Μόνο δύο από τους 48 οικονομολόγους που συμμετείχαν στην έρευνα των FT προβλέπουν ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια τους πρώτους τρεις μήνες του 2024
Οι προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων έχουν ενταθεί από τότε που ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη επιβραδύνθηκε στο 2,4% τον Νοέμβριο, από το μέγιστο ποσοστό του πάνω από το 10% ένα χρόνο νωρίτερα και μόνο λίγο πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Σχεδόν το 60% των ερωτηθέντων στην έρευνα των FT προέβλεψε ότι ο πληθωρισμός θα φθάσει το όριο του 2% το 2024, αν και ορισμένοι δήλωσαν ότι είναι πιθανό να επιταχυνθεί και πάλι από εκεί και πέρα.
«Ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρήσει σύντομα κάτω από το 2% το δεύτερο τρίμηνο του 2024», δήλωσε η Fritzi Köhler-Geib, επικεφαλής οικονομολόγος της KfW. «Ωστόσο, για το μεγαλύτερο μέρος του έτους ο πληθωρισμός θα είναι κάτι πάνω από το 2%».
Η ΕΚΤ έχει προειδοποιήσει ότι αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα επιταχυνθεί εκ νέου τον Δεκέμβριο, προτού μειωθεί αργά στον στόχο της στα μέσα του 2025. Η Isabel Schnabel, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε πρόσφατα στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung: «Έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας και θα δούμε πόσο δύσκολο θα είναι το περίφημο τελευταίο μίλι».
Το βασικό ερώτημα
Το πόσο γρήγορα θα υποχωρήσουν οι πιέσεις στις τιμές θα είναι το βασικό ερώτημα καθώς η κεντρική τράπεζα θα αποφασίζει πότε θα αρχίσει να μειώνει το κόστος δανεισμού.
Μόνο δύο από τους 48 οικονομολόγους που συμμετείχαν στην έρευνα των FT προβλέπουν ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια τους πρώτους τρεις μήνες του 2024, παρά το γεγονός ότι οι επενδυτές εκτιμούν ότι η πιθανότητα μιας τέτοιας κίνησης τον Μάρτιο είναι μεγαλύτερη από 50%.
«Το να είναι πολύ αργή η μείωση των επιτοκίων [θα μπορούσε] κάλλιστα να αποδειχθεί πιο επιζήμια για την αξιοπιστία της ΕΚΤ από το να μην αυξήσει γρήγορα τα επιτόκια ως απάντηση σε ένα ενεργειακό σοκ», δήλωσε ο Davide Oneglia από την TS Lombard.
Οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ
Η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιο καταθέσεων από το μείον 0,5% πέρυσι στο υψηλότερο επίπεδο που έχει ποτέ διαμορφωθεί στο 4%, ως απάντηση στη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών καταναλωτή εδώ και μια γενιά.
Σχεδόν το 42% των οικονομολόγων δήλωσαν ότι θεωρούν ότι η ΕΚΤ έχει υπερσφίξει τη νομισματική πολιτική αυξάνοντας τα επιτόκια σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ οι μισοί από αυτούς δήλωσαν ότι η αντίδρασή της ήταν «περίπου σωστή» και μόνο το 2% θεωρούν ότι δεν έχει κάνει ακόμη αρκετά.
«Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια πολύ επιθετικά -κατά μεγάλα ποσά και γρήγορα- και υπάρχει ο κίνδυνος ότι έχει υπερεκτιμήσει τη δύναμη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και έχει υπερσφίξει», δήλωσε ο Stefan Gerlach, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ιρλανδίας, ο οποίος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της EFG Bank.
Το ένα τρίτο των οικονομολόγων προέβλεψε ότι η ΕΚΤ θα περιμένει μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του έτους για να αρχίσει να μειώνει το κόστος δανεισμού, ενώ ένας στους οκτώ θεωρούσε ότι αυτό δεν θα συμβεί πριν από το 2025. Μόλις άρχισαν οι μειώσεις, οι οικονομολόγοι ανέμεναν κατά μέσο όρο ότι η ΕΚΤ θα συνέχιζε να μειώνει το επιτόκιο καταθέσεων μέχρι να φτάσει κοντά στο 2,25%.
Λίγο περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δήλωσαν ότι δεν πιστεύουν ότι η αξιοπιστία της ΕΚΤ έχει πληγεί σοβαρά, παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε ότι άργησε πολύ να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια πέρυσι, ενώ το ένα τρίτο δήλωσε ότι η φήμη της έχει αμαυρωθεί.
Ο Eric Dor από το IESEG, δήλωσε ότι η εκτίναξη και η επακόλουθη πτώση των τιμών της ενέργειας έθεσε ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της ΕΚΤ να ελέγξει τον πληθωρισμό.
«Η τρέχουσα μείωση του γενικού πληθωρισμού οφείλεται ουσιαστικά στην πτώση των τιμών της ενέργειας, άμεσα και έμμεσα», είπε και πρόσθεσε: «Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η αύξηση των επιτοκίων συμπιέζει άμεσα τη συνολική ζήτηση».
Τα κρατικά χρέη
Τα επίπεδα χρέους αρκετών κυβερνήσεων της ΕΕ έχουν αυξηθεί σε επίπεδα ρεκόρ άνω του 100% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας. Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι ήταν αισιόδοξοι για τον κίνδυνο μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Σχεδόν το 80% δήλωσε ότι η διαφορά μεταξύ της απόδοσης των 10ετών ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών της Νότιας Ευρώπης και της Γερμανίας είναι απίθανο να αυξηθεί σημαντικά. "Δεν θα με εξέπληττε να δω τα spreads της ευρωπαϊκής περιφέρειας να μειώνονται περαιτέρω το 2024", δήλωσε η Katharine Neiss από τη PGIM Fixed Income.
Η ΕΕ συμφώνησε πρόσφατα νέους κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα που θα απαιτήσουν από τις περισσότερες κυβερνήσεις να περιορίσουν τις δαπάνες τους. Η Sandra Phlippen, επικεφαλής οικονομολόγος της ολλανδικής τράπεζας ABN Amro, προσδιόρισε τη "βιωσιμότητα του χρέους καθώς οι πολιτικοί αρχίζουν να στρέφονται προς τη λιτότητα" ως έναν από τους κύριους κινδύνους που ελλοχεύουν για την οικονομία της ευρωζώνης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών