Η σύναψη σύμβασης της Μυτιληναίος με την Gazprom αναδεικνύει τρία σημαντικά σημεία, όσον αφορά τη γεωστρατηγική μετατόπιση του ενεργειακού πολέμου στη Μεσόγειο, με την Ελλάδα στο επίκεντρο
Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου 2020, η ελληνική βιομηχανική εταιρεία Μυτιληναίος ανακοίνωσε τη σύναψη 10ετούς σύμβασης προμήθειας φυσικού αερίου με την ρωσική εταιρία Gazprom... μία κίνηση που εν πρώτοις δεν δείχνει ανησυχητική, σε δεύτερη ανάγνωση όμως, αναδεικνύει τρία σημαντικά σημεία, όσον αφορά τη γεωστρατηγική μετατόπιση ενός ενεργειακού πολέμου με την Ελλάδα στο επίκεντρο και την Μεσόγειο στο φόντο, όπως επισημαίνει η Oilprice.com.
Σε ολόκληρο τον πλανήτη οι τιμές Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) τον Μάιο-Ιούνιο του 2020 μειώθηκαν τόσο που άγγιξαν πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα - οι μεταφορές μέσω θαλάσσης παραμένουν ακόμη κάτω από τα 2 δολάρια ανά MMBtu, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του ΥΦΑ να προβούν σε αντισταθμιστικές των πτωτικών τάσεων, κινήσεις.
Πρώτη εταιρία που επηρεάζεται από την τάση αυτή είναι η εταιρία που κατέχει το ρωσικό μονοπώλιο φυσικού αερίου, η Gazprom, η οποία αναμένει ότι οι εξαγωγές της θα μειωθούν από τα 199-200 BCm ετησίως που επιτεύχθηκε τα τελευταία 2 χρόνια, σε περίπου 167 BCm το 2020.
Η προμήθεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη φαίνεται αδρανής επί του παρόντος με τάσεις ελάχιστης έως καθόλου αύξησης των εξαγωγών και τις χώρες - παραγωγούς να περιορίζουν την παραγωγή φυσικού αερίου, ταυτόχρονα με το πετρέλαιο.
Έχοντας αυτό υπόψη, η Gazprom επιδιώκει να νικήσει τους ανταγωνιστές της στο δικό της πεδίο, τους αγωγούς, χωρίς ωστόσο να διαθέτει εγκαταστάσεις υγροποίησης που θα μπορούσαν να στοχεύσουν ρεαλιστικά τους Ευρωπαίους πελάτες.
Σε όλο αυτό το κλίμα, τις πρώτες μέρες του Ιουνίου 2020, η ελληνική βιομηχανική εταιρεία Μυτιληναίος ανακοίνωσε ότι σύναψε μακροπρόθεσμη σύμβαση με την Gazprom Export, για την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου.
Τα νέα από μόνα τους δεν θα έπρεπε να προκαλούν έκπληξη δεδομένου ότι η εταιρία Μυτιληναίος είχε αρκετές βραχυπρόθεσμες συμβάσεις με τη ρωσική εταιρεία τα τελευταία δύο χρόνια και εισήγαγε 0,6 BCm το 2019.
Ωστόσο, αν εξετάσει κανείς τις λεπτομέρειες της συμφωνίας, αποκαλύπτονται πολύ πιο ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η διάρκεια της συμφωνίας η οποία είναι για 10 χρόνια, έως το 2030, δηλαδή διαρκεί πολύ περισσότερο από το κύριο ελληνικό συμβόλαιο εισαγωγής που έχει υπογραφεί μεταξύ Ρωσίας και κρατικής ΔΕΠΑ, που διαρκεί μέχρι το 2026.
Με βάση αυτή τη συμφωνία της ΔΕΠΑ, η Ελλάδα εισήγαγε κατά μέσο όρο 2,5 BCm ετησίως από την Gazprom, μέσω του αγωγού TransBalkan.
Δεν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες για την συμφωνία από κανένα εκ των μερών, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη σύμβαση, ωστόσο η αυξημένη ζήτηση για παροχή φυσικού αερίου στην Ελλάδα εξηγούν το γιατί ο ρωσικός γίγαντας ενέργειας, η Gazprom, ενεργεί τώρα.
Οι εισαγωγές ΥΦΑ Μαρτίου-Απριλίου 2020 στην Ελλάδα ξεπέρασαν τις συμφωνημένες παραδόσεις του καυσίμου μέσω αγωγών, τον παραδοσιακό τρόπο μεταφοράς της Gazprom.
Οι τιμές ΥΦΑ στην Ελλάδα ξεκίνησαν φέτος στα 3,5 δολάρια ανά MMbtu, κυμάνθηκαν γύρω στα 2,5 δολάρια ανά MMbtu τον Μάρτιο-Απρίλιο και στη συνέχεια σημείωσαν πτώση κάτω από τα 2 δολάρια ανά MMbtu τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου, μένοντας σε αυτά τα επίπεδα έκτοτε.
Όμως, τον χειμώνα του 2019/2020 η Ελλάδα προέβη στη μεγαλύτερη και εντατικότερη εισαγωγή ΥΦΑ στην ιστορία της - αντί για τα συνήθη 2-3 φορτία το μήνα, ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ της Ρεβιθούσας, παραλαμβάνει 5-6 το μήνα.
Αν δεν υπήρχε θέμα αύξησης των εξαγωγών ΥΦΑ από τις ΗΠΑ προς την Ελλάδα, προφανώς δεν θα υπήρχε τόσο άμεση απάντηση από τη Ρωσία, καθώς παραδοσιακά η Ρεβυθούσα βασίζεται για τον εφοδιασμό της σε ΥΦΑ από το Κατάρ, την Αλγερία, τη Νιγηρία και τη Νορβηγία.
Όπως προαναφέρθηκε, η αύξηση εξαγωγών ΥΦΑ από τις ΗΠΑ συνιστά ένα πολύ σκληρό πλήγμα στα ρωσικά ενεργειακά συμφέροντα, από ό, τι οι προμήθειες από το Κατάρ ή την Αλγερία.
Φέτος παρατηρήθηκαν ήδη 13 παραδόσεις φορτίων ΥΦΑ στη Ρεβυθούσα, μια σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2019 και τα 3 φορτία που παραδόθηκαν συνολικά.
Προερχόμενος από μια αρκετά μεγάλη λίστα κόμβων εφοδιασμού ΥΦΑ όπως οι Sabine Pass, Cameron LNG και Cove Point, το αμερικανικό LNG αμφισβητεί ευθέως τον ισχυρισμό του Κρεμλίνου ότι ο αμερικανικός σχιστόλιθος δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις ρωσικές παραδόσεις, καθώς αποδεικνύεται ότι μπορεί, παρά τις πολύ αντίξοες συνθήκες της αγοράς.
Έτσι, αντί για το αρχικό ερώτημα, εάν το αμερικανικό ΥΦΑ μπορεί να φτάσει στη Νότια Ευρώπη, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί, είναι αν οι Αμερικάνοι παραγωγοί μπορούν να αντέξουν τόσο χαμηλές τιμές φυσικού αερίου σε μακροπρόθεσμη περίοδο.
Υποτίθεται ότι αυτή είναι μόνο η αρχή μιας επικείμενης ελληνικής αύξησης ΥΦΑ, καθώς οι γειτονικές χώρες στην περιοχή των Νοτίων Βαλκανίων στρέφονται προς προμήθειες ΥΦΑ, ενώ οι αμφίδρομοι αγωγοί και η σχετική υποδομή είναι ήδη σε ισχύ.
Το ποσοστό χρήσης των εισαγωγών ΥΦΑ της Ρεβιθούσας για το 2019, των 7 BCm ετησίως, ανήλθε στο μάλλον πενιχρό 40%, ωστόσο οι φετινές στατιστικές θα είναι σημαντικά ανεβασμένες, εκτός αν η αγορά ΥΦΑ λάβει αντιστραφεί για απρόβλεπτους λόγους: το ποσοστό χρήσης του πρώτου τριμήνου 2020 έχει ήδη ανέβει στο 63%, κάνοντας το ΥΦΑ την κύρια πηγή εισαγωγών φυσικού αερίου.
Ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ της Ρεβιθούσας, το μόνο υπάρχον εργοστάσιο ΥΦΑ στα Βαλκάνια σήμερα, βρίσκεται 45 χιλιόμετρα δυτικά της Αθήνας και εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες της πρωτεύουσας.
Ταυτόχρονα με την αυξανόμενη πρόσληψη της Ρεβυθούσας, η Ελλάδα ενδέχεται να δει την έναρξη μιας άλλης εγκατάστασης εισαγωγής ΥΦΑ, αυτή τη φορά εξυπηρετώντας το βορρά της χώρας, με δυναμικότητα 5,5 BCm ετησίως μέσω του υπεράκτιου τερματικού σταθμού παραλαβής και αεριοποίησης φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη (FSRU Αλεξανδρούπολης).
Η ανάπτυξη ενός δεύτερου εργοστασίου ΥΦΑ συμπίπτει με την ολοκλήρωση της διασύνδεσης Ελλάδας και Βουλγαρίας (IGB), που υποτίθεται ότι θα ξεκινήσει το 2021 για να επιτρέψει τις διασυνοριακές μετακινήσεις αερίου από το Αζερμπαϊτζάν μέσω του TANAP - μέσω της ίδιας διαδρομής θα μεταφέρονται και οι όγκοι των φορτίων της Αλεξανδρούπολης, όπου η Βουλγαρία (μέσω Bulgartransgaz) συμμετέχει στο έργο κατά 20%, ενώ και η Ρουμανία επιδιώκει το ίδιο (μέσω Romgaz).
Η συμφωνία της εταιρίας Μυτιληναίος από μόνη της, δεν συνιστά κάποια συνταρακτική αλλαγή στο ενεργειακό ζήτημα τα επόμενα χρόνια - το μεταλλουργικό και ενεργειακό χαρτοφυλάκιο της ελληνικής εταιρείας απαιτούσε περίπου 0,6 BCm το 2019, περίπου το 12-13% της ετήσιας κατανάλωσης φυσικού αερίου της χώρας.
Ωστόσο, αποτελεί απόδειξη του ανανεωμένου ρωσικού ενδιαφέροντος για την ελληνική αγορά, γεγονός που συνιστά προάγγελο μελλοντικών εξελίξεων.
Και αξίζει να σημειωθεί πως ο αγώνας της Ρωσίας για διατήρηση του μεριδίου της στην αγορά της Μεσογείου, περιλαμβάνει ήδη την Τουρκία, την Ελλάδα και πιθανότατα την Ιταλία, καθώς όλοι τα κράτη ανεβάζουν τα επίπεδα εισαγωγών ΥΦΑ γενικά και ειδικότερα του αμερικανικού ΥΦΑ.
Σε ολόκληρο τον πλανήτη οι τιμές Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) τον Μάιο-Ιούνιο του 2020 μειώθηκαν τόσο που άγγιξαν πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα - οι μεταφορές μέσω θαλάσσης παραμένουν ακόμη κάτω από τα 2 δολάρια ανά MMBtu, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του ΥΦΑ να προβούν σε αντισταθμιστικές των πτωτικών τάσεων, κινήσεις.
Πρώτη εταιρία που επηρεάζεται από την τάση αυτή είναι η εταιρία που κατέχει το ρωσικό μονοπώλιο φυσικού αερίου, η Gazprom, η οποία αναμένει ότι οι εξαγωγές της θα μειωθούν από τα 199-200 BCm ετησίως που επιτεύχθηκε τα τελευταία 2 χρόνια, σε περίπου 167 BCm το 2020.
Η προμήθεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη φαίνεται αδρανής επί του παρόντος με τάσεις ελάχιστης έως καθόλου αύξησης των εξαγωγών και τις χώρες - παραγωγούς να περιορίζουν την παραγωγή φυσικού αερίου, ταυτόχρονα με το πετρέλαιο.
Έχοντας αυτό υπόψη, η Gazprom επιδιώκει να νικήσει τους ανταγωνιστές της στο δικό της πεδίο, τους αγωγούς, χωρίς ωστόσο να διαθέτει εγκαταστάσεις υγροποίησης που θα μπορούσαν να στοχεύσουν ρεαλιστικά τους Ευρωπαίους πελάτες.
Σε όλο αυτό το κλίμα, τις πρώτες μέρες του Ιουνίου 2020, η ελληνική βιομηχανική εταιρεία Μυτιληναίος ανακοίνωσε ότι σύναψε μακροπρόθεσμη σύμβαση με την Gazprom Export, για την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου.
Τα νέα από μόνα τους δεν θα έπρεπε να προκαλούν έκπληξη δεδομένου ότι η εταιρία Μυτιληναίος είχε αρκετές βραχυπρόθεσμες συμβάσεις με τη ρωσική εταιρεία τα τελευταία δύο χρόνια και εισήγαγε 0,6 BCm το 2019.
Ωστόσο, αν εξετάσει κανείς τις λεπτομέρειες της συμφωνίας, αποκαλύπτονται πολύ πιο ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η διάρκεια της συμφωνίας η οποία είναι για 10 χρόνια, έως το 2030, δηλαδή διαρκεί πολύ περισσότερο από το κύριο ελληνικό συμβόλαιο εισαγωγής που έχει υπογραφεί μεταξύ Ρωσίας και κρατικής ΔΕΠΑ, που διαρκεί μέχρι το 2026.
Με βάση αυτή τη συμφωνία της ΔΕΠΑ, η Ελλάδα εισήγαγε κατά μέσο όρο 2,5 BCm ετησίως από την Gazprom, μέσω του αγωγού TransBalkan.
Δεν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες για την συμφωνία από κανένα εκ των μερών, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη σύμβαση, ωστόσο η αυξημένη ζήτηση για παροχή φυσικού αερίου στην Ελλάδα εξηγούν το γιατί ο ρωσικός γίγαντας ενέργειας, η Gazprom, ενεργεί τώρα.
Οι εισαγωγές ΥΦΑ Μαρτίου-Απριλίου 2020 στην Ελλάδα ξεπέρασαν τις συμφωνημένες παραδόσεις του καυσίμου μέσω αγωγών, τον παραδοσιακό τρόπο μεταφοράς της Gazprom.
Οι τιμές ΥΦΑ στην Ελλάδα ξεκίνησαν φέτος στα 3,5 δολάρια ανά MMbtu, κυμάνθηκαν γύρω στα 2,5 δολάρια ανά MMbtu τον Μάρτιο-Απρίλιο και στη συνέχεια σημείωσαν πτώση κάτω από τα 2 δολάρια ανά MMbtu τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου, μένοντας σε αυτά τα επίπεδα έκτοτε.
Όμως, τον χειμώνα του 2019/2020 η Ελλάδα προέβη στη μεγαλύτερη και εντατικότερη εισαγωγή ΥΦΑ στην ιστορία της - αντί για τα συνήθη 2-3 φορτία το μήνα, ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ της Ρεβιθούσας, παραλαμβάνει 5-6 το μήνα.
Αν δεν υπήρχε θέμα αύξησης των εξαγωγών ΥΦΑ από τις ΗΠΑ προς την Ελλάδα, προφανώς δεν θα υπήρχε τόσο άμεση απάντηση από τη Ρωσία, καθώς παραδοσιακά η Ρεβυθούσα βασίζεται για τον εφοδιασμό της σε ΥΦΑ από το Κατάρ, την Αλγερία, τη Νιγηρία και τη Νορβηγία.
Όπως προαναφέρθηκε, η αύξηση εξαγωγών ΥΦΑ από τις ΗΠΑ συνιστά ένα πολύ σκληρό πλήγμα στα ρωσικά ενεργειακά συμφέροντα, από ό, τι οι προμήθειες από το Κατάρ ή την Αλγερία.
Φέτος παρατηρήθηκαν ήδη 13 παραδόσεις φορτίων ΥΦΑ στη Ρεβυθούσα, μια σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2019 και τα 3 φορτία που παραδόθηκαν συνολικά.
Προερχόμενος από μια αρκετά μεγάλη λίστα κόμβων εφοδιασμού ΥΦΑ όπως οι Sabine Pass, Cameron LNG και Cove Point, το αμερικανικό LNG αμφισβητεί ευθέως τον ισχυρισμό του Κρεμλίνου ότι ο αμερικανικός σχιστόλιθος δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις ρωσικές παραδόσεις, καθώς αποδεικνύεται ότι μπορεί, παρά τις πολύ αντίξοες συνθήκες της αγοράς.
Έτσι, αντί για το αρχικό ερώτημα, εάν το αμερικανικό ΥΦΑ μπορεί να φτάσει στη Νότια Ευρώπη, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί, είναι αν οι Αμερικάνοι παραγωγοί μπορούν να αντέξουν τόσο χαμηλές τιμές φυσικού αερίου σε μακροπρόθεσμη περίοδο.
Υποτίθεται ότι αυτή είναι μόνο η αρχή μιας επικείμενης ελληνικής αύξησης ΥΦΑ, καθώς οι γειτονικές χώρες στην περιοχή των Νοτίων Βαλκανίων στρέφονται προς προμήθειες ΥΦΑ, ενώ οι αμφίδρομοι αγωγοί και η σχετική υποδομή είναι ήδη σε ισχύ.
Το ποσοστό χρήσης των εισαγωγών ΥΦΑ της Ρεβιθούσας για το 2019, των 7 BCm ετησίως, ανήλθε στο μάλλον πενιχρό 40%, ωστόσο οι φετινές στατιστικές θα είναι σημαντικά ανεβασμένες, εκτός αν η αγορά ΥΦΑ λάβει αντιστραφεί για απρόβλεπτους λόγους: το ποσοστό χρήσης του πρώτου τριμήνου 2020 έχει ήδη ανέβει στο 63%, κάνοντας το ΥΦΑ την κύρια πηγή εισαγωγών φυσικού αερίου.
Ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ της Ρεβιθούσας, το μόνο υπάρχον εργοστάσιο ΥΦΑ στα Βαλκάνια σήμερα, βρίσκεται 45 χιλιόμετρα δυτικά της Αθήνας και εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες της πρωτεύουσας.
Ταυτόχρονα με την αυξανόμενη πρόσληψη της Ρεβυθούσας, η Ελλάδα ενδέχεται να δει την έναρξη μιας άλλης εγκατάστασης εισαγωγής ΥΦΑ, αυτή τη φορά εξυπηρετώντας το βορρά της χώρας, με δυναμικότητα 5,5 BCm ετησίως μέσω του υπεράκτιου τερματικού σταθμού παραλαβής και αεριοποίησης φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη (FSRU Αλεξανδρούπολης).
Η ανάπτυξη ενός δεύτερου εργοστασίου ΥΦΑ συμπίπτει με την ολοκλήρωση της διασύνδεσης Ελλάδας και Βουλγαρίας (IGB), που υποτίθεται ότι θα ξεκινήσει το 2021 για να επιτρέψει τις διασυνοριακές μετακινήσεις αερίου από το Αζερμπαϊτζάν μέσω του TANAP - μέσω της ίδιας διαδρομής θα μεταφέρονται και οι όγκοι των φορτίων της Αλεξανδρούπολης, όπου η Βουλγαρία (μέσω Bulgartransgaz) συμμετέχει στο έργο κατά 20%, ενώ και η Ρουμανία επιδιώκει το ίδιο (μέσω Romgaz).
Η συμφωνία της εταιρίας Μυτιληναίος από μόνη της, δεν συνιστά κάποια συνταρακτική αλλαγή στο ενεργειακό ζήτημα τα επόμενα χρόνια - το μεταλλουργικό και ενεργειακό χαρτοφυλάκιο της ελληνικής εταιρείας απαιτούσε περίπου 0,6 BCm το 2019, περίπου το 12-13% της ετήσιας κατανάλωσης φυσικού αερίου της χώρας.
Ωστόσο, αποτελεί απόδειξη του ανανεωμένου ρωσικού ενδιαφέροντος για την ελληνική αγορά, γεγονός που συνιστά προάγγελο μελλοντικών εξελίξεων.
Και αξίζει να σημειωθεί πως ο αγώνας της Ρωσίας για διατήρηση του μεριδίου της στην αγορά της Μεσογείου, περιλαμβάνει ήδη την Τουρκία, την Ελλάδα και πιθανότατα την Ιταλία, καθώς όλοι τα κράτη ανεβάζουν τα επίπεδα εισαγωγών ΥΦΑ γενικά και ειδικότερα του αμερικανικού ΥΦΑ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών