Η σύμβουλος του Josep Borrell Ν. Tocci τονίζει πως η Ευρώπη δεν πρέπει να επιβάλει κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας γιατί δεν είναι αυτός ο τρόπος να ασκηθεί επιρροή επί της Τουρκίας
Τη διαφωνία της με την πολιτική των κυρώσεων απέναντι στην Τουρκία και την πρόβλεψη ότι δεν θα κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση το προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (1-2 Οκτωβρίου), εξέφρασε την Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου η σύμβουλος του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική Josep Borrell, Nathalie Tocci.
Σε διαδικτυακή συζήτηση διοργανωμένη από το γραφείο Βρυξελλών του German Marshall Fund of the United States, η κ. Tocci ήταν σαφής: «Ξεχάστε τις κυρώσεις!
Δεν είναι αυτός ο τρόπος να ασκηθεί επιρροή επί της Τουρκίας».
Πρόσθεσε ότι θα εκπλαγεί ιδιαιτέρως αν υπάρξει πολιτική συμφωνία για κάτι τέτοιο στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής.
Η διευθύντρια του ιταλικού ινστιτούτου IAI χαρακτήρισε «επικίνδυνη ψευδαίσθηση» την ιδέα που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα και την Κύπρο ότι «υπάρχει ένας μεγάλος αδελφός εκεί έξω – είτε είναι οι ΗΠΑ, είτε η Γαλλία, είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση – που θα παρέμβει και θα υπερασπιστεί τα ελληνικά και τα κυπριακά συμφέροντα.
Αυτή η ψευδαίσθηση είναι που αποτρέπει τις χώρες αυτές από τη συνειδητοποίηση ότι η μόνη λύση που μπορεί να προκύψει είναι μεταξύ των μερών που εμπλέκονται [στη διένεξη]».
Αυτό που χρειάζεται, τόνισε η σύμβουλος του κ.Borrell, είναι «ένα πραγματικό reset των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας», μέσω του εκσυγχρονισμού της Τελωνειακής Ένωσης – τον οποίο «αρνείται η Ε.Ε.».
Στην ίδια εκδήλωση, την οποία συντόνισε ο επικεφαλής του γραφείου Βρυξελλών του GMFUS Ian Lesser, ο Michael Lee (SAIS/Johns Hopkins, Bruegel) εξέφρασε κι αυτός σκεπτικισμό για το κατά πόσο οι κυρώσεις ή η προβολή ναυτικής ισχύος μπορούν να συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση της έντασης.
Σημείωσε ωστόσο ότι η Ε.Ε., ως ένας παίκτης ήπιας ισχύος, «δεν έχει πολλά εργαλεία», ότι «οι κυρώσεις είναι ένα από αυτά» – και ότι η απειλή επιβολής τους ίσως είναι αποτελεσματική.
Ο κ. Lee είπε επίσης ότι δεν πιστεύει ότι το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη μπορεί να επιλύσει τις διαφορές των δύο χωρών σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, καθώς οι ερμηνείες τους των σχετικών διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
«Μόνο οι διμερείς διαπραγματεύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε επίλυση του αδιεξόδου», σύμφωνα με την εκτίμησή του.
Οι χώρες της περιοχής «έχουν δείξει στο παρελθόν διάθεση να συνομιλήσουν – αρκεί να μην είναι με το πιστόλι στον κρόταφο», συμπλήρωσε με νόημα.
Με τη σειρά του, ο Gerald Knaus, γνωστός ως αρχιτέκτονας της κοινής δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας του 2016, χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη συμφωνία «νεκρή».
Πρόσθεσε ότι η «ωμή» αντίδραση – με την «αναστολή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας» – της Ελλάδας στην «κυνική» απόπειρα του Ρ. Τ. Ερντογάν να «εργαλειοποιήσει» το μεταναστευτικό το Μάρτιο απέδειξε ότι η Τουρκία δεν μπορεί, στην πράξη, να εκβιάσει την Ελλάδα στο μέτωπο αυτό. Ήταν ένα «καταστροφικό λάθος» του Τούρκου προέδρου, σύμφωνα με τον κ. Knauss.
Ο ιδρυτής του European Stability Initiative είπε ότι είναι επείγον, ειδικά για την Αθήνα, να υπάρξει μία νέα συνεννόηση μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας για τη διαχείριση του τεράστιου πληθυσμού προσφύγων (5% του τουρκικού πληθυσμού) που βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος.
«Αυτό είναι προτεραιότητα για την Ελλάδα.
Αν η ελληνική πλευρά σταματήσει να φοβάται μία επανάληψη μίας τέτοιας απόπειρας μαζικής εισόδου ενορχηστρωμένης από την Τουρκία, τότε θα μειωθεί σημαντικά η νευρικότητα στην Αθήνα», είπε.
Κανείς από τους ομιλητές δεν φάνηκε αισιόδοξος πάντως ότι μεσοπρόθεσμα μπορούν οι ελληνοτουρκικές επαφές να οδηγήσουν σε κάποια ουσιώδη πρόοδο.
Σε διαδικτυακή συζήτηση διοργανωμένη από το γραφείο Βρυξελλών του German Marshall Fund of the United States, η κ. Tocci ήταν σαφής: «Ξεχάστε τις κυρώσεις!
Δεν είναι αυτός ο τρόπος να ασκηθεί επιρροή επί της Τουρκίας».
Πρόσθεσε ότι θα εκπλαγεί ιδιαιτέρως αν υπάρξει πολιτική συμφωνία για κάτι τέτοιο στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής.
Η διευθύντρια του ιταλικού ινστιτούτου IAI χαρακτήρισε «επικίνδυνη ψευδαίσθηση» την ιδέα που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα και την Κύπρο ότι «υπάρχει ένας μεγάλος αδελφός εκεί έξω – είτε είναι οι ΗΠΑ, είτε η Γαλλία, είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση – που θα παρέμβει και θα υπερασπιστεί τα ελληνικά και τα κυπριακά συμφέροντα.
Αυτή η ψευδαίσθηση είναι που αποτρέπει τις χώρες αυτές από τη συνειδητοποίηση ότι η μόνη λύση που μπορεί να προκύψει είναι μεταξύ των μερών που εμπλέκονται [στη διένεξη]».
Αυτό που χρειάζεται, τόνισε η σύμβουλος του κ.Borrell, είναι «ένα πραγματικό reset των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας», μέσω του εκσυγχρονισμού της Τελωνειακής Ένωσης – τον οποίο «αρνείται η Ε.Ε.».
Στην ίδια εκδήλωση, την οποία συντόνισε ο επικεφαλής του γραφείου Βρυξελλών του GMFUS Ian Lesser, ο Michael Lee (SAIS/Johns Hopkins, Bruegel) εξέφρασε κι αυτός σκεπτικισμό για το κατά πόσο οι κυρώσεις ή η προβολή ναυτικής ισχύος μπορούν να συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση της έντασης.
Σημείωσε ωστόσο ότι η Ε.Ε., ως ένας παίκτης ήπιας ισχύος, «δεν έχει πολλά εργαλεία», ότι «οι κυρώσεις είναι ένα από αυτά» – και ότι η απειλή επιβολής τους ίσως είναι αποτελεσματική.
Ο κ. Lee είπε επίσης ότι δεν πιστεύει ότι το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη μπορεί να επιλύσει τις διαφορές των δύο χωρών σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, καθώς οι ερμηνείες τους των σχετικών διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
«Μόνο οι διμερείς διαπραγματεύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε επίλυση του αδιεξόδου», σύμφωνα με την εκτίμησή του.
Οι χώρες της περιοχής «έχουν δείξει στο παρελθόν διάθεση να συνομιλήσουν – αρκεί να μην είναι με το πιστόλι στον κρόταφο», συμπλήρωσε με νόημα.
Με τη σειρά του, ο Gerald Knaus, γνωστός ως αρχιτέκτονας της κοινής δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας του 2016, χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη συμφωνία «νεκρή».
Πρόσθεσε ότι η «ωμή» αντίδραση – με την «αναστολή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας» – της Ελλάδας στην «κυνική» απόπειρα του Ρ. Τ. Ερντογάν να «εργαλειοποιήσει» το μεταναστευτικό το Μάρτιο απέδειξε ότι η Τουρκία δεν μπορεί, στην πράξη, να εκβιάσει την Ελλάδα στο μέτωπο αυτό. Ήταν ένα «καταστροφικό λάθος» του Τούρκου προέδρου, σύμφωνα με τον κ. Knauss.
Ο ιδρυτής του European Stability Initiative είπε ότι είναι επείγον, ειδικά για την Αθήνα, να υπάρξει μία νέα συνεννόηση μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας για τη διαχείριση του τεράστιου πληθυσμού προσφύγων (5% του τουρκικού πληθυσμού) που βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος.
«Αυτό είναι προτεραιότητα για την Ελλάδα.
Αν η ελληνική πλευρά σταματήσει να φοβάται μία επανάληψη μίας τέτοιας απόπειρας μαζικής εισόδου ενορχηστρωμένης από την Τουρκία, τότε θα μειωθεί σημαντικά η νευρικότητα στην Αθήνα», είπε.
Κανείς από τους ομιλητές δεν φάνηκε αισιόδοξος πάντως ότι μεσοπρόθεσμα μπορούν οι ελληνοτουρκικές επαφές να οδηγήσουν σε κάποια ουσιώδη πρόοδο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών