γράφει : Νίκος Κονδυλόπουλος
Εδραιώνει τη θέση της στη Μ. Ανατολή η Ρωσία - Αναλαμβάνει την ενεργειακή βιομηχανία της Συρίας
Σύμφωνα το μνημόνιο συνεργασίας που υπεγράφη στα τέλη Ιανουαρίου 2018, η Ρωσία θα έχει αποκλειστικά δικαιώματα στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Συρία.
Η συμφωνία περιλαμβάνει την αποκατάσταση των ζημιών των εγκαταστάσεων και των υποδομών της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Συρίας, την παροχή συμβούλων αλλά και την επιμόρφωση, εκπαίδευση και κατάρτιση μιας νέας γενιάς Σύρων που θα δραστηριοποιούνται στην ενεργειακή βιομηχανία της Συρίας.
Ωστόσο η βασική επιδίωξη της Μόσχας είναι η τελική και άνευ όρων εδραίωση των ρωσικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή.
Πριν από το ξέσπασμα του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, η παραγωγή πετρελαίου της Συρίας κυμαινόταν κοντά στα 380.000 βαρέλια ημερησίως.
Από τότε έχει μειωθεί, δεδομένου ότι η μέγιστη παραγωγή ήταν 677.000 βαρέλια ημερησίως το 2002.
Η σημερινή παραγωγή εξακολουθεί να είναι σε ιστορικά χαμηλά στα 14.000 - 15.000 βαρέλια ημερησίως.
Όσον αφορά την παραγωγή φυσικού αερίου, η παραγωγή αποδείχθηκε χαμηλότερη (μειώθηκε από 8 bcm (δισ. κυβικών μέτρων)/έτος στα 3,5 bcm (δισ. κυβικών μέτρων)/έτος, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχει για τη χώρα.
Το 90% του παραγόμενου φυσικού αερίου στη Συρία χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (σε αντίθεση με το πετρέλαιο, το οποίο είτε διυλιζόταν για την εγχώρια αγορά είτε εξαγόταν) και λόγω αυτού, η κυβέρνηση Assad είχε στις προτεραιότητές της την ανακατάληψη των περιοχών που βρίσκονται τα κοιτάσματα και οι εγκαταστάσεις παραγωγής φυσικού αερίου.
Όποιος αναλάβει τον ενεργειακό τομέα της Συρίας θα αναλάβει μια κατεστραμμένη βιομηχανία.
Τα διυλιστήρια της χώρας χρειάζονται ενδελεχή ανακατασκευή, αφού η παραγωγική τους ικανότητα έχει μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά.
Η ανακατασκευή θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα από ιρανικές εταιρείες, σύμφωνα με τις συμφωνίες που υπεγράφησαν το Σεπτέμβριο του 2017.
Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστο εάν το έργο αυτό θα ολοκληρωθεί, καθώς η Τεχεράνη υπολόγιζε σε μια κοινοπραξία μεταξύ Ιράν - Βενεζουέλας - Συρίας, η οποία είναι δε φαίνεται να είναι εφικτή καθώς η Βενεζουέλα καταρρέει, οπότε πρέπει να βρεθεί μια νέα λύση.
Να σημειωθεί ότι η Τεχεράνη έχει ήδη πάρει αυτό που ήθελε στη Συρία, καθώς η Επαναστατική Φρουρά εξασφάλισε ήδη την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών της χώρας.
Η Ρωσία δεν είναι η μόνη χώρα που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Συρία να ανοικοδομήσει τον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου - όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το Ιράν θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει.
Ωστόσο, το Ιράν δεν διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις υποδομές της Συρίας, καθώς χρειάζεται κεφάλαια προκειμένου να ξεκινήσει την αποκατάσταση των δικών της γερασμένων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι απίθανο να ενδιαφερθούν για τη Συρία, εκτός εάν αποσυρθεί το εμπάργκο της ΕΕ (ισχύει μέχρι την 1η Ιουνίου 2018).
Δεδομένου ότι το τέλος των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία δεν επέφερε αλλαγή καθεστώτος και ο Bashar al-Assad παραμένει πρόεδρος της Συρίας, θα ήταν έκπληξη από τις Βρυξέλλες να μην παρατείνουν το καθεστώς κυρώσεων.
Το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου που εξάγεται από τη Συρία προοριζόταν για την Ευρώπη, εν μέρει λόγω της γεωγραφικής γειτνίασής της και εν μέρει επειδή οι ευρωπαϊκές εταιρείες Shell and Total ήταν οι μεγαλύτεροι μέτοχοι στον συγκεκριμένο τομέα.
Αυτό δεν είναι πλέον εφικτό, εφόσον λόγω των κυρώσεων της ΕΕ στη Συρία.
Έτσι, ο νέος ιδιοκτήτης θα πρέπει να βρει νέες αγορές, είτε βασιζόμενη σε γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία και ο Λίβανος, είτε βρίσκοντας αγοραστές στην Ασία.
Είναι ενδιαφέρον ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής καμία συζήτηση σχετικά με το ποια εταιρεία θα πρέπει να αναλάβει το δύσκολο έργο να επαναφέρει πίσω στη ζωή τον ενεργειακό τομέα της Συρίας.
Η εταιρία Tatneft, μια ρωσική κρατική επιχείρηση που αναπτύσσει τα πεδία πετρελαίου και φυσικού αερίου του Ταταρστάν, είναι μια προφανής υποψήφιος.
Η Tatneft, ο πέμπτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της Ρωσίας, ενδιαφέρεται να επιστρέψει στη Συρία όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Πέρα από αυτό, δεν είναι ακόμα σαφές εάν οι κρατικές εταιρείες (Rosneft, Gazprom Neft) θα ήθελαν να συμμετάσχουν.
Ο έλεγχος των πεδίων φυσικού αερίου φαίνεται να είναι ένα καλύτερο (και πιο κερδοφόρο) "στοίχημα" για τη Ρωσία.
Εάν κατορθώσει να εξασφαλίσει μια σταθερή τιμή, εξασφαλίζεται σταθερή ζήτηση στην εγχώρια αγορά, καθώς το φυσικό αέριο θα παραμείνει κυρίαρχο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το σημαντικό κόστος της ανοικοδόμησης του τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Συρίας σύμφωνα με το ΔΝΤ ανερχόταν στα 27 δισ. δολάρια το 2015, αλλά η τρέχουσα εκτίμηση πιθανότατα κυμαίνεται μεταξύ 35 και 40 δισ. δολαρίων.
Αυτό περιλαμβάνει το σύνολο των εγκαταστάσεων, των αγωγών, των πρατηρίων κ.λπ. που πρέπει να επισκευαστούν και να επανέλθουν σε λειτουργία.
Επιπλέον, παραμένει ασαφές τι θα συμβεί στα κοιτάσματα (συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου πετρελαϊκού πεδίου της Συρίας, Al Omar) που ανακαταλήφθηκαν από πολιτοφύλακες που υποστηρίχθηκαν από τη Δύση και όχι από το συριακό στρατό.
Δυστυχώς για την Royal Dutch Shell, η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον κοίτασμα Al Omar λόγω του καθεστώτος κυρώσεων, η Δαμασκός φαίνεται ότι προτίθεται να εδραιώσει τον ενεργειακό της τομέα υπό την καθοδήγηση της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας SPC.
Με την επέκταση των κουρδικών πολιτικών δικαιωμάτων μέσα σε μια ενωμένη Συρία, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί.
Ωστόσο, το θέμα της πώλησης του πετρελαίου είναι εξίσου δύσκολο όσο και η παραγωγή του.
Όσον αφορά το κατά πόσο το η ΑΟΖ της Συρίας έχει σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου παραμένει μυστήριο, παρά τη σεισμική έρευνα στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Μια εκτίμηση έθετε τα δυνητικά αποθέματα φυσικού αερίου στη Συρία στα 700 BCm (δισ. κυβικών μέτρων), πάνω από το διπλάσιο της ποσότητας φυσικού αερίου που βρίσκεται στην ηπειρωτική χώρα, ενώ τα αποθέματα πετρελαίου στην ΑΟΖ στους 50 εκατ. τόνους.
Τα αποδεδειγμένα αποθέματα της Συρίας των 2,5 δισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου και 285 BCm (δισ. κυβικών μέτρων) φυσικού αερίου μπορεί να φαίνονται πενιχρά σε σύγκριση με εκείνα του Ιράκ ή του Ιράν.
Γεωπολιτικά είναι μια σοφή κίνηση από τη Συρία η ενεργειακή συμμαχία με τη Ρωσία.
Η Ρωσία επιθυμεί να αυξήσει την παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή, στο ιρακινό Κουρδιστάν (Rosneft, Gazprom Neft), αξιοποιώντας την ΑΟΖ του Λιβάνου και έχοντας μεγαλύτερη σημασία στις υποθέσεις της Ανατολικής Μεσογείου γενικά, ένα πολύ ισχυρό, μη στρατιωτικό εργαλείο για την Μόσχα.
www.bankingnews.gr
Η συμφωνία περιλαμβάνει την αποκατάσταση των ζημιών των εγκαταστάσεων και των υποδομών της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Συρίας, την παροχή συμβούλων αλλά και την επιμόρφωση, εκπαίδευση και κατάρτιση μιας νέας γενιάς Σύρων που θα δραστηριοποιούνται στην ενεργειακή βιομηχανία της Συρίας.
Ωστόσο η βασική επιδίωξη της Μόσχας είναι η τελική και άνευ όρων εδραίωση των ρωσικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή.
Πριν από το ξέσπασμα του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, η παραγωγή πετρελαίου της Συρίας κυμαινόταν κοντά στα 380.000 βαρέλια ημερησίως.
Από τότε έχει μειωθεί, δεδομένου ότι η μέγιστη παραγωγή ήταν 677.000 βαρέλια ημερησίως το 2002.
Η σημερινή παραγωγή εξακολουθεί να είναι σε ιστορικά χαμηλά στα 14.000 - 15.000 βαρέλια ημερησίως.
Όσον αφορά την παραγωγή φυσικού αερίου, η παραγωγή αποδείχθηκε χαμηλότερη (μειώθηκε από 8 bcm (δισ. κυβικών μέτρων)/έτος στα 3,5 bcm (δισ. κυβικών μέτρων)/έτος, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχει για τη χώρα.
Το 90% του παραγόμενου φυσικού αερίου στη Συρία χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (σε αντίθεση με το πετρέλαιο, το οποίο είτε διυλιζόταν για την εγχώρια αγορά είτε εξαγόταν) και λόγω αυτού, η κυβέρνηση Assad είχε στις προτεραιότητές της την ανακατάληψη των περιοχών που βρίσκονται τα κοιτάσματα και οι εγκαταστάσεις παραγωγής φυσικού αερίου.
Όποιος αναλάβει τον ενεργειακό τομέα της Συρίας θα αναλάβει μια κατεστραμμένη βιομηχανία.
Τα διυλιστήρια της χώρας χρειάζονται ενδελεχή ανακατασκευή, αφού η παραγωγική τους ικανότητα έχει μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά.
Η ανακατασκευή θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα από ιρανικές εταιρείες, σύμφωνα με τις συμφωνίες που υπεγράφησαν το Σεπτέμβριο του 2017.
Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστο εάν το έργο αυτό θα ολοκληρωθεί, καθώς η Τεχεράνη υπολόγιζε σε μια κοινοπραξία μεταξύ Ιράν - Βενεζουέλας - Συρίας, η οποία είναι δε φαίνεται να είναι εφικτή καθώς η Βενεζουέλα καταρρέει, οπότε πρέπει να βρεθεί μια νέα λύση.
Να σημειωθεί ότι η Τεχεράνη έχει ήδη πάρει αυτό που ήθελε στη Συρία, καθώς η Επαναστατική Φρουρά εξασφάλισε ήδη την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών της χώρας.
Η Ρωσία δεν είναι η μόνη χώρα που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Συρία να ανοικοδομήσει τον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου - όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το Ιράν θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει.
Ωστόσο, το Ιράν δεν διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις υποδομές της Συρίας, καθώς χρειάζεται κεφάλαια προκειμένου να ξεκινήσει την αποκατάσταση των δικών της γερασμένων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι απίθανο να ενδιαφερθούν για τη Συρία, εκτός εάν αποσυρθεί το εμπάργκο της ΕΕ (ισχύει μέχρι την 1η Ιουνίου 2018).
Δεδομένου ότι το τέλος των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία δεν επέφερε αλλαγή καθεστώτος και ο Bashar al-Assad παραμένει πρόεδρος της Συρίας, θα ήταν έκπληξη από τις Βρυξέλλες να μην παρατείνουν το καθεστώς κυρώσεων.
Το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου που εξάγεται από τη Συρία προοριζόταν για την Ευρώπη, εν μέρει λόγω της γεωγραφικής γειτνίασής της και εν μέρει επειδή οι ευρωπαϊκές εταιρείες Shell and Total ήταν οι μεγαλύτεροι μέτοχοι στον συγκεκριμένο τομέα.
Αυτό δεν είναι πλέον εφικτό, εφόσον λόγω των κυρώσεων της ΕΕ στη Συρία.
Έτσι, ο νέος ιδιοκτήτης θα πρέπει να βρει νέες αγορές, είτε βασιζόμενη σε γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία και ο Λίβανος, είτε βρίσκοντας αγοραστές στην Ασία.
Είναι ενδιαφέρον ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής καμία συζήτηση σχετικά με το ποια εταιρεία θα πρέπει να αναλάβει το δύσκολο έργο να επαναφέρει πίσω στη ζωή τον ενεργειακό τομέα της Συρίας.
Η εταιρία Tatneft, μια ρωσική κρατική επιχείρηση που αναπτύσσει τα πεδία πετρελαίου και φυσικού αερίου του Ταταρστάν, είναι μια προφανής υποψήφιος.
Η Tatneft, ο πέμπτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της Ρωσίας, ενδιαφέρεται να επιστρέψει στη Συρία όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Πέρα από αυτό, δεν είναι ακόμα σαφές εάν οι κρατικές εταιρείες (Rosneft, Gazprom Neft) θα ήθελαν να συμμετάσχουν.
Ο έλεγχος των πεδίων φυσικού αερίου φαίνεται να είναι ένα καλύτερο (και πιο κερδοφόρο) "στοίχημα" για τη Ρωσία.
Εάν κατορθώσει να εξασφαλίσει μια σταθερή τιμή, εξασφαλίζεται σταθερή ζήτηση στην εγχώρια αγορά, καθώς το φυσικό αέριο θα παραμείνει κυρίαρχο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το σημαντικό κόστος της ανοικοδόμησης του τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Συρίας σύμφωνα με το ΔΝΤ ανερχόταν στα 27 δισ. δολάρια το 2015, αλλά η τρέχουσα εκτίμηση πιθανότατα κυμαίνεται μεταξύ 35 και 40 δισ. δολαρίων.
Αυτό περιλαμβάνει το σύνολο των εγκαταστάσεων, των αγωγών, των πρατηρίων κ.λπ. που πρέπει να επισκευαστούν και να επανέλθουν σε λειτουργία.
Επιπλέον, παραμένει ασαφές τι θα συμβεί στα κοιτάσματα (συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου πετρελαϊκού πεδίου της Συρίας, Al Omar) που ανακαταλήφθηκαν από πολιτοφύλακες που υποστηρίχθηκαν από τη Δύση και όχι από το συριακό στρατό.
Δυστυχώς για την Royal Dutch Shell, η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον κοίτασμα Al Omar λόγω του καθεστώτος κυρώσεων, η Δαμασκός φαίνεται ότι προτίθεται να εδραιώσει τον ενεργειακό της τομέα υπό την καθοδήγηση της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας SPC.
Με την επέκταση των κουρδικών πολιτικών δικαιωμάτων μέσα σε μια ενωμένη Συρία, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί.
Ωστόσο, το θέμα της πώλησης του πετρελαίου είναι εξίσου δύσκολο όσο και η παραγωγή του.
Όσον αφορά το κατά πόσο το η ΑΟΖ της Συρίας έχει σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου παραμένει μυστήριο, παρά τη σεισμική έρευνα στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Μια εκτίμηση έθετε τα δυνητικά αποθέματα φυσικού αερίου στη Συρία στα 700 BCm (δισ. κυβικών μέτρων), πάνω από το διπλάσιο της ποσότητας φυσικού αερίου που βρίσκεται στην ηπειρωτική χώρα, ενώ τα αποθέματα πετρελαίου στην ΑΟΖ στους 50 εκατ. τόνους.
Τα αποδεδειγμένα αποθέματα της Συρίας των 2,5 δισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου και 285 BCm (δισ. κυβικών μέτρων) φυσικού αερίου μπορεί να φαίνονται πενιχρά σε σύγκριση με εκείνα του Ιράκ ή του Ιράν.
Γεωπολιτικά είναι μια σοφή κίνηση από τη Συρία η ενεργειακή συμμαχία με τη Ρωσία.
Η Ρωσία επιθυμεί να αυξήσει την παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή, στο ιρακινό Κουρδιστάν (Rosneft, Gazprom Neft), αξιοποιώντας την ΑΟΖ του Λιβάνου και έχοντας μεγαλύτερη σημασία στις υποθέσεις της Ανατολικής Μεσογείου γενικά, ένα πολύ ισχυρό, μη στρατιωτικό εργαλείο για την Μόσχα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών