Οι Ινδοί μαχαραγιάδες και μεγαλοκτηματίες σύντομα έγιναν οι καλύτεροι πελάτες των λονδρέζικων οπλοπωλείων
Η “χρυσή εποχή” των σαφάρι και των εξερευνήσεων συνέπεσε με την ακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Οι Άγγλοι και Σκοτσέζοι στρατιωτικοί έφεραν τις κυνηγετικές τους συνήθειες στην Αφρική και την Ινδία.
Στην τελευταία η άρχουσα τάξη υιοθέτησε πολλές από αυτές, ιδιαίτερα όσον αφορούσε τη χρήση πυροβόλων όπλων.
Οι Ινδοί μαχαραγιάδες και μεγαλοκτηματίες σύντομα έγιναν οι καλύτεροι πελάτες των λονδρέζικων οπλοπωλείων.
Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε μια έκρηξη δημιουργικότητας καθώς οι νέοι πελάτες απαιτούσαν τουφέκια με ισχύ πολύ μεγαλύτερη από το σύνηθες για να θηρεύσουν ρινόκερους, ελέφαντες, ιπποπόταμους, αλλά και τίγρεις ή λιοντάρια.
Μέχρι την έλευση των μάγκνουμ γομώσεων και της σύγχρονης πυρίτιδας, η λύση για περισσότερη δύναμη ήταν αναγκαστικά η αύξηση της διαμέτρου και του βάρους του βλήματος.
Μέχρι και σήμερα, το “μεγαθήριο” που ονομάζεται δίκανο διαμετρήματος cal. 4 παραμένει το μεγαλύτερο φορητό όπλο που κατασκευάστηκε ποτέ.
Η ιστορία της R.B. Rodda
Έχει τις ρίζες της στην εμπορική εταιρεία Brown & Cooper που ξεκίνησε τις δραστηριότητες στο νούμερο 36 της οδού Πικαντίλυ, γύρω στο 1805.
Ο Richard Burrows Rodda (Ρίτσαρντ Μπάροους Ρόντα) την αγόρασε το 1847. Τρία χρόνια αργότερα ο φιλόδοξος Rodda άνοιξε ένα δεύτερο κατάστημα στην Καλκούτα της Ινδίας.
Το 1857 πέθανε και ο συγγενής του William Henry Taylor (Γουίλιαμ Χένρυ Τέηλορ) ανέλαβε τη διεύθυνση.
Από τότε και μέχρι την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947, η R.B. Rodda παρέμεινε στην Καλκούτα ως εισαγωγέας και μεταπράτης κυνηγετικών όπλων σε όλη την Ασία.
Οι ίδιοι δεν παρήγαν όπλα, τα αγόραζαν από τους κατασκευαστές του Μπίρμινγκχαμ και του Λονδίνου, κυρίως από τη W.&C. Scott.
Τα σήμαιναν όμως με τη φίρμα τους. Συνήθως με την επιγραφή “R.B. RODDA & CO. GUN MAKERS. TO H.E. THE VICEROY” and “& H.R.H. THE DUKE OF EDINBURGH. LONDON & CALCUTTA” που σημαίνει “R.B. RODDA & ΣΙΑ. ΟΠΛΟΥΡΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ Α.Ε. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΑ” και “& Τ.Α.Ε. ΔΟΥΚΑ ΤΟΥ ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟΥ. ΛΟΝΔΙΝΟ & ΚΑΛΚΟΥΤΑ”.
Βέβαια από ένα σημείο και πέρα η αναφορά στο Λονδίνο ήταν παραπλανητική, όπως και ο τίτλος του οπλουργού, αλλά η τεράστια επίχρυση εγχάραξη στο πάνω μέρος των κανών πρόσθετε πρεστίζ στους πελάτες των αποικιών.
Τουφέκι για μαστόδοντα
Τα δίκανα cal.4 (ή “4 bore” κατά την αγγλική ορολογία) είναι ένα επίτευγμα της βικτωριανής που δεν πρόκειται να αναπαραχθεί ποτέ ξανά.
Ζυγίζουν κατά μέσο όρο 9,5 ως 10 κιλά κενά και οι κάνες έχουν διάμετρο μίας ίντσας (στην πραγματικότητα υπάρχουν υποδείγματα με διακύμανση μεταξύ 25 και 26,5mm).
Για σύγκριση, το μέσο cal. 12 ζυγίζει σχεδόν το ένα τρίτο του βάρους και η διάμετρος της κάνης είναι “μόλις” 18,5mm.
Τα εικονιζόμενα Rodda προέρχονται από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα με όλα τα χαρακτηριστικά της εποχής.
Ειναι εξώσφυρα με μηχανισμούς sidelock (ολόκληρες φωτιές).
Το άνοιγμα γίνεται μέσω μοχλού στο κάτω μέρος της βάσης (underlever).
Οι κάνες έχουν φτιαχτεί από σφυρηλατιμένο “δαμασκηνό” ατσάλι, μια διαδικασία όπου σύρματα από διαφορετικά κράματα συστρέφονται και σφυρηλατούνται μαζί σε εννιαίο κομμάτι μετάλλου.
Η ιδέα ήταν ότι οι οπλουργοί θα συνδύαζαν τις καλύτερες ιδιότητες (ελαστικότητα, σκληρότητα, αντοχή) από τα διαθέσιμα ατσάλια.
Κόστιζε περισσότερο από τις συμβατικές κάνες γιατί απαιτούσε αμέτρητες εργατώρες επεξεργασίας.
Μια ευχάριστη παρενέργεια της διαδικασίας ήταν ότι μετά τη βαφή του μετάλλου, η επιφάνεια των κανών παρουσίαζε πρωτότυπα και μοναδικά “κύματα” ή “σχέδια”.
Αυτό ήταν αποτέλεσμα της διαφορετικής απορρόφησης των χημικών βαφών από τα κράματα.
Οι Άγγλοι οπλουργοί το είχαν αναγάγει σε τέχνη, δημιουργώντας εντυπωσιακά οπτικά αποτελέσματα.
Οι θαλάμες μήκους 100mm δέχονταν μπρούτζινους κάλυκες.
Καθένας τους χωρούσε ώς και 24 γραμμάρια μαύρης πυρίτιδας, όσο χωρά δηλαδή σε ένα καλού μεγέθους σφηνοπότηρο!
Τα σκοπευτικά (στις ραβδωτές εκδόσεις) διέθεταν πτυσόμενα κλισιοσκόπια για απόσταση 50, 100 και 150 μέτρων με τη στάνταρ γόμωση.
“Άγριο κλώτσιμα”
Αν και αναφέρονται ως “ραβδωτά” υπάρχουν πολλά λειόκανα υποδείγματα.
Το κυνήγι μεγάλων παχύδερμων γινόταν από πολύ κοντινή απόσταση -συχνά εντός 25 μέτρων- και συγκέντρωση 5-7 εκατοστών από τις λείες κάνες ήταν πάνω από αρκετή.
Αυτό που έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο ήταν η ικανότητα να εκτοξεύσει βολίδες βάρους 120 γραμμαρίων(!) και να φτάνει στα ζωτικά όργανα θηρίων που ζυγίζουν έναν ως τέσσερις τόνους, πριν αυτά “τσαλαπατήσουν” το θηρευτή.
Πολλοί κυνηγοί εκτιμούσαν την ευκολία στο καθάρισμα και τη μικρότερη ανάκρουση που προσέφερε η λεία κάνη.
Διότι... ανάκρουση το cal. 4 είναι ικανό να προσφέρει απλόχερα. Οι παλιοί κυνηγοί σαφάρι το χαρακτήριζαν “επικίνδυνο και από τα δύο άκρα” γιατί αν ο χρήστης δείλιαζε και το κρατούσε μακρυά από τον ώμο του, το κλώτσημα ήταν ικανό να του σπάσει την κλείδα ή να τραυματίσει το σβέρκο.
Ο διάσημος κυνηγός ελεφάντων Frederick Selous (Φρέντερικ Σέλους) κατέγραψε στα απομνημονεύματα του πως σταμάτησε να χρησιμοποιεί το “4 bore”, όταν η ανάκρουση τον τραυμάτισε τόσο που επηρέασε τα νεύρα του.
Έχουν αναφερθεί ακόμη και αποκολλήσεις κερατοειδούς από τη στιγμιαία επιτάχυνση των ματιών εντός του κρανίου.
Φαίνεται πως η ενδεδειγμένη τεχνική είναι να αγκαλιάσει κανείς σφικτά το τουφέκι, να κλίνει με το σώμα πρός τα εμπρός και “ρολάρει” με το κύμα της ώθησης καθώς η βολίδα φεύγει από την κάνη.
Ο συγγραφέας και συλλέκτης όπλων John Ross διέθετε ίσως τη μεγαλύτερη εμπειρία στο θέμα μεταξύ των σύγχρονων κυνηγών.
Το 1983 βρέθηκε στη Ζιμπάμπουε με ένα τέτοιο όπλο, στο πλαίσιο της έρευνας που έκανε για το βιβλίο του “Unintended Consequences” (ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα πάνω στη λεγόμενη κουλτούρα των όπλων, το οποίο δυστυχώς μπορεί να βρεθεί πλέον μόνο στο διαδίκτυο).
Σε ένα βίντεο κατέγραψε τα κυνήγια του και αποτελεί “ζωντανό” τεκμήριο για το “κλώτσημα” και την ισχύ του cal.4. Αξίζει να το ψάξετε...
www.bankingnews.gr
Οι Άγγλοι και Σκοτσέζοι στρατιωτικοί έφεραν τις κυνηγετικές τους συνήθειες στην Αφρική και την Ινδία.
Στην τελευταία η άρχουσα τάξη υιοθέτησε πολλές από αυτές, ιδιαίτερα όσον αφορούσε τη χρήση πυροβόλων όπλων.
Οι Ινδοί μαχαραγιάδες και μεγαλοκτηματίες σύντομα έγιναν οι καλύτεροι πελάτες των λονδρέζικων οπλοπωλείων.
Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε μια έκρηξη δημιουργικότητας καθώς οι νέοι πελάτες απαιτούσαν τουφέκια με ισχύ πολύ μεγαλύτερη από το σύνηθες για να θηρεύσουν ρινόκερους, ελέφαντες, ιπποπόταμους, αλλά και τίγρεις ή λιοντάρια.
Μέχρι την έλευση των μάγκνουμ γομώσεων και της σύγχρονης πυρίτιδας, η λύση για περισσότερη δύναμη ήταν αναγκαστικά η αύξηση της διαμέτρου και του βάρους του βλήματος.
Μέχρι και σήμερα, το “μεγαθήριο” που ονομάζεται δίκανο διαμετρήματος cal. 4 παραμένει το μεγαλύτερο φορητό όπλο που κατασκευάστηκε ποτέ.
Η ιστορία της R.B. Rodda
Έχει τις ρίζες της στην εμπορική εταιρεία Brown & Cooper που ξεκίνησε τις δραστηριότητες στο νούμερο 36 της οδού Πικαντίλυ, γύρω στο 1805.
Ο Richard Burrows Rodda (Ρίτσαρντ Μπάροους Ρόντα) την αγόρασε το 1847. Τρία χρόνια αργότερα ο φιλόδοξος Rodda άνοιξε ένα δεύτερο κατάστημα στην Καλκούτα της Ινδίας.
Το 1857 πέθανε και ο συγγενής του William Henry Taylor (Γουίλιαμ Χένρυ Τέηλορ) ανέλαβε τη διεύθυνση.
Από τότε και μέχρι την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947, η R.B. Rodda παρέμεινε στην Καλκούτα ως εισαγωγέας και μεταπράτης κυνηγετικών όπλων σε όλη την Ασία.
Οι ίδιοι δεν παρήγαν όπλα, τα αγόραζαν από τους κατασκευαστές του Μπίρμινγκχαμ και του Λονδίνου, κυρίως από τη W.&C. Scott.
Τα σήμαιναν όμως με τη φίρμα τους. Συνήθως με την επιγραφή “R.B. RODDA & CO. GUN MAKERS. TO H.E. THE VICEROY” and “& H.R.H. THE DUKE OF EDINBURGH. LONDON & CALCUTTA” που σημαίνει “R.B. RODDA & ΣΙΑ. ΟΠΛΟΥΡΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ Α.Ε. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΑ” και “& Τ.Α.Ε. ΔΟΥΚΑ ΤΟΥ ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟΥ. ΛΟΝΔΙΝΟ & ΚΑΛΚΟΥΤΑ”.
Βέβαια από ένα σημείο και πέρα η αναφορά στο Λονδίνο ήταν παραπλανητική, όπως και ο τίτλος του οπλουργού, αλλά η τεράστια επίχρυση εγχάραξη στο πάνω μέρος των κανών πρόσθετε πρεστίζ στους πελάτες των αποικιών.
Τουφέκι για μαστόδοντα
Τα δίκανα cal.4 (ή “4 bore” κατά την αγγλική ορολογία) είναι ένα επίτευγμα της βικτωριανής που δεν πρόκειται να αναπαραχθεί ποτέ ξανά.
Ζυγίζουν κατά μέσο όρο 9,5 ως 10 κιλά κενά και οι κάνες έχουν διάμετρο μίας ίντσας (στην πραγματικότητα υπάρχουν υποδείγματα με διακύμανση μεταξύ 25 και 26,5mm).
Για σύγκριση, το μέσο cal. 12 ζυγίζει σχεδόν το ένα τρίτο του βάρους και η διάμετρος της κάνης είναι “μόλις” 18,5mm.
Τα εικονιζόμενα Rodda προέρχονται από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα με όλα τα χαρακτηριστικά της εποχής.
Ειναι εξώσφυρα με μηχανισμούς sidelock (ολόκληρες φωτιές).
Το άνοιγμα γίνεται μέσω μοχλού στο κάτω μέρος της βάσης (underlever).
Οι κάνες έχουν φτιαχτεί από σφυρηλατιμένο “δαμασκηνό” ατσάλι, μια διαδικασία όπου σύρματα από διαφορετικά κράματα συστρέφονται και σφυρηλατούνται μαζί σε εννιαίο κομμάτι μετάλλου.
Η ιδέα ήταν ότι οι οπλουργοί θα συνδύαζαν τις καλύτερες ιδιότητες (ελαστικότητα, σκληρότητα, αντοχή) από τα διαθέσιμα ατσάλια.
Κόστιζε περισσότερο από τις συμβατικές κάνες γιατί απαιτούσε αμέτρητες εργατώρες επεξεργασίας.
Μια ευχάριστη παρενέργεια της διαδικασίας ήταν ότι μετά τη βαφή του μετάλλου, η επιφάνεια των κανών παρουσίαζε πρωτότυπα και μοναδικά “κύματα” ή “σχέδια”.
Αυτό ήταν αποτέλεσμα της διαφορετικής απορρόφησης των χημικών βαφών από τα κράματα.
Οι Άγγλοι οπλουργοί το είχαν αναγάγει σε τέχνη, δημιουργώντας εντυπωσιακά οπτικά αποτελέσματα.
Οι θαλάμες μήκους 100mm δέχονταν μπρούτζινους κάλυκες.
Καθένας τους χωρούσε ώς και 24 γραμμάρια μαύρης πυρίτιδας, όσο χωρά δηλαδή σε ένα καλού μεγέθους σφηνοπότηρο!
Τα σκοπευτικά (στις ραβδωτές εκδόσεις) διέθεταν πτυσόμενα κλισιοσκόπια για απόσταση 50, 100 και 150 μέτρων με τη στάνταρ γόμωση.
“Άγριο κλώτσιμα”
Αν και αναφέρονται ως “ραβδωτά” υπάρχουν πολλά λειόκανα υποδείγματα.
Το κυνήγι μεγάλων παχύδερμων γινόταν από πολύ κοντινή απόσταση -συχνά εντός 25 μέτρων- και συγκέντρωση 5-7 εκατοστών από τις λείες κάνες ήταν πάνω από αρκετή.
Αυτό που έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο ήταν η ικανότητα να εκτοξεύσει βολίδες βάρους 120 γραμμαρίων(!) και να φτάνει στα ζωτικά όργανα θηρίων που ζυγίζουν έναν ως τέσσερις τόνους, πριν αυτά “τσαλαπατήσουν” το θηρευτή.
Πολλοί κυνηγοί εκτιμούσαν την ευκολία στο καθάρισμα και τη μικρότερη ανάκρουση που προσέφερε η λεία κάνη.
Διότι... ανάκρουση το cal. 4 είναι ικανό να προσφέρει απλόχερα. Οι παλιοί κυνηγοί σαφάρι το χαρακτήριζαν “επικίνδυνο και από τα δύο άκρα” γιατί αν ο χρήστης δείλιαζε και το κρατούσε μακρυά από τον ώμο του, το κλώτσημα ήταν ικανό να του σπάσει την κλείδα ή να τραυματίσει το σβέρκο.
Ο διάσημος κυνηγός ελεφάντων Frederick Selous (Φρέντερικ Σέλους) κατέγραψε στα απομνημονεύματα του πως σταμάτησε να χρησιμοποιεί το “4 bore”, όταν η ανάκρουση τον τραυμάτισε τόσο που επηρέασε τα νεύρα του.
Έχουν αναφερθεί ακόμη και αποκολλήσεις κερατοειδούς από τη στιγμιαία επιτάχυνση των ματιών εντός του κρανίου.
Φαίνεται πως η ενδεδειγμένη τεχνική είναι να αγκαλιάσει κανείς σφικτά το τουφέκι, να κλίνει με το σώμα πρός τα εμπρός και “ρολάρει” με το κύμα της ώθησης καθώς η βολίδα φεύγει από την κάνη.
Ο συγγραφέας και συλλέκτης όπλων John Ross διέθετε ίσως τη μεγαλύτερη εμπειρία στο θέμα μεταξύ των σύγχρονων κυνηγών.
Το 1983 βρέθηκε στη Ζιμπάμπουε με ένα τέτοιο όπλο, στο πλαίσιο της έρευνας που έκανε για το βιβλίο του “Unintended Consequences” (ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα πάνω στη λεγόμενη κουλτούρα των όπλων, το οποίο δυστυχώς μπορεί να βρεθεί πλέον μόνο στο διαδίκτυο).
Σε ένα βίντεο κατέγραψε τα κυνήγια του και αποτελεί “ζωντανό” τεκμήριο για το “κλώτσημα” και την ισχύ του cal.4. Αξίζει να το ψάξετε...
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών