Πρωτίστως είναι θέμα πολιτικής βούλησης - Μακριά ακόμα η μετάβαση στις πράσινες μορφές ενέργειας
Η μετάβαση σε ένα παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα που βασίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και όχι στον ξεπερασμένο άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελεί το νούμερο ένα θέμα στα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, ακόμα και με την υπάρχουσα καλή διάθεση και τον ενθουσιασμό, φαίνεται ότι δεν πλησιάζουμε προς το άμεσο παρόν στην ολοκλήρωση της μετάβασης, παρόλο μπορεί να είναι ήδη αργά για την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής σύμφωνα με μερίδα επιστημόνων. «Ενσωματωμένες δομές ισχύος και υποστήριξη για μια βιομηχανία που πεθαίνει»: αυτοί είναι οι παράγοντες που διατηρούν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ως τις κύριες πηγές ενέργειας στον κόσμο, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο ενός περιβαλλοντικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού.
Μιλώντας στο CNBC, ο Carroll Muffett από το Ινστιτούτο Περιβαλλοντικού Δικαίου ανέφερε ότι δεν πρόκειται για την απουσία τεχνογνωσίας ή την αδυναμία για τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή για το ποια ενέργεια είναι οικονομικά επωφελής. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης και οικονομικών επιλογών. Με λίγα λόγια, πιθανόν ο σχολιαστής να αναφέρεται στις κρατικές επιδοτήσεις στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου από χώρες όπως οι ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλα αναπτυσσόμενα κράτη. Το ίδιο ισχύει, σε ότι αφορά τις επιδοτήσεις (με ενδεχόμενη ενίσχυση) και για τις ΑΠΕ και είναι απορίας άξιο που ο σχολιαστής δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτό.
Θέμα πολιτικής βούλησης
Αυτό που προκύπτει είναι ότι πράγματι είναι θέμα πολιτικών επιλογών. Σχεδόν κάθε επίσημη ενεργειακή αρχή έχει πει επανειλημμένα ότι είναι θέμα πολιτικής βούλησης η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η αποθάρρυνση χρήσης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο εδώ εγείρεται το εξής ερώτημα: εάν οι ΑΠΕ ήταν τόσο οικονομικά συμφέρουσες όσο αναφέρουν οι υποστηρικτές τους, δεν θα κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση οι ιδιωτικές εταιρείες, αντί να περιμένουν τις κρατικές επιχορηγήσεις;
Ένα ακόμα ερώτημα που τίθεται είναι, το γιατί οι αναδυόμενες (δλδ φτωχότερες) οικονομίες της Ασίας επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην δυνατότητα παραγωγής ορυκτών καυσίμων που η ζήτηση για πετρέλαιο έχει την τάση να αυξηθεί έως και 25% έως το 2040, ενώ οι ΑΠΕ είναι πολύ πιο οικονομικά συμφέρουσα επιλογή.
Έτσι προκύπτει, εύλογα η απάντηση ότι οι ένθερμοι υποστηρικτές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν τα λένε όλα... Παρεμβαίνουν δυναμικά υπέρ της χρήσης της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας που όχι μόνο δε ρυπαίνουν το περιβάλλον αλλά είναι επίσης το ίδιο φθηνές με τα ορυκτά καύσιμα.
Εάν συνέβαινε αυτό, θα καθιστούσε τα ορυκτά καύσιμα άχρηστα. Σε τελική ανάλυση, εάν δύο πηγές ενέργειας κοστίζουν το ίδιο, αλλά η μία είναι ανανεώσιμη και η άλλη όχι και ξεπερασμένη, θα ήταν προτιμότερο να επιλεχθεί η πρώτη και όχι η δεύτερη, καθαρά ρεαλιστικά, ακόμη και χωρίς τον παράγοντα των εκπομπών ρύπων.
Και όμως, οι φτωχότερες οικονομίες επενδύουν στα ορυκτά καύσιμα, ενώ οι πλουσιότερες επενδύουν δισεκατομμύρια στην παραγωγή και αποθήκευση ανανεώσιμης ενέργειας και σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δεν υπάρχει λογική εξήγηση για την ενεργειακή μετάβαση. Από τη μία πλευρά, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια είναι φθηνότερες- και το υδρογόνο και οι ηλεκτρικές συσκευές θα γίνουν σύντομα φθηνότερες- οπότε θα ήταν λογικό να οδεύουμε ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, από την άλλη, τα πλούσια κράτη είναι εκείνα που είναι τα πιο γενναιόδωρα με την υιοθέτηση αιολικής και ηλιακής ενέργειας και υποστήριξη για το υδρογόνο και τα ηλεκτροκίνητα συστήματα.
Μείωση εκπομπών
«Η ανθρώπινη δραστηριότητα καθοδηγεί την κλιματική αλλαγή», δήλωσε στο CNBC ο Colm Sweeney, επικεφαλής επιστήμονας για το πρόγραμμα αεροσκαφών του Earth System Research Lab της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμοσφαιρικής των ΗΠΑ.
"Αν θέλουμε να μετριάσουμε τις χειρότερες επιπτώσεις, θα εστιάσουμε στη μείωση των εκπομπών ρύπων από τα ορυκτά καύσιμα στο μηδέν. Και ακόμη και τότε, θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους για την περαιτέρω απομάκρυνση των αερίων του θερμοκηπίου από την ατμόσφαιρα", ανέφερε.
Οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από την ανθρώπινη δραστηριότητα στον πλανήτη. Η αύξηση στη χρήση τους αντικατοπτρίζει μια αύξηση της ζήτησης ενέργειας και η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται, καθοδηγούμενος, για άλλη μια φορά, από τις αναδυόμενες οικονομίες. Η αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση φαίνεται να είναι ασυμβίβαστη με τους στόχους της Συμφωνίας των Παρισίων, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω παραγόντων σχετικά με το κόστος διαφορετικών πηγών ενέργειας και τη σχετική αξιοπιστία τους, γεγονός που αποτελεί κίνητρο για επενδυτικές αποφάσεις.
Αυτό σημαίνει ότι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσαμε να περιμένουμε να προχωρήσουμε προς τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο είναι με τον περιορισμό της ενεργειακής μας ζήτησης. Πράγματι, μια πρόσφατη ακαδημαϊκή έκθεση από το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί ακριβώς αυτό.
Μείωση κατανάλωσης ενέργειας
Το UK FIRES, ένα ερευνητικό πρόγραμμα με τη συμμετοχή επιστημόνων από πολλά αξιόπιστα πανεπιστήμια και επιχειρήσεις, ανέφερε στην έκθεση ότι ένα "καθαρό" μηδέν δεν είναι αρκετό και ότι θα πρέπει να γίνει προσπάθεια για το "απόλυτο" μηδέν, που θα επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, από άτομα που μειώνουν κατανάλωση ενέργειας κάτω από το 60% των σημερινών επιπέδων.
Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας από προσωπική βούληση είναι εντελώς απίθανη, οπότε και αυτό μοιραία απαιτεί πολιτική δράση. Ωστόσο οι αντιπολιτευόμενες φωνές στην πολιτική υπέρ των ΑΠΕ διαμαρτύρονται για κατάχρηση εξουσίας, πράγμα το οποίο περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν εμπλέκεται ο πολίτης από τον οποίο οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να του ζητήσουν να περιορίσει την ενέργεια που καταναλώνει, απ' ότι είναι συνηθισμένος να καταναλώνει μέχρι σήμερα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών