Τελευταία Νέα
Εταιρία

Βαλαβάνη: Έως 800 εκατ. ευρώ χάνει ετησίως η Ελλάδα από το λαθρεμπόριο καπνού

Πρόσφατα συγκροτήθηκε Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με αντικείμενο την κατάρτιση σχεδίου νόμου για την πάταξη της λαθρεμπορίας καπνικών προϊόντων
Διευκρινίσεις για το λαθρεμπόριο καπνού παρείχε η αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών Ν. Βαλαβάνη, απαντώντας στην με αριθμό 324/9-6-2015 επίκαιρη ερώτηση του Βουλευτή Αττικής του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς κ. Παναγιώτη (Πάνου) Σκουρολιάκου.
Όπως επισημαίνει η Νάντια Βαλαβάνη, τα στοιχεία για το ύψος του λαθρεμπορίου σε διεθνές επίπεδο δεν είναι επιβεβαιωμένα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ίδια η OLAF –το Ευρωπαϊκό Γραφείο Καταπολέμησης της Απάτης- διαπιστώνει ότι η φύση του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων κάνει ιδιαίτερα δύσκολο από τη μια την εκτίμηση του όγκου και της ποσότητας των λαθραίων και από την άλλη την αποτίμηση της ετήσιας οικονομικής απώλειας από το παράνομο εμπόριο καπνικών για καθένα από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Απέναντι σ’ αυτό, από τις μετρήσεις των εταιρειών καπνού για την Ελλάδα υπολογίζεται ότι η απώλεια είναι μεταξύ 400 έως 800 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο, ανάλογα με το ποιος κάνει την κάθε εκτίμηση. Η OLAF, σε επαφή με τα κράτη-μέλη, επιχειρεί να συζητήσει μια τεχνογνωσία που θα κάνει δυνατό να υπάρξει μια κοινά αποδεκτή και επιστημονικά έγκυρη μεθοδολογία αποτίμησης.
Όσο δε για τους λόγους γιγάντωσης του λαθρεμπορίου καπνικών σε διεθνές επίπεδο, αυτοί έχουν να κάνουν –αναφερθήκατε ήδη και ο ίδιος όσον αφορά την Ελλάδα- με την κρίση που περιορίζει τα εισοδήματα και έχει ανεβάσει την ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο 12%, που ιστορικά είναι ένας αριθμός ρεκόρ, με αποτέλεσμα οι πελάτες τους να είναι τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και πριν απ’ όλα οι άνεργοι και, όπως επισημάνατε και ο ίδιος, οι νέοι.
Επίσης, έχει να κάνει με την αποτελεσματικότερη οργάνωση της δράσης του οργανωμένου εγκλήματος που διακινεί τα παράνομα προϊόντα καπνού στις πύλες εισόδου του λαθρεμπορίου καπνικών στην Ευρώπη, μια από τις σοβαρότερες από τις οποίες είναι η πατρίδα μας.
Ειδικά στην Ελλάδα, όπου τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει διαστάσεις επιδημίας, παρά τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών, έχει να κάνει και με την απογύμνωση των τελωνιακών και των άλλων διωκτικών μηχανισμών, από το ΣΔΟΕ μέχρι το Λιμενικό, από το επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο -πριν από όλα- ανθρώπινο δυναμικό, με το «τσουνάμι» των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, που ωθήθηκαν και οι διωκτικοί μηχανισμοί αυτά τα χρόνια του μνημονίου.
Έχει να κάνει με την απογύμνωση από υλικοτεχνικά μέσα που χρειάζονται, ξεκινώντας από τα ειδικά σκάνερ, και όχι τα φτηνά για το οποία τρέχει αυτή τη στιγμή ένας διεθνής διαγωνισμός, αλλά τα ακριβά, από τα οποία δεν μπορεί να κρυφτεί τίποτα και εμφανίζεται ακόμα και η σύνθεση απ’ ό,τι ανακαλύπτουν στα φορτηγά ή στα κοντέινερ που ζυγίζουν πάνω τους. Έχει να κάνει με τη διάλυση, στο όνομα της απλοποίησης, του τρόπου που γίνονται οι έλεγχοι, τουλάχιστον στα λαθραία τσιγάρα που δεν περνούν τράνζιτ προς τις χώρες της βόρειας Ευρώπης από τη χώρα μας. Και λέω που δεν περνούν τράνζιτ, γιατί το βασικό κίνητρο για το ότι η χώρα μας αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πέρασμα είναι ότι οι τιμές πακέτου κυμαίνονται στις χώρες της βόρειας Ευρώπης μεταξύ 5 ευρώ με 8 ευρώ. Αυτά, όμως, που προορίζονται για την ελληνική αγορά, λόγω των μνημονιακών πολιτικών που αύξησαν υπέρογκα τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, κατάφεραν η τιμή των τσιγάρων να αποτελείται σήμερα κατά 83%, κατά μέσο όρο, από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, με αποτέλεσμα οι καπνιστές τελικά να καπνίζουν -θα έλεγε κανείς- όχι καπνό, αλλά φόρο.
Αυτό έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης, δηλαδή αντί αύξηση, μείωση των δημοσίων εσόδων, γιατί είναι κανόνας ότι προϊόντα με μεγάλη φορολογική επιβάρυνση παρουσιάζουν και την πιο έντονη παραβατικότητα στη διακίνησή τους, καθώς οι λαθρέμποροι έχουν να κερδίσουν πολύ περισσότερα. Παραδείγματος χάρη, για να έχουμε ένα μέτρο της έκτασης του πόσο έχουν να κερδίσουν, θα σας πω ότι η λαθραία εισαγωγή ενός κοντέινερ –ένα κοντέινερ περιέχει εννέα εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες τσιγάρα- στερεί το κράτος από φορολογικά έσοδα 1,4 εκατομμυρίων ευρώ.
Θεωρώ, επίσης, ότι από τιμολογιακή άποψη έπαιξε ρόλο και η τιμολογιακή πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων απέναντι στα φτηνά τσιγάρα, με αποτέλεσμα ενώ προ μνημονίων ο μέσος όρος διαφοράς της τιμής ακριβών - φθηνών τσιγάρων -νόμιμων εννοείται- ήταν 1 ευρώ, σήμερα έχει περιοριστεί στα σαράντα λεπτά. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι όποιος είναι σε θέση να δώσει αυτά τα σαράντα λεπτά παραπάνω, περνά στα ακριβά και όποιος δεν είναι σε θέση σε μεγάλο βαθμό, περνά στα λαθραία, κυρίως στα λεγόμενα «illicit whites», που παράγονται, όπως ξέρουμε, στην Κίνα, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στην Αίγυπτο, στη Μαλαισία, στην Αμμόχωστο και αλλού, από τα οποία ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν όλοι οι καπνιστές για καρκίνο, για ΧΑΠ και τα λοιπά πολλαπλασιάζεται, καθώς, όπως ήδη και ο ίδιος αναφέρατε προηγουμένως, στα λαθραία προϊόντα η σύνθεση και τα χημικά που χρησιμοποιούνται είναι εντελώς ανεξέλεγκτα.
Με άλλα λόγια, τόσο από άποψη υγείας όσο και από άποψη οικονομική, το πρόβλημα των λαθραίων τσιγάρων έχει μια καθοριστική, μια κυρίαρχη κοινωνικοταξική όψη που συνδέεται με την τιμολογιακή πολιτική του ελληνικού κράτους και δεν μπορεί να αποδοθεί ή πολύ περισσότερο να λυθεί αποκλειστικά βελτιώνοντας τη δίωξη. Χρειάζονται εξίσου οι κατάλληλες τιμολογιακές πολιτικές και αυτό θα οδηγήσει όχι σε μείωση, αλλά σε αύξηση των εσόδων του κράτους, όσον αφορά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, σε μια τόσο δύσκολη εποχή.
Για την ειδικότερη πολιτική αποτελεσματικότερης δίωξης και για την κατεύθυνση στην οποία δουλεύουμε σήμερα, θα αναφερθώ και εγώ στη δευτερολογία μου.
Ορισμένες παράμετροι που πρέπει να πάρουμε υπόψη είναι οι εξής: Πρώτον, κλειδί από την άποψη της δίωξης του λαθρεμπορίου είναι η λεγόμενη «ιχνηλασιμότητα», δηλαδή η ικανότητα να βρίσκουμε ανά πάσα στιγμή το ιστορικό, τη χρήση ή τον εντοπισμό ενός πακέτου τσιγάρων μέσα από καταγεγραμμένες ταυτότητες. Αν και ο όρος είναι νέος, τέτοιες τεχνικές πρέπει να πούμε ότι χρησιμοποιούν άλλες χώρες όντως ακόμα και από δεκαετία του ’60. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το δαιδαλώδες δίκτυο διανομής καθιστά πολύ δύσκολη την ιχνηλασία των τσιγάρων. Γι’ αυτό οι ελληνικές υπηρεσίες θεωρούν ζωτικής σημασίας την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου συστήματος ιχνηλασιμότητας που θα δίνει σε κάθε πακέτο τσιγάρων ένα μοναδικό κωδικό, αποθηκευμένο σε κυβερνητικά ελεγχόμενη βάση δεδομένων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει σήμερα σύγκρουση ανάμεσα στην παραπάνω θέση –την οποία υποστηρίζουμε όχι μόνο εμείς, αλλά και άλλα κράτη-μέλη- και τα σχέδια εγκατάστασης ενός συστήματος ιχνηλασιμότητας που έχουν αναπτύξει σε συνεργασία οι τέσσερις μεγαλύτερες καπνοβιομηχανίες. Αυτά τα τελευταία σχέδια θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αν οι εταιρείες έδιναν πλήρη πρόσβαση στον πηγαίο κωδικό του λογισμικού, στα στοιχεία της βάσης δεδομένων και στο σχετικό εξοπλισμό, αντί να κρατούν τον έλεγχο για τις ίδιες.
Δεύτερον, το κόστος αποθήκευσης και προπαντός καταστροφής των κατασχεθέντων λαθραίων τσιγάρων είναι υπερβολικά ψηλό. Οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την καταστροφή χρεώνουν 300-400 ευρώ τον τόνο, καθώς οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές καταστροφής απαιτούν –και καλά κάνουν!- μεθόδους ιδιαίτερα φιλικές προς το περιβάλλον. Η καταστροφή των τσιγάρων μόνο για ένα κοντέινερ φτάνει σε κόστος τα 4.000-5.000 ευρώ, χωρίς να συνυπολογιστούν τα έξοδα για τους ανθρώπους και τα μέσα των διωκτικών μηχανισμών που χρειάστηκαν για την κατάσχεσή τους.
Η Ελλάδα όμως, καθώς είναι πέρασμα μεγάλων ποσοτήτων που προορίζονται για τις αγορές άλλων ευρωπαϊκών χωρών, επιβαρύνεται και με το κόστος προστασίας των συμφερόντων των υπόλοιπων κρατών-μελών. Γι’ αυτό θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα έξοδα αποθήκευσης και καταστροφής, αφού η πλειονότητα των λαθραίων τσιγάρων που πιάνονται θεωρείται ότι προορίζεται για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και οι διωκτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα αποτελούν με τη δράση τους ένα είδος αναχώματος γι’ αυτό το πέρασμα, προστατεύοντας τόσο την υγεία των πελατών όσο και τα δημόσια έσοδα σ’ αυτές τις χώρες.
Λίγο πολύ, υπάρχει ένας προσανατολισμός στο τι θέλουμε να κάνουμε. Κι αυτό πρέπει να γίνει σε συνεργασία περισσότερων από ένα Υπουργείο.
Αυτήν τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη δυο νομοθετικές πρωτοβουλίες. Πρόσφατα συγκροτήθηκε Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με αντικείμενο την κατάρτιση σχεδίου νόμου για την πάταξη της λαθρεμπορίας καπνικών προϊόντων, με συμμετοχή του Υπουργείου για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, του Υπουργείου Οικονομικών και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Δεύτερον, υπάρχει σε εξέλιξη πρωτοβουλία του Υπουργείου Υγείας για συγκρότηση διυπουργικής Επιτροπής με συμμετοχή και του Υπουργείου Οικονομικών για την κύρωση αυτού που αναφέρατε, του πρωτοκόλλου για την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων, της σύμβασης-πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον έλεγχο του καπνού. Έργο της Επιτροπής είναι η μελέτη του πρωτοκόλλου, η εξέταση του νομικού του πλαισίου και η διευθέτηση των θεσμικών και οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του για να προωθηθεί για κύρωση με νόμο στη Βουλή. Είναι το πρώτο εκτελεστικό πρωτόκολλο και απορρέει από το άρθρο 15 της σύμβασης-πλαίσιο, αναφορικά με τη μείωση κάθε μορφής παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων. Ψηφίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη το Νοέμβριο του 2012 στη Σεούλ και σε αυτό αναγνωρίζεται ότι το παράνομο εμπόριο των προϊόντων καπνού υπονομεύει τις οικονομίες των κρατών μελών, δημιουργώντας μεγάλες απώλειες εσόδων, επηρεάζει δυσμενώς την ασφάλειά τους και τους στόχους για την υγεία, επιβάλλοντας επιπρόσθετη επιβράδυνση στα συστήματα υγείας και επηρεάζοντας δυσμενώς ιδιαίτερα –κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία- τους νέους ανθρώπους, τους φτωχότερους ανάμεσα στα τμήματα του πληθυσμού και τις άλλες ευάλωτες ομάδες.
Νομίζω ότι όλα αυτά σημαίνουν ότι, πέρα από όλες τις απόψεις και τις οικονομικές των εσόδων και τις παραμέτρους υγείας και τις ανάγκες ενίσχυσης της δίωξης και των ανάλογων διωκτικών μηχανισμών, δεν πρέπει να μας ξεφεύγει αυτό: Ουσιαστικά η αποτελεσματική παρέμβαση σε αυτόν τον χώρο αποτελεί και ένα είδος πραγματικής, ουσιαστικής, κοινωνικής πολιτικής, προστατεύοντας τα πιο ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού και πριν απ’ όλα τους νέους.

www.bankingnews.gr