Η οργή των καταναλωτών για τις υψηλές τιμές χτυπάει τις κυβερνήσεις στις προηγμένες οικονομίες της Δύσης, παρά το γεγονός ότι οι τιμές καταναλωτή υποχωρούν σεσε φυσιολογικά επίπεδα, καθώς η αύξηση του κόστους αφήνει μια τοξική κληρονομιά για τους εκάστοτε πολιτικούς, σύμφωνα με τους Financial Times.
Η δυσαρέσκεια για την οικονομία αποτέλεσε βασικό κίνητρο για τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους στις αμερικανικές εκλογές, όπως έδειξαν οι δημοσκοπήσεις, συμβάλλοντας στη νίκη του Donald Trump.
Οι βουλευτές σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία έχουν επίσης υποφέρει στις εκλογές, εν μέρει λόγω της οργής για το υψηλό κόστος διαβίωσης.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κληρονομιά του πληθωρισμού θα παίξει επίσης ρόλο στις εθνικές εκλογές του 2025, μεταξύ άλλων στη Γερμανία και στον Καναδά.
Χρειάζεται χρόνος
«Χρειάζεται χρόνος για να περάσει μια άνοδος των τιμών από το εκλογικό πεπτικό σύστημα», εκτιμάο Robert Ford, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.
«Ο πληθωρισμός έχει πραγματικά τελειώσει για τους κανονικούς ψηφοφόρους μόνο όταν συνηθίσουν τα νέα επίπεδα τιμών.
Δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο».
Ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού στην ομάδα των πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από το καλοκαίρι του 2021 τον Σεπτέμβριο, τον πιο πρόσφατο μήνα για τον οποίο είναι διαθέσιμα πλήρη στοιχεία. Τώρα κυμαίνεται γύρω από τον στόχο του 2% των κεντρικών τραπεζών σε περισσότερα από τα μισά μέλη του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Καναδά.
Ωστόσο, η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει 1,7% χαμηλότερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα, αντανακλώντας τη δυσαρέσκεια για το υψηλό κόστος διαβίωσης. Ενώ οι μισθοί αυξάνονται τώρα περισσότερο από τις τιμές, τα πραγματικά εισοδήματα σε πολλές μεγάλες οικονομίες μόλις έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα που ήταν προ πανδημίας του κορωνοϊού.
Κρίση κόστους ζωής
Τα μέσα επίπεδα τιμών σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ ήταν περίπου 30% υψηλότερα τον Σεπτέμβριο του 2024 από ό,τι ήταν τον Δεκέμβριο του 2019, πριν η εμφάνιση της Covid προκαλέσει μια σειρά από σοκ και πολιτικές αντιδράσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τροφοδότησαν την πληθωριστική έξαρση.
«Οι καταναλωτές βλέπουν πόσα ξοδεύουν για τον λογαριασμό της κοινής ωφέλειας ή για τα εβδομαδιαία ψώνια τροφίμων και συμπεραίνουν ότι αυτά τα έξοδα δεν μειώνονται, οπότε η κρίση του κόστους ζωής συνεχίζεται», δήλωσε ο Paul Dales, οικονομολόγος της εταιρείας συμβούλων Capital Economics.
Οι τιμές των τροφίμων είναι περίπου 50% υψηλότερες από ό,τι τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ η αύξηση του μέσου ωρομισθίου αδυνατεί να ακολουθήσει περίπου στις μισές χώρες του ΟΟΣΑ.
«Οι καταναλωτές και οι ψηφοφόροι τείνουν να θυμούνται τα επίπεδα τιμών», τονίζει ο Paul Donovan, οικονομολόγος της UBS.
Όπως εξήγησε, οι παλαιότερες τιμές παραμένουν στο μυαλό των ανθρώπων για 18 μήνες ή περισσότερο και οι υψηλότερες τιμές θεωρούνται «άδικες».
Αποσταθεροποίηση
Σύμφωνα με την Isabella Weber, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Amherst της Μασαχουσέτης, η ιστορική έρευνα δείχνει ότι «οι εκρήξεις πληθωρισμού μπορούν να αποσταθεροποιήσουν» ολόκληρες κοινωνίες και πολιτικά συστήματα.
Υποστήριξε μάλιστα ότι το τελευταίο επεισόδιο ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν είχαν συνηθίσει σε υψηλό πληθωρισμό από τη δεκαετία του 1970 και η εκτίναξη των τιμών οφειλόταν κυρίως σε βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα, η στέγαση, η ενέργεια και οι μεταφορές.
Καθώς οι εργαζόμενοι πήγαιναν για ύπνο πεινασμένοι, «έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα και θύμωσαν πολύ με το κράτος», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη Γερμανία, η οποία οδεύει προς πρόωρες εκλογές, οι κύριοι νικητές της πληθωριστικής έξαρσης είναι τα αντικαθεστωτικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς.
Σχόλια αναγνωστών