Ιδιαίτερα δυσοίωνες εκτιμήσεις τόσο για την ενέργεια όσο και για την επισιτιστική κρίση διατυπώνουν, η Γερμανία όσο και η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας FAO…
Η Γερμανία δεν χρειαζόταν να απορρίψει βιαστικά την προμήθεια ρωσικών ενεργειακών πόρων, εάν πριν δεν διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια, επισήμανε ο πρωθυπουργός του ομοσπονδιακού κρατιδίου της Σαξονίας Michael Kretschmer.
Επίσης ο επικεφαλής του Κοινωνικού Συνδέσμου της Γερμανίας τάχθηκε κατά του εμπάργκο στις εισαγωγές ενεργειακών πόρων από τη Ρωσική Ομοσπονδία
«Πρέπει να διασφαλίσουμε την ενεργειακή ασφάλεια πριν σπάσουμε τα συμβόλαια.
Αυτό ισχύει για το φυσικό αέριο, αλλά κυρίως το πετρέλαιο» ανέφερε σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην Deutsche Wirtschafts Nachrichten (DWN).
Ο πρωθυπουργός του ομοσπονδιακού κρατιδίου της Σαξονίας Michael Kretschmer ανέφερε ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας πρέπει να λάβει μέτρα ώστε να μην υπάρξει ύφεση στην Γερμανία. «Δεν πρέπει μόνο να μιλάει για το θέμα αυτό, αλλά και να δράσει».
Η γερμανική κυβέρνηση εργάζεται για τη σταδιακή κατάργηση της ενέργειας από τη Ρωσία το συντομότερο δυνατό, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να το αντέξει οικονομικά.
Διαφορετικά, η οικονομία και η βιομηχανία της Γερμανίας θα περιέλθουν σε βαθιά κρίση.
Σύμφωνα με τα σχέδια του Γερμανικού Υπουργικού Συμβουλίου, η Γερμανία θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει πλήρως τον άνθρακα και το πετρέλαιο μέχρι το τέλος του 2022 και το φυσικό αέριο - το 2024.
Πρόσφατα η Γερμανία ενέκρινε δύο νομοσχέδια για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας.
Το πρώτο αφορά τη μείωση των γραφειοκρατικών φραγμών για τον συντονισμό της κατασκευής τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Το δεύτερο απλοποιεί τη διαδικασία μεταφοράς των ενεργειακών εταιρειών σε εξωτερική διαχείριση ή ακόμη και επιτρέπει την εθνικοποίησή τους ως έσχατη λύση.
Θα επιδεινωθεί η επισιτιστική κρίση
Η επιδείνωση της επισιτιστικής κατάστασης στον κόσμο ως συνέπεια της ουκρανικής κρίσης, που οδηγεί τόσο στην έλλειψη πρώτων υλών όσο και στην άνοδο της τιμής τους, αναμένεται το 2023 να κλιμακωθεί, προέβλεψε στην εφημερίδα La Stampa η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας FAO
«Το 2022, το πρόβλημα εστιάζεται στην διαθεσιμότητα των τροφίμων.
Το καλαμπόκι και τα δημητριακά χρειάζονται όχι μόνο για την παρασκευή ψωμιού και αλεύρου, αλλά και για τη διατροφή των ζώων.
Η άνοδος των τιμών τους αντικατοπτρίζεται στο κόστος παραγωγής.
Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων.
Οι απειλές για την παραγωγή τροφίμων είναι μεγάλες οι οποίες οδηγούν σε επιδείνωση της κρίσης το 2023», επισήμανε η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας FAO.
«Σε ένα δυσμενές σενάριο με αύξηση των τιμών του πετρελαίου και μπλοκ στις εξαγωγές λιπασμάτων, μπορούμε να περιμένουμε ότι άλλα 13,7 εκατομμύρια άνθρωποι θα κινδυνεύουν από υποσιτισμό», προσθέτοντας ότι αυτή η κρίση επικαλύπτεται από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Συνολικά, 18 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να πληγούν από υποσιτισμό στην Ευρώπη εάν συνεχιστεί η σύγκρουση.
Ο πληθυσμός των φτωχών αφρικανικών χωρών είναι ο πιο ευάλωτος, αλλά τα προβλήματα παραγωγής τροφίμων θα επηρεάσουν και την Ευρώπη.
Στην Ευρώπη, χώρες όπως η Λιθουανία, η Μολδαβία, η Σερβία, η Φινλανδία, η Εσθονία εξαρτώνται σχεδόν 100% από την προμήθεια ρωσικών λιπασμάτων.
Η Ιρλανδία, η Νορβηγία, η Πολωνία, η Βόρεια Μακεδονία, η Σλοβενία επίσης έχουν μεγάλη εξάρτηση
Έκρηξη στις αυξήσεις τροφίμων
Η κρίση στην Ουκρανία, η επισιτιστική κρίση και η ενεργειακή κρίση έχουν προκαλέσει αύξηση τιμών στα τρόφιμα.
Στον Λίβανο τα τρόφιμα αυξήθηκαν κατά 329%, ενώ στη Γερμανία - κατά 12%, στο Ηνωμένο Βασίλειο - κατά 6,3%.
Σύμφωνα με τον FAO, περισσότερες από 50 χώρες λαμβάνουν το 30% των σιτηρών τους από την Ουκρανία.
Ακριβώς 53 χώρες βρίσκονταν σε κρίση επισιτιστικής ασφάλειας ακόμη και πριν από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, 193 εκατομμύρια άνθρωποι θεωρούνται ευάλωτοι και η τρέχουσα κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση της κατάστασης και για αυτήν την κατηγορία πολιτών.
Σύμφωνα με τον FAO, μόνο το 2022 χρειάζονται 9 δισεκατομμύρια δολάρια για να αναπληρωθεί το 100% των δαπανών για τρόφιμα στην υποσαχάρια Αφρική.
Ο FAO εργάζεται επίσης για να βοηθήσει την Αφρική να γίνει αυτάρκης σε λίπασμα μέσω βελτιστοποίησης διαδικασιών.
«Η Νιγηρία από μόνη της θα μπορούσε να παράγει λιπάσματα για ολόκληρη την Αφρική, αλλά τώρα δεν χρησιμοποιείται περισσότερο από το 3-4% αυτών και το υπόλοιπο εξάγεται στη Λατινική Αμερική».
Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στον ΟΗΕ, Vasily Nebenzya, έχει αναφέρει ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να προμηθεύσει λιπάσματα, αλλά οι κυρώσεις εμποδίζουν τις εξαγωγές ενώ η Ουκρανία σκόπιμα εμποδίζει την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών