Το ερώτημα είναι εάν τα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης θα αποδειχθούν επαρκή για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες του Brexit
Μετά τη νίκη του Συντηρητικού Κόμματος στις εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου, ο πρωθυπουργός Boris Johnson μπορεί να στρέψει πλέον την προσοχή του και την ενέργειά του στην οικονομία.
Και τα επόμενα πέντε χρόνια θα σημαδευτούν από τις αντικρουόμενες επιδράσεις των πολιτικών του κόμματός του, οι οποίες αναμένεται να τονώσουν την ανάπτυξη λόγω των μεγάλων υποσχέσεων δαπανών, και του Brexit, το οποίο θα πλήξει την οικονομία ανεξάρτητα από την εμπορική συμφωνία που θα συνάψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα επίπεδα στα οποία θα βρεθεί η στερλίνα θα αποτελέσει το αποτέλεσμα αυτών των δύο αντικρουόμενων παραγόντων.
Το μανιφέστο του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος μπορεί να μη διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην προεκλογική καμπάνια που μόλις ολοκληρώθηκε, σε σύγκριση με τη συζήτηση για το Brexit και τη μειωμένη δημοτικότητα του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Jeremy Corbyn.
Αλλά η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα σημαδευτεί τα πέντε επόμενα χρόνια από τις υποσχέσεις που πραγματοποίησε ο Boris Johnson πριν ακόμα αποφασίσει να προχωρήσει σε εκλογές, και την ανάγκη του να καθυσηχάσει τους πολίτες που άλλαξαν και επέλεξαν τους Tories, ότι η ψήφος τους δεν ήταν μάταιη.
Ο Johnson έχει ξεκαθαρίσει την πρόθεσή του να αυξήσει τις δαπάνες για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας, το εθνικό κρατικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γνωρίζει από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στο Sedgefield την Κυριακή, ο Johnson υποσχέθηκε στους πρώην ψηφοφόρους ττων Εργατικών ότι θα «ανταποδώσει την εμπιστοσύνη τους» και επανέλαβε τη δέσμευσή του να επενδύσει «σε καλύτερες υποδομές, καλύτερη εκπαίδευση και φανταστική σύγχρονη τεχνολογία».
Το μανιφέστο των Συντηρητικών ήταν περιορισμένο ως προς τις φιλοδοξίες του για τις δαπάνες, επειδή οι περισσότερες από τις προθέσεις της κυβέρνησεις είχαν ήδη ανακοινωθεί στην αναθεώρηση των δαπανών τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου υπέφερε τον τελευταίο χρόνο «εν μέρει» από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και «σημαντικά» από την αβεβαιότητα του Brexit, σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία προβλέπει οριακή επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 1,4% το 2020 έναντι 1,3% το 2019.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις δεν έχουν σήμερα μία σαφή ιδέα για το πώς θα διαμορφωθεί το Brexit και «η παρατεταμένη αβεβαιότητα θα μπορούσε να συνεχίσει να περιορίζει την όρεξη των επενδύσεων στα πρώτα στάδια του νέου έτους», σημειώνουν οι αναλυτές της ING.
Το ερώτημα είναι εάν τα σχετικά περιορισμένα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης θα αποδειχθούν επαρκή για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες του Brexit, εφόσον η κυβέρνηση επιβεβαιώσει τις προθέσεις της να συνάψει μία συμφωνία η οποία θα απομακρύνει το Ηνωμένεο Βασίλειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο περισσότερο γίνεται.
Προκειμένου να στηρίξει την ανάπτυξη, η κυβέρνση ενδέχεται να εξετάσει τις περαιτέρω δαπάνες, και τότε θα ξεκινήσει η αναζήτησει δισεκατομμυρίων.
Η κυβέρνηση όμως έχει υποσχεθεί να μην αυξήσει τους φόρους, αν και ακύρωσε την προγραμματισμένη μείωση του συντελεστή εταιρικού φόρου, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο 19%.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα του Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπεται να ανέλεθει στο 2,4% του ΑΕΠ για το επόμενο έτος, ενώ ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σκληρό Brexit θα μπορούσε να αυξήσει το έλλειμμα σχεδόν στο 4%.
Ο φυσικός τρόπος προσαρμογής για το υψηλότερο χρέος θα ήταν μέσω μίας πτώσης της στερλίνας.
www.bankingnews.gr
Και τα επόμενα πέντε χρόνια θα σημαδευτούν από τις αντικρουόμενες επιδράσεις των πολιτικών του κόμματός του, οι οποίες αναμένεται να τονώσουν την ανάπτυξη λόγω των μεγάλων υποσχέσεων δαπανών, και του Brexit, το οποίο θα πλήξει την οικονομία ανεξάρτητα από την εμπορική συμφωνία που θα συνάψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα επίπεδα στα οποία θα βρεθεί η στερλίνα θα αποτελέσει το αποτέλεσμα αυτών των δύο αντικρουόμενων παραγόντων.
Το μανιφέστο του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος μπορεί να μη διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην προεκλογική καμπάνια που μόλις ολοκληρώθηκε, σε σύγκριση με τη συζήτηση για το Brexit και τη μειωμένη δημοτικότητα του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Jeremy Corbyn.
Αλλά η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα σημαδευτεί τα πέντε επόμενα χρόνια από τις υποσχέσεις που πραγματοποίησε ο Boris Johnson πριν ακόμα αποφασίσει να προχωρήσει σε εκλογές, και την ανάγκη του να καθυσηχάσει τους πολίτες που άλλαξαν και επέλεξαν τους Tories, ότι η ψήφος τους δεν ήταν μάταιη.
Ο Johnson έχει ξεκαθαρίσει την πρόθεσή του να αυξήσει τις δαπάνες για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας, το εθνικό κρατικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γνωρίζει από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στο Sedgefield την Κυριακή, ο Johnson υποσχέθηκε στους πρώην ψηφοφόρους ττων Εργατικών ότι θα «ανταποδώσει την εμπιστοσύνη τους» και επανέλαβε τη δέσμευσή του να επενδύσει «σε καλύτερες υποδομές, καλύτερη εκπαίδευση και φανταστική σύγχρονη τεχνολογία».
Το μανιφέστο των Συντηρητικών ήταν περιορισμένο ως προς τις φιλοδοξίες του για τις δαπάνες, επειδή οι περισσότερες από τις προθέσεις της κυβέρνησεις είχαν ήδη ανακοινωθεί στην αναθεώρηση των δαπανών τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου υπέφερε τον τελευταίο χρόνο «εν μέρει» από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και «σημαντικά» από την αβεβαιότητα του Brexit, σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία προβλέπει οριακή επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 1,4% το 2020 έναντι 1,3% το 2019.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις δεν έχουν σήμερα μία σαφή ιδέα για το πώς θα διαμορφωθεί το Brexit και «η παρατεταμένη αβεβαιότητα θα μπορούσε να συνεχίσει να περιορίζει την όρεξη των επενδύσεων στα πρώτα στάδια του νέου έτους», σημειώνουν οι αναλυτές της ING.
Το ερώτημα είναι εάν τα σχετικά περιορισμένα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης θα αποδειχθούν επαρκή για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες του Brexit, εφόσον η κυβέρνηση επιβεβαιώσει τις προθέσεις της να συνάψει μία συμφωνία η οποία θα απομακρύνει το Ηνωμένεο Βασίλειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο περισσότερο γίνεται.
Προκειμένου να στηρίξει την ανάπτυξη, η κυβέρνση ενδέχεται να εξετάσει τις περαιτέρω δαπάνες, και τότε θα ξεκινήσει η αναζήτησει δισεκατομμυρίων.
Η κυβέρνηση όμως έχει υποσχεθεί να μην αυξήσει τους φόρους, αν και ακύρωσε την προγραμματισμένη μείωση του συντελεστή εταιρικού φόρου, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο 19%.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα του Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπεται να ανέλεθει στο 2,4% του ΑΕΠ για το επόμενο έτος, ενώ ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σκληρό Brexit θα μπορούσε να αυξήσει το έλλειμμα σχεδόν στο 4%.
Ο φυσικός τρόπος προσαρμογής για το υψηλότερο χρέος θα ήταν μέσω μίας πτώσης της στερλίνας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών