Τελευταία Νέα
Gun Room

Στοχεύοντας για ακρίβεια: Τύποι μονόβολων για λειόκανα τουφέκια

tags :
Στοχεύοντας για ακρίβεια: Τύποι μονόβολων για λειόκανα τουφέκια
Οπλισμένος με ένα ποιοτικό δίκανο ή αυτογεμές (συνήθως σε διαμέτρημα cal. 12/76mm) ένας κυνηγός και άνθρωπος της υπαίθρου έχει ένα ευέλικτο πολυεργαλείο, ικανό να προσφέρει τροφή, προστασία και ψυχαγωγία.
Λέγεται συχνά οτι το λειόκανο είναι “το όπλο του σκεπτόμενου ανθρώπου”.
Βάσει αυτού του γνωμικού αποτελεί η ποικιλία των γομώσεων που δέχεται το συγκεκριμένο είδος τυφεκίων.
Οπλισμένος με ένα ποιοτικό δίκανο ή αυτογεμές (συνήθως σε διαμέτρημα cal. 12/76mm) ένας κυνηγός και άνθρωπος της υπαίθρου έχει ένα ευέλικτο πολυεργαλείο, ικανό να προσφέρει τροφή, προστασία και ψυχαγωγία. Χρησιμοποιώντας μικρής διαμέτρου σκάγια είναι ιδανικό για εναέριους στόχους.
Αλλάζοντας σε φυσίγγια με μεγαλύτερης διαμέτρου σφαιρικούς ψήφους (δράμια), είναι ικανό να δρέψει οπληφόρα και επιβλαβή ζώα σε αποστάσεις που αγγίζουν τα 40 μέτρα. Και τέλος με τη βοήθεια συμπαγών βολίδων (μονόβολα) επεκτείνει την ακτίνα δράσης του μέχρι περίπου τα 120 μέτρα.

Τι είναι μονόβολο;

Η εμπειρική αυτή ονομασία περιγράφει τα μεγάλης διαμέτρου βλήματα που βάλλουν παραδοσιακά τα λειόκανα όπλα.
Αρχικά, πριν 250 περίπου χρόνια, οι οπλοτεχνίτες κατασκεύαζαν μολύβδινες σφαίρες σε αντίστοιχη διάμετρο με εκείνη της κάνης.
Σήμερα υπάρχουν δύο κατηγορίες μονόβολων: Οι βολίδες πλήρους διαμέτρου και οι sabot (σαμπό).
Οι δεύτερες ξεχωρίζουν γιατί περιέχουν ένα μικρότερο και ελαφρότερο βλήμα, προστατευμένο μέσα σε ένα πλαστικό κάλυμμα.
Με την πυροδότηση, το κάλυμμα ταξιδεύει κατά μήκος της κάνης και μετά την έξοδο αποχωρίζεται. Στη χώρα μας κυκλοφορούν και οι δύο τύποι με τα sabot να είναι κατά κανόνα ακριβότερα. Ας δούμε λοιπόν αναλυτικότερα τα χαρακτηριστικά και τις διαφορές τους.
2_126.jpg
Βολίδες πλήρους διαμέτρου

Η μεγάλη επανάσταση για τη βλητική ήρθε με την εφεύρεση του Wihlem Brenneke (Βίλεμ Μπρένεκε) το 1898.
Κατασκεύασε ένα κύλινδρο που αντιστοιχούσε στη διάμετρο της κάνης, ανεβάζοντας έτσι το βάρος και (κατά συνέπεια) την ενέργεια των βλημάτων.
Αφού δεν υπάρχουν ραβδώσεις στην κάνη που να σταθεροποιούν τη βολίδα κατά την πτήση, ο Brenekke προσάρμοσε στη βάση της μια “τάπα” από ελαφρότερο υλικό (κετσέ από ύφασμα ή χαρτί). Η ουρά αυτή δρούσε σαν έμφραξη για τα αέρια της πυροδότησης μέσα στην κάνη και μετά την έξοδο, λειτουργούσε ώς αλεξίπτωτο.
Διατηρούσε την αιχμή του βλήματος πάντοτε μπροστά, αφού το κέντρο βάρους παρέμενε εμπρός από το γεωμετρικό κέντρο του.
3_107.jpg
Σήμερα πλέον τα βλήματα τύπου Brenekke χρησιμοποιούν πλαστικές “ουρές” που παίζουν αυτό το ρόλο. Το πλεονέκτημα τους είναι το βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 31,5 και 43 γραμμαρίων. Είναι ικανά να καταβάλλουν μεγάλα θηράματα μεγέθους άλκης, αντιλόπης ή αρκούδας εντός 50 μέτρων και το σοκ που προκαλεί η μεγάλης διαμέτρου βολίδα, είναι δυσανάλογα ισχυρό σε σχέση με τη χαμηλή ταχύτητα της.
Το παράδειγμα του Brenneke αντέγραψαν πολλοί Ευρωπαίοι, όπως ο Gualandi.
Εκείνος βελτίωσε το σχήμα της αιχμής για καλύτερη διάτρηση και ενίσχυσε την περιφέρεια της, ώστε να μη παραμορφώνεται εύκολα και να διατηρεί τη συνοχή της καθώς διαπερνά ζώα με βαριά δομή οστών και σκληρό δέρμα.
Παρόμοια φιλοσοφία έχουν και οι βολίδες που σχεδίασε ο Αμερικανός Carl Foster τη δεκαετία του 1930.
Αντί για ένα “φρένο” στο πίσω μέρος, η δική του ιδέα ήταν να δώσει στο βλήμα ένα σχήμα δακτυλίθρας ή καμπάνας. Το βάρος είναι συγκεντρωμένο στην αιχμή και τα τοιχώματα λεπταίνουν προς τη βάση. Έτσι το βλήμα καταλήγει να πετά με το ρύγχος.
Μια διαφορά των Foster από τις βολίδες με ουρά είναι πως συνήθως έχουν χαμηλότερο βάρος και κατασκευάζονται από μαλακότερο κράμα μολυβιού. Έχουν μικρότερη διάτρηση, γεγονός που τα καθιστά κατάλληλα για θηράματα με ελαφρότερη δομή οστών.
Όταν προσκρούσουν με μεγάλη ταχύτητα πολύ συχνά σπάζουν σε μικρότερα θραύσματα που διεισδύουν σε λιγότερο βάθος, αλλά δημιουργούν παράλληλα τραύματα.

Τα Sabot

Αυτή η κατηγορία δημιουργήθηκε αργότερα για να αποδώσει μεγαλύτερη ταχύτητα και χαμηλότερη ανάκρουση.
Προέκυψαν λόγω περιορισμών στις ΗΠΑ, για να υποκαταστήσουν τα ραβδωτά όπλα στο κυνήγι ελαφιών.
Με εξαίρεση τα γαλλικά Balle Sauvestre, που έχουν πτερύγια σταθεροποίησης πάνω στο βλήμα, τα sabot έχουν σχεδιαστεί για εκτόξευση μέσα από ραβδωτές κάνες.
Κατά τη διάρκεια κίνησης μέσα στη ραβδωτή κάνη, οι συνθετικές καλύπτρες έρχονται σε επαφή με τις ραβδώσεις και περιστρέφονται.
Μετά την έξοδο η αντίσταση του αέρα και η στροφορμή διαχωρίζουν το βλήμα από τα καλύμματα και αυτό συνεχίζει να περιστρέφεται σταθεροποιούμενο κατά την πτήση.
Έτσι επιτυγχάνει αξιοσημείωτη ακρίβεια μέχρι και τα 200 μέτρα.
Συνήθως τα βλήματα των sabot είναι μολυβένιες ή μπρούτζινες βολίδες, όμοιες με εκείνες που χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα, εμπροσθογεμή τουφέκια.
Δυστυχώς, η ακρίβεια τους υποφέρει μέσα από λείες κάνες, αφού μετά την έξοδο αρχίζουν να κινούνται με απρόβλεπτο τρόπο.
Με τα συνήθη όπλα που χρησιμοποιούμε για θήρα στην Ελλάδα, τα πλεονεκτήματα τους παραμένουν ανεκμετάλλευτα.
4_3.jpeg
Συνοψίζοντας

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα μέρη της προετοιμασίας για κυνηγετική εξόρμηση, είναι η επιλογή του κατάλληλου φυσιγγίου και η δοκιμή υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
Για τα μονόβολα η αξίοπιστη λειτουργία, η μέτρηση της ακρίβειας και ενέργεια αρκετή για να καταβάλλει το θήραμα είναι οι κρίσιμοι παράγοντες.
Πολλές φορές, ένα οικονομικότερο φυσίγγιο με ένα απλό μολύβδινο βλήμα μεσαίου βάρους (32-35 γραμμάρια) και σταθερή απόδοση, ίσως είναι προτιμότερο από την τελευταία “ανακάλυψη’ που εκθειάζουν τα μίντια.
Το μονόβολο είναι μια αρχαία τεχνολογία, απαράλλακτη επί 100 χρόνια.
Η μεθοδικότητα και το σωστό “πάντρεμα” του όπλου με τη γόμωση φέρνουν την επιτυχία.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης