Ήταν λίγο πριν από την αλλαγή της χιλιετίας, όταν το βρετανικό περιοδικό The Economist κατέληγε σε ένα καταστροφικό συμπέρασμα για τη γερμανική οικονομία: πως η Γερμανία είναι ο ασθενής του ευρώ, ο ασθενής της Ευρώπης.
Αυτή η εκτίμηση αφύπνισε τη γερμανική πολιτική, η οποία, μεθυσμένη ακόμη από τα χρόνια της οικονομικής ευρωστίας μετά την επανένωση, αρνούνταν να προβεί σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.
Μία συνθήκη που άλλαξε επί κυβερνήσεως Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD), η οποία εφάρμοσε σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως για παράδειγμα στην αγορά εργασίας, σημειώνει η Deuttsche Welle.
14 χρόνια αργότερα, η βελτίωση της οικονομίας αναγνωρίσθηκε και επισήμως: Μία ομάδα οικονομολόγων από το Βερολίνο και το Λονδίνο δημοσίευσε ένα δοκίμιο για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας με τίτλο «Από ασθενής της Ευρώπης, ένας οικονομικός σούπερ σταρ».
Ζοφερές προοπτικές
Όμως τώρα ο χαρακτηρισμός «ασθενής της Ευρώπης» κάνει και πάλι τον γύρο του κόσμου. Η γερμανική οικονομία δεν στέκεται καλά στα πόδια της. Για δύο συνεχόμενα τρίμηνα, η οικονομική παραγωγή συρρικνώθηκε, παρουσιάζοντας αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «τεχνική ύφεση». Κατά το προηγούμενο τρίμηνο, το Α.Ε.Π. παρέμεινε στάσιμο, όμως αυτό ήταν μονάχα μια αδύναμη αχτίδα ελπίδας. Επειδή όλοι οι σημαντικοί δείκτες ακολούθησαν καθοδική τάση.
Ο σημαντικός δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου υποχώρησε τον Ιούλιο για τρίτο συνεχόμενο μήνα, με τους 9.000 διευθυντές επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα να αξιολογούν χειρότερα τόσο την τρέχουσα κατάσταση των εταιρειών τους, όσο και τις προοπτικές για τους επόμενους έξι μήνες. «Η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας μοιάζει να γίνεται πιο ζοφερή», είναι το συμπέρασμα του επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo Κλέμενς Φούεστ.
Το Α.Ε.Π. ενδέχεται να μειωθεί εκ νέου το τρέχον τρίτο τρίμηνο. Όπως δήλωσε και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γιοργκ Κρέμερ, είναι σαφές πως «δυστυχώς, δεν διαφαίνεται βελτίωση», λόγω και των παγκόσμιων αυξήσεων επιτοκίων. Ο συνάδελφος του Κρέμερ, Αλεξάντερ Κρίγκερ, από την Hauck Aufhäuser Lampe Privatbank προσθέτει πως «η οικονομική παραγωγή εξακολουθεί να βρίσκεται περίπου στο υψηλό επίπεδο που βρισκόταν πριν από την πανδημία», γεγονός προβληματικό, καθώς άλλες χώρες εντός της ευρωζώνης έχουν φτάσει σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο. «Η Γερμανία είναι μεταξύ εκείνων που φρενάρουν το ευρωπαϊκό οικονομικό τρένο», εκτιμά ο Γιενς-Όλιβερ Νίκλας της κεντρικής τράπεζας του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης.
Ανησυχητικές οι συνθήκες στη βιομηχανία
Η Γερμανία τα πηγαίνει άσχημα και σε σύγκριση με βιομηχανικές χώρες εκτός ευρωζώνης – και σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα είναι η μόνη από τις μεγάλες χώρες της οποίας η οικονομική παραγωγή θα συρρικνωθεί φέτος. Είναι πάνω απ’ όλα η ναυαρχίδα της γερμανικής οικονομίας που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία: η βιομηχανία της. Με ποσοστό περίπου 24% αντιπροσωπεύει ένα συγκριτικά μεγάλο μερίδιο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στη χώρα, όμως εδώ και καιρό πλήττεται από την αδύναμη παγκόσμια οικονομία. Η απροθυμία των ξένων αγοραστών γίνεται αισθητή κυρίως στους τομείς που εξαρτώνται σημαντικά από τις εξαγωγές, όπως η μηχανουργία και η αυτοκινητοβιομηχανία.
Οι εταιρείες του λεγόμενου κατασκευαστικού τομέα διασώζονται από το μεγάλο μαξιλάρι παραγγελιών που είχε συσσωρευτεί μετά την πανδημία, λόγω και των τεράστιων προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού. Όμως οι νέες παραγγελίες είναι περιορισμένες.
Παρακμή με ποικίλες αιτίες
Η παρακμή της γερμανικής οικονομίας έχει πολλές αιτίες. Μία από αυτές είναι η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, με τις σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων, που καθιστά ακριβότερη την πίστωση για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, επιβραδύνοντας την προθυμία για επενδύσεις. Αλλά αυτή η «ανακοπή» της οικονομικής δυναμικής είναι, τελικά, ο σκοπός των αυξήσεων των επιτοκίων.
Ωστόσο άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα το πρόβλημα. Επομένως, είναι μάλλον διαρθρωτικά τα αίτια που επιβραδύνουν τη Γερμανία. Το άλλοτε επιτυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο (εισαγωγή φθηνής – ιδίως ρωσικής – ενέργειας και φθηνών προϊόντων, επεξεργασία και εξαγωγή τους ως υψηλής αξίας αγαθά σε υψηλή τιμή) δεν λειτουργεί πλέον, ελέω των πολλαπλών κρίσεων, οι οποίες αποκάλυψαν τις αδυναμίες της Γερμανίας ως τόπου εγκατάστασης επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη της DZ Bank, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, «η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας», κινδυνεύουν και τα αίτια είναι πολλά: υψηλές τιμές στην ενέργεια, έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων, υπερβολική γραφειοκρατία, υψηλοί φόροι, ετοιμόρροπες υποδομές και περιορισμένη ψηφιοποίηση. Ταυτοχρόνως σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η ολοένα και μεγαλύτερη γήρανση του πληθυσμού.
Μια πιθανή διέξοδο από το δίλημμα περιγράφει ο πρόεδρος του IfW Μόριτς Σούλαρικ: «Εάν η Γερμανία δεν θέλει να γίνει ξανά ο “ασθενής της Ευρώπης”, πρέπει να στραφεί με θάρρος στους τομείς ανάπτυξης του αύριο, αντί να συντηρεί με δισεκατομμύρια τις ενεργοβόρες βιομηχανίες του χθες».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών