Αν παρακολουθήσει κάποιος διεθνώς τις κινήσεις των πολυεθνικών στο διεθνή οικονομικό στίβο θα διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες αγορών πωλήσεων τρέχουν με υψηλούς ρυθμούς
Οι έννοιες παγκοσμιοποίηση και κινητικότητα στις εταιρίες εξακολουθούν να προκαλούν αμηχανία στην ελληνική κοινότητα.
Καθηλωμένη στα πρότυπα περασμένων δεκαετιών, όπου ότι κινείται δεν αλλάζει, οι ελληνικές εταιρίες εκτός εξαιρέσεων δεν έχουν πάρει το παραμικρό ρίσκο να αφουγκραστούν τις διεθνείς εξελίξεις.
Το περασμένο καλοκαίρι η ελληνική αγορά «ταρακουνήθηκε» από την απόφαση της Unilever να προχωρήσει σε πώληση του τμήματος ελαιολάδου.
Σε παγκόσμιά κλίμακα το γεγονός αφορά την αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου.
Στην μικρή μας χώρα όπου οι εταιρίες είναι επί το πλείστον οικογενειακές το γεγονός φαντάζει δραματικό.
Αν υπενθυμίσουμε όμως ότι ο συγκεκριμένος όμιλος σε τακτά διαστήματα προχωρεί σε αγοραπωλησίες όπως το 2008 η Unilever πούλησε, το Bertolli olive oil and vinegar business για 630 εκατ. ευρώ, ως ένα non-core business.
Ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες ανάλογες κινήσεις, με στόχο ο βρετανικο-ολλανδικός όμιλος, να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σκηνικό στον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων.
Συνεπώς και ο ελληνικός τομέας ελαιολάδου, την περίοδο που η Ελαΐς –Unilever ήταν από τις πιο ισχυρές εταιρίες στο ταμπλό του ΧΑ, δεν αποτελούσε από τα πλέον δυναμικά τμήματα, δεδομένου ότι η εταιρία είχε τότε να ανταγωνιστεί το χύμα ελαιόλαδο που επί γενιές ο Ελληνας καταναλωτής εξακολουθεί να προτιμά και να αγοράζει.
Κατά συνέπεια και παρά την εκστρατεία που είχε γίνει για το ποιοτικό και ελεγμένο τυποποιημένο εγχώριο ελαιόλαδο η κατανάλωση του παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα.
Αν παρακολουθήσει κάποιος διεθνώς τις κινήσεις των πολυεθνικών στο διεθνή οικονομικό στίβο θα διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες αγορών πωλήσεων τρέχουν με υψηλούς ρυθμούς, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αυτές κινούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και οφείλουν να προβλέπουν τις τάσεις, τη ζήτηση και τον διεθνή ανταγωνισμό κυρίως από τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η ζήτηση καταναλωτικών αγαθών αυξάνει και με διψήφιους αριθμούς.
Άλλωστε ο καπιταλισμός δεν «απειλεί» μόνο τις μικρομεσαίες εταιρίες αλλά και του μεγέθους της Unilever.
Μόλις το περασμένο καλοκαίρι ο αμερικανικός κολοσσός Kraft Heinz Co έκανε πρόταση εξαγοράς ύψους 143 δισ. δολάρια, με σκοπό την εξαγορά του ομίλου Unilever.
Το γεγονός θορύβησε όλους τους υψηλά ιστάμενους, για ότι αυτό συνεπάγεται για την επόμενη μέρα, σε μια προοπτική κοινής πορείας των δύο εταιριών.
Ανάλογες όμως ήταν οι επιπτώσεις και σε άλλες εταιρίες του ίδιου βεληνεκούς όπως Nestle, Mondelez International Inc., Hershey Co, Russell Stover and Mars Inc καθώς είναι πλέον κοινή η διαπίστωση ότι είμαστε μια τεράστια παγκόσμια αγορά όπου ο καθένας μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί στο στόχαστρο εξαγοράς.
Έτσι τα τελευταία χρόνια το κυνήγι νέων αγορών, η μείωση του κόστους, και η επικέντρωση στο core business με τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους αποτελούν κυρίαρχη τάση.
Άλλωστε οι αναδυόμενες αγορές προσφέρουν νέες ευκαιρίες και μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης, αλλά και δημιουργίας προϊόντων που απευθύνονται σε ένα κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων.
Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν λογιστική αποτύπωση.
Και η ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια και με την μακροχρόνια ύφεση , δεν φαίνεται να αποτελεί ελκυστικό στρατηγείο ούτε για κέντρο Βαλκανικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
Ρίτα Ζαχαριάδου
www.bankingnews.gr
Καθηλωμένη στα πρότυπα περασμένων δεκαετιών, όπου ότι κινείται δεν αλλάζει, οι ελληνικές εταιρίες εκτός εξαιρέσεων δεν έχουν πάρει το παραμικρό ρίσκο να αφουγκραστούν τις διεθνείς εξελίξεις.
Το περασμένο καλοκαίρι η ελληνική αγορά «ταρακουνήθηκε» από την απόφαση της Unilever να προχωρήσει σε πώληση του τμήματος ελαιολάδου.
Σε παγκόσμιά κλίμακα το γεγονός αφορά την αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου.
Στην μικρή μας χώρα όπου οι εταιρίες είναι επί το πλείστον οικογενειακές το γεγονός φαντάζει δραματικό.
Αν υπενθυμίσουμε όμως ότι ο συγκεκριμένος όμιλος σε τακτά διαστήματα προχωρεί σε αγοραπωλησίες όπως το 2008 η Unilever πούλησε, το Bertolli olive oil and vinegar business για 630 εκατ. ευρώ, ως ένα non-core business.
Ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες ανάλογες κινήσεις, με στόχο ο βρετανικο-ολλανδικός όμιλος, να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σκηνικό στον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων.
Συνεπώς και ο ελληνικός τομέας ελαιολάδου, την περίοδο που η Ελαΐς –Unilever ήταν από τις πιο ισχυρές εταιρίες στο ταμπλό του ΧΑ, δεν αποτελούσε από τα πλέον δυναμικά τμήματα, δεδομένου ότι η εταιρία είχε τότε να ανταγωνιστεί το χύμα ελαιόλαδο που επί γενιές ο Ελληνας καταναλωτής εξακολουθεί να προτιμά και να αγοράζει.
Κατά συνέπεια και παρά την εκστρατεία που είχε γίνει για το ποιοτικό και ελεγμένο τυποποιημένο εγχώριο ελαιόλαδο η κατανάλωση του παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα.
Αν παρακολουθήσει κάποιος διεθνώς τις κινήσεις των πολυεθνικών στο διεθνή οικονομικό στίβο θα διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες αγορών πωλήσεων τρέχουν με υψηλούς ρυθμούς, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αυτές κινούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και οφείλουν να προβλέπουν τις τάσεις, τη ζήτηση και τον διεθνή ανταγωνισμό κυρίως από τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η ζήτηση καταναλωτικών αγαθών αυξάνει και με διψήφιους αριθμούς.
Άλλωστε ο καπιταλισμός δεν «απειλεί» μόνο τις μικρομεσαίες εταιρίες αλλά και του μεγέθους της Unilever.
Μόλις το περασμένο καλοκαίρι ο αμερικανικός κολοσσός Kraft Heinz Co έκανε πρόταση εξαγοράς ύψους 143 δισ. δολάρια, με σκοπό την εξαγορά του ομίλου Unilever.
Το γεγονός θορύβησε όλους τους υψηλά ιστάμενους, για ότι αυτό συνεπάγεται για την επόμενη μέρα, σε μια προοπτική κοινής πορείας των δύο εταιριών.
Ανάλογες όμως ήταν οι επιπτώσεις και σε άλλες εταιρίες του ίδιου βεληνεκούς όπως Nestle, Mondelez International Inc., Hershey Co, Russell Stover and Mars Inc καθώς είναι πλέον κοινή η διαπίστωση ότι είμαστε μια τεράστια παγκόσμια αγορά όπου ο καθένας μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί στο στόχαστρο εξαγοράς.
Έτσι τα τελευταία χρόνια το κυνήγι νέων αγορών, η μείωση του κόστους, και η επικέντρωση στο core business με τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους αποτελούν κυρίαρχη τάση.
Άλλωστε οι αναδυόμενες αγορές προσφέρουν νέες ευκαιρίες και μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης, αλλά και δημιουργίας προϊόντων που απευθύνονται σε ένα κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων.
Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν λογιστική αποτύπωση.
Και η ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια και με την μακροχρόνια ύφεση , δεν φαίνεται να αποτελεί ελκυστικό στρατηγείο ούτε για κέντρο Βαλκανικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
Ρίτα Ζαχαριάδου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών