Οι σημερινοί ηγέτες δεν μπορούν να διαχειριστούν τις υπάρχουσες κρίσεις, αναφέρει ο Nouriel Roubini…
Στις «αγαπημένες» του μεγα-απειλές επανέρχεται με νέο άρθρο του μέσω του γνωστού ιστοτόπου Project Syndicate ο εγνωσμένου κύρους οικονομολόγος Nouriel Roubini, υποστηρίζοντας πως το λουτρό αίματος στις αγορές θα συνεχιστεί παρά την πρόσφατη άνοδο, ενώ εκτιμά πως οι σημερινοί ηγέτες δεν μπορούν να διαχειριστούν τις υπάρχουσες κρίσεις.
Με άλλα λόγια, λέει, δεν κινδυνεύει μόνον η παγκόσμια οικονομία, αλλά και η ανθρωπότητα εν συνόλω…
Ειδικότερα, από τη δημοσίευση του βιβλίου του Megathreats, τον Οκτώβριο του 2022, μέχρι σήμερα, τα θέματα τα οποία πραγματευόταν ο συγγραφέας έχουν πια γίνει mainstream.
Πράγματι, όπως επισημαίνεται στο άρθρο του που σας παρουσιάζει το Bankingnews, όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι οι οικονομικές, νομισματικές και χρηματοοικονομικές απειλές αυξάνονται και αλληλεπιδρούν με ανεξέλεγκτο τρόπο με διάφορες κοινωνικές, πολιτικές, γεωπολιτικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
Ως εκ τούτου, λέει ο Roubini, «τον Δεκέμβριο του 2022, οι Financial Times επέλεξαν τον όρο “πολυκρίση” ως ένα από τα τσιτάτα της χρονιάς».
Όποιος κι αν είναι ο προτιμώμενος όρος κάποιου (άλλοι έχουν υιοθετήσει τον όρο «permacrisis» ή «confluence of dialities»), αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι δεν κινδυνεύει μόνο η παγκόσμια οικονομία αλλά και η ανθρώπινη ζωή.
Όπως λοιπόν έχει προειδοποιήσει πολλάκις, ο Roubini επισημαίνει πως η «Μεγάλη μετριοπάθεια» (μια μακρά περίοδος χαμηλής μακροοικονομικής αστάθειας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980) έχει δώσει τη θέση της στον «Μεγάλο Στασιμοπληθωρισμό».
Το 2022 στις προηγμένες οικονομίες και τις αναδυόμενες αγορές γίναμε μάρτυρες έξαρσης του πληθωρισμού, απότομης επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, που συνεχίστηκε το 2023, και σοβαρών προβλημάτων χρέους στον ιδιωτικό και δημόσιου τομέα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προέβησαν σε αυξήσεις επιτοκίων για να σταθεροποιήσουν τις τιμές.
Λόγω αυτής της νομισματικής σύσφιξης, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον, λέει ο οικονομολόγος, ο αντίκτυπος των βραχυπρόθεσμων στασιμοπληθωριστικών αρνητικών κλυδωνισμών προσφοράς –η πανδημία, η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η πολιτική «μηδενικής COVID» της Κίνας– εξασθενεί σταδιακά καθ' όλη τη διάρκεια του 2023.
Όμως ο πληθωρισμός παραμένει πολύ πάνω από το 2% (ο πήχης που έχει τεθεί στις προηγμένες οικονομίες).
Πέρα από τα παραπάνω, άλλα μεσοπρόθεσμα αρνητικά σοκ της συνολικής προσφοράς που συζητήθηκαν στο Megathreats έχουν γίνει πιο σοβαρά.
Για παράδειγμα, η απο-παγκοσμιοποίηση συνεχίστηκε, με περισσότερες χώρες να μεταπηδούν από το ελεύθερο εμπόριο στο ασφαλές εμπόριο.
Επιπλέον, η γήρανση στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Κίνα μειώνει την προσφορά εργαζομένων, σε μια εποχή που οι περιορισμοί της μετανάστευσης εμποδίζουν τη ροή εργατικού δυναμικού από τις φτωχές προς τις πλούσιες χώρες – όλα αυτά αυξάνουν το κόστος εργασίας.
Η κλιματική αλλαγή τροφοδοτεί ήδη την ενεργειακή και επισιτιστική ανασφάλεια, αυξάνει το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων.
Παρά ταύτα, ο κόσμος δεν έχει κάνει ακόμη αρκετά για να προετοιμαστεί για μελλοντικές πανδημίες.
Έπειτα, υπάρχουν οι νέοι, υποτιμημένοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν λόγω του κυβερνοπολέμου και της παραπληροφόρησης, η οποία παρουσιάζεται ενισχυμένη λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς επίσης και μακροχρόνιων προβλημάτων όπως η υφέρπουσα αναταραχή –προς το παρόν– για τις εισοδηματικές ανισότητες (που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές).
Τέλος, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στηρίζονται ολοένα περισσότερο στο δολάριο ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, η αποδολαριοποίηση παραμένει οξύς κίνδυνος.
Έτσι, παρά τη βραχυπρόθεσμη συγκράτηση των κραδασμών που σχετίζονται με την COVID, ο κόσμος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικούς στασιμοπληθωριστικούς κινδύνους (χαμηλότερη ανάπτυξη και υψηλότερος πληθωρισμός), οι περισσότεροι από τους οποίους είναι πιθανό να γίνουν ισχυρότεροι την επόμενη δεκαετία.
Το πάρτι τελείωσε
Σύμφωνα με τον Nouriel Roubini, οι υψηλοί και ολοένα αυξανόμενοι δείκτες τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου χρέους, που έφτασαν το 330% του ΑΕΠ παγκοσμίως το 2022 (420% στις προηγμένες οικονομίες και πάνω από 300% στην Κίνα), σηματοδοτούν μια δραματική μετατόπιση από την περίοδο προ του 2021, όταν το χρέος ήταν μεν υψηλό, αλλά οι δείκτες εξυπηρέτησής του ήταν χαμηλοί.
Η δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση χαρακτηρίστηκε από χαμηλή ανάπτυξη της συνολικής ζήτησης, μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες αποταμιεύσεις και χαμηλά ποσοστά επενδύσεων.
Η αργή ανάπτυξη οδήγησε σε χαμηλά προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό επιτόκια, ενώ τα σχεδόν μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια πολιτικής, σε συνδυασμό με την πιστωτική χαλάρωση, διατήρησαν τα ονομαστικά και τα πραγματικά επιτόκια πολύ χαμηλά –συχνά αρνητικά– τόσο στο βραχυπρόθεσμο όσο και στο μακροπρόθεσμο τέλος της καμπύλης απόδοσης των ομολόγων.
Αλλά αυτό το περιβάλλον, του εύκολου χρήματος, έλαβε τέλος, επισημαίνει ο οικονομολόγος.
Τα αρνητικά σοκ προσφοράς τα οποία επέφερε η πανδημία, μαζί με τις πολιτικές τόνωσης ως απάντηση σε αυτήν, οδήγησαν σε έξαρση του πληθωρισμού από το 2021.
Στη συνέχεια, οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν (τελικά) αυξάνοντας τόσο τα ονομαστικά όσο και τα πραγματικά επιτόκια.
Αλλά με τους δείκτες ιδιωτικού και δημόσιου χρέους τόσο υψηλούς, οι κεντρικές τράπεζες θα δυσκολευτούν να μειώσουν τον πληθωρισμό στο στόχο τους 2%.
Είναι δε παγιδευμένες σε μια «παγίδα χρέους», αντιμετωπίζοντας όχι μόνον το γνωστό δίλημμα – πώς να επιτύχουν πληθωρισμό 2% χωρίς να προκαλέσουν οικονομική δυσκολία– αλλά ένα «τρίλημμα»: πώς να επιτύχουν σταθερότητα των τιμών αποφεύγοντας μια ύφεση και μια χρηματοπιστωτική κρίση.
Αν μη τι άλλο, οι εξελίξεις μετά τη δημοσίευση του βιβλίου «Megathreats» επιβεβαίωσαν ότι αυτό το τρίλημμα είναι ένα σοβαρό θέμα.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια πολιτικής για να μειώσουν τον πληθωρισμό στο 2%, η ύφεση θα είναι αναπόφευκτη.
Από την άλλη, αν εγκαταλείψουν τον στόχο τον οποίο έχουν θέσει για τον πληθωρισμό και τη σταθερότητα των τιμών, ενδεχομένως να πυροδοτηθεί μια πληθωριστική σπείρα μισθών-τιμών.
Μέχρι στιγμής, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν κλείσει τα μάτια.
Αλλά εάν ο πληθωρισμός παραμείνει πάνω από τον στόχο –όπως φαίνεται πιθανό, δεδομένης της αύξησης των μισθών και των ακόμα υψηλών τιμών των βασικών εμπορευμάτων– μπορεί τελικά να λυγίσουν για να αποφευχθεί η πρόκληση οικονομικής ύφεσης και χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης.
«Το γεγονός ότι έχουν σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων παρά τον πολύ υψηλό πληθωρισμό πυρήνα (που δεν περιλαμβάνει τις ασταθείς τιμές των τροφίμων και της ενέργειας) υποδηλώνει ότι μπορεί να προετοιμάζονται να αποδεχτούν πληθωρισμό πάνω από τον στόχο» επισημαίνει ο οικονομολόγος.
Πληθωρισμός, φόροι και δαπάνες
Οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες και τα επιδόματα, χωρίς ανάλογη αύξηση των φορολογικών εσόδων, θα προκαλέσουν μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα να αυξηθούν, οδηγώντας σε μη βιώσιμους δείκτες χρέους, οι οποίοι θα αυξήσουν το κόστος δανεισμού με αποτέλεσμα την πρόκληση κρίσεων χρέους - με εμφανείς αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη.
Φυσικά, υπό αυτές τις συνθήκες, πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες χώρες με χρέος σε ξένο νόμισμα θα χρειαστεί να χρεοκοπήσουν ή να υποβληθούν στο μαρτύριο των αναγκαστικών αναδιαρθρώσεων.
Αυτή η προσέγγιση, η οποία λειτουργεί ως φόρος για τους αποταμιευτές και τους πιστωτές και ως επιδότηση για δανειολήπτες και οφειλέτες, στη συνέχεια θα συνδυαστεί με άλλα δρακόντεια μέτρα όπως η οικονομική καταστολή ή οι κεφαλαιακοί φόροι.
Ήδη, οι αγορές ομολόγων έχουν αρχίσει να σηματοδοτούν ανησυχίες για μη βιώσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη όχι μόνο στις φτωχές χώρες και τις αναδυόμενες αγορές αλλά και στις προηγμένες οικονομίες.
Η απότομη αύξηση των επιτοκίων στα μακροπρόθεσμα ομόλογα τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ δείχνει ότι η ζήτηση για χρέος συρρικνώνεται καθώς η προσφορά αυξάνεται με διογκούμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες μετακινούνται από το QE στο QT (ποσοτική σύσφιξη) και οι επενδυτές αναζητούν υψηλότερα επασφάλιστρα κινδύνου και ΗΠΑ.
Επιπλέον, πιθανότατα θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη ανοδική πίεση στα μακροπρόθεσμα επιτόκια στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες της G10 όταν η Ιαπωνία αρχίσει να εξομαλύνει τη νομισματική πολιτική της και όταν εγκαταλείψει την πολιτική ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων που χρησιμοποίησε για να διατηρήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο 0%.
Και δεν είναι μόνο οι ονομαστικές αποδόσεις των ομολόγων που αυξάνονται.
Το ίδιο κάνουν και οι πραγματικές αποδόσεις.
Κατά τη δεκαετία της «κοσμικής στασιμότητας», οι πραγματικές μακροπρόθεσμες αποδόσεις ήταν σχεδόν μηδενικές ή αρνητικές, λόγω των υψηλών αποταμιεύσεων και των χαμηλών επενδυτικών επιτοκίων.
«Όμως εισερχόμαστε σε μια εποχή αρνητικών δημόσιων αποταμιεύσεων (αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα), χαμηλότερων ιδιωτικών αποταμιεύσεων (που οφείλεται στη γήρανση και τη χαμηλότερη αύξηση του εισοδήματος) και υψηλότερων επενδυτικών ρυθμών».
Έτσι, τα πραγματικά επιτόκια είναι θετικά και ωθούνται προς υψηλότερα επίπεδα από τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου στα κρατικά ομόλογα καθώς τα χρέη αυξάνονται.
Ορισμένες επενδυτικές τράπεζες εκτιμούν πλέον ότι το μακροπρόθεσμο επιτόκιο είναι κοντά στο 2,5%, ενώ πρόσφατη ακαδημαϊκή έρευνα το τοποθετεί πιο κοντά στο 2%.
Σε κάθε περίπτωση, το ονομαστικό και πραγματικό κόστος του κεφαλαίου θα είναι πολύ υψηλότερο στο μέλλον, επισημαίνει ο Dr Doom.
Δεδομένων των παραγόντων της συνολικής προσφοράς και ζήτησης που οδηγούν τον πληθωρισμό υψηλότερα, ο νέος de facto (αν και όχι επίσημος) στόχος για τον πληθωρισμό την επόμενη δεκαετία μπορεί να πλησιάσει το 4-5%.
Αλλά η αποδοχή υψηλότερου πληθωρισμού μπορεί να καταργήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό –όπως συνέβη τη δεκαετία του 1970– γεγονός το οποίο θα έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη και τις αποδόσεις των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
H φούσκα των πάντων…
Μέχρι το 2021, η νομισματική, δημοσιονομική και πιστωτική χαλάρωση διόγκωναν τις αποτιμήσεις σχεδόν όλων των assets: αμερικανικών και παγκόσμιων μετοχών, ακίνητης περιουσίας, κρατικών και εταιρικών ομολόγων, κρυπτονομισμάτων.
Όταν έσκασε αυτή η «φούσκα των πάντων» το 2022, τα κερδοσκοπικά περιουσιακά στοιχεία απώλεσαν πολύ μεγαλύτερη αξία από τις παραδοσιακές μετοχές.
Αλλά ασφαλή περιουσιακά στοιχεία όπως τα κρατικά ομόλογα σημείωσαν επίσης απώλειες καθώς τα υψηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια μείωσαν τις τιμές των ομολόγων.
Για παράδειγμα, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων στις ΗΠΑ από 1% σε 3,5% το 2022 υποδηλώνει ότι τα δεκαετή κρατικά ομόλογα έγραψαν περισσότερες ζημίες (-20%) έναντι του δείκτη βαρομέτρου του αμερικανικού χρηματιστηρίου S&P 500 (-18%).
Αυτό το έτος έφερε πρόσθετες απώλειες σε ομόλογα μακράς διάρκειας (περίπου -15% σε όρους τιμής), καθώς οι αποδόσεις αυξήθηκαν περαιτέρω στο 5%.
Παραδοσιακά μοντέλα κατανομής περιουσιακών στοιχείων που εξισορροπούν τις μετοχές έναντι των ομολόγων που χάνονται έτσι και στα δύο μέτωπα.
Αυτό το λουτρό αίματος είναι πιθανό να συνεχιστεί.
Με μέσο πληθωρισμό 5%, αντί για 2%, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων θα πλησιάσουν στο 7,5% (5% για τον πληθωρισμό και 2,5% για μια πραγματική απόδοση).
Αλλά αν οι αποδόσεις των ομολόγων αυξηθούν από το τρέχον 4,5% στο 7,5%, αυτό θα προκαλέσει κραχ τόσο στις τιμές των ομολόγων (30%) όσο και στις μετοχές (σοβαρή bear market), επειδή ο discount factor για τα μερίσματα θα είναι πολύ υψηλότερος.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι απώλειες τόσο για τους κατόχους ομολόγων όσο και για τους επενδυτές μετοχών θα μπορούσαν να αυξηθούν σε δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία.
Σίγουρα, οι αμερικανικές και οι παγκόσμιες μετοχές σημείωσαν άνοδο μέχρι τα μέσα του 2023, μετά τη bear market του 2022.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτού οφείλεται σε μια μικρή ομάδα μετοχών της Big Tech που επωφελήθηκαν από τη διαφημιστική εκστρατεία γύρω από τη γενετική τεχνητή νοημοσύνη.
Αν εξαιρέσει κανείς αυτούς του υψηλού προφίλ επιβάτες, οι αγορές ήταν σχεδόν σταθερές.
Επιπλέον, για το μεγαλύτερο μέρος του 2023, οι επενδυτές έτρεφαν ευσεβείς πόθους περί επιτοκιακών μειώσεων – αν και ο επίμονος πληθωρισμός διέψευσε αυτές τις ελπίδες.
Γεωπολιτική κατάθλιψη
Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος μιας bear market στις μετοχές είναι περισσότερο κοσμικός παρά κυκλικός.
Εάν οποιαδήποτε από τις μεγα-απειλές υλοποιηθεί την επόμενη δεκαετία, ο στασιμοπληθωριστικός αντίκτυπός τους θα υποβαθμίσει τις μετοχές μεσοπρόθεσμα.
Όλα τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η «γεωπολιτική ύφεση» επιδεινώνεται: η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εξελιχθεί σε πόλεμο φθοράς, με τους Ουκρανούς να διεξάγουν μια εξαντλητική αντεπίθεση για να ανακτήσουν εδάφη που έχασαν το 2022.
Ο πόλεμος θα μπορούσε εύκολα να ενταθεί, να αγγίξει άλλα μέρη – όπως το ΝΑΤΟ – ή να κλιμακωθεί με τη χρήση αντισυμβατικών όπλων.
Τέτοια σενάρια, φυσικά, θα προκαλούσαν περαιτέρω εκρήξεις στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων.
Στη Μέση Ανατολή, το Ιράν είναι έτοιμο να κάνει το τελευταίο βήμα σε ό,τι αφορά τον εμπλουτισμό ουρανίου και την κατασκευή πυρηνικού όπλου.
Αυτό φέρνει αντιμέτωπο το Ισραήλ με μια μοιραία επιλογή: είτε να αποδεχθεί ένα πυρηνικά οπλισμένο Ιράν και να ελπίζει ότι η παραδοσιακή αποτροπή θα συνεχίσει να λειτουρεί, είτε να εξαπολύσει στρατιωτικό χτύπημα – το οποίο θα προκαλούσε απότομη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου (μεταξύ άλλων), βυθίζονται την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση.
Η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Hamas στη Γάζα θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε μια περιφερειακή σύγκρουση που θα περιλαμβάνει το Ιράν και τη Hezbollah στον Λίβανο.
Στην Ασία, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας γίνεται όλο και πιο ψυχρός και θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει καυτός εάν η Κίνα αποφασίσει να προσαρτήσει την Ταϊβάν διά της βίας.
Και ενώ η προσοχή του κόσμου είναι στραμμένη στην Ουκρανία, την Ταϊβάν και τη Γάζα, η Βόρεια Κορέα γίνεται πιο επιθετική εκτοξεύοντας πυραύλους γύρω από τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.
Από αυτούς τους κινδύνους, ο μεγαλύτερος είναι η κλιμάκωση του σινο-αμερικανικού ψυχρού πολέμου.
Μετά τη σύνοδο κορυφής των G7 τον Μάιο του 2023 στη Χιροσίμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden ισχυρίστηκε ότι περίμενε «ξεπάγωμα» των σχέσεων με την Κίνα.
Ωστόσο, οι σχέσεις παραμένουν παγωμένες.
Στην πραγματικότητα, η ίδια η σύνοδος κορυφής της G7 επιβεβαίωσε τους κινεζικούς φόβους για την επιδίωξη των ΗΠΑ μιας στρατηγικής «συνολικού περιορισμού, περικύκλωσης και καταστολής».
Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής στο Σαν Φρανσίσκο μεταξύ του Κινέζου προέδρου Xi Jinping και του Biden δεν άλλαξε τίποτα δομικό.
Παρά τη βραχυπρόθεσμη μερική ύφεση, ο ψυχρός πόλεμος γίνεται πιο ψυχρός και μπορεί τελικά να γίνει καυτός.
Σημειώνεται πως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ευρώπη οι σύμμαχοί τους κατέστησαν σαφές ότι σκοπεύουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση, λέει ο Roubini, aκόμη και χωρίς θερμό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ένας ψυχρότερος πόλεμος θα σημαίνει περισσότερο κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας, βαλκανιοποίηση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, και περισσότερους περιορισμούς στις διασυνοριακές ροές αγαθών και υπηρεσιών.
Οι άλλοι «ελέφαντες» στο δωμάτιο
Ταυτόχρονα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής θα συνεχίσει να αυξάνεται ραγδαία.
Οι επιστήμονες αναμένουν τώρα ότι οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες θα φτάσουν τους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα –ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα– τα επόμενα πέντε χρόνια.
Για να διατηρηθούν εκεί οι αυξήσεις της θερμοκρασίας, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μειωθούν στο μισό έως το 2030 – κάτι που είναι βασικά αδύνατο.
Ακόμη και αν εκπληρωθούν όλες οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο COP26 στη Γλασκώβη και στο COP27 στο Sharm El-Sheikh –ένα πολύ μεγάλο αν– οι θερμοκρασίες θα φτάσουν τους 2,4 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα μέχρι το τέλος του αιώνα.
Ελλείψει πραγματικής δράσης, το greenwashing, το greenwishing και ο greenflation είναι εκτός ελέγχου.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν πολλές τεχνολογικές επιλογές που μπορούν να επιταχύνουν την απαλλαγή από τον άνθρακα και να μας βοηθήσουν να επιτύχουμε καθαρές μηδενικές εκπομπές με περιορισμένο αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, καθαρό και πράσινο υδρογόνο και πυρηνική σύντηξη.
Τα κακά νέα είναι ότι η σύντηξη απέχει ακόμα πολύ από την εμπορευματοποίηση και πολλές από τις άλλες επιλογές παραμένουν δαπανηρές σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα.
Ο χειρισμός της κλιματικής αλλαγής από την ανθρωπότητα ισοδυναμεί με ένα αργό – αλλά επιταχυνόμενο – ναυάγιο.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, οι φτωχότερες χώρες είναι αντιμέτωπες με ζοφερές οικονομικές προοπτικές.
Μετά από μια αναιμική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19, επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος των υψηλότερων τιμών στα τρόφιμα και στην Ενέργεια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο υψηλότερος πληθωρισμός έχει διαβρώσει τα πραγματικά εισοδήματα ενώ τα νομίσματά τους έχουν αποδυναμωθεί έναντι του δολαρίου.
Αυτό, σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια, έχει αφήσει πολλούς με μη βιώσιμα χρέη.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούν ότι περίπου το 60% των φτωχών χωρών και το 25% των αναδυόμενων αγορών δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και θα χρειαστεί να τα αναδιαρθρώσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αυξημένη φτώχεια, η κλιματική αλλαγή, οι ανισότητες και οι κοινωνικές διαμάχες θα μπορούσαν εύκολα να προκαλέσουν εσωτερική πολιτική αστάθεια και failed states, με συνέπεια κύματα μεταναστών και λαϊκιστικά πολιτικά ρεύματα.
Το μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής κυβερνάται πλέον από αριστερούς λαϊκιστές, ενώ ο ακροδεξιός αυταρχικός λαϊκισμός βρίσκεται σε άνοδο σε πολλά μέρη του κόσμου.
Στις ΗΠΑ, ο Donald Trum είναι το ξεκάθαρο φαβορί για να κερδίσει την υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους και θα μπορούσε κάλλιστα να ξαναπάρει τον Λευκό Οίκο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο δημαγωγός Βoris Johnson παραμένει πολύ δημοφιλής.
Ένα κόμμα με φασιστικές ρίζες κυβερνά την Ιταλία και η ακροδεξιά Marine Lepen παραμένει η de facto ηγέτις της αντιπολίτευσης στη Γαλλία.
Στην Τουρκία, ο πρόσφατα επανεκλεγμένος Πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan συνεχίζει να εδραιώνει την αυταρχική διακυβέρνησή του.
Μέχρι την επίθεση της Hamas, το Ισραήλ κυβερνούσε o πιο δεξιός συνασπισμός στην Ιστορία του.
Και, φυσικά, ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin και ο Xi έχουν σχηματίσει έναν νέο αυταρχικό άξονα.
Τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερο θέμα, λόγω της κυκλοφορίας πλατφορμών τεχνητής νοημοσύνης όπως το ChatGPT.
«Αρχικά είχα προβλέψει ότι οι αρχιτεκτονικές βαθιάς μάθησης ("δίκτυα μετασχηματιστών") θα έφερναν επανάσταση στην τεχνητή νοημοσύνη, και αυτό φαίνεται να συνέβη.
Τα πιθανά οφέλη – και οι παγίδες – της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης είναι βαθιά και γίνονται ολοένα και πιο ξεκάθαρα.
Από τη θετική πλευρά, η αύξηση της παραγωγικότητας θα μπορούσε να αυξηθεί απότομα, διευρύνοντας κατά πολύ την οικονομική πίτα.
Από την άλλη, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη γίνονται επίσης σαφείς.
Πολλοί ανησυχούν για τη μόνιμη τεχνολογική ανεργία – όχι μόνο στις τάξεις εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση, αλλά και σε δημιουργικά επαγγέλματα.
Σε ένα ακραίο σενάριο, η οικονομία τις επόμενες δύο δεκαετίες θα μπορούσε να αναπτύσσεται με ρυθμό 10% ετησίως, αλλά με την ανεργία στο 80%.
Ένας κίνδυνος, λοιπόν, είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι ένας άλλος κλάδος που θα κερδίζει τα πάντα και θα υπερτροφοδοτεί την ανισότητα εισοδήματος και πλούτου.
Η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει επίσης παρόμοια επίδραση στην παραπληροφόρηση μέσω «deep fake» βίντεο και διάφορων μορφών κυβερνοπολέμου, ειδικά κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων.
Και, φυσικά, υπάρχει ο μικρός αλλά τρομερός κίνδυνος οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη να οδηγήσουν σε AGI (τεχνητή γενική νοημοσύνη) και στην απαξίωση του ανθρώπινου είδους.
Η συζήτηση σχετικά με το εάν οι εταιρείες τεχνολογίας θα πρέπει να ρυθμίζονται αυστηρότερα –ή ακόμη και να διασπώνται– εντείνεται.
Αλλά το προφανές αντεπιχείρημα είναι ότι η Αμερική χρειάζεται εταιρείες Big Tech και AI για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της επί της Κίνας, η οποία κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει στρατιωτική υπερδύναμη.
Ευτυχώς, εάν η τεχνητή νοημοσύνη κατοχυρώσει παγκόσμια ανάπτυξη 10% σε ετήσια βάση, μια σημαντικά μεγαλύτερη ανακατανομή εισοδήματος θα μπορούσε να καταστεί δυνατή.
Επιπλέον, η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε επίσης να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε άλλες μεγααπειλές, όπως η κλιματική αλλαγή και μελλοντικές πανδημίες.
Ενώ κανένα από αυτά τα θετικά αποτελέσματα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο, λόγω της δύναμης και της επιρροής που ασκούν οι ελίτ, τα προβλήματα διανομής είναι πάντα πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν σε ένα περιβάλλον υψηλής ανάπτυξης παρά σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης.
Ενώ οι στασιμοπληθωριστικές δυνάμεις θα επιβαρύνουν την ανάπτυξη και θα επιδεινώσουν τις μεγααπειλές μεσοπρόθεσμα, το μέλλον θα μπορούσε να είναι λαμπρό εάν μπορέσουμε να αποτρέψουμε ένα δυστοπικό σενάριο στο οποίο οι μεγααπειλές αλληλοτροφοδοτούνται καταστροφικά.
Η πρώτη μας προτεραιότητα είναι να επιβιώσουμε τις επόμενες δεκαετίες αστάθειας και χάους» καταλήγει ο Roubini.
www.bankingnews.gr
Με άλλα λόγια, λέει, δεν κινδυνεύει μόνον η παγκόσμια οικονομία, αλλά και η ανθρωπότητα εν συνόλω…
Ειδικότερα, από τη δημοσίευση του βιβλίου του Megathreats, τον Οκτώβριο του 2022, μέχρι σήμερα, τα θέματα τα οποία πραγματευόταν ο συγγραφέας έχουν πια γίνει mainstream.
Πράγματι, όπως επισημαίνεται στο άρθρο του που σας παρουσιάζει το Bankingnews, όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι οι οικονομικές, νομισματικές και χρηματοοικονομικές απειλές αυξάνονται και αλληλεπιδρούν με ανεξέλεγκτο τρόπο με διάφορες κοινωνικές, πολιτικές, γεωπολιτικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
Ως εκ τούτου, λέει ο Roubini, «τον Δεκέμβριο του 2022, οι Financial Times επέλεξαν τον όρο “πολυκρίση” ως ένα από τα τσιτάτα της χρονιάς».
Όποιος κι αν είναι ο προτιμώμενος όρος κάποιου (άλλοι έχουν υιοθετήσει τον όρο «permacrisis» ή «confluence of dialities»), αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι δεν κινδυνεύει μόνο η παγκόσμια οικονομία αλλά και η ανθρώπινη ζωή.
Όπως λοιπόν έχει προειδοποιήσει πολλάκις, ο Roubini επισημαίνει πως η «Μεγάλη μετριοπάθεια» (μια μακρά περίοδος χαμηλής μακροοικονομικής αστάθειας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980) έχει δώσει τη θέση της στον «Μεγάλο Στασιμοπληθωρισμό».
Το 2022 στις προηγμένες οικονομίες και τις αναδυόμενες αγορές γίναμε μάρτυρες έξαρσης του πληθωρισμού, απότομης επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, που συνεχίστηκε το 2023, και σοβαρών προβλημάτων χρέους στον ιδιωτικό και δημόσιου τομέα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προέβησαν σε αυξήσεις επιτοκίων για να σταθεροποιήσουν τις τιμές.
Λόγω αυτής της νομισματικής σύσφιξης, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον, λέει ο οικονομολόγος, ο αντίκτυπος των βραχυπρόθεσμων στασιμοπληθωριστικών αρνητικών κλυδωνισμών προσφοράς –η πανδημία, η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η πολιτική «μηδενικής COVID» της Κίνας– εξασθενεί σταδιακά καθ' όλη τη διάρκεια του 2023.
Όμως ο πληθωρισμός παραμένει πολύ πάνω από το 2% (ο πήχης που έχει τεθεί στις προηγμένες οικονομίες).
Πέρα από τα παραπάνω, άλλα μεσοπρόθεσμα αρνητικά σοκ της συνολικής προσφοράς που συζητήθηκαν στο Megathreats έχουν γίνει πιο σοβαρά.
Για παράδειγμα, η απο-παγκοσμιοποίηση συνεχίστηκε, με περισσότερες χώρες να μεταπηδούν από το ελεύθερο εμπόριο στο ασφαλές εμπόριο.
Επιπλέον, η γήρανση στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Κίνα μειώνει την προσφορά εργαζομένων, σε μια εποχή που οι περιορισμοί της μετανάστευσης εμποδίζουν τη ροή εργατικού δυναμικού από τις φτωχές προς τις πλούσιες χώρες – όλα αυτά αυξάνουν το κόστος εργασίας.
Η κλιματική αλλαγή τροφοδοτεί ήδη την ενεργειακή και επισιτιστική ανασφάλεια, αυξάνει το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων.
Παρά ταύτα, ο κόσμος δεν έχει κάνει ακόμη αρκετά για να προετοιμαστεί για μελλοντικές πανδημίες.
Έπειτα, υπάρχουν οι νέοι, υποτιμημένοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν λόγω του κυβερνοπολέμου και της παραπληροφόρησης, η οποία παρουσιάζεται ενισχυμένη λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς επίσης και μακροχρόνιων προβλημάτων όπως η υφέρπουσα αναταραχή –προς το παρόν– για τις εισοδηματικές ανισότητες (που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές).
Τέλος, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στηρίζονται ολοένα περισσότερο στο δολάριο ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, η αποδολαριοποίηση παραμένει οξύς κίνδυνος.
Έτσι, παρά τη βραχυπρόθεσμη συγκράτηση των κραδασμών που σχετίζονται με την COVID, ο κόσμος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικούς στασιμοπληθωριστικούς κινδύνους (χαμηλότερη ανάπτυξη και υψηλότερος πληθωρισμός), οι περισσότεροι από τους οποίους είναι πιθανό να γίνουν ισχυρότεροι την επόμενη δεκαετία.
Το πάρτι τελείωσε
Σύμφωνα με τον Nouriel Roubini, οι υψηλοί και ολοένα αυξανόμενοι δείκτες τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου χρέους, που έφτασαν το 330% του ΑΕΠ παγκοσμίως το 2022 (420% στις προηγμένες οικονομίες και πάνω από 300% στην Κίνα), σηματοδοτούν μια δραματική μετατόπιση από την περίοδο προ του 2021, όταν το χρέος ήταν μεν υψηλό, αλλά οι δείκτες εξυπηρέτησής του ήταν χαμηλοί.
Η δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση χαρακτηρίστηκε από χαμηλή ανάπτυξη της συνολικής ζήτησης, μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες αποταμιεύσεις και χαμηλά ποσοστά επενδύσεων.
Η αργή ανάπτυξη οδήγησε σε χαμηλά προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό επιτόκια, ενώ τα σχεδόν μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια πολιτικής, σε συνδυασμό με την πιστωτική χαλάρωση, διατήρησαν τα ονομαστικά και τα πραγματικά επιτόκια πολύ χαμηλά –συχνά αρνητικά– τόσο στο βραχυπρόθεσμο όσο και στο μακροπρόθεσμο τέλος της καμπύλης απόδοσης των ομολόγων.
Αλλά αυτό το περιβάλλον, του εύκολου χρήματος, έλαβε τέλος, επισημαίνει ο οικονομολόγος.
Τα αρνητικά σοκ προσφοράς τα οποία επέφερε η πανδημία, μαζί με τις πολιτικές τόνωσης ως απάντηση σε αυτήν, οδήγησαν σε έξαρση του πληθωρισμού από το 2021.
Στη συνέχεια, οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν (τελικά) αυξάνοντας τόσο τα ονομαστικά όσο και τα πραγματικά επιτόκια.
Αλλά με τους δείκτες ιδιωτικού και δημόσιου χρέους τόσο υψηλούς, οι κεντρικές τράπεζες θα δυσκολευτούν να μειώσουν τον πληθωρισμό στο στόχο τους 2%.
Είναι δε παγιδευμένες σε μια «παγίδα χρέους», αντιμετωπίζοντας όχι μόνον το γνωστό δίλημμα – πώς να επιτύχουν πληθωρισμό 2% χωρίς να προκαλέσουν οικονομική δυσκολία– αλλά ένα «τρίλημμα»: πώς να επιτύχουν σταθερότητα των τιμών αποφεύγοντας μια ύφεση και μια χρηματοπιστωτική κρίση.
Αν μη τι άλλο, οι εξελίξεις μετά τη δημοσίευση του βιβλίου «Megathreats» επιβεβαίωσαν ότι αυτό το τρίλημμα είναι ένα σοβαρό θέμα.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια πολιτικής για να μειώσουν τον πληθωρισμό στο 2%, η ύφεση θα είναι αναπόφευκτη.
Από την άλλη, αν εγκαταλείψουν τον στόχο τον οποίο έχουν θέσει για τον πληθωρισμό και τη σταθερότητα των τιμών, ενδεχομένως να πυροδοτηθεί μια πληθωριστική σπείρα μισθών-τιμών.
Μέχρι στιγμής, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν κλείσει τα μάτια.
Αλλά εάν ο πληθωρισμός παραμείνει πάνω από τον στόχο –όπως φαίνεται πιθανό, δεδομένης της αύξησης των μισθών και των ακόμα υψηλών τιμών των βασικών εμπορευμάτων– μπορεί τελικά να λυγίσουν για να αποφευχθεί η πρόκληση οικονομικής ύφεσης και χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης.
«Το γεγονός ότι έχουν σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων παρά τον πολύ υψηλό πληθωρισμό πυρήνα (που δεν περιλαμβάνει τις ασταθείς τιμές των τροφίμων και της ενέργειας) υποδηλώνει ότι μπορεί να προετοιμάζονται να αποδεχτούν πληθωρισμό πάνω από τον στόχο» επισημαίνει ο οικονομολόγος.
Πληθωρισμός, φόροι και δαπάνες
Οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες και τα επιδόματα, χωρίς ανάλογη αύξηση των φορολογικών εσόδων, θα προκαλέσουν μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα να αυξηθούν, οδηγώντας σε μη βιώσιμους δείκτες χρέους, οι οποίοι θα αυξήσουν το κόστος δανεισμού με αποτέλεσμα την πρόκληση κρίσεων χρέους - με εμφανείς αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη.
Φυσικά, υπό αυτές τις συνθήκες, πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες χώρες με χρέος σε ξένο νόμισμα θα χρειαστεί να χρεοκοπήσουν ή να υποβληθούν στο μαρτύριο των αναγκαστικών αναδιαρθρώσεων.
Αυτή η προσέγγιση, η οποία λειτουργεί ως φόρος για τους αποταμιευτές και τους πιστωτές και ως επιδότηση για δανειολήπτες και οφειλέτες, στη συνέχεια θα συνδυαστεί με άλλα δρακόντεια μέτρα όπως η οικονομική καταστολή ή οι κεφαλαιακοί φόροι.
Ήδη, οι αγορές ομολόγων έχουν αρχίσει να σηματοδοτούν ανησυχίες για μη βιώσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη όχι μόνο στις φτωχές χώρες και τις αναδυόμενες αγορές αλλά και στις προηγμένες οικονομίες.
Η απότομη αύξηση των επιτοκίων στα μακροπρόθεσμα ομόλογα τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ δείχνει ότι η ζήτηση για χρέος συρρικνώνεται καθώς η προσφορά αυξάνεται με διογκούμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες μετακινούνται από το QE στο QT (ποσοτική σύσφιξη) και οι επενδυτές αναζητούν υψηλότερα επασφάλιστρα κινδύνου και ΗΠΑ.
Επιπλέον, πιθανότατα θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη ανοδική πίεση στα μακροπρόθεσμα επιτόκια στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες της G10 όταν η Ιαπωνία αρχίσει να εξομαλύνει τη νομισματική πολιτική της και όταν εγκαταλείψει την πολιτική ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων που χρησιμοποίησε για να διατηρήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο 0%.
Και δεν είναι μόνο οι ονομαστικές αποδόσεις των ομολόγων που αυξάνονται.
Το ίδιο κάνουν και οι πραγματικές αποδόσεις.
Κατά τη δεκαετία της «κοσμικής στασιμότητας», οι πραγματικές μακροπρόθεσμες αποδόσεις ήταν σχεδόν μηδενικές ή αρνητικές, λόγω των υψηλών αποταμιεύσεων και των χαμηλών επενδυτικών επιτοκίων.
«Όμως εισερχόμαστε σε μια εποχή αρνητικών δημόσιων αποταμιεύσεων (αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα), χαμηλότερων ιδιωτικών αποταμιεύσεων (που οφείλεται στη γήρανση και τη χαμηλότερη αύξηση του εισοδήματος) και υψηλότερων επενδυτικών ρυθμών».
Έτσι, τα πραγματικά επιτόκια είναι θετικά και ωθούνται προς υψηλότερα επίπεδα από τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου στα κρατικά ομόλογα καθώς τα χρέη αυξάνονται.
Ορισμένες επενδυτικές τράπεζες εκτιμούν πλέον ότι το μακροπρόθεσμο επιτόκιο είναι κοντά στο 2,5%, ενώ πρόσφατη ακαδημαϊκή έρευνα το τοποθετεί πιο κοντά στο 2%.
Σε κάθε περίπτωση, το ονομαστικό και πραγματικό κόστος του κεφαλαίου θα είναι πολύ υψηλότερο στο μέλλον, επισημαίνει ο Dr Doom.
Δεδομένων των παραγόντων της συνολικής προσφοράς και ζήτησης που οδηγούν τον πληθωρισμό υψηλότερα, ο νέος de facto (αν και όχι επίσημος) στόχος για τον πληθωρισμό την επόμενη δεκαετία μπορεί να πλησιάσει το 4-5%.
Αλλά η αποδοχή υψηλότερου πληθωρισμού μπορεί να καταργήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό –όπως συνέβη τη δεκαετία του 1970– γεγονός το οποίο θα έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη και τις αποδόσεις των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
H φούσκα των πάντων…
Μέχρι το 2021, η νομισματική, δημοσιονομική και πιστωτική χαλάρωση διόγκωναν τις αποτιμήσεις σχεδόν όλων των assets: αμερικανικών και παγκόσμιων μετοχών, ακίνητης περιουσίας, κρατικών και εταιρικών ομολόγων, κρυπτονομισμάτων.
Όταν έσκασε αυτή η «φούσκα των πάντων» το 2022, τα κερδοσκοπικά περιουσιακά στοιχεία απώλεσαν πολύ μεγαλύτερη αξία από τις παραδοσιακές μετοχές.
Αλλά ασφαλή περιουσιακά στοιχεία όπως τα κρατικά ομόλογα σημείωσαν επίσης απώλειες καθώς τα υψηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια μείωσαν τις τιμές των ομολόγων.
Για παράδειγμα, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων στις ΗΠΑ από 1% σε 3,5% το 2022 υποδηλώνει ότι τα δεκαετή κρατικά ομόλογα έγραψαν περισσότερες ζημίες (-20%) έναντι του δείκτη βαρομέτρου του αμερικανικού χρηματιστηρίου S&P 500 (-18%).
Αυτό το έτος έφερε πρόσθετες απώλειες σε ομόλογα μακράς διάρκειας (περίπου -15% σε όρους τιμής), καθώς οι αποδόσεις αυξήθηκαν περαιτέρω στο 5%.
Παραδοσιακά μοντέλα κατανομής περιουσιακών στοιχείων που εξισορροπούν τις μετοχές έναντι των ομολόγων που χάνονται έτσι και στα δύο μέτωπα.
Αυτό το λουτρό αίματος είναι πιθανό να συνεχιστεί.
Με μέσο πληθωρισμό 5%, αντί για 2%, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων θα πλησιάσουν στο 7,5% (5% για τον πληθωρισμό και 2,5% για μια πραγματική απόδοση).
Αλλά αν οι αποδόσεις των ομολόγων αυξηθούν από το τρέχον 4,5% στο 7,5%, αυτό θα προκαλέσει κραχ τόσο στις τιμές των ομολόγων (30%) όσο και στις μετοχές (σοβαρή bear market), επειδή ο discount factor για τα μερίσματα θα είναι πολύ υψηλότερος.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι απώλειες τόσο για τους κατόχους ομολόγων όσο και για τους επενδυτές μετοχών θα μπορούσαν να αυξηθούν σε δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία.
Σίγουρα, οι αμερικανικές και οι παγκόσμιες μετοχές σημείωσαν άνοδο μέχρι τα μέσα του 2023, μετά τη bear market του 2022.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτού οφείλεται σε μια μικρή ομάδα μετοχών της Big Tech που επωφελήθηκαν από τη διαφημιστική εκστρατεία γύρω από τη γενετική τεχνητή νοημοσύνη.
Αν εξαιρέσει κανείς αυτούς του υψηλού προφίλ επιβάτες, οι αγορές ήταν σχεδόν σταθερές.
Επιπλέον, για το μεγαλύτερο μέρος του 2023, οι επενδυτές έτρεφαν ευσεβείς πόθους περί επιτοκιακών μειώσεων – αν και ο επίμονος πληθωρισμός διέψευσε αυτές τις ελπίδες.
Γεωπολιτική κατάθλιψη
Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος μιας bear market στις μετοχές είναι περισσότερο κοσμικός παρά κυκλικός.
Εάν οποιαδήποτε από τις μεγα-απειλές υλοποιηθεί την επόμενη δεκαετία, ο στασιμοπληθωριστικός αντίκτυπός τους θα υποβαθμίσει τις μετοχές μεσοπρόθεσμα.
Όλα τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η «γεωπολιτική ύφεση» επιδεινώνεται: η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εξελιχθεί σε πόλεμο φθοράς, με τους Ουκρανούς να διεξάγουν μια εξαντλητική αντεπίθεση για να ανακτήσουν εδάφη που έχασαν το 2022.
Ο πόλεμος θα μπορούσε εύκολα να ενταθεί, να αγγίξει άλλα μέρη – όπως το ΝΑΤΟ – ή να κλιμακωθεί με τη χρήση αντισυμβατικών όπλων.
Τέτοια σενάρια, φυσικά, θα προκαλούσαν περαιτέρω εκρήξεις στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων.
Στη Μέση Ανατολή, το Ιράν είναι έτοιμο να κάνει το τελευταίο βήμα σε ό,τι αφορά τον εμπλουτισμό ουρανίου και την κατασκευή πυρηνικού όπλου.
Αυτό φέρνει αντιμέτωπο το Ισραήλ με μια μοιραία επιλογή: είτε να αποδεχθεί ένα πυρηνικά οπλισμένο Ιράν και να ελπίζει ότι η παραδοσιακή αποτροπή θα συνεχίσει να λειτουρεί, είτε να εξαπολύσει στρατιωτικό χτύπημα – το οποίο θα προκαλούσε απότομη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου (μεταξύ άλλων), βυθίζονται την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση.
Η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Hamas στη Γάζα θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε μια περιφερειακή σύγκρουση που θα περιλαμβάνει το Ιράν και τη Hezbollah στον Λίβανο.
Στην Ασία, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας γίνεται όλο και πιο ψυχρός και θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει καυτός εάν η Κίνα αποφασίσει να προσαρτήσει την Ταϊβάν διά της βίας.
Και ενώ η προσοχή του κόσμου είναι στραμμένη στην Ουκρανία, την Ταϊβάν και τη Γάζα, η Βόρεια Κορέα γίνεται πιο επιθετική εκτοξεύοντας πυραύλους γύρω από τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.
Από αυτούς τους κινδύνους, ο μεγαλύτερος είναι η κλιμάκωση του σινο-αμερικανικού ψυχρού πολέμου.
Μετά τη σύνοδο κορυφής των G7 τον Μάιο του 2023 στη Χιροσίμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden ισχυρίστηκε ότι περίμενε «ξεπάγωμα» των σχέσεων με την Κίνα.
Ωστόσο, οι σχέσεις παραμένουν παγωμένες.
Στην πραγματικότητα, η ίδια η σύνοδος κορυφής της G7 επιβεβαίωσε τους κινεζικούς φόβους για την επιδίωξη των ΗΠΑ μιας στρατηγικής «συνολικού περιορισμού, περικύκλωσης και καταστολής».
Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής στο Σαν Φρανσίσκο μεταξύ του Κινέζου προέδρου Xi Jinping και του Biden δεν άλλαξε τίποτα δομικό.
Παρά τη βραχυπρόθεσμη μερική ύφεση, ο ψυχρός πόλεμος γίνεται πιο ψυχρός και μπορεί τελικά να γίνει καυτός.
Σημειώνεται πως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ευρώπη οι σύμμαχοί τους κατέστησαν σαφές ότι σκοπεύουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση, λέει ο Roubini, aκόμη και χωρίς θερμό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ένας ψυχρότερος πόλεμος θα σημαίνει περισσότερο κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας, βαλκανιοποίηση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, και περισσότερους περιορισμούς στις διασυνοριακές ροές αγαθών και υπηρεσιών.
Οι άλλοι «ελέφαντες» στο δωμάτιο
Ταυτόχρονα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής θα συνεχίσει να αυξάνεται ραγδαία.
Οι επιστήμονες αναμένουν τώρα ότι οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες θα φτάσουν τους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα –ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα– τα επόμενα πέντε χρόνια.
Για να διατηρηθούν εκεί οι αυξήσεις της θερμοκρασίας, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μειωθούν στο μισό έως το 2030 – κάτι που είναι βασικά αδύνατο.
Ακόμη και αν εκπληρωθούν όλες οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο COP26 στη Γλασκώβη και στο COP27 στο Sharm El-Sheikh –ένα πολύ μεγάλο αν– οι θερμοκρασίες θα φτάσουν τους 2,4 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα μέχρι το τέλος του αιώνα.
Ελλείψει πραγματικής δράσης, το greenwashing, το greenwishing και ο greenflation είναι εκτός ελέγχου.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν πολλές τεχνολογικές επιλογές που μπορούν να επιταχύνουν την απαλλαγή από τον άνθρακα και να μας βοηθήσουν να επιτύχουμε καθαρές μηδενικές εκπομπές με περιορισμένο αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, καθαρό και πράσινο υδρογόνο και πυρηνική σύντηξη.
Τα κακά νέα είναι ότι η σύντηξη απέχει ακόμα πολύ από την εμπορευματοποίηση και πολλές από τις άλλες επιλογές παραμένουν δαπανηρές σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα.
Ο χειρισμός της κλιματικής αλλαγής από την ανθρωπότητα ισοδυναμεί με ένα αργό – αλλά επιταχυνόμενο – ναυάγιο.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, οι φτωχότερες χώρες είναι αντιμέτωπες με ζοφερές οικονομικές προοπτικές.
Μετά από μια αναιμική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19, επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος των υψηλότερων τιμών στα τρόφιμα και στην Ενέργεια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο υψηλότερος πληθωρισμός έχει διαβρώσει τα πραγματικά εισοδήματα ενώ τα νομίσματά τους έχουν αποδυναμωθεί έναντι του δολαρίου.
Αυτό, σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια, έχει αφήσει πολλούς με μη βιώσιμα χρέη.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούν ότι περίπου το 60% των φτωχών χωρών και το 25% των αναδυόμενων αγορών δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και θα χρειαστεί να τα αναδιαρθρώσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αυξημένη φτώχεια, η κλιματική αλλαγή, οι ανισότητες και οι κοινωνικές διαμάχες θα μπορούσαν εύκολα να προκαλέσουν εσωτερική πολιτική αστάθεια και failed states, με συνέπεια κύματα μεταναστών και λαϊκιστικά πολιτικά ρεύματα.
Το μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής κυβερνάται πλέον από αριστερούς λαϊκιστές, ενώ ο ακροδεξιός αυταρχικός λαϊκισμός βρίσκεται σε άνοδο σε πολλά μέρη του κόσμου.
Στις ΗΠΑ, ο Donald Trum είναι το ξεκάθαρο φαβορί για να κερδίσει την υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους και θα μπορούσε κάλλιστα να ξαναπάρει τον Λευκό Οίκο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο δημαγωγός Βoris Johnson παραμένει πολύ δημοφιλής.
Ένα κόμμα με φασιστικές ρίζες κυβερνά την Ιταλία και η ακροδεξιά Marine Lepen παραμένει η de facto ηγέτις της αντιπολίτευσης στη Γαλλία.
Στην Τουρκία, ο πρόσφατα επανεκλεγμένος Πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan συνεχίζει να εδραιώνει την αυταρχική διακυβέρνησή του.
Μέχρι την επίθεση της Hamas, το Ισραήλ κυβερνούσε o πιο δεξιός συνασπισμός στην Ιστορία του.
Και, φυσικά, ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin και ο Xi έχουν σχηματίσει έναν νέο αυταρχικό άξονα.
Τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερο θέμα, λόγω της κυκλοφορίας πλατφορμών τεχνητής νοημοσύνης όπως το ChatGPT.
«Αρχικά είχα προβλέψει ότι οι αρχιτεκτονικές βαθιάς μάθησης ("δίκτυα μετασχηματιστών") θα έφερναν επανάσταση στην τεχνητή νοημοσύνη, και αυτό φαίνεται να συνέβη.
Τα πιθανά οφέλη – και οι παγίδες – της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης είναι βαθιά και γίνονται ολοένα και πιο ξεκάθαρα.
Από τη θετική πλευρά, η αύξηση της παραγωγικότητας θα μπορούσε να αυξηθεί απότομα, διευρύνοντας κατά πολύ την οικονομική πίτα.
Από την άλλη, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη γίνονται επίσης σαφείς.
Πολλοί ανησυχούν για τη μόνιμη τεχνολογική ανεργία – όχι μόνο στις τάξεις εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση, αλλά και σε δημιουργικά επαγγέλματα.
Σε ένα ακραίο σενάριο, η οικονομία τις επόμενες δύο δεκαετίες θα μπορούσε να αναπτύσσεται με ρυθμό 10% ετησίως, αλλά με την ανεργία στο 80%.
Ένας κίνδυνος, λοιπόν, είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι ένας άλλος κλάδος που θα κερδίζει τα πάντα και θα υπερτροφοδοτεί την ανισότητα εισοδήματος και πλούτου.
Η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει επίσης παρόμοια επίδραση στην παραπληροφόρηση μέσω «deep fake» βίντεο και διάφορων μορφών κυβερνοπολέμου, ειδικά κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων.
Και, φυσικά, υπάρχει ο μικρός αλλά τρομερός κίνδυνος οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη να οδηγήσουν σε AGI (τεχνητή γενική νοημοσύνη) και στην απαξίωση του ανθρώπινου είδους.
Η συζήτηση σχετικά με το εάν οι εταιρείες τεχνολογίας θα πρέπει να ρυθμίζονται αυστηρότερα –ή ακόμη και να διασπώνται– εντείνεται.
Αλλά το προφανές αντεπιχείρημα είναι ότι η Αμερική χρειάζεται εταιρείες Big Tech και AI για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της επί της Κίνας, η οποία κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει στρατιωτική υπερδύναμη.
Ευτυχώς, εάν η τεχνητή νοημοσύνη κατοχυρώσει παγκόσμια ανάπτυξη 10% σε ετήσια βάση, μια σημαντικά μεγαλύτερη ανακατανομή εισοδήματος θα μπορούσε να καταστεί δυνατή.
Επιπλέον, η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε επίσης να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε άλλες μεγααπειλές, όπως η κλιματική αλλαγή και μελλοντικές πανδημίες.
Ενώ κανένα από αυτά τα θετικά αποτελέσματα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο, λόγω της δύναμης και της επιρροής που ασκούν οι ελίτ, τα προβλήματα διανομής είναι πάντα πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν σε ένα περιβάλλον υψηλής ανάπτυξης παρά σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης.
Ενώ οι στασιμοπληθωριστικές δυνάμεις θα επιβαρύνουν την ανάπτυξη και θα επιδεινώσουν τις μεγααπειλές μεσοπρόθεσμα, το μέλλον θα μπορούσε να είναι λαμπρό εάν μπορέσουμε να αποτρέψουμε ένα δυστοπικό σενάριο στο οποίο οι μεγααπειλές αλληλοτροφοδοτούνται καταστροφικά.
Η πρώτη μας προτεραιότητα είναι να επιβιώσουμε τις επόμενες δεκαετίες αστάθειας και χάους» καταλήγει ο Roubini.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών