Έχοντας υιοθετήσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, η Γερμανία είναι πλέον αναγκασμένη να καταβάλει υψηλό τίμημα για αυτή την απόφαση
Οι οικονομίες των μεγάλων κράτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ενεργειακό εφοδιασμό, οπως είναι ευνόητο.
Όσο πιο προσιτοί είναι, οι ενεργειακοί πόροι, τόσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση νιώθει η βιομηχανία των κρατών που εξαρτώνται από τις εξαγωγές και έχουν ι οικονομίες των μεγάλων χωρών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ενεργειακό εφοδιασμό.
Η Γερμανία πλήρωσε την ανοησία της υποστηρίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία
Η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια επηρεάζει άμεσα την ποιότητα ζωής και την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.
Φαίνεται ότι πρόκειται για προφανείς αλήθειες, επομένως δεν έχει νόημα να τις υπενθυμίσουμε για άλλη μια φορά.
Αλλά πρέπει, γιατί υπάρχουν παραδείγματα των συνεπειών όταν κάποιο κράτος αρνείται οικονομικά προσιτή ενέργεια για χάρη πολιτικών στόχων.
Και ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η Γερμανία, σημειώνει η Daily Reckoning.
Έχοντας υιοθετήσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, είναι πλέον αναγκασμένη να πληρώσει υψηλό οικονομικό τίμημα για αυτό το βήμα.
Οι περιορισμοί στη Ρωσία δεν θα λειτουργήσουν για διάφορους λόγους , λέει η Daily Reckoning.
Πρώτον, η χώρα που στοχεύεται από κυρώσεις πρέπει να έχει μια μικρομεσαία οικονομία με χαμηλό βαθμό ανθεκτικότητας σε γεωπολιτικούς κραδασμούς.
Δεύτερον, είναι απαραίτητο μια τέτοια χώρα να έχει περιορισμένη πρόσβαση σε εναλλακτικούς διαύλους πληρωμής για τις διεθνείς συναλλαγ΄ς και περιορισμένο αριθμό συμμάχων.
Τρίτον, η χώρα-στόχος πρέπει να έχει περιορισμένα αποθέματα σκληρού νομίσματος ή χρυσού.
Όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται στην περίπτωση της Ρωσίας.
Ωστόσο, οι Γερμανοί πολιτικοί αγνόησαν αυτούς τους παράγοντες.
Οικονομική αβεβαιότητα και παρακμή
Ως αποτέλεσμα, η ίδια η Γερμανία βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση.
Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε παρακμή και οι προοπτικές ανάπτυξής της είναι εξαιρετικά αβέβαιες.
Τα υψηλά επιτόκια και η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας ασκούν πίεση στις επενδύσεις και την κατανάλωση των νοικοκυριών.
Όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα συνδέονται με την απώλεια πρόσβασης στη φθηνή ρωσική ενέργεια.
Η υποστήριξη κυρώσεων θα είναι μια από τις πιο ανόητες κυβερνητικές αποφάσεις των αρχών του 21ου αιώνα για τη Γερμανία.
Η προσιτή ενέργεια κάποτε έκανε τη Γερμανία «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης, αλλά χωρίς αυτήν το οικονομικό περιβάλλον στη χώρα οδηγείται σε παρακμή και είναι μη βιώσιμο.
Στην πρωτοχρονιάτικη ομιλία του, ο Γερμανός Καγκελάριος Olaf Scholz δήλωσε ότι η Ρωσία – υποτίθεται - έκλεισε την «κάνουλα του φυσικού αερίου» για τη χώρα του.
ην ίδια στιγμή, Ευρωπαίοι πολιτικοί -συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών- έχουν επανειλημμένα τοποθετηθεί διαπρύσια υπέρ της απεξάρτησης από τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά.
Εν τω μεταξύ, δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο εμφανίστηκαν μια μέρα πριν ότι ο Scholz θα μπορούσε να αποχωρήσει από τη θέση του καγκελαρίου φέτος, δηλαδή πριν από τη λήξη της θητείας του στα τέλη του 2025.
Ακόμα και εάν η οικονομία της Γερμανίας αρχίσει τελικά να επεκτείνεται ξανά το 2024, θα δυσκολευτεί να αποτινάξει τα δεινά από μια από τις πιο αδύναμες ετήσιες επιδόσεις της σε διάρκεια μίας γενιάς.
Ποια είναι τα δεινά
Υπό το βάρος των ενεργειακων δεινών και των τριγμών στη παραγωγική βάση , εξαιτίας της ύφεσης της παγκόσμιας ζήτησης και του έντονου ανταγωνισμού στην ηλεκτροκίνηση από την Κίνα, η χώρα ήταν πιθανότατα ήδη σε ύφεση καθώς έκλεισε το 2023 με μια δικαστική απόφαση σοκ που υπονόμευσε ολόκληρη τη στρατηγική του Βερολίνου για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού .
Η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από την εποχή της πανδημίας
Αρνητικό επενδυτικό κλίμα και αποβιομηχάνιση
Με τα βιομηχανικά στοιχεία την επόμενη εβδομάδα να είναι πιθανό να δείξουν μικρή βελτίωση από το χαμηλό τριετίας, την κυβέρνηση να έχει κουραστεί από το κυνήγι αύξησης των επενδύσεων και την απειλή απεργιών των τρένων να διαφαίνεται, λίγοι οικονομολόγοι αναμένουν σημαντική ανάκαμψη.
Η χώρα που ήταν κάποτε ο κινητήρας της Ευρωζώνης αναζητά το σημείο… ανάφλεξης.
«Είμαστε αρκετά απαισιόδοξοι για τη γερμανική ανάπτυξη φέτος», δήλωσε ο Stefan Schneider, επικεφαλής οικονομολόγος για τη Γερμανία στην Deutsche Bank Research.
«Ένας συνδυασμός κυκλικών και διαρθρωτικών πιέσεων συνθλίβει επί του παρόντος την ελπίδα ότι η χώρα μπορεί να επιστρέψει στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% έως 2% στο άμεσο μέλλον».
Ενώ οι έρευνες έχουν επισημάνει ότι η μεταποίηση μπορεί να έχει ήδη αγγίξει κατώτατο σημείο, τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες μπορεί επίσης να υπογραμμίσουν σε πόσο μεγάλο βαθμό έχει υποχωρήσει.
Δεύτερο τρίμηνο συρρίκνωσης
Οι εργοστασιακές παραγγελίες τον Οκτώβριο ήταν κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2020 και οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι τα στοιχεία τη Δευτέρα (8/1) θα δείξουν αύξηση 1% τον Νοέμβριο, τα οποία όμως και πάλι δεν είναι αρκετά κοντά για να αποκαταστήσουν τις απώλειες.Την ίδια ημέρα θα ανακοινωθούν και τα στοιχεία για τις εξαγωγές.
Την Τρίτη (9/1), τα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή θα δείξουν εάν και αυτή άρχισε τελικά να ανακάμπτει μετά από πέντε διαδοχικούς μήνες πτώσης.
Η συνολική εντύπωση μπορεί να υποδηλώνει ένα δεύτερο τρίμηνο συρρίκνωσης, κατάσταση που συμβατικά περιγράφεται ως ύφεση.
Πληρέστερη ένδειξη θα έχουμε στις 15 Ιανουαρίου, όταν οι Γερμανοί αξιωματούχοι αποκαλύψουν την πρώτη εθνική εκτίμηση των G7 για το AEΠ ολόκληρου του έτους 2023.
Αυτό προφανώς να δείξει μία μικρή ετήσια πτώση, η οποία προβλέπεται από τη Bundesbank στο 0,1%, ενώ από την Κομισιόν στο 0,3%.
Το συνταγματικό όριο για το δανεισμός
Οι μοναδικές φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες που η Γερμανία τα πήγε χειρότερα ήταν το 2009 – κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια του πανδημικού σοκ του 2020.
Το μεγαλύτερο ερώτημα για το πώς να ανανεωθεί η οικονομία για να αντισταθμίσει τα χρόνια υποεπένδυσης παραμένει άλυτο καθώς η κυβέρνηση αγωνίζεται με ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όριο δανεισμού που απαιτεί σχεδόν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
«Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και οι μεγάλες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν για να μπορέσουν να δημιουργηθούν έσοδα κάποια στιγμή εντείνουν επίσης την αβεβαιότητα», δήλωσε ο Gabriele Widmann, οικονομολόγος της Dekabank.
Η πολιτική πρόκληση για τον Γερμανό Καγκελάριο Olaf Scholtz επιδεινώνεται από το ενδεχόμενο περισσότερων και μακροχρόνιων απεργιών των τρένων, τους οργισμένους αγρότες με την κατάργηση των επιδοτήσεων και την άνοδο της πατριωτικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η οποία είναι πιθανό να σημειώσει νίκη στιςεπικείμενε περιφερειακές εκλογές αργότερα αυτό το έτος στα προπύργια της στα ανατολικά της χώρας.
Αρνητικές προοπτικές
Τα οικονομικά δεινά της Γερμανίας δεν σχετίζονται μόνο με την ενέργεια, καθώς οι ελλείψεις προσωπικού ασκούν πίεση στο επιχειρηματικό της μοντέλο που βασίζεται στις κατασκευές.
Και σε μια εποχή που η κινεζική BYD έχει ξεπεράσει ακόμη και την Tesla ως ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ηλεκτροκίνητων οχημάτων στον κόσμο, τη στιγμή που η παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων πέρυσι ήταν 12% χαμηλότερη ακόμη και από το επίπεδο του 2019.
Δεδομένου αυτού του σκηνικού, η Bundesbank αναμένει συνολική ανάπτυξη μόλις 0,4% φέτος.
Αυτό θα ήταν μια βελτίωση σε σχέση με το 2023, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα από τα χειρότερα αποτελέσματα του αιώνα, παράλληλα με τον πληθωρισμό που οι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι θα παραμείνει για περισσότερο από ό,τι σε άλλες μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ο πληθωρισμός στη Γερμανία θα παραμείνει πιο αυξημένος σε σχέση με άλλες οικονομίες
Ο Schneider της Deutsche Bank βλέπει μία ακόμη ετήσια συρρίκνωση της τάξης του 0,2%, αν και ακόμη και ο ίδιος βλέπει την προοπτική ανάκαμψης σε εύθετο χρόνο.
«Η ελπίδα είναι ότι από την Άνοιξη και μετά, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται, ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται και η αισιοδοξία των νοικοκυριών ίσως αυξάνεται επίσης λίγο, θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τη σημερινή κατάσταση. Η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να μας σώσει από μια σημαντική οικονομική ύφεση».
Ένας οικονομολόγος πιο αισιόδοξος είναι ο Stefan Muetze στη Helaba, ο οποίος εκτιμά ότι ο συνδυασμός αύξησης των καταναλωτικών δαπανών, της βιομηχανικής ζήτησης και των επενδύσεων στην πράσινη μετάβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάπτυξη άνω του 1%.
«Η θέση μας είναι ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν το 2024, επίσης στη βιομηχανία.
Υποθέτουμε ότι οι εξαγωγές θα ανακάμψουν κάπως κατά τη διάρκεια του έτους», είπε χαρακτηριστικά.
www.bankingnews.gr
Όσο πιο προσιτοί είναι, οι ενεργειακοί πόροι, τόσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση νιώθει η βιομηχανία των κρατών που εξαρτώνται από τις εξαγωγές και έχουν ι οικονομίες των μεγάλων χωρών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ενεργειακό εφοδιασμό.
Η Γερμανία πλήρωσε την ανοησία της υποστηρίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία
Η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια επηρεάζει άμεσα την ποιότητα ζωής και την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.
Φαίνεται ότι πρόκειται για προφανείς αλήθειες, επομένως δεν έχει νόημα να τις υπενθυμίσουμε για άλλη μια φορά.
Αλλά πρέπει, γιατί υπάρχουν παραδείγματα των συνεπειών όταν κάποιο κράτος αρνείται οικονομικά προσιτή ενέργεια για χάρη πολιτικών στόχων.
Και ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η Γερμανία, σημειώνει η Daily Reckoning.
Έχοντας υιοθετήσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, είναι πλέον αναγκασμένη να πληρώσει υψηλό οικονομικό τίμημα για αυτό το βήμα.
Οι περιορισμοί στη Ρωσία δεν θα λειτουργήσουν για διάφορους λόγους , λέει η Daily Reckoning.
Πρώτον, η χώρα που στοχεύεται από κυρώσεις πρέπει να έχει μια μικρομεσαία οικονομία με χαμηλό βαθμό ανθεκτικότητας σε γεωπολιτικούς κραδασμούς.
Δεύτερον, είναι απαραίτητο μια τέτοια χώρα να έχει περιορισμένη πρόσβαση σε εναλλακτικούς διαύλους πληρωμής για τις διεθνείς συναλλαγ΄ς και περιορισμένο αριθμό συμμάχων.
Τρίτον, η χώρα-στόχος πρέπει να έχει περιορισμένα αποθέματα σκληρού νομίσματος ή χρυσού.
Όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται στην περίπτωση της Ρωσίας.
Ωστόσο, οι Γερμανοί πολιτικοί αγνόησαν αυτούς τους παράγοντες.
Οικονομική αβεβαιότητα και παρακμή
Ως αποτέλεσμα, η ίδια η Γερμανία βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση.
Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε παρακμή και οι προοπτικές ανάπτυξής της είναι εξαιρετικά αβέβαιες.
Τα υψηλά επιτόκια και η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας ασκούν πίεση στις επενδύσεις και την κατανάλωση των νοικοκυριών.
Όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα συνδέονται με την απώλεια πρόσβασης στη φθηνή ρωσική ενέργεια.
Η υποστήριξη κυρώσεων θα είναι μια από τις πιο ανόητες κυβερνητικές αποφάσεις των αρχών του 21ου αιώνα για τη Γερμανία.
Η προσιτή ενέργεια κάποτε έκανε τη Γερμανία «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης, αλλά χωρίς αυτήν το οικονομικό περιβάλλον στη χώρα οδηγείται σε παρακμή και είναι μη βιώσιμο.
Στην πρωτοχρονιάτικη ομιλία του, ο Γερμανός Καγκελάριος Olaf Scholz δήλωσε ότι η Ρωσία – υποτίθεται - έκλεισε την «κάνουλα του φυσικού αερίου» για τη χώρα του.
ην ίδια στιγμή, Ευρωπαίοι πολιτικοί -συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών- έχουν επανειλημμένα τοποθετηθεί διαπρύσια υπέρ της απεξάρτησης από τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά.
Εν τω μεταξύ, δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο εμφανίστηκαν μια μέρα πριν ότι ο Scholz θα μπορούσε να αποχωρήσει από τη θέση του καγκελαρίου φέτος, δηλαδή πριν από τη λήξη της θητείας του στα τέλη του 2025.
Ακόμα και εάν η οικονομία της Γερμανίας αρχίσει τελικά να επεκτείνεται ξανά το 2024, θα δυσκολευτεί να αποτινάξει τα δεινά από μια από τις πιο αδύναμες ετήσιες επιδόσεις της σε διάρκεια μίας γενιάς.
Ποια είναι τα δεινά
Υπό το βάρος των ενεργειακων δεινών και των τριγμών στη παραγωγική βάση , εξαιτίας της ύφεσης της παγκόσμιας ζήτησης και του έντονου ανταγωνισμού στην ηλεκτροκίνηση από την Κίνα, η χώρα ήταν πιθανότατα ήδη σε ύφεση καθώς έκλεισε το 2023 με μια δικαστική απόφαση σοκ που υπονόμευσε ολόκληρη τη στρατηγική του Βερολίνου για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού .
Η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από την εποχή της πανδημίας
Αρνητικό επενδυτικό κλίμα και αποβιομηχάνιση
Με τα βιομηχανικά στοιχεία την επόμενη εβδομάδα να είναι πιθανό να δείξουν μικρή βελτίωση από το χαμηλό τριετίας, την κυβέρνηση να έχει κουραστεί από το κυνήγι αύξησης των επενδύσεων και την απειλή απεργιών των τρένων να διαφαίνεται, λίγοι οικονομολόγοι αναμένουν σημαντική ανάκαμψη.
Η χώρα που ήταν κάποτε ο κινητήρας της Ευρωζώνης αναζητά το σημείο… ανάφλεξης.
«Είμαστε αρκετά απαισιόδοξοι για τη γερμανική ανάπτυξη φέτος», δήλωσε ο Stefan Schneider, επικεφαλής οικονομολόγος για τη Γερμανία στην Deutsche Bank Research.
«Ένας συνδυασμός κυκλικών και διαρθρωτικών πιέσεων συνθλίβει επί του παρόντος την ελπίδα ότι η χώρα μπορεί να επιστρέψει στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% έως 2% στο άμεσο μέλλον».
Ενώ οι έρευνες έχουν επισημάνει ότι η μεταποίηση μπορεί να έχει ήδη αγγίξει κατώτατο σημείο, τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες μπορεί επίσης να υπογραμμίσουν σε πόσο μεγάλο βαθμό έχει υποχωρήσει.
Δεύτερο τρίμηνο συρρίκνωσης
Οι εργοστασιακές παραγγελίες τον Οκτώβριο ήταν κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2020 και οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι τα στοιχεία τη Δευτέρα (8/1) θα δείξουν αύξηση 1% τον Νοέμβριο, τα οποία όμως και πάλι δεν είναι αρκετά κοντά για να αποκαταστήσουν τις απώλειες.Την ίδια ημέρα θα ανακοινωθούν και τα στοιχεία για τις εξαγωγές.
Την Τρίτη (9/1), τα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή θα δείξουν εάν και αυτή άρχισε τελικά να ανακάμπτει μετά από πέντε διαδοχικούς μήνες πτώσης.
Η συνολική εντύπωση μπορεί να υποδηλώνει ένα δεύτερο τρίμηνο συρρίκνωσης, κατάσταση που συμβατικά περιγράφεται ως ύφεση.
Πληρέστερη ένδειξη θα έχουμε στις 15 Ιανουαρίου, όταν οι Γερμανοί αξιωματούχοι αποκαλύψουν την πρώτη εθνική εκτίμηση των G7 για το AEΠ ολόκληρου του έτους 2023.
Αυτό προφανώς να δείξει μία μικρή ετήσια πτώση, η οποία προβλέπεται από τη Bundesbank στο 0,1%, ενώ από την Κομισιόν στο 0,3%.
Το συνταγματικό όριο για το δανεισμός
Οι μοναδικές φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες που η Γερμανία τα πήγε χειρότερα ήταν το 2009 – κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια του πανδημικού σοκ του 2020.
Το μεγαλύτερο ερώτημα για το πώς να ανανεωθεί η οικονομία για να αντισταθμίσει τα χρόνια υποεπένδυσης παραμένει άλυτο καθώς η κυβέρνηση αγωνίζεται με ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όριο δανεισμού που απαιτεί σχεδόν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
«Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και οι μεγάλες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν για να μπορέσουν να δημιουργηθούν έσοδα κάποια στιγμή εντείνουν επίσης την αβεβαιότητα», δήλωσε ο Gabriele Widmann, οικονομολόγος της Dekabank.
Η πολιτική πρόκληση για τον Γερμανό Καγκελάριο Olaf Scholtz επιδεινώνεται από το ενδεχόμενο περισσότερων και μακροχρόνιων απεργιών των τρένων, τους οργισμένους αγρότες με την κατάργηση των επιδοτήσεων και την άνοδο της πατριωτικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η οποία είναι πιθανό να σημειώσει νίκη στιςεπικείμενε περιφερειακές εκλογές αργότερα αυτό το έτος στα προπύργια της στα ανατολικά της χώρας.
Αρνητικές προοπτικές
Τα οικονομικά δεινά της Γερμανίας δεν σχετίζονται μόνο με την ενέργεια, καθώς οι ελλείψεις προσωπικού ασκούν πίεση στο επιχειρηματικό της μοντέλο που βασίζεται στις κατασκευές.
Και σε μια εποχή που η κινεζική BYD έχει ξεπεράσει ακόμη και την Tesla ως ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ηλεκτροκίνητων οχημάτων στον κόσμο, τη στιγμή που η παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων πέρυσι ήταν 12% χαμηλότερη ακόμη και από το επίπεδο του 2019.
Δεδομένου αυτού του σκηνικού, η Bundesbank αναμένει συνολική ανάπτυξη μόλις 0,4% φέτος.
Αυτό θα ήταν μια βελτίωση σε σχέση με το 2023, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα από τα χειρότερα αποτελέσματα του αιώνα, παράλληλα με τον πληθωρισμό που οι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι θα παραμείνει για περισσότερο από ό,τι σε άλλες μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ο πληθωρισμός στη Γερμανία θα παραμείνει πιο αυξημένος σε σχέση με άλλες οικονομίες
Ο Schneider της Deutsche Bank βλέπει μία ακόμη ετήσια συρρίκνωση της τάξης του 0,2%, αν και ακόμη και ο ίδιος βλέπει την προοπτική ανάκαμψης σε εύθετο χρόνο.
«Η ελπίδα είναι ότι από την Άνοιξη και μετά, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται, ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται και η αισιοδοξία των νοικοκυριών ίσως αυξάνεται επίσης λίγο, θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τη σημερινή κατάσταση. Η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να μας σώσει από μια σημαντική οικονομική ύφεση».
Ένας οικονομολόγος πιο αισιόδοξος είναι ο Stefan Muetze στη Helaba, ο οποίος εκτιμά ότι ο συνδυασμός αύξησης των καταναλωτικών δαπανών, της βιομηχανικής ζήτησης και των επενδύσεων στην πράσινη μετάβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάπτυξη άνω του 1%.
«Η θέση μας είναι ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν το 2024, επίσης στη βιομηχανία.
Υποθέτουμε ότι οι εξαγωγές θα ανακάμψουν κάπως κατά τη διάρκεια του έτους», είπε χαρακτηριστικά.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών