άλλα περιθώρια κινήσεων και θα είναι αντιμέτωπη με τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιέργησε η προεδρία Draghi στις αγορές».
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Spiegel, ο επικεφαλής της ΕΚΤ συνάντησε σθεναρή αντίδραση στους κόλπους του 25μελούς ΔΣ της ΕΚΤ λίγο πριν από την αποχώρησή του από τη Φρανκφούρτη.
Όπως αναφέρει το γερμανικό περιοδικό, διψήφιος αριθμός του 25μελούς διοικητικού συμβουλίου επιχειρηματολόγησε κατά των μέτρων που πρότεινε και τελικώς πέρασε ο Ιταλός τραπεζίτης.
Σύμφωνα με το Spiegel, τα μέτρα ελήφθησαν με φόντο την υποχώρηση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης που αποδίδονται πρωτίστως στις εμπορικές διενέξεις και το Brexit, τα μέτρα στοχεύουν στην αναστροφή του κλίματος και την τόνωση της ανάπτυξης. Γιατί όμως είναι τόσο διαφιλονικούμενες οι νέες παρεμβάσεις;
Όπως εξηγεί η Marigia Κolack, πρόεδρος των συνεταιριστικών τραπεζών της Γερμανίας (Volks- Raiffeisenbanken, BVR):
«Η ΕΚΤ ασκεί μια εκβιαστική νομισματική πολιτική ενώ θα έπρεπε να επιδεικνύει υπομονή. Η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και οι νέες αγορές ομολόγων δεν οδηγούν σε εμφανή αναπτυξιακή ώθηση, αλλά αντιθέτως ενισχύουν τις ζημιογόνες παρενέργειες της ακραίας αυτής νομισματικής πολιτικής. Θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουν τα επιτόκια αμετάβλητα ώστε οι υφιστάμενες ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης να οδηγήσουν σταδιακά σε τόνωση της οικονομίας. Με την επανέναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων η ΕΚΤ κινείται στα όρια του επιτρεπτού. Η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη είναι ικανοποιητική και δεν χρειάζονται ούτε αρνητικά επιτόκια ούτε αγορές ομολόγων».
Εντείνονται οι πιέσεις σε βάρος των τραπεζών
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Φορέων GDV, Claus Vinner:
«Με την τελευταία της απόφαση η ΕΚΤ αξιοποιεί εκ νέου εργαλεία τα οποία φτιάχτηκαν για περιόδους κρίσεων. Εντούτοις δεν υπάρχει ούτε οικονομική ούτε πολιτική κρίση. Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης δεν δικαιολογεί τόσο εκτεταμένα μέτρα».
Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι πλέον και οι μικροκαταθέτες θα βιώσουν τις συνέπειες της χαλαρής αυτής νομισματικής πολιτικής καθώς οι τράπεζες ενδέχεται να μετακυλίσουν σε αυτούς το κόστος των αρνητικών επιτοκίων. Όπως εκτιμά ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικών Τραπεζών Hans Walter Petres, «σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές πιέσεις σε βάρος των τραπεζών εντείνονται. Κάθε τράπεζα αποφασίζει μόνη της αν θα μετακυλίσει το κόστος. Αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω».
Πλήρη κατανόηση για τις τελευταίες αποφάσεις Draghi αντίθετα, δείχνει ο Sebastian Dullien από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Αναπτυξιακών Ερευνών:
«Δεδομένης της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης που παρατηρείται τελευταία, σε συνδυασμό με τα χαμηλότερα του στόχου του 2% επίπεδα πληθωρισμού, η απόφαση της ΕΚΤ είναι δικαιολογημένη και ορθή. Μπορεί η Γερμανία να είναι μόνο ένα μέρος της Ευρωζώνης αλλά η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγνοήσει τον αυξημένο κίνδυνο ύφεσης που αυτή αντιμετωπίζει (στο 60% πλέον σύμφωνα με τον δείκτη ΙΜΚ)».
Κατανόηση για την κίνηση Draghi δείχνει και ο πρόεδρος του οικονομικού Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Klementes Fust, εκτιμώντας ωστόσο ότι τα μέτρα δεν θα φέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. «Δεδομένου ότι τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων είναι ήδη πολύ χαμηλά, θα πρέπει να αναμένουμε ότι η επίδραση του νέου προγράμματος θα είναι περιορισμένη. […]
Με φόντο την επιδείνωση των ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης των επιπέδων του πληθωρισμού η απόφαση της ΕΚΤ είναι αναμφίβολα δικαιολογημένη. Την ίδια ώρα όμως γίνεται σαφές ότι η νομισματική πολιτική φτάνει στα όριά της και ότι χρειάζονται αναπτυξιακά μέτρα από άλλους πολιτικούς τομείς.
Απαιτούνται κυρίως πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις καθώς και ένα βελτιστοποιημένο πλαίσιο για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις».
Γεγονός είναι πάντως ότι σε περίπτωση που δεν αποδώσουν καρπούς τα μέτρα και δεν υπάρξει εμφανής αναστροφή του κλίματος, η διάδοχος του Draghi, Christin Lagarde δεν θα έχει στη διάθεσή της άλλα σημαντικά περιθώρια παρέμβασης αφού ουσιαστικά ο νυν πρόεδρος έχει εξαντλήσει τα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής.
Όπως σχολιάζει ο Frindrich Haineman από το κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών ZEW: «Για τη νέα πρόεδρο της ΕΚΤ η τελευταία απόφαση είναι μια βαριά παρακαταθήκη. Ουσιαστικά δεν θα διαθέτει άλλα περιθώρια κινήσεων και θα είναι αντιμέτωπη με τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιέργησε η προεδρία Draghi στις αγορές».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών