γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Πάνω από 500 αντιπρόσωποι τραπεζικών φορέων από 27 χώρες συναντήθηκαν μέσα στο 2010 για να εξετάσουν ενδελεχώς τους νέους κανόνες της Βασιλείας για την τραπεζική διαφάνεια και την κεφαλαιακή επάρκεια. Ο λόγος; Θέλησαν να σιγουρευτούν ότι οι αλλαγές αυτές δεν θα αποτελέσουν εμπόδιο στην ανάπτυξη των εθνικών τραπεζικών συστημάτων και δεν θα πλήξουν τις επεκτατικές στρατηγικές των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Αφότου κατακάθισε ο κουρνιαχτός από την ανακοίνωση των μέτρων μέχρι και τις πρώτες κινήσεις από τις τράπεζες για να συμμορφωθούν με τις νέες απαιτήσεις, αυτό που όλοι εκτιμούν, είτε σε κάποιους αρέσει είτε όχι, είναι ότι υποστηρίχθηκε η πραγματική τραπεζική δυνατότητα και ενισχύθηκε η δυναμική και η ασφάλεια των τραπεζών σύμφωνα με τα πραγματικά τους οικονομικά στοιχεία.
Η Sheila Bair, πρόεδρος της Αρχής Ομοσπονδιακής Διαχείρισης Τραπεζικών Αποθεμάτων των ΗΠΑ, εκτιμά ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες απόπειρες εξορθολογισμού των στοιχείων των τραπεζών και θα θεσπιστούν κι άλλοι περιοριστικοί κανόνες, αναμφίβολα όμως το πιο σημαντικό κατόρθωμα του νομοθετήματος της Βασιλείας έχει να κάνει με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ανάλογα με το μέγεθός τους και την αξιολόγηση των κεφαλαίων τους με τα κεφάλαια υψηλής αξιολόγησης να καταλαμβάνουν πλέον σημαντικό και αδιαπραγμάτευτο υποχρεωτικό ποσοστό στα συνολικά κεφάλαια κάθε τράπεζας.
Οι αντίθετες γνώμες δεν έλειψαν. Ήδη από το Μάρτιο, η προσπάθεια από οικονομολόγους και λομπίστες να αντιταχθούν τα τραπεζικά ιδρύματα στα μέτρα και τις νέες υποχρεώσεις που θα επέβαλε η Επιτροπή της Βασιλείας υποκινήθηκαν μέσω του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων. Πρόεδρος στο Ινστιτούτο και συγγραφέας ουκ ολίγων επιστολών προς τα μέλη της Επιτροπής της Βασιλείας ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, Josef Ackermann. Συμμετείχε ο ίδιος σε πάμπολλα fora όπου υποστήριζε ότι οι νέες απαιτήσεις επιβραδύνουν την ανάπτυξη και θέτουν εμπόδια στη διαχείριση των διεθνών κεφαλαίων εκ μέρους των τραπεζών.
Τι ειρωνία... Η Deutsche Bank ήταν η πρώτη από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που προχώρησε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να συμμορφωθεί με τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας της Βασιλείας ΙΙΙ. Ίσως αυτό βέβαια εν μέρει να οφείλεται και στο φόβο του Ackermann. “Τα αυξημένα κόστη κεφαλαιακής ενίσχυσης και χρηματοδότησης των τραπεζών δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα. Θα επιφέρουν ένα αναπότρεπτο μακροοικονομικό τίμημα στα τραπεζικά ιδρύματα”, υποστήριζε. Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε ο Axel Weber, διοικητής της Bundesbank στην κριτική του προς την αχαλίνωτη πιστωτική επέκταση των ιρλανδικών τραπεζών και τα μεγάλα ποσοστά μόχλευσης να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα προς μίμηση τη στρατηγική του Ackermann για άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες της νέας εποχής με την επίσης άμεση συμμόρφωση της Deutsche Bank στις απαιτήσεις των κανόνων.
Πράγματι, πάντως, ο Ackermann εν μέρει είχε δίκιο. Οι επενδυτικές δραστηριότητες των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων επιβραδύνθηκαν για να αποδειχθεί μέσω της έρευνας του γερμανικού ινστιτούτου Ifo ότι κινούνται μειούμενες καθ' όλο το τρίτο τρίμηνο του 2010 αλλά και για το τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η Sheila Bair τόνιζε: “Έχουμε ανάγκη να καταστήσουμε τις τράπεζες απλούστερες και μικρότερες”. Ο Υπουργός Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, George Osborne αντιμετώπισε τη σφοδρή κριτική των βρετανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όταν πέρασε με νόμο το διαχωρισμό των επενδυτικών παρακλαδιών από τις μητροπολιτικές τράπεζες με έδρα το Νησί και ξέσπασε στο Κοινοβούλιο. “Δεν θέλουμε το κακό των τραπεζών. Πρέπει όμως να βγουν όλα στη φόρα. Δεν επιτρέπεται η επένδυση ιδίων κεφαλαίων ούτε τίποτα απ' όλα αυτά!”. Πρέπει οι μητροπολιτικές τράπεζες να δικαιολογούν κάθε λιανική συναλλαγή βάσει των τραπεζικών διαθεσίμων τους. Να σημειωθεί ότι εντός του έτους απαγορεύτηκε και στις ΗΠΑ το proprietary trading. Τα στοιχεία αυτά είναι ενδείξεις ότι η πολιτική επιθυμεί την αύξηση της διαφάνειας στις τραπεζικές συναλλαγές. Εμείς θα αρκεστούμε να τονίσουμε ότι προτίθενται να τοποθετήσουν ισχυρές δικλείδες ασφαλείας στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Hal Scott, “Καμία τράπεζα δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει επειδή ακριβώς έχουμε δει αρκετά και κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει”.
Οι νομοθέτες, σε κάθε περίπτωση, δεν θα σταματήσουν εδώ. Ήδη έχει αρχίσει η συζήτηση για διαμόρφωση ποσοστού μόχλευσης τραπεζικών προϊόντων που θα ισχύει γενικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Το θετικό αναφορικά με τους κανόνες της Βασιλείας έγκειται στο σχετικά χαλαρό διάστημα που διαθέτει στις τράπεζες προκειμένου να συμμορφωθούν με τα νέα δεδομένα. Κι αυτό όμως είναι αναγκαίο καθώς τα τραπεζικά ιδρύματα, ιδιαίτερα εντός της κρίσης, χρειάζονται ρευστότητα και μπορούν να κάνουν ακόμα τις απαραίτητες κινήσεις για να τη διασφαλίσουν, όπως εξηγεί ο Douglas Elliott, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Brookings και πρώην στέλεχος της JP Morgan.
Κώστας Βορίλας
www.bankingnews.gr
Η Sheila Bair, πρόεδρος της Αρχής Ομοσπονδιακής Διαχείρισης Τραπεζικών Αποθεμάτων των ΗΠΑ, εκτιμά ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες απόπειρες εξορθολογισμού των στοιχείων των τραπεζών και θα θεσπιστούν κι άλλοι περιοριστικοί κανόνες, αναμφίβολα όμως το πιο σημαντικό κατόρθωμα του νομοθετήματος της Βασιλείας έχει να κάνει με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ανάλογα με το μέγεθός τους και την αξιολόγηση των κεφαλαίων τους με τα κεφάλαια υψηλής αξιολόγησης να καταλαμβάνουν πλέον σημαντικό και αδιαπραγμάτευτο υποχρεωτικό ποσοστό στα συνολικά κεφάλαια κάθε τράπεζας.
Οι αντίθετες γνώμες δεν έλειψαν. Ήδη από το Μάρτιο, η προσπάθεια από οικονομολόγους και λομπίστες να αντιταχθούν τα τραπεζικά ιδρύματα στα μέτρα και τις νέες υποχρεώσεις που θα επέβαλε η Επιτροπή της Βασιλείας υποκινήθηκαν μέσω του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων. Πρόεδρος στο Ινστιτούτο και συγγραφέας ουκ ολίγων επιστολών προς τα μέλη της Επιτροπής της Βασιλείας ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, Josef Ackermann. Συμμετείχε ο ίδιος σε πάμπολλα fora όπου υποστήριζε ότι οι νέες απαιτήσεις επιβραδύνουν την ανάπτυξη και θέτουν εμπόδια στη διαχείριση των διεθνών κεφαλαίων εκ μέρους των τραπεζών.
Τι ειρωνία... Η Deutsche Bank ήταν η πρώτη από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που προχώρησε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να συμμορφωθεί με τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας της Βασιλείας ΙΙΙ. Ίσως αυτό βέβαια εν μέρει να οφείλεται και στο φόβο του Ackermann. “Τα αυξημένα κόστη κεφαλαιακής ενίσχυσης και χρηματοδότησης των τραπεζών δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα. Θα επιφέρουν ένα αναπότρεπτο μακροοικονομικό τίμημα στα τραπεζικά ιδρύματα”, υποστήριζε. Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε ο Axel Weber, διοικητής της Bundesbank στην κριτική του προς την αχαλίνωτη πιστωτική επέκταση των ιρλανδικών τραπεζών και τα μεγάλα ποσοστά μόχλευσης να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα προς μίμηση τη στρατηγική του Ackermann για άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες της νέας εποχής με την επίσης άμεση συμμόρφωση της Deutsche Bank στις απαιτήσεις των κανόνων.
Πράγματι, πάντως, ο Ackermann εν μέρει είχε δίκιο. Οι επενδυτικές δραστηριότητες των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων επιβραδύνθηκαν για να αποδειχθεί μέσω της έρευνας του γερμανικού ινστιτούτου Ifo ότι κινούνται μειούμενες καθ' όλο το τρίτο τρίμηνο του 2010 αλλά και για το τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η Sheila Bair τόνιζε: “Έχουμε ανάγκη να καταστήσουμε τις τράπεζες απλούστερες και μικρότερες”. Ο Υπουργός Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, George Osborne αντιμετώπισε τη σφοδρή κριτική των βρετανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όταν πέρασε με νόμο το διαχωρισμό των επενδυτικών παρακλαδιών από τις μητροπολιτικές τράπεζες με έδρα το Νησί και ξέσπασε στο Κοινοβούλιο. “Δεν θέλουμε το κακό των τραπεζών. Πρέπει όμως να βγουν όλα στη φόρα. Δεν επιτρέπεται η επένδυση ιδίων κεφαλαίων ούτε τίποτα απ' όλα αυτά!”. Πρέπει οι μητροπολιτικές τράπεζες να δικαιολογούν κάθε λιανική συναλλαγή βάσει των τραπεζικών διαθεσίμων τους. Να σημειωθεί ότι εντός του έτους απαγορεύτηκε και στις ΗΠΑ το proprietary trading. Τα στοιχεία αυτά είναι ενδείξεις ότι η πολιτική επιθυμεί την αύξηση της διαφάνειας στις τραπεζικές συναλλαγές. Εμείς θα αρκεστούμε να τονίσουμε ότι προτίθενται να τοποθετήσουν ισχυρές δικλείδες ασφαλείας στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Hal Scott, “Καμία τράπεζα δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει επειδή ακριβώς έχουμε δει αρκετά και κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει”.
Οι νομοθέτες, σε κάθε περίπτωση, δεν θα σταματήσουν εδώ. Ήδη έχει αρχίσει η συζήτηση για διαμόρφωση ποσοστού μόχλευσης τραπεζικών προϊόντων που θα ισχύει γενικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Το θετικό αναφορικά με τους κανόνες της Βασιλείας έγκειται στο σχετικά χαλαρό διάστημα που διαθέτει στις τράπεζες προκειμένου να συμμορφωθούν με τα νέα δεδομένα. Κι αυτό όμως είναι αναγκαίο καθώς τα τραπεζικά ιδρύματα, ιδιαίτερα εντός της κρίσης, χρειάζονται ρευστότητα και μπορούν να κάνουν ακόμα τις απαραίτητες κινήσεις για να τη διασφαλίσουν, όπως εξηγεί ο Douglas Elliott, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Brookings και πρώην στέλεχος της JP Morgan.
Κώστας Βορίλας
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών