Η περιφερειακή συνεργασία θα μπορούσε να ασφαλίσει την Μέση Ανατολή και η Ουάσινγκτον θα έπρεπε να την υποστηρίξει
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Donald Trump έχει οδηγήσει την πολιτική της Μέσης Ανατολής σε μια αβεβαιότητα.
Έχει καταστήσει σαφές ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων του ότι ο στόχος του είναι να μειώσει την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά οι πολιτικές του δεν έχουν δημιουργήσει την σταθερότητα που θα καθιστούσε εφικτή μια τέτοια απόσυρση.
Αντίθετα, η Ουάσιγκτον έχει επιδιώξει με μοναδική εστίαση να αντικαταστήσει την πυρηνική συμφωνία του 2015 [με το Ιράν] με μια άλλη που επίσης θα περιορίζει το πρόγραμμα πυραύλων και τις περιφερειακές δραστηριότητες της Τεχεράνης.
Και η επιδίωξη μιας τέτοιας συμφωνίας ως κόμβο της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Μέση Ανατολή, χρησίμευσε μόνο για να αποσταθεροποιήσει την περιοχή και να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ο Trump βασίστηκε σε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» που στραγγαλίζει την οικονομία του Ιράν, προκειμένου να λυγίσει την βούληση των ηγετών του.
Αλλά αντί να συνθηκολογήσει, το Ιράν έχει μειώσει την συμμόρφωσή του ως προς την πυρηνική συμφωνία του 2015, κατέρριψε ένα αμερικανικό drone, χτύπησε με θρασύτητα κατά δεξαμενοπλοίων και εγκαταστάσεων πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο και επιτέθηκε σε συμφέροντα των ΗΠΑ στο Ιράκ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προέβησαν σε αντίποινα με ένα χτύπημα που σκότωσε τον στρατηγό Qasem Soleimani τον διοικητή της Δύναμης Quds του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν, στις 3 Ιανουαρίου. Ακολούθησε μια κρίση, που έκανε ξεκάθαρο ότι ο Trump είχε κάνει λάθος υπολογισμό εάν φανταζόταν ότι η μέγιστη πίεση θα ήταν εύκολη και χωρίς κόστος.
Το Ιράν έχει επίσης την ικανότητα να αποτρέπει τις επιθέσεις στα συμφέροντά του -και η πολιτική του Trump ρισκάρει έναν πόλεμο που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζονται ούτε θέλουν.
Η ανάσχεση του Ιράν ήταν κάποτε κεντρικό στοιχείο της προσέγγισης της Ουάσινγκτον για την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή.
Σήμερα, αυτός ο στόχος δεν είναι ούτε συνετός ούτε βιώσιμος.
Αντιμάχεται με άλλες προτεραιότητες των ΗΠΑ, όπως ο ανταγωνισμός με την Κίνα και την Ρωσία, και έχει αποτύχει να επιφέρει βιώσιμη σταθερότητα στην περιοχή.
Ούτε η ανάσχεση μπορεί να βασιστεί στην ακλόνητη εγχώρια υποστήριξη: Η δημόσια ανησυχία σχετικά με τις ανοιχτές δεσμεύσεις στη Μέση Ανατολή κάποτε ώθησε τον Trump να υποσχεθεί να βάλει ένα τέλος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους στη Μέση Ανατολή.
Αντί να προσπαθεί να περιορίσει το Ιράν, η Ουάσινγκτον πρέπει να επενδύσει στην σφυρηλάτηση μιας περιφερειακής τάξης που θα μειώσει τις εντάσεις και θα ενθαρρύνει την σταθερότητα.
Μια κοινή γειτονιά
Ακόμη και αν η διοίκηση του Trump επετύγχανε μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η περιοχή θα ήταν πιθανώς λίγο πιο σταθερή εξ αιτίας αυτού.
Μάλλον, ο Trump θα κατέληγε να δει ότι μια πυρηνική συμφωνία είναι μια συμφωνία ελέγχου όπλων. Ως τέτοια, μπορεί να αντιμετωπίζει ένα σημαντικό διεθνές ζήτημα, αλλά δεν μπορεί τελικά να επιλύσει τα ευρύτερα θέματα ασφάλειας της Μέσης Ανατολής ή να αλλάξει τον στρατηγικό υπολογισμό του Ιράν.
Στην σημερινή Μέση Ανατολή, το Ιράν, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και όλοι οι αντίστοιχοι σύμμαχοί τους εμπλέκονται σε ανταγωνισμούς μηδενικού αθροίσματος.
Ο αγώνας για υπεροχή γίνεται όλο και πιο έντονος, τροφοδοτώντας μια επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών σε όλα, από τα συμβατικά όπλα, τους πυραύλους και τις πολιτοφυλακές μέχρι τους κυβερνο-στρατούς και τα προηγμένα τεχνολογικά όπλα.
Μια νέα συμφωνία πυρηνικής ενέργειας από μόνη της δεν θα τερματίσει αυτόν τον ανταγωνισμό, δεν θα θέσει την περιοχή σε μια διαφορετική πορεία ούτε θα μεταβάλει την αντίληψη του Ιράν για την ασφάλειά του.
Αλλά με το να αφαιρέσει μια επείγουσα απειλή από την σκηνή και με το να ανοίξει μια πόρτα στην διπλωματία με το Ιράν, μια συμφωνία θα μπορούσε να επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν την παρουσία τους στην περιοχή.
Η προοπτική αυτή καθιστά ακόμη πιο αναγκαία μια βιώσιμη περιφερειακή τάξη.
Η πολιτική των ΗΠΑ έχει βασιστεί από παλιά στην υπόθεση ότι για να αντιμετωπιστεί ο επικίνδυνος φαύλος κύκλος της περιοχής στην ανασφάλεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιμετωπίσουν την αποσταθεροποιητική συμπεριφορά του Ιράν.
Δηλαδή, το Ιράν είναι μια αναθεωρητική δύναμη.
Θεωρεί την τρέχουσα περιφερειακή τάξη ως μια [τάξη] που το αποκλείει, και έτσι κατευθύνει τις ενέργειές του στην αντιμετώπιση αυτού του αποκλεισμού.
Η συμπεριφορά του θα αλλάξει μόνο εάν βρει μια θέση σε αυτή την τάξη, κάτι που θα ξεκινούσε με την αναγνώριση από εξωτερικούς παράγοντες ότι το Ιράν –όπως και το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία- έχει νόμιμα συμφέροντα στις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama, κάποτε είπε στους Άραβες επικριτές της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 ότι το Ιράν και η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να «βρουν έναν αποτελεσματικό τρόπο για να μοιραστούν την γειτονιά και να δημιουργήσουν κάποια ψυχρή ειρήνη».
Εκείνη την εποχή, οι Άραβες ηγέτες απέρριψαν την συμβουλή του Obama, αλλά τώρα ακούγεται προφητική.
Η οικοδόμηση μιας νέας περιφερειακής τάξης θα είναι δύσκολη.
Η βαθιά δυσπιστία χωρίζει το Ιράν από τους Άραβες γείτονές του.
Όμως, η Μέση Ανατολή βρίσκεται αντιμέτωπη με πιέσεις που πρέπει να οδηγήσουν τους δρώντες της να πάρουν στα σοβαρά αυτή την προοπτική: Η μακροπρόθεσμη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή τίθεται εν αμφιβόλω, οι εντάσεις μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, και οι απειλές διαγράφονται [στον ορίζοντα].
Ο κύριος αντίπαλος του Ιράν, η Σαουδική Αραβία, αντιτίθεται στην ένταξη του Ιράν σε μια περιφερειακή τάξη.
Το Ριάντ επέμεινε από καιρό στο γεγονός ότι το Ιράν δεν έχει νόμιμο συμφέρον -και επομένως καμιά δουλειά- στην Αραβική Μέση Ανατολή.
Έχει την ίδια άποψη για την Τουρκία.
Η Τεχεράνη απορρίπτει αυτήν την εξαίρεση.
Και τούτες τις μέρες, οι ρωγμές που διατρέχουν το αραβικό μπλοκ όπως το οραματίζεται η Σαουδική κοσμοθεωρία, αντιστρατεύονται τα συμπεράσματα του βασιλείου.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council, GCC), του οποίου η Σαουδική Αραβία ηγείται ως το περιφερειακό προπύργιο εναντίον του Ιράν, είναι τώρα βαθιά διχασμένο ως προς την άποψή του για την ασφάλεια της περιοχής.
Υπό την Σαουδική κηδεμονία, το 2017 πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής μπλόκαραν το Κατάρ, εν μέρει λόγω της αντιληπτής εγγύτητας της Ντόχα με την Τεχεράνη.
Ως αποτέλεσμα, το Κατάρ θεωρεί το Ιράν ως απαραίτητο αντίβαρο στην Σαουδική Αραβία, και την Τουρκία ως αντίβαρο και για τους δύο.
Το Κουβέιτ και το Ομάν μοιράζονται τις ανησυχίες του Κατάρ για τον δεσποτικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή και τώρα υποστηρίζουν την δέσμευση με το Ιράν ως αντιστάθμισμα της Σαουδικής ηγεμονίας.
Ως εκ τούτου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δυσκολευτούν να ενοποιήσουν το GCC ενάντια στο Ιράν, πόσω μάλλον να το επεκτείνουν σε ένα «Αραβικό ΝΑΤΟ» με το να προσθέσουν την Αίγυπτο και την Ιορδανία, όπως είπε η Ουάσινγκτον ότι σκοπεύει να κάνει.
Αντί να ενισχύσουν ένα αραβικό μπλοκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υιοθετήσουν έναν ορισμό της Μέσης Ανατολής που να μην αποκλείει το Ιράν και την Τουρκία.
Ετοιμοι μεσολαβητές
Το Ιράν βλέπει μια ευκαιρία στην αραβική διχόνοια.
Η Τεχεράνη, αφού εξέθεσε τα όρια της δέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και επέδειξε την δική της ικανότητα να αποσταθεροποιήσει την περιοχή, προσφέρει σήμερα μια διπλωματική πρωτοβουλία για τη μείωση των εντάσεων μέσω συλλογικών μέτρων ασφαλείας.
Το Ιράν πρότεινε να αναλάβουν τα Ηνωμένα Έθνη την ηγεσία, χρησιμοποιώντας το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας που σήμανε το τέλος του πολέμου Ιράν-Ιράκ ως ένα πλαίσιο, και να συνεργαστεί με τις περιφερειακές κυβερνήσεις για να καταλήξει σε ένα αμοιβαία αποδεκτό σχέδιο.
Ο Ιρανός πρόεδρος Hassan Rouhani κάνει εδώ και αρκετούς μήνες τέτοια ανοίγματα.
Τον Σεπτέμβριο ανακοίνωσε ένα σχέδιο το οποίο ονόμασε Hormuz Peace Endeavour ως ένα πρώτο βήμα προς την συλλογική ασφάλεια στον Περσικό Κόλπο, και έστειλε επίσημες επιστολές στους ηγέτες των χωρών του Περσικού Κόλπου, καλώντας τους να στηρίξουν την πρωτοβουλία.
Επίσης, προσέφερε συμφωνίες μη επίθεσης στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και έδωσε στους Χούθι της Υεμένης το πράσινο φως για την διεξαγωγή ειρηνευτικών συνομιλιών με την Σαουδική Αραβία.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Vladimir Putin, βλέπει μια παρόμοια ευκαιρία να διαμορφώσει την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Μέσης Ανατολής.
Ανυπόμονος να επεκτείνει το αποτύπωμα της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και να γεμίσει το διπλωματικό κενό που άφησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Putin έχει προσφερθεί να μεσολαβήσει σε περιφερειακές συνομιλίες με αποκορύφωμα μια συμφωνία ασφαλείας.
Το Ιράν συμμετέχει ήδη σε τέτοιες υπό ρωσική ηγεσία διευθετήσεις για τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Ως η μόνη εξωτερική δύναμη με θερμές σχέσεις με όλες τις χώρες του Περσικού Κόλπου, η Ρωσία μπορεί να χρησιμεύσει ως ο διπλωματικός ενδιάμεσος για το Ιράν και τους Άραβες γείτονές του, θεσμοθετώντας έτσι τον ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή -κάτι που ο Putin ήθελε επί πολύ καιρό.
Οι περιφερειακοί δρώντες έχουν ήδη λάβει από μόνοι τους προσωρινά μέτρα για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και την επίλυση συγκρούσεων.
Ανώτεροι Εμιρατινοί και Ιρανοί αξιωματούχοι ξεκίνησαν συνομιλίες το περασμένο καλοκαίρι με στόχο τη μείωση των εντάσεων.
Το Κουβέιτ διαμεσολαβεί μεταξύ του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ το Ομάν διευκολύνει τις συνομιλίες μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Χούθι.
υτά τα βήματα είναι μετριοπαθή, αλλά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν πρόοδο σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, όταν δεν υπήρξαν περιφερειακές διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση οποιωνδήποτε από αυτές τις συγκρούσεις.
Μια περιφερειακή ρύθμιση ασφαλείας για τη Μέση Ανατολή εξακολουθεί να απέχει πολύ.
Αλλά βραχυπρόθεσμα, ακόμη και πριν αρχίσουν στα σοβαρά οι διαπραγματεύσεις για μια τέτοια συμφωνία, η περιοχή κερδίζει πολλά από τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τις συνομιλίες, επίσημες ή ανεπίσημες, διμερείς ή πολυμερείς.
Ως βάση για την συλλογική ασφάλεια, τα κράτη της Μέσης Ανατολής είναι απίθανο να συσπειρωθούν γύρω από μια κοινή απειλή, αλλά θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ορισμένες αρχές.
Η αξία από την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε, όπως πρότεινε ο εμίρης του Κουβέιτ, θα πρέπει να είναι η μη επιθετικότητα και η μη παρέμβαση του ενός στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου.
Κάθε κυβέρνηση της περιφέρειας βλέπει την εξωτερική επιθετικότητα και την πολιτική παρέμβαση ως απειλές για την εθνική ασφάλεια -ακόμη και το Ιράν, το οποίο έχει κατηγορήσει τους εξωτερικούς δρώντες ότι προκαλούν τις διαδηλώσεις που πρόσφατα έπληξαν την χώρα.
Από την συμφωνία για κοινές αξίες, οι κυβερνήσεις της περιοχής θα μπορούσαν να οικοδομήσουν [με στόχο] συμφωνίες για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η διαχείριση περιβαλλοντικών κρίσεων, η οικονομική συνεργασία, οι σχέσεις μεταξύ λαών και η θαλάσσια και ενεργειακή ασφάλεια.
Μέσω διμερών και πολυμερών συμφώνων, τα μέρη της περιοχής θα μπορούσαν να διατυπώσουν τα μέσα για την επίλυση των διαφορών, να ορίσουν τα όρια στα οποία πρέπει να εμμένουν όλα τα κράτη στο όνομα της συλλογικής ασφάλειας, και να δημιουργήσουν θεσμούς που θα έθεταν σε εφαρμογή αυτούς τους νέους μηχανισμούς.
Ενα ευρωπαϊκό προηγούμενο
Η Ουάσιγκτον μπορεί να είναι σκεπτικιστική, με κάποια λογική, για τις προοπτικές της συλλογικής ασφάλειας στη Μέση Ανατολή.
Αλλά δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο σε αυτόν τον φιλόδοξο δρόμο.
Αντίθετα, καθώς αυξάνονται οι εντάσεις και κλονίζεται η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ενθαρρύνει την περιοχή να ενεργεί όπως οι αντίστοιχές της σε άλλα μέρη του κόσμου και να εργάζεται για την βελτίωση της περιφερειακής ασφάλειάς της από μόνη της.
Και αντί να προσπαθούν να υποστηρίξουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν τα οφέλη της διαδικασίας.
Σίγουρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καλωσόριζαν τα σύμφωνα μη επίθεσης και τις υποσχέσεις μη παρέμβασης μεταξύ του Ιράν και των γειτόνων του. Αν το Ιράν ακολουθήσει τις δεσμεύσεις αυτές, το βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών για την ασφάλεια στην περιοχή δεν θα εξαφανιστεί, αλλά θα μειωθεί.
Το ότι το Ιράν και οι γείτονές του μπορούν να φθάσουν και να τιμήσουν τέτοιες συμφωνίες δεν είναι αδιανόητο. Το 1995, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία σφυρηλάτησαν ένα διμερές σύμφωνο ασφάλειας που καλύπτει την οικονομική συνεργασία και την περιφερειακή ασφάλεια, μεταξύ άλλων θεμάτων. Η συμφωνία αυτή βελτίωσε την ασφάλεια του Περσικού Κόλπου για δέκα χρόνια. Το 2015, το Ιράν υπέγραψε την πυρηνική συμφωνία με έξι παγκόσμιες δυνάμεις.
Πολλοί στο οικοδόμημα της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον προειδοποίησαν ότι το Ιράν δεν θα συμμορφωθεί με τους όρους της.
Αλλά το Ιράν τήρησε την συμφωνία, και μόνο το 2019, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την συμφωνία, το Ιράν άρχισε να απομακρύνεται από την πλήρη συμμόρφωση.
Εάν οι χώρες του Περσικού Κόλπου σημειώσουν όντως πρόοδο προς την συλλογική ασφάλειά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να θεωρούν αυτές τις βελτιώσεις ως δικαιολογία για να αποχωρήσουν από την περιοχή.
Αντιθέτως: Μια πιο σταθερή περιοχή θα απαιτήσει λιγότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας την δέσμευσή τους πιο βιώσιμη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν την ασφάλεια των συμμάχων τους, διατηρώντας έτσι την ισορροπία ισχύος της περιοχής και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των δρώντων της στην επιδίωξη περιφερειακών ρυθμίσεων ασφαλείας.
Για ένα επιτυχημένο παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας, οι ηγέτες των ΗΠΑ. δεν πρέπει να κοιτάξουν πέρα από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Organization for Security and Cooperation in Europe, OSCE).
Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε με επαφές χαμηλού επιπέδου και με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών, τα οποία κάλυπταν ένα ιδεολογικό χάσμα.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι μετριοπαθείς προσπάθειες εξελίχθηκαν σε διμερείς και πολυμερείς διαπραγματεύσεις, στην συνέχεια σε ευρείες συμφωνίες επί διακριτών ζητημάτων και, τέλος, σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο ασφάλειας.
Η Μέση Ανατολή μπορεί μόνο να επωφεληθεί από το να προσπαθήσει μια παρόμοια διαδικασία.
Ο Obama αντιλήφθηκε ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν να κάνουν λιγότερα στη Μέση Ανατολή, έπρεπε να ενθαρρύνουν τους περιφερειακούς παράγοντες να συνεργαστούν και να επενδύσουν στην κοινή ασφάλεια.
Η σοφία αυτού του οράματος είναι πλέον αναμφισβήτητη.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα ήταν καλό να αναγνωρίσουν την ανάγκη για μια τέτοια προσπάθεια και να την υποστηρίξουν.
Η εναλλακτική λύση είναι το μεγαλύτερο χάος και ο αέναος πόλεμος.
Έχει καταστήσει σαφές ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων του ότι ο στόχος του είναι να μειώσει την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά οι πολιτικές του δεν έχουν δημιουργήσει την σταθερότητα που θα καθιστούσε εφικτή μια τέτοια απόσυρση.
Αντίθετα, η Ουάσιγκτον έχει επιδιώξει με μοναδική εστίαση να αντικαταστήσει την πυρηνική συμφωνία του 2015 [με το Ιράν] με μια άλλη που επίσης θα περιορίζει το πρόγραμμα πυραύλων και τις περιφερειακές δραστηριότητες της Τεχεράνης.
Και η επιδίωξη μιας τέτοιας συμφωνίας ως κόμβο της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Μέση Ανατολή, χρησίμευσε μόνο για να αποσταθεροποιήσει την περιοχή και να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ο Trump βασίστηκε σε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» που στραγγαλίζει την οικονομία του Ιράν, προκειμένου να λυγίσει την βούληση των ηγετών του.
Αλλά αντί να συνθηκολογήσει, το Ιράν έχει μειώσει την συμμόρφωσή του ως προς την πυρηνική συμφωνία του 2015, κατέρριψε ένα αμερικανικό drone, χτύπησε με θρασύτητα κατά δεξαμενοπλοίων και εγκαταστάσεων πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο και επιτέθηκε σε συμφέροντα των ΗΠΑ στο Ιράκ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προέβησαν σε αντίποινα με ένα χτύπημα που σκότωσε τον στρατηγό Qasem Soleimani τον διοικητή της Δύναμης Quds του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν, στις 3 Ιανουαρίου. Ακολούθησε μια κρίση, που έκανε ξεκάθαρο ότι ο Trump είχε κάνει λάθος υπολογισμό εάν φανταζόταν ότι η μέγιστη πίεση θα ήταν εύκολη και χωρίς κόστος.
Το Ιράν έχει επίσης την ικανότητα να αποτρέπει τις επιθέσεις στα συμφέροντά του -και η πολιτική του Trump ρισκάρει έναν πόλεμο που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζονται ούτε θέλουν.
Η ανάσχεση του Ιράν ήταν κάποτε κεντρικό στοιχείο της προσέγγισης της Ουάσινγκτον για την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή.
Σήμερα, αυτός ο στόχος δεν είναι ούτε συνετός ούτε βιώσιμος.
Αντιμάχεται με άλλες προτεραιότητες των ΗΠΑ, όπως ο ανταγωνισμός με την Κίνα και την Ρωσία, και έχει αποτύχει να επιφέρει βιώσιμη σταθερότητα στην περιοχή.
Ούτε η ανάσχεση μπορεί να βασιστεί στην ακλόνητη εγχώρια υποστήριξη: Η δημόσια ανησυχία σχετικά με τις ανοιχτές δεσμεύσεις στη Μέση Ανατολή κάποτε ώθησε τον Trump να υποσχεθεί να βάλει ένα τέλος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους στη Μέση Ανατολή.
Αντί να προσπαθεί να περιορίσει το Ιράν, η Ουάσινγκτον πρέπει να επενδύσει στην σφυρηλάτηση μιας περιφερειακής τάξης που θα μειώσει τις εντάσεις και θα ενθαρρύνει την σταθερότητα.
Μια κοινή γειτονιά
Ακόμη και αν η διοίκηση του Trump επετύγχανε μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η περιοχή θα ήταν πιθανώς λίγο πιο σταθερή εξ αιτίας αυτού.
Μάλλον, ο Trump θα κατέληγε να δει ότι μια πυρηνική συμφωνία είναι μια συμφωνία ελέγχου όπλων. Ως τέτοια, μπορεί να αντιμετωπίζει ένα σημαντικό διεθνές ζήτημα, αλλά δεν μπορεί τελικά να επιλύσει τα ευρύτερα θέματα ασφάλειας της Μέσης Ανατολής ή να αλλάξει τον στρατηγικό υπολογισμό του Ιράν.
Στην σημερινή Μέση Ανατολή, το Ιράν, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και όλοι οι αντίστοιχοι σύμμαχοί τους εμπλέκονται σε ανταγωνισμούς μηδενικού αθροίσματος.
Ο αγώνας για υπεροχή γίνεται όλο και πιο έντονος, τροφοδοτώντας μια επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών σε όλα, από τα συμβατικά όπλα, τους πυραύλους και τις πολιτοφυλακές μέχρι τους κυβερνο-στρατούς και τα προηγμένα τεχνολογικά όπλα.
Μια νέα συμφωνία πυρηνικής ενέργειας από μόνη της δεν θα τερματίσει αυτόν τον ανταγωνισμό, δεν θα θέσει την περιοχή σε μια διαφορετική πορεία ούτε θα μεταβάλει την αντίληψη του Ιράν για την ασφάλειά του.
Αλλά με το να αφαιρέσει μια επείγουσα απειλή από την σκηνή και με το να ανοίξει μια πόρτα στην διπλωματία με το Ιράν, μια συμφωνία θα μπορούσε να επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν την παρουσία τους στην περιοχή.
Η προοπτική αυτή καθιστά ακόμη πιο αναγκαία μια βιώσιμη περιφερειακή τάξη.
Η πολιτική των ΗΠΑ έχει βασιστεί από παλιά στην υπόθεση ότι για να αντιμετωπιστεί ο επικίνδυνος φαύλος κύκλος της περιοχής στην ανασφάλεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιμετωπίσουν την αποσταθεροποιητική συμπεριφορά του Ιράν.
Δηλαδή, το Ιράν είναι μια αναθεωρητική δύναμη.
Θεωρεί την τρέχουσα περιφερειακή τάξη ως μια [τάξη] που το αποκλείει, και έτσι κατευθύνει τις ενέργειές του στην αντιμετώπιση αυτού του αποκλεισμού.
Η συμπεριφορά του θα αλλάξει μόνο εάν βρει μια θέση σε αυτή την τάξη, κάτι που θα ξεκινούσε με την αναγνώριση από εξωτερικούς παράγοντες ότι το Ιράν –όπως και το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία- έχει νόμιμα συμφέροντα στις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama, κάποτε είπε στους Άραβες επικριτές της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 ότι το Ιράν και η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να «βρουν έναν αποτελεσματικό τρόπο για να μοιραστούν την γειτονιά και να δημιουργήσουν κάποια ψυχρή ειρήνη».
Εκείνη την εποχή, οι Άραβες ηγέτες απέρριψαν την συμβουλή του Obama, αλλά τώρα ακούγεται προφητική.
Η οικοδόμηση μιας νέας περιφερειακής τάξης θα είναι δύσκολη.
Η βαθιά δυσπιστία χωρίζει το Ιράν από τους Άραβες γείτονές του.
Όμως, η Μέση Ανατολή βρίσκεται αντιμέτωπη με πιέσεις που πρέπει να οδηγήσουν τους δρώντες της να πάρουν στα σοβαρά αυτή την προοπτική: Η μακροπρόθεσμη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή τίθεται εν αμφιβόλω, οι εντάσεις μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, και οι απειλές διαγράφονται [στον ορίζοντα].
Ο κύριος αντίπαλος του Ιράν, η Σαουδική Αραβία, αντιτίθεται στην ένταξη του Ιράν σε μια περιφερειακή τάξη.
Το Ριάντ επέμεινε από καιρό στο γεγονός ότι το Ιράν δεν έχει νόμιμο συμφέρον -και επομένως καμιά δουλειά- στην Αραβική Μέση Ανατολή.
Έχει την ίδια άποψη για την Τουρκία.
Η Τεχεράνη απορρίπτει αυτήν την εξαίρεση.
Και τούτες τις μέρες, οι ρωγμές που διατρέχουν το αραβικό μπλοκ όπως το οραματίζεται η Σαουδική κοσμοθεωρία, αντιστρατεύονται τα συμπεράσματα του βασιλείου.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council, GCC), του οποίου η Σαουδική Αραβία ηγείται ως το περιφερειακό προπύργιο εναντίον του Ιράν, είναι τώρα βαθιά διχασμένο ως προς την άποψή του για την ασφάλεια της περιοχής.
Υπό την Σαουδική κηδεμονία, το 2017 πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής μπλόκαραν το Κατάρ, εν μέρει λόγω της αντιληπτής εγγύτητας της Ντόχα με την Τεχεράνη.
Ως αποτέλεσμα, το Κατάρ θεωρεί το Ιράν ως απαραίτητο αντίβαρο στην Σαουδική Αραβία, και την Τουρκία ως αντίβαρο και για τους δύο.
Το Κουβέιτ και το Ομάν μοιράζονται τις ανησυχίες του Κατάρ για τον δεσποτικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή και τώρα υποστηρίζουν την δέσμευση με το Ιράν ως αντιστάθμισμα της Σαουδικής ηγεμονίας.
Ως εκ τούτου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δυσκολευτούν να ενοποιήσουν το GCC ενάντια στο Ιράν, πόσω μάλλον να το επεκτείνουν σε ένα «Αραβικό ΝΑΤΟ» με το να προσθέσουν την Αίγυπτο και την Ιορδανία, όπως είπε η Ουάσινγκτον ότι σκοπεύει να κάνει.
Αντί να ενισχύσουν ένα αραβικό μπλοκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υιοθετήσουν έναν ορισμό της Μέσης Ανατολής που να μην αποκλείει το Ιράν και την Τουρκία.
Ετοιμοι μεσολαβητές
Το Ιράν βλέπει μια ευκαιρία στην αραβική διχόνοια.
Η Τεχεράνη, αφού εξέθεσε τα όρια της δέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και επέδειξε την δική της ικανότητα να αποσταθεροποιήσει την περιοχή, προσφέρει σήμερα μια διπλωματική πρωτοβουλία για τη μείωση των εντάσεων μέσω συλλογικών μέτρων ασφαλείας.
Το Ιράν πρότεινε να αναλάβουν τα Ηνωμένα Έθνη την ηγεσία, χρησιμοποιώντας το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας που σήμανε το τέλος του πολέμου Ιράν-Ιράκ ως ένα πλαίσιο, και να συνεργαστεί με τις περιφερειακές κυβερνήσεις για να καταλήξει σε ένα αμοιβαία αποδεκτό σχέδιο.
Ο Ιρανός πρόεδρος Hassan Rouhani κάνει εδώ και αρκετούς μήνες τέτοια ανοίγματα.
Τον Σεπτέμβριο ανακοίνωσε ένα σχέδιο το οποίο ονόμασε Hormuz Peace Endeavour ως ένα πρώτο βήμα προς την συλλογική ασφάλεια στον Περσικό Κόλπο, και έστειλε επίσημες επιστολές στους ηγέτες των χωρών του Περσικού Κόλπου, καλώντας τους να στηρίξουν την πρωτοβουλία.
Επίσης, προσέφερε συμφωνίες μη επίθεσης στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και έδωσε στους Χούθι της Υεμένης το πράσινο φως για την διεξαγωγή ειρηνευτικών συνομιλιών με την Σαουδική Αραβία.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Vladimir Putin, βλέπει μια παρόμοια ευκαιρία να διαμορφώσει την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Μέσης Ανατολής.
Ανυπόμονος να επεκτείνει το αποτύπωμα της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και να γεμίσει το διπλωματικό κενό που άφησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Putin έχει προσφερθεί να μεσολαβήσει σε περιφερειακές συνομιλίες με αποκορύφωμα μια συμφωνία ασφαλείας.
Το Ιράν συμμετέχει ήδη σε τέτοιες υπό ρωσική ηγεσία διευθετήσεις για τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Ως η μόνη εξωτερική δύναμη με θερμές σχέσεις με όλες τις χώρες του Περσικού Κόλπου, η Ρωσία μπορεί να χρησιμεύσει ως ο διπλωματικός ενδιάμεσος για το Ιράν και τους Άραβες γείτονές του, θεσμοθετώντας έτσι τον ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή -κάτι που ο Putin ήθελε επί πολύ καιρό.
Οι περιφερειακοί δρώντες έχουν ήδη λάβει από μόνοι τους προσωρινά μέτρα για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και την επίλυση συγκρούσεων.
Ανώτεροι Εμιρατινοί και Ιρανοί αξιωματούχοι ξεκίνησαν συνομιλίες το περασμένο καλοκαίρι με στόχο τη μείωση των εντάσεων.
Το Κουβέιτ διαμεσολαβεί μεταξύ του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ το Ομάν διευκολύνει τις συνομιλίες μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Χούθι.
υτά τα βήματα είναι μετριοπαθή, αλλά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν πρόοδο σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, όταν δεν υπήρξαν περιφερειακές διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση οποιωνδήποτε από αυτές τις συγκρούσεις.
Μια περιφερειακή ρύθμιση ασφαλείας για τη Μέση Ανατολή εξακολουθεί να απέχει πολύ.
Αλλά βραχυπρόθεσμα, ακόμη και πριν αρχίσουν στα σοβαρά οι διαπραγματεύσεις για μια τέτοια συμφωνία, η περιοχή κερδίζει πολλά από τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τις συνομιλίες, επίσημες ή ανεπίσημες, διμερείς ή πολυμερείς.
Ως βάση για την συλλογική ασφάλεια, τα κράτη της Μέσης Ανατολής είναι απίθανο να συσπειρωθούν γύρω από μια κοινή απειλή, αλλά θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ορισμένες αρχές.
Η αξία από την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε, όπως πρότεινε ο εμίρης του Κουβέιτ, θα πρέπει να είναι η μη επιθετικότητα και η μη παρέμβαση του ενός στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου.
Κάθε κυβέρνηση της περιφέρειας βλέπει την εξωτερική επιθετικότητα και την πολιτική παρέμβαση ως απειλές για την εθνική ασφάλεια -ακόμη και το Ιράν, το οποίο έχει κατηγορήσει τους εξωτερικούς δρώντες ότι προκαλούν τις διαδηλώσεις που πρόσφατα έπληξαν την χώρα.
Από την συμφωνία για κοινές αξίες, οι κυβερνήσεις της περιοχής θα μπορούσαν να οικοδομήσουν [με στόχο] συμφωνίες για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η διαχείριση περιβαλλοντικών κρίσεων, η οικονομική συνεργασία, οι σχέσεις μεταξύ λαών και η θαλάσσια και ενεργειακή ασφάλεια.
Μέσω διμερών και πολυμερών συμφώνων, τα μέρη της περιοχής θα μπορούσαν να διατυπώσουν τα μέσα για την επίλυση των διαφορών, να ορίσουν τα όρια στα οποία πρέπει να εμμένουν όλα τα κράτη στο όνομα της συλλογικής ασφάλειας, και να δημιουργήσουν θεσμούς που θα έθεταν σε εφαρμογή αυτούς τους νέους μηχανισμούς.
Ενα ευρωπαϊκό προηγούμενο
Η Ουάσιγκτον μπορεί να είναι σκεπτικιστική, με κάποια λογική, για τις προοπτικές της συλλογικής ασφάλειας στη Μέση Ανατολή.
Αλλά δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο σε αυτόν τον φιλόδοξο δρόμο.
Αντίθετα, καθώς αυξάνονται οι εντάσεις και κλονίζεται η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ενθαρρύνει την περιοχή να ενεργεί όπως οι αντίστοιχές της σε άλλα μέρη του κόσμου και να εργάζεται για την βελτίωση της περιφερειακής ασφάλειάς της από μόνη της.
Και αντί να προσπαθούν να υποστηρίξουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν τα οφέλη της διαδικασίας.
Σίγουρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καλωσόριζαν τα σύμφωνα μη επίθεσης και τις υποσχέσεις μη παρέμβασης μεταξύ του Ιράν και των γειτόνων του. Αν το Ιράν ακολουθήσει τις δεσμεύσεις αυτές, το βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών για την ασφάλεια στην περιοχή δεν θα εξαφανιστεί, αλλά θα μειωθεί.
Το ότι το Ιράν και οι γείτονές του μπορούν να φθάσουν και να τιμήσουν τέτοιες συμφωνίες δεν είναι αδιανόητο. Το 1995, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία σφυρηλάτησαν ένα διμερές σύμφωνο ασφάλειας που καλύπτει την οικονομική συνεργασία και την περιφερειακή ασφάλεια, μεταξύ άλλων θεμάτων. Η συμφωνία αυτή βελτίωσε την ασφάλεια του Περσικού Κόλπου για δέκα χρόνια. Το 2015, το Ιράν υπέγραψε την πυρηνική συμφωνία με έξι παγκόσμιες δυνάμεις.
Πολλοί στο οικοδόμημα της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον προειδοποίησαν ότι το Ιράν δεν θα συμμορφωθεί με τους όρους της.
Αλλά το Ιράν τήρησε την συμφωνία, και μόνο το 2019, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την συμφωνία, το Ιράν άρχισε να απομακρύνεται από την πλήρη συμμόρφωση.
Εάν οι χώρες του Περσικού Κόλπου σημειώσουν όντως πρόοδο προς την συλλογική ασφάλειά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να θεωρούν αυτές τις βελτιώσεις ως δικαιολογία για να αποχωρήσουν από την περιοχή.
Αντιθέτως: Μια πιο σταθερή περιοχή θα απαιτήσει λιγότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας την δέσμευσή τους πιο βιώσιμη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν την ασφάλεια των συμμάχων τους, διατηρώντας έτσι την ισορροπία ισχύος της περιοχής και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των δρώντων της στην επιδίωξη περιφερειακών ρυθμίσεων ασφαλείας.
Για ένα επιτυχημένο παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας, οι ηγέτες των ΗΠΑ. δεν πρέπει να κοιτάξουν πέρα από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Organization for Security and Cooperation in Europe, OSCE).
Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε με επαφές χαμηλού επιπέδου και με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών, τα οποία κάλυπταν ένα ιδεολογικό χάσμα.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι μετριοπαθείς προσπάθειες εξελίχθηκαν σε διμερείς και πολυμερείς διαπραγματεύσεις, στην συνέχεια σε ευρείες συμφωνίες επί διακριτών ζητημάτων και, τέλος, σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο ασφάλειας.
Η Μέση Ανατολή μπορεί μόνο να επωφεληθεί από το να προσπαθήσει μια παρόμοια διαδικασία.
Ο Obama αντιλήφθηκε ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν να κάνουν λιγότερα στη Μέση Ανατολή, έπρεπε να ενθαρρύνουν τους περιφερειακούς παράγοντες να συνεργαστούν και να επενδύσουν στην κοινή ασφάλεια.
Η σοφία αυτού του οράματος είναι πλέον αναμφισβήτητη.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα ήταν καλό να αναγνωρίσουν την ανάγκη για μια τέτοια προσπάθεια και να την υποστηρίξουν.
Η εναλλακτική λύση είναι το μεγαλύτερο χάος και ο αέναος πόλεμος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών