Υπάρχουν ακόμη πιστοί αναγνώστες.
Αλλά για πόσο;
«Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι αναγνώστες μας τηλεφωνούν για να μας διαβεβαιώσουν ότι θεωρούν πολύ σημαντικό να συνεχιστεί η έντυπη έκδοσή μας» λέει ο B. Pill, αρχισυντάκτης της εφημερίδας Mindener Zeitung, η οποία εκδίδεται και κυκλοφορεί στην πόλη Μίντεν της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Τα τελευταία 23 χρόνια η κυκλοφορία της μειώθηκε κατά 27%.
Σήμερα ανέρχεται σε 26.000 φύλλα ημερησίως, με πτωτική τάση, αν και η Mindener Zeitung εξακολουθεί να διαθέτει πολλούς συνδρομητές.
Αυτή είναι η καθημερινότητα σε πολλές ακόμη εφημερίδες.
Παραδοσιακά ΜΜΕ είχαν βυθιστεί σε κρίση, πολύ πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού.
Τα τελευταία 20 χρόνια μόνο στη Γερμανία η κυκλοφορία των ημερήσιων εφημερίδων πανεθνικής κυκλοφορίας έχει μειωθεί κατά 45%.
Στις ΗΠΑ υπάρχει ήδη αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «news deserts», δηλαδή ολόκληρες γεωγραφικές περιφέρειες χωρίς τοπικές εφημερίδες ή άλλα μέσα ενημέρωσης.
Περισσότερες από 2.000 εφημερίδες έχουν σταματήσει την κυκλοφορία τους τα τελευταία 15 χρόνια.
«Οι δυνάμεις που θέλουν να υπονομεύσουν, να ελέγξουν ή ακόμη και να εκτοπίσουν την παραδοσιακή δημοσιογραφία γίνονται όλο και πιο ισχυρές, έχουν μάλιστα στη διάθεσή τους και νέες τεχνικές για να το επιτύχουν αυτό», λέει στην DW ο Samir Padagia, εννοώντας τη μάστιγα των fake news από δήθεν εναλλακτικές, αυθεντικές πηγές πληροφόρησης.
Μαζί με άλλους συναδέλφους ο Padagia έχει συντάξει το «New Deal για τη Δημοσιογραφία» που εξέδωσε το 2019 το Φόρουμ για την Πληροφορία και τη Δημοκρατία, οργάνωση που υποστηρίζεται από τους «Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα».
Φοροαπαλλαγές για τα ΜΜΕ, κουπόνια για τους χρήστες
Ο C. Delouar, γενικός γραμματέας των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα και επικεφαλής του Φόρουμ για την Πληροφορία και τη Δημοκρατία, αντιλαμβάνεται αυτό το New Deal ως μία προσπάθεια να αποτραπεί ο αφανισμός των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, έντυπων ή ψηφιακών.
«Η δημοσιογραφία χρειάζεται μία επανεκκίνηση, όχι απλώς ως οικονομικός κλάδος, αλλά ως συστατικό στοιχείο της ελευθεροτυπίας και της ελεύθερης έκφρασης», λέει ο ίδιος.
Στην πρωτοπορία του New Deal, κατά τον Delouar, πρέπει να μπουν οι δημοκρατικές χώρες.
Το Φόρουμ προτείνει να δαπανήσουν οι χώρες αυτές ένα ποσό μέχρι 0,1% του ΑΕΠ τους για τη διασφάλιση της ποιοτικής δημοσιογραφίας, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι θα σέβονται την ανεξαρτησία όλων των μέσων.
Έτσι, εκτιμούν οι υποστηρικτές της πρότασης αυτής, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια νέες αγορές ΜΜΕ με προτεραιότητα στην καινοτομία.
Συγκεκριμένη συνταγή που να εφαρμόζεται παντού δεν υπάρχει.
Το New Deal ορίζεται ως ένα συνολικό όραμα, το οποίο όμως θα πρέπει να υλοποιηθεί ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες σε κάθε περιοχή.
Μεταξύ άλλων οι ειδικοί προτείνουν φοροαπαλλαγές για τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και ειδικά κίνητρα -πάντα με κρατική χρηματοδότηση- για τους αναγνώστες, για παράδειγμα τη διάθεση κουπονιών, που θα επιτρέψει και στους λιγότερο ευκατάστατους να γίνουν συνδρομητές σε μία εφημερίδα ή μία ενημερωτική ιστοσελίδα.
«Πολλές κυβερνήσεις κάνουν λόγο, σε θεωρητικό επίπεδο, για την ανάγκη να στηριχθεί η ανεξάρτητη δημοσιογραφία και να διασφαλιστεί η πρόσβαση των πολιτών σε ελεύθερες πηγές πληροφόρησης», επισημαίνει ο Padagia.
«Ιδού λοιπόν, ήρθε η ώρα να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην υλοποίηση των προτάσεων αυτών», τονίζει ο επικεφαλής του Φόρουμ.
Χρηματοδότηση χωρίς παρέμβαση στο περιεχόμενο
Δεν ενέχει όμως κινδύνους για την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας η χρηματοδότησή της από το κράτος;
Το Φόρουμ υποστηρίζει ότι η συνταγή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε «rights respecting countries», δηλαδή στις χώρες εκείνες που σέβονται πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η Γερμανία.
«Η έρευνά μας εστιάζει στα προβλήματα χρηματοδότησης της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας» λέει ο C. Busov, καθηγητής Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο της Βαϊμάρης.
«Σε αυτό το σημείο υπάρχει συναίνεση από τους ερευνητές, ότι το κράτος θα πρέπει να παρέμβει».
"Όσο λιγότεροι είναι οι συνδρομητές μίας εφημερίδας, τόσο μεγαλύτερη είναι η δαπάνη που απαιτείται για τη χρηματοδότησή της», δηλώνει στην DW ο αρχισυντάκτης του Mindener Tageblatt, B. Pill, επισημαίνοντας ότι μπορεί να φανταστεί έναν υποστηρικτικό ρόλο του κράτους στο σημείο αυτό, «αρκεί να έχει εξαλειφθεί κάθε υποψία για παρέμβαση του κράτους και στην ανεξαρτησία των ΜΜΕ".
Η ιδέα μπορεί να είναι ακόμη καινούρια στη Γερμανία, αλλά στη Δανία, για παράδειγμα, έχει ήδη καθιερωθεί η κρατική στήριξη για τον τύπο, για παράδειγμα μέσω ενός Ταμείου Καινοτομίας, το οποίο δεν απευθύνεται μόνο σε έντυπες εκδόσεις.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να ιδρυθούν νεοφυείς επιχειρήσεις, οι οποίες θα κάλυπταν τα κενά στις περιοχές εκείνες όπου αποσύρονται οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί όμιλοι. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζει ο αρχισυντάκτης Pill, "υπάρχουν και σήμερα πολλοί αναγνώστες, οι οποίοι αναζητούν την έντυπη έκδοση.
Μία πλήρης μετατροπή της εφημερίδας σε ψηφιακό μέσο θα έχανε τους αναγνώστες αυτούς".
Κίνδυνοι από την κρατική παρέμβαση
Ο καθηγητής Busov από το πανεπιστήμιο της Βαϊμάρης επιμένει ωστόσο, ότι η δημοσιογραφία δεν μπορεί να συντηρείται σε μόνιμη βάση από το κράτος.
«Αυτή η κατάσταση ενέχει πολλούς κινδύνους», επισημαίνει.
«Πιο ενδεδειγμένη λύση θα ήταν να επινοήσουμε κάποια εργαλεία ενίσχυσης της καινοτομίας για τη μεταβατική φάση, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, με την προοπτική όμως τα μέσα ενημέρωσης να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους με τις δικές τους δυνάμεις, το συντομότερο δυνατόν».
Άγνωστο παραμένει ποιος θα έχει την ευθύνη για να εκταμιεύονται κρατικά κονδύλια, χωρίς να υπεισέρχονται πολιτικά κριτήρια.
Το New Deal προβλέπει τα αποκαλούμενα «independent intermediary funding bodies», δηλαδή ανεξάρτητα θεσμικά όργανα σε ρόλο ενδιάμεσου κριτή.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμά ο καθηγητής Busov, «αυτό που είναι σαφές είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως σήμερα... »
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών